Kάθε φορά, αρχίζω την ομιλία μου εκφράζοντας ευχαριστίες προς αυτούς που με κάλεσαν να μιλήσω. Αλλά σήμερα, νιώθω πως δεν μαζευτήκαμε για ομιλίες και αναλύσεις, νιώθω πως αδράξαμε όλοι την ευκαιρία να τιμήσουμε τη μνήμη του Παπαδιαμάντη, του Μωραϊτίδη και του Ρήγα? νιώθω πως αφήσαμε τις μέριμνές μας κατά μέρος, για να έχουμε κοινωνία με ό,τι πιό γνήσιο και καταβολικό μας, με ό,τι πιό αληθινό μας επί τέλους. Κι έτσι, θέλω βέβαια να ευχαριστήσω τον φιλόκαλο εκδότη της Ergo και τον καθηγητή κ. Φώτη Δημητρακόπουλο, αλλά νιώθω την ανάγκη να πω μαζί σας, Δόξα Σοι ο Θεός? Δόξα Σοι Κύριε, που μας δώρησες αυτή την αύρα αληθείας από τη Σκιάθο, Δόξα Σοι που μας αξίωσες να τη νιώθουμε και να την τιμούμε.
Aς διευκρινίσω εκ προοιμίου ότι δεν ήλθα εδώ για να κάνω τεχνοκριτική. Δεν θέλω να πω ότι οι δύο Σκιαθίτες λογοτέχνες είναι οι μεγαλύτεροι των Γραμμάτων μας. Δεν θέλω να ισχυριστώ ότι οι δύο αυτοί είναι οι μεγαλύτεροι χριστιανοί πεζογράφοι μας. Αυτές οι διακρίσεις, μου είναι ξένες. Αλίμονον στον Ιεράρχη που θα μοιράσει τέτοιες ταμπελίτσες στους λογοτέχνες.
Βέβαια, κι ο Παπαδιαμάντης κι ο Μωραϊτίδης έγραψαν έχοντας οίακα της ψυχής τους την Ορθοδοξία. Αλλά αυτό συμβαίνει και με πολλούς άλλους, παλαιότερους και νεώτερους των δύο Αλεξάνδρων. «Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Στεφάνου Ξένου, ο «Λουκής Λάρας» του Δημητρίου Βικέλα, «Ο κατάδικος» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, το πεζογραφικό έργο του Βιζυηνού –για να θυμηθώ λίγα μόνο από τα πρίν και τα σύγχρονα των δύο Σκιαθιτών, είναι έξοχα έργα τέχνης και σάρκα της Ορθόδοξης ζωής.
Είμαστε γύρω από τον Παπαδιαμάντη κυρίως, τον Μεγαλέξανδρο των Γραμμάτων μας, αλλά κι από τον ταπεινό Μωραϊτίδη, επειδή οι δυό αυτοί λογοτέχνες μας όχι μόνο έγραψαν αλλά κι έζησαν όλη τους τη ζωή ωσαν ήρωες των διηγημάτων τους. Σαν να μη βγήκαν ποτέ πέρα από το πρόναο. Δεν είναι μόνο δυό Ορθόδοξοι, είναι δυό γεροντάδες, με το θείο χάρισμα να μας ανοίγουν την ψυχή στον Θεό και τον κόσμο του.
Μας έλκει πάνω απ’ όλα ο Παπαδιαμάντης. Δεν μας τραβάει η κοινωνία που περιγράφει, γιατί είναι πάρα πολύ μακρινή πιά από τη δική μας. Μας τραβάει το ήθος του κόσμου του, που νιώθουμε ότι είναι η αλήθεια μας. Μας τραβάει η πραγματικότητα που αυτός έχει, και που εμείς παλεύουμε με νύχια και δόντια να τη ζήσουμε έστω για λίγο, κι έπειτα γρήγορα την ξαναχάνουμε κι αρχίζουμε πάλι τον αγώνα γι αυτήν. Δεν πρόκειται για νοσταλγία, που τη νιώθουμε πιό έντονη με άλλα έργα της λογοτεχνίας μας. Πρόκειται για τη φωνή της εκκλησιάς μας, που τη νιώθουμε να κάθεται ήσυχα εκεί, στη χαμένη πια Δεξαμενή, να ψάλλει χαμηλόφωνα, με τα χέρια σταυρωμένα και στην τσέπη τυλιγμένες δυό ελιές, να ψάλλει για μας: Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα τί καθεύδεις;
Toν τελευταίο καιρό, αυξάνονται οι επιθέσεις ενάντια στη σχέση των χριστιανών με την τέχνη, και ιδίως τη λογοτεχνία . Οι επιθέσεις έχουν έντονο ζηλωτικό χαρακτήρα, και υποστηρίζουν ότι η μέριμνα για το ωραίο οδήγησε σε αδύναμη και ρηχή πίστη, κι ότι ο χριστιανός θα πρέπει να καταλάβει πως η τέχνη είναι μια παγίδα, πως δεν θα πρέπει να νοιαζόμαστε για την αισθητική και την ομορφιά πούχουν η προσευχή μας, η ψαλτική μας ή οι εικόνες μας. Κι ακόμη, πως όσο οι χριστιανοί νοιάζονται για το ωραίο, απομακρύνονται από το θείο.
Οι επιθέσεις είναι λαθεμένες από πολλές απόψεις. Η θρησκευτική ζωή είναι σ΄ όλους τους λαούς δεμένη με την τέχνη. Οι παλαιοντολόγοι μάλιστα έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα πρώτα αντικείμενα τέχνης είναι λατρευτικά αντικείμενα . Καθόλου παράδοξο, αφού ο ναός ήταν το αρχιτεκτονικά λαμπρότερο κτίριο κάθε οικισμού, από τα πανάρχαια χρόνια. Εξ άλλου, η προσευχή, άλλοτε ως θρήνος για το θάνατο, άλλοτε ως παράκληση άνωθεν παρέμβασης κι άλλοτε ως ευχαριστία, έχει από μόνη της μιαν αισθητική δύναμη. Προσευχές είναι τα πρώτα λογοτεχνικά έργα κάθε λαού.
Μερικά από τα πιό σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα στην ιστορία, είναι κείμενα θρησκευτικά ή περιέχουν θρησκευτικά μέρη. Τυπικό παράδειγμα θρησκευτικών κειμένων είναι οι Ομηρικοί Ύμνοι στους θεούς του Ολύμπου. Εν τούτοις, και η μη θρησκευτική Ιλιάδα αρχίζει με την εξαιρετικής δύναμης προσευχή του Χρύση στον Απόλλωνα. Τέτοιες προσευχές υπάρχουν και σ’ άλλα σημεία των ομηρικών επών, και εκπλήσσουν με τη δύναμή τους.
Η προσωπική προσευχή, αυτή που κάνει ο καθένας μας «στο ταμείον του», είναι γεμάτη χάρη: κι όσο πιό ταπεινή, όσο πιό εξομολογητική προσωπική συνομιλία με τον Θεό είναι, τόσο περισσότερο χαριτωμένη είναι.
Η προσευχή που γίνεται στην ώρα της Ακολουθίας, κατά κανόνα μέσα σε ναούς, δεν έχει τη χάρη της αυθορμησίας. Μέσα στον ναό, η προσευχή, είναι κατ΄ ανάγκην έντεχνη: θέλουμε να είναι όμορφη, να αρέσει στον Θεό, και γι αυτό προσπαθούμε να έχει άκουσμα μελωδικό. Καθώς ο Παύλος συνιστά: «εν χάριτι άδοντες τω Κυρίω» .
Καθώς είναι γνωστό, οι χριστιανοί δημιούργησαν προσευχές διατυπωμένες σε ποιητική γλώσσα, ήδη από τους αποστολικούς χρόνους. Ο Απόστολος Παύλος συνιστούσε στους Εφεσίους να μεθούν πνευματικά «άδοντες και ψάλλοντες» από τα βάθη της καρδιάς τους . Ύμνους έγραψαν πολλοί Πατέρες της πρώτης περιόδου, όπως ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος, ο Ιγνάτιος Αντιοχείας κ.ά.
