Πτολεμαΐδα
«Ἔδωκας ἡμᾶς ὡς πρόβατα βρώσεως καί ἐν τοῖς ἔθνεσι διέσπειρας ἡμᾶς.
Ἀπέδου τόν λαόν σου ἄνευ τιμῆς καί οὐκ ἦν πλῆθος ἐν τοῖς ἀλαλάγμασιν ἡμῶν.
Ἔθου ἡμᾶς ὄνειδος τοῖς γείτοσιν ἡμῶν, μυκτηρισμόν καί χλευασμόν τοῖς κύκλῳ ἡμῶν». (Ψαλμ. 43).
- Αὐτό τό ψαλμό θυμᾶμαι κάθε φορά πού μιλῶ γιά τή Σμύρνη καί τήν τραγωδία τοῦ Ἑλληνισμοῦ στή Μ. Ἀσία.
- Γιά τήν ἀνείπωτη περιπέτεια τῆς Ἱστορίας μας.
- Γιά τό δράμα τῶν ἀλησμόνητων πατρίδων.
- Κι εἶναι σάν νά ἀκούω τό κλάμα τῶν μωρῶν, τό γοερό θρῆνο τῶν μητέρων, πού σάν τή Ραχήλ, ἔκλαιαν τήν ἀνοικτίρμονα τύχη τῶν παιδιῶν τους.
- Σάν νά ἀφουγκράζομαι τόