Εισήγηση Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Χριστοδούλου στην παρουσίαση του βιβλίου «Εγώ, ο Ιάκωβος»
Ο πολιτικός ηγέτης αποφασίζει με κριτήριο τις ιδέες του, και αυτό που θεωρεί συμφέρον της χώρας. Χάριν αυτού, μπορεί να επιμένει ακόμη κι όταν ο λαός δεν τον ακολουθεί: παράδειγμα, η απόφαση Μαρκεζίνη επί Παπάγου να μπεί ως ιδρυτικό μέλος η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, που συνήγειρε αμέσως εναντίον του μέτωπο ανακτόρων, πολιτικής, επιχειρηματικής και της συνδικαλιστικής ηγεσίας του τόπου. Σε κάποιες στιγμές, βέβαια τα κριτήρια του πολιτικού υποχωρούν μπροστά στην ψυχολογική πίεση που ασκεί ο λαός, όπως για παράδειγμα η απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να αποχωρήσει η Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο - μια απόφαση που ο ίδιος πίστευε ότι ήταν λαθεμένη.
Ο εκκλησιαστικός ηγέτης, αντίθετα, αποφασίζει με κριτήριο την πίστη βεβαίως, και τις ανάγκες του ποιμνίου του ασφαλώς. Όσο αρκείται μόνο στην όπως μπορεί θεραπεία των αμέσων αναγκών του ποιμνίου του, μπορεί να περάσει ημέρες ακύμαντες. Αλλά δεν είναι αυτή η μοίρα του Έλληνα Ιεράρχη. Ο Ελληνισμός βρέθηκε για αιώνες υποχρεωμένος να αγωνίζεται για την εθνική ανεξαρτησία της πατρίδας του. Και δεν ζούσε μόνο σε αυτήν: το μεγαλύτερο μέρος του ζούσε πέρα από τα σύνορα της Ελλάδος του Τρικούπη. Η διασπορά ήταν το κεντρικό πρόβλημα. Ο Έλληνας Ιεράρχης ήταν λοιπόν υποχρεωμένος να είναι όχι μόνον ο εκκλησιαστικός ηγέτης αλλά και ο υπερασπιστής της ελληνικής αυτοσυνειδησίας μέσα στην ψυχή του ποιμνίου του. Ακόμη και σήμερα, οι Εκκλησίες των Ελλήνων είναι σε μεγάλο μέρος Εκκλησίες της ομογένειας και της ενότητάς της.
Ο Έλληνας Ιεράρχης, βρίσκεται συχνά μπροστά σε ιστορικές ώρες, κατά τις οποίες θα πρέπει να παλέψει για τα δίκαια του έθνους. Δεν είναι μόνον η πίστη που τον κινεί, αλλά και το έθνος. Αυτή η συνάφεια Εκκλησίας και έθνους καλλιεργήθηκε στο διάβα μιας μακρόχρονης πορείας, και αποδείχθηκε ευεργετική για το Γένος. Αυτή η συνάφεια, που σήμερα κάποιους σκανδαλίζει, υπήρξεν ωστόσο η βάση της παράδοσης. Κααι κάθε Έλληνας Ιεράρχης είναι συχνά υποχρεωμένος να αγωνισθεί καθοδηγούμενος από τα οράματα που σαρκώνει η παράδοση. Τις ώρες αυτές, ο Ιεράρχης νιώθει μόνος, με οδηγό την αγωνία του να μην αφομοιωθούν οι Έλληνες από το περιβάλλον τους. Με κριτήριο το συμφέρον των ψυχών και τις τύχες του Γένους, ο Ιεράρχης είτε ομιλεί είτε σιωπά, είτε δρά είτε αδρανεί. Αυτός ξέρει κάθε φορά τι του υπαγορεύουν η ευθύνη και η παράδοση.