Οι χριστιανοί πήγαιναν σε σχολεία ελληνικά. Στους ελληνιστικούς και τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, τα σχολεία αυτά δίδασκαν ρητορική, ένα μάθημα για την καλλιέπεια της γλώσσας. Το σημερινό αντίστοιχο είναι η περίφημη Έκθεση. Το μάθημα αυτό έχει στην ουσία καταργηθεί ή (ακόμη χειρότερα), γελοιοποιηθεί και ξεπέσει. Τότε όμως ήταν τόσο βασικό όσο και η γραμματική (που ούτε και αυτή είναι πιά σημαντική). Οι νέοι, λοιπόν, μάθαιναν να γράφουν και να μιλούν με ακρίβεια αλλά και αισθητική χάρη. Μάθαιναν ότι η ποίηση είναι η ανώτερη μορφή του λόγου. Μάθαιναν όμως ότι και «η ψιλή λέξις», δηλαδή ο πεζός λόγος, πρέπει να περιέχει επίσης τμήματα στα οποία ακολουθεί και αυτός, έστω χαλαρά, ένα κάποιο ρυθμό, ότι πρέπει να είναι «εύρυθμος» .
Όταν οι χριστιανοί αυτοί νέοι ήθελαν ως ώριμοι πιά άνδρες στην υπηρεσία της Εκκλησίας, να γράψουν κάτι σχετικό με την πίστη τους, εκφράζονταν με καλλιέπεια, με τον εύρυθμο λόγο που είχαν διδαχθεί.
Το κήρυγμα, είχε τότε ρητορικότητα. Επειδή έχουμε πίσω μας κακή παιδεία, οι ιερείς ταυτίζουμε σήμερα τη ρητορική με τον στόμφο. Κι όμως, δεν υπήρξε ούτε για μια στιγμή στομφώδης ο Δημοσθένης, ούτε ο Αισχίνης, ούτε βέβαια ο Λυσίας. Αλλά εμείς δεν έχουμε διδαχθεί τη διαφορά στόμφου και ρητορικής. Κάνοντας κήρυγμα, προσπαθούμε να εντυπωσιάσουμε με το στομφώδες ύφος. Κι όσοι όμως θέλουν να αποφύγουν τον στόμφο, μένουν πάλι θύματα της κακής παιδείας, και το κήρυγμά τους είναι επιτηδευμένα λαϊκό και άνευρο. Χρειάζεται νάχεις ουρανομήκη άγνοια των πραγμάτων για να υποθέσεις ότι η αντίθεση στο μπαρόκ είναι η μανιέρα της ακαλαισθησίας.
Ήσαν, λοιπόν, ρητορικοί οι πρώτοι χριστιανοί. Τόσον ώστε ορισμένα κομμάτια από το έργο τους να είναι καθαυτό ποιητικά κείμενα. Το κοινό, που κι αυτό την ίδια παιδεία είχε με τους κληρικούς του, καταλάβαινε την ποιητικότητα της ομιλίας, και αποσπούσε κομμάτια της, τα οποία έψαλλε ως ποιήματα. Όπως γνωρίζετε, έτσι γεννήθηκε το κοντάκιο: αρχικά, ήταν αποσπάσματα από έργα γραμμένα σε εύρυθμο πεζό λόγο .
Πολλές φορές, η ποίηση των χριστιανών, ιδίως όταν είχε εκκλησιολογική αναφορά και αισθητικό επίπεδο, ενσωματωνόταν στα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το περίφημο τροπάριο της Κασσιανής, ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της μεσαιωνικής μας γραμματείας. Δεν ήταν πάντα εύκολο να ενταχθεί ένα σύγχρονο κείμενο στο σώμα της Ακολουθίας. Αυτό, τουλάχιστον, φανερώνει το γεγονός ότι Μητροπολιτική Σύνοδος κατεδίκασε το 269 μ.Χ. τον Επίσκοπο Παύλο τον Σαμοσατέα, επειδή δεν δεχόταν να εντάξει στις ιερές ακολουθίες νέους ύμνους – «νεωτέρων ανδρών συγγράμματα» .
Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε, και η υμνογραφία δεν έχει βεβαίως σταματήσει μέχρι σήμερα. Σε αυτήν θήτευσαν και οι δύο Αλέξανδροι της Σκιάθου. Έχοντας υπ’ όψιν μας ότι στο νησί αυτό βρήκαν καταφύγιο πολλοί «κολλυβάδες», καταλαβαίνουμε πόσο ανεκτίμητο είναι το έργο του Γεωργίου Ρήγα, που συνέλεξε και διέσωσε την υμνογραφική παράδοση της Σκιάθου, γνωρίζοντάς μας έτσι ένα ουσιαστικό μέρος της κολλυβαδικής γραμματείας.
H Ορθοδοξία δεν είναι μια θρησκεία όμοια με τις αρχαίες. Η κλασική ελληνική θρησκεία ήταν ένα πλέγμα πεποιθήσεων, κληρονομημένων από τη φυλή, που το περιεχόμενο και τις τελετουργίες του όριζε η πόλις. Το άτομο, ήταν από κει και πέρα πλήρως αυτονομημένο να έχει τη φιλοσοφία, την τέχνη και τη ζωή που θέλει, μέσα βέβαια στα πλαίσια που όριζε η πόλις.
Στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, οι ασαφείς πεποιθήσεις των κλασικών χρόνων είχαν γίνει πιά ένα μάγμα με ξενόφερτα στοιχεία. Το άτομο παρέμενε αυτονομημένο, και μάλιστα χωρίς να έχει πιά το φίλτρο της πόλης – ήταν, για να μεταχειριστώ μια φιλοσοφική έκφραση «ριγμένο μέσα στον κόσμο».
Αντίθετα, ο χριστιανισμός εμφανίστηκε ως θρησκεία της κοινοτικής ζωής, ή για να το διατυπώσω διαφορετικά, ως εκκλησία μάλλον παρά θρησκεία. Μιλούσε για την αναγέννηση του ανθρώπου, αλλά όχι αναγέννηση και στη συνέχεια εγκατάλειψή του μέσα στον κόσμο. Ουσιαστικό στοιχείο, προσδιοριστικό στοιχείο της νέας ζωής ήταν η εκκλησιολογία της: «Άρα ούν ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι αλλά εστέ συμπολίται των αγίων και οικείοι του θεού, εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού, εν ώ πάσα οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν κυρίω, εν ώ και υμείς συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του θεού εν πνεύματι» . Αφετηριακά λοιπόν, ο χριστιανισμός είναι άρνηση της αυτονόμησης, άρνηση της ιδιωτικής αντίληψης. Είναι εκκλησία, είναι κοινότητα, είναι κοινωνία. Το άτομο γίνεται αδελφός του ετέρου. Το ριγμένο όν γίνεται πρόσωπο.
Επόμενο λοιπόν ήταν ότι η Εκκλησία δεν συνήργησε στην αυτονόμηση της τέχνης και της ζωής. Υπήρξε, πάντως και τότε μια ζηλωτική τάση που ήθελε καταδίκη ό,τινος δεν είχε σφραγίδα χριστιανική. Υπήρξε και τότε η τάση απομόνωσης του χριστιανισμού από κάθε μορφή τέχνης, από κάθε κουλτούρα. Αλλά ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Οικουμενικός Διδάσκαλος και Πατήρ της Εκκλησίας, ο οποίος θέσπισε και υπεράσπισε τη χριστιανική παιδεία, επαινεί τον Βασίλειο διότι είχε παιδείαν «ου μόνην την ευγενεστέραν και ημετέραν... αλλά και την έξωθεν, ήν πολλοί των Χριστιανών διαπτύουσιν ως επίβουλον και σφαλεράν, κακώς ειδότες» .