Ας θυμηθούμε εδώ, πόσοι πολλοί και πόσον έντονα επέκριναν τον Πατριάρχη Αθηναγόρα διότι «έμεινε κλεισμένος στο καβούκι του Πατριαρχείου», ως ελέχθη, αντί να βγεί στους δρόμους, όπου οι Τούρκοι έσφαζαν και ατίμαζαν το ποίμνιό του, όπου λεηλατούσαν, γκρέμιζαν και έκαιγαν. Είχε λεχθεί τότε, και μάλιστα από χείλη όχι ανεύθυνα, ότι ο Πατριάρχης έπρεπε να βγει αμέσως από το Φανάρι, να πάει στο ποίμνιό του, να προσφερθεί θύμα αυτός ο ίδιος, την ώρα που θα προστάτευε στην αγκαλιά του κάποιο παιδί, κάποια γυναίκα. Οι επικριτές του δεν έπαψαν να τονίζουν πόσο μεγάλες υπηρεσίες θα προσέφερε στην πατρίδα ο θάνατός του, και η παγκόσμια φρίκη που θα ακολουθούσε.
Ο Πατριάρχης είχε πάρει την απόφασή του, με κριτήριο όχι βέβαια πως θα σώσει το σαρκίο του. Έμεινε κλεισμένος στο Φανάρι, όχι αδιάφορος για τη σφαγή γύρω του. Έμεινε μόνος, έχοντας εμπρός του τον Θεό και την ιστορία.
Ήταν μεγάλο δώρο προς τον Αθηναγόρα αλλά και προς το γένος μας, το ότι ο λαός μας αρνήθηκε να κρίνει, αρνήθηκε ακόμη και να συζητήσει την επιλογή του Πατριάρχη, ενώ δεν κράτησε την ίδια στάση για τον Γρηγόριο τον Ε’. Ο Αθηναγόρας ποτέ δεν εξήγησε τι τον κράτησε τη νύχτα της καταστροφής του ποιμνίου του, νύχτα που φωτιζόταν από τις φωτιές που καίγαν τον Ελληνισμό της Πόλης, κλεισμένον μέσα στα ασφαλή δώματα του Φαναρίου. Στο προκείμενο βιβλίο μόνο, βλέπουμε σε μνημόνιο του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου προς τον Αθηναγόρα με θέμα συνομιλία του με τον Τούρκο Πρωθυπουργό, να δηλώνεται: [Ο Τούρκος Πρωθυπουργός] «γνωρίζει καλώς ποίον ρόλον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δύναται να διαδραματίση τόσον υπέρ όσον και κατά της Τουρκίας, εάν ποτέ το ήθελε, και προσέθεσε ότι δεν θα λησμονήση ποτέ πόσον ωφέλησε διεθνώς την Τουρκίαν η σιωπή του Πατριαρχείου και του Πατριάρχου κατά και μετά τα γεγονότα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955», όταν δηλαδή ατιμάστηκε και ξεκληρίστηκε ο Ελληνισμός της Πόλης. Ο λόγος που μιλώ σήμερα για αυτά, είναι όχι να προκαλέσω μια συζήτηση για τα κίνητρα και τις πράξεις του Πατριάρχου, αλλά για να επισημάνω πόσον πολλά φωτίζει το προκείμενο βιβλίο, και για να θέσω το ερώτημα: πρέπει να μιλάει ο Ιεράρχης ή όχι;
Το ερώτημα το δημιουργεί η ανάγνωση του προκείμενου βιβλίου. Είναι ένα βιβλίο στο οποίο ο Ιάκωβος, επί δεκαετίες ποιμήν της ομογένειας στην Αμερική, μιλάει, και μάλιστα προκαλείται να μιλήσει, με τις επίμονες και εύστοχες ερωτήσεις του αγαπητού κ. Μαλούχου. Κι αυτό που βγαίνει από την ανάγνωση, είναι ότι για μιαν ακόμη φορά ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος δεν έσπασε τη σιωπή του, δεν είπε θα μπορούσε να πει. Ίσως γιατί δεν έπρεπε να τα πει. Για παράδειγμα, κατηγορήθηκε ο Ιάκωβος από πολλούς Έλληνες ότι συμπαραστάθηκε στην Απριλιανή δικτατορία. Και δεν λέει ουσιαστικώς τίποτε προς υπεράσπισίν του. Αλλά διαβάζοντας τα ντοκουμέντα που παρατίθενται μετά την εκτενή συνέντευξη, βλέπουμε σε ιδιόχειρο επιστολή του τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να γράφει προς τον Ιάκωβο: «Αναμφιβόλως αυτό που έγινε στον τόπο μας υπήρξε δυσάρεστον.[...] Ανεξαρτήτως όμως των αιτίων που οδήγησαν εις την εκτροπήν εκείνο που θα ηύχετο και θ’ ανέμενε κανείς ήτο η υπέρ του έθνους αξιοποίησίς της.[...] Γιατί είναι βέβαιον ότι θα ημπορούσε η περιπέτεια αυτή ν΄αποδειχθή ωφέλιμος δια το μέλλον, εάν εχρησιμοποιείτο ως αφετηρία μιας νέας πολιτικής ζωής».
Ο αναγνώστης λοιπόν νιώθει πως ο Ιάκωβος είχε πάρα πολλά να πει, αλλά δεν το έκανε. Είχε πολλά να πει, όχι για να εξηγήσει τις επιλογές του αλλά για να φανερώσει στο έθνος ποιές νοοτροπίες και ποιές πιέσεις τον οδήγησαν να ακολουθήσει την οδό που εμείς εν τη αγνοία μας κρίνουμε, συχνά με φοβερή σκληρότητα.
Το έργο του Ιακώβου, βέβαια, δεν αρχίζει και τελειώνει στο πολιτικό παρασκήνιο. Να επαναλάβω μερικά πράγματα όχι για να σας τα θυμίσω, αφού είναι σε όλους γνωστά, αλλά για να τιμήσουμε την προσφορά του στο ποίμνιό του.
Ο Ιάκωβος, υπήρξε Αρχιεπίσκοπος όχι τυχαίος. Κάτω από το ράσο του, έφερε όλη την ομογένεια. Υπήρξε ο Ιεράρχης που αγκάλιασε το ποίμνιό του, τους ξενητεμένους μας, που οι άλλοι τους βλέπαν με περιφρόνηση, και τους έβαλε μέσα στην αμερικανική κοινωνία, ισότιμους και αποδεκτούς από όλους. Αυτό που έκανε στο ποίμνιό του, είναι αυτό που - καθώς βλέπουμε στο βιβλίο -, έκανε πρώτα στον ίδιο τον εαυτό του: έγινε Αμερικανός, προσπαθώντας παράλληλα και σκληρά να μη χάσει την ελληνικότητά του. Εντάχθηκε βεβαίως στην νέα κοινωνία, κρατώντας όμως ζωντανές τις ρίζες του. Μεγάλο είναι το έργο του στον ποιμαντικό χώρο, η μέριμνά του να έχουν οι ομογενείς εκκλησιές και παπάδες. Αλλά και η φροντίδα του για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας ζωντανής, ήταν μεγάλη. Το εκπαιδευτικό σύστημα της Ι. Αρχιεπισκοπής Αμερικής με το ευρύτατο δίκτυο των ελληνικών σχολείων υπήρξε αντικείμενο της σοβαρής ευθύνης του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου. Και βέβαια, οι ομογενείς δεν ξεχνούν το φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας. Εμείς στην Ελλάδα θεωρούμε αυτονόητο πως κάθε μετανάστης επετύχαινε πάντως επαγγελματικά. Ο Ιάκωβος όμως, παρακολουθούσε με άγρυπνο βλέμμα τη ζωή του ποιμνίου του, εγνώριζε ότι πολλοί από τους ομογενείς μας δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν την επιτυχία. Και στάθηκε στο πλευρό τους οργανώνοντας μεγάλο δίκτυο βοήθειας, στο οποίο πρωταρχικό ρόλο είχαν οι άξιες Ελληνίδες.