Η τέχνη λοιπόν, όχι μόνον η λογοτεχνία αλλά και οι εικαστικές τέχνες, αναπτύσσονταν μέσα και γύρω από την Εκκλησία. Και η παιδεία του χριστιανού δεν έστρεφε ποτέ την πλάτη προς την εκτός Εκκλησίας παιδεία.
Αυτό, δυστυχώς, συνεχίστηκε μόνο στον Ορθόδοξο κόσμο. Αντίθετα, ο Δυτικός κόσμος, για λόγους που δεν είναι φρόνιμο να παρουσιάσουμε εδώ, δεν στερεώθηκε πάνω στην ενότητα της εκκλησιαστικής ζωής. Ένιωθε όμως το κενό, ένιωθε την αναπηρία. Και θέλησε να επιβάλλει την πολυπόθητη ενότητα. Αλλά είχε απομακρυνθεί πιά από τις προϋποθέσεις της. Η ενότητα δεν ήταν φυσική ανάσα του. Οπότε, η επιβολή δεν ήταν ζωή, ήταν καθεστώς· δεν ήταν εκκλησία, ήταν τυραννία.
Αποτέλεσμα αυτής της έκπτωσης, είναι ότι ο άνθρωπος ξαναέγινε άτομο – και το πιό δραματικό, ήταν ότι ένιωσε υπερήφανος γι αυτό. Θεώρησε κατάκτηση την ίδια του την έκπτωση. Η κοινωνία κατακερματίστηκε κι έγινε άθροισμα ατόμων. Βελτίωση της ζωής θεωρήθηκε το να μην έχεις ανάγκη τον διπλανό σου. Η τέχνη και ο στοχασμός αυτονομήθηκαν επίσης: η ζωή και η δημιουργία σου ήταν ατομική σου υπόθεση.
Αυτή η «θριαμβεύουσα έκπτωση», παραβίασε και τις δικές μας πόρτες. Κάθε φορά που ερμηνεύουμε την Εκκλησία ως εξουσία, κάθε φορά που αισθανόμαστε ότι η μέρα μας δεν έχει σχέση με την Εκκλησία στην οποία εν τάξει θα πάμε την Κυριακή, κάθε φορά που νιώθουμε ελευθερία την απόσπαση από τον κορμό που είναι η Εκκλησία, οδεύουμε στην έκπτωση που θεωρητικά απορρίπτουμε και ίσως κατηγορούμε. Μιλώ στον πρώτο πληθυντικό, όχι ως σχήμα λόγου. Πιστεύω πως ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας σήμερα, είναι υποταγή σε μορφές αυτής της έκπτωσης και προσπάθειες να γιατρευτούμε από αυτήν.
Aυτό κάνει διαρκώς επίκαιρο τον Παπαδιαμάντη, αυτό και τον Μωραϊτίδη. Γυρνάμε στο δικό τους έργο, για να πάρουμε τη δύναμη που είχαν να ζουν τόσο δεμένοι με το εκκλησιαστικό φρόνημα και τόσο ανοιχτοί στον κόσμο. Τόσο παραδοσιακοί και τόσο ελεύθεροι. Τόσο Ρωμιοί και τόσο πέρα από κάθε προκατάληψη. Τόσο επίμονοι στο φρόνημά τους και με τόσο βαθειά κατανόηση του όλως άλλου, του όλως ξένου των.
Τραγουδάει ο λαός μας το παιχνίδι του ήλιου και της θάλασσας με τουτα τα λόγια:
Μέσ’ του Αιγαίου τα νερά
αγγέλοι φτερουγίζουν·
και μέσα στο φτερούγισμα
τριαντάφυλλα σκορπίζουν.
Δεν ξέρω πως, αλλά αυτή την αίσθηση έχω όποτε διαβάζω Παπαδιαμάντη.