Υπήρξε ο Αρχιεπίσκοπος που κατόρθωσε να μη θεωρείται η Ορθοδοξία ως παραθρησκεία κάποιων μεταναστών, αλλά την επέβαλε στις ΗΠΑ ως επίσημο θρήσκευμα. Για να επιτύχει ακόμη περισσότερο, θέλησε να μην είναι η Ορθοδοξία εθνική θρησκεία, να μην είναι ταυτισμένη με τους Greeks. Η ταύτιση αυτή δρούσε σε βάρος και της πίστης αλλά και των Ελλήνων ομογενών, αφού ό,τι χαρακτηρίζεται ως ethnic σην Αμερική θεωρείται υποδεέστερο, για να μην πούμε αξιοπεριφρόνητο. Γι αυτό ο Ιάκωβος έδωσε ιδιαίτερη προσοχή και δυναμική στη δημιουργία ενός διορθοδόξου οργάνου. Αυτή του η φροντίδα, όπως είναι γνωστό, προκάλεσε την αντίδραση του Φαναρίου, που ανησύχησε με την ιδιαίτερη δυναμική που ανέπτυσσε. Ήταν μάλλον μια έλλειψη επαρκούς επικοινωνίας του Πατριαρχείου με τον Αρχιεπίσκοπο, η οποία οδήγησε σε παρεξήγηση των βημάτων του Αρχιεπισκόπου και στάθηκε αιτία μεγάλων τριβών, που οδήγησαν τελικά στην παραίτησή του.
Αληθές είναι ότι ο Ιάκωβος κατόρθωνε να συνδυάζει εντός του με άνεση τόσο την ελληνικότητά του και την πίστη του, όσο και την ανοιχτότητα προς τους μη Έλληνες Ορθοδόξους αλλά και τους άλλους χριστιανούς. Αυτό το εξετίμησε ιδιαίτερα ο Αθηναγόρας, και γι αυτό του ανέθετε τις κρίσιμες οικουμενικές πρωτοβουλίες. Με εντολή του αείμνηστου Αθηναγόρα, ο Ιάκωβος θεμελίωσε τη σχέση με τις Έκκλησίες και άλλες ομολογίες που οδήγησαν στη δημιουργία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Με του ίδιου Πατριάρχη την εντολή, ο Ιάκωβος είναι πρώτος Ιεράρχης που μετά το Σχίσμα επεσκέφθη επίσημα το Βατικανό το 1959, και εργάσθηκε αποτελεσματικά για την άρση των αναθεμάτων. Η γενικότερη αυτή ποιμαντική και εκκλησιαστική δραστηριότητα του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου, δεν φαίνεται να απασχόλησε όσο ο ίδιος θα ανέμενε τους επικριτές του. Γι’ αυτό και στη συνέντευξή του εκφράζει μια δικαιολογημένη, για εκκλησιαστικό ηγέτη, πικρία.
Είναι γεγονός ότι ο Ιάκωβος έγινε ένας εκκλησιαστικός ηγέτης με ιδιαίτερη και έντονη ακτινοβολία στη νέα του πατρίδα. Αλλά δεν κλείστηκε μέσα στα όρια της Αμερικής. Στόχος του έμεινε σταθερά η υπεράσπιση του Ελληνισμού στο σύνολό του. Αγωνίστηκε για να στηρίξει την Ελλάδα, για να υπερασπίσει την πολιτική της. Το προκείμενο βιβλίο είναι μια μαρτυρία αυτού του αγώνα, που δεν επηρεάστηκε από το ποιό κόμμα είναι στην εξουσία, ούτε από τις πολιτικές αναταραχές. Σταθερή του μέριμνα: η σκληρή δουλειά για την προώθηση των εθνικών δικαίων.
Ως ηγέτης με τέτοια αποδοχή στην αμερικανική κοινωνία, επόμενο ήταν ο Ιάκωβος να έχει σημαντικό ρόλο και στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, τα οποία δεν βάδιζαν ερήμην της Αμερικής. Και βέβαια, βρέθηκε στο επίκεντρο πολιτικών αντιπαραθέσεων. Από το βιβλίο του προκύπτει ότι ενστερνίσθηκε την γραμμή Καραμανλή, και δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να κατανοήσει την προσωπικότητα και την πολιτική του Γεωργίου Παπανδρέου. Δεν το δηλώνει ο ίδιος, αλλά συνάγουμε πως τον συνείχε ο φόβος ότι ο «ανένδοτος αγώνας» θα οδηγούσε σε έναν νέο εθνικό διχασμό, όπως αυτός που χώρισε την ομογένεια σε βασιλικούς και βενιζελικούς, κι αργότερα σε οπαδούς του ΚΚΕ και του αστικού κόσμου.
Ωστόσο, στο προκείμενο βιβλίο που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η πολιτική του διαθήκη, δεν αποκαλύπτει ποιές από τις κινήσεις του ήταν δικής του έμπνευσης, ποιές του ζήτησαν ή ίσως απαίτησαν οι Αμερικανοί, και ποιές του ζητήθηκαν από την πολιτική ηγεσία της πατρίδας μας. Ακόμη κι όταν μιλάει για τις εκκλησιαστικές υποθέσεις της Εκκλησίας στην Αμερική, δεν εξηγεί ποιές από τις επιλογές του είχαν ως κριτήριο το Πατριαρχείο, και ποιές την ομογένεια. Ο αναγνώστης μένει με την εντύπωση πως ο Ιάκωβος αποσιωπά τα γεγονότα απλοποιώντας τα, και αποδέχεται βάρος ευθυνών που δεν του ανήκουν.
Οφείλω να πω ότι η στάση του Ιακώβου είναι πρόκληση για κάθε Ιεράρχη. Το ερώτημα δεν είναι αν ορθώς σιωπά και παρακάμπτει την πραγματικότητα ή θάπρεπε να προχωρήσει στην αποκάλυψη του παρασκηνίου. Δεν μπορεί να τεθεί τέτοιο δίλημμα διότι, όπως είναι προφανές, υπάρχουν περιπτώσεις που η αποκάλυψη μπορεί να επιφέρει σοβαρές ζημιές στο έθνος ή την Εκκλησία. Το ερώτημα τίθεται ανάμεσα στο πότε και πως ο Ιεράρχης οφείλει να αίρει τη σιωπή του.
Ο Ιάκωβος, όπως γνωρίζουμε κι όπως προκύπτει από το προκείμενο βιβλίο, είχε μιαν έντονη παρουσία στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας. Δεν χωράει αμφιβολία ότι όλοι θα θέλαμε ο Ιεράρχης να μην έχει καμιάν ανάμιξη στην πολιτική. Για να κυριολεκτούμε, θα θέλαμε να μην έχει ανάμιξη στο κομματικό παιχνίδι, αφού πολιτική πράξη είναι και η μη ανάμιξη. Κι αυτό θάπρεπε να το ξέρουν όχι μόνον οι πολιτικοί μας αλλά και οι δημοσιογράφοι μας. Περισσότερο από όλους το θέλουν αυτό οι Ιεράρχες, δεδομένου ότι όσα και να κάνουν σε αυτό το χώρο, πάντως τον αισθάνονται ξένο τους, διαφορετικόν από την κλήση τους.
Μπορεί βέβαια να μείνει μακριά από το κομματικό και κυβερνητικό πεδίο ένας Ιεράρχης μιας περιοχής ήρεμης. Μπορούσαν όμως να μείνουν μακριά από την πολιτική οι Ιεράρχες που υπηρετούσαν στη Μακεδονία τα χρόνια του Αγώνα; Μπορούσαν να μείνουν μακριά οι Ιεράρχες της Κύπρου όταν αυτή πάλευε για την ελευθερία της; Μπορούσαν να μείνουν μακριά από την πολιτική οι Αρχιεπίσκοποι Αθηνών Χρύσανθος και Δαμασκηνός; Και ας μη μένουμε σε παραδείγματα που σχετίζονται με πολέμους. Ας θέσουμε το ερώτημα στη συγκεκριμένη περίπτωση: μπορούσε πράγματι να μείνει ο Ιάκωβος μακριά από τα πολιτικά πράγματα;
Ήταν Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κι όχι Ιταλίας ή Ιρλανδίας. Ήταν ηγέτης της πιό ισχυρής ομογένειας, με δυνατότητες επίδρασης τόσο πάνω στο κατεστημένο της υπερδύναμης, όσο και στην κυβέρνηση της μικρής χώρας που η υπερδύναμη την ήθελε εξαρτημένη. Ποιός λοιπόν θα τον άφηνε έξω από την πολιτική; Ποιός θα του επέτρεπε να κρατηθεί στις ανάγκες του ποιμνίου του, αφού κι αυτές ακόμη είχαν έντονη πολιτική διάσταση;
Ας το ξεκαθαρίσουμε: Ιεράρχης δεν γίνεσαι για να αποφύγεις ευθύνες. Από τη στιγμή που ο Θεός σου επιτρέψει να ανεβείς στο αξίωμα αυτό, καταλαβαίνεις ότι υποχρέωσή σου είναι να υπηρετήσεις, κι όχι να κρατάς αποστάσεις ασφαλείας. Εφ όσον κληθείς, λοιπόν, θα το πιείς το ποτήρι της πίκρας που λέγεται ανάμιξη. Αλλά είναι άραγε αυτονόητο ότι θα πρέπει να σιωπήσεις και να αφήσεις μετέωρα όλα τα ερωτήματα;
Επιτρέψτε μου εδώ να διατυπώσω την πεποίθησή μου ότι η σιωπή δεν είναι αυτονόητα η πρέπουσα στάση, κι ότι ο Ιεράρχης οφείλει να λέει τα πράγματα με το όνομά τους, εφ όσον δεν ομιλεί για να δικαιολογηθεί αλλά για να διδάξει. Οφείλει να μιλήσει, εφ όσον δεν αποκαλύπτει όσα γνωρίζει αλλά φανερώνει όσα θα πρέπει όλοι να γνωρίζουμε. Και ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος φαίνεται ότι υπεύθυνα επέλεξε να μιλήσει, αλλά να πει μόνον όσα έκρινε ότι θάπρεπε να πει και όχι όλα όσα γνωρίζει.
Κλείνοντας, θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου εις Κύριον διότι η Εκκλησία μας έχει τέτοια αναστήματα ως ποιμένες της, και να εκφράσω την ευγνωμοσύνη των Ελλήνων για όσα ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Αμερικής έκανε για τους ομογενείς μας. Ελπίζω και εύχομαι το βιβλίο του να διαβαστεί από όλους μας. Επιτρέψτε μου επίσης να συγχαρώ τους υπεύθυνους της έκδοσης, τον Ρ.Σ. Skay και τον Πρόεδρό του κ. Γιάννη Αλαφούζο, τον εκλεκτό δημοσιογράφο κ. Γ. Μαλούχο, που με επίμονες και εύστοχες ερωτήσεις απέσπασε από τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο αναφορές και εξομολογήσεις πολύτιμες για όλους μας, για τους φίλους του και τους εχθρούς του, για την Ελλάδα, για την ομογένειά μας στις ΗΠΑ, για την ιστορία και να ευχηθώ να γνωρίσει το βιβλίο τη διεθνή επιτυχία που δικαιούται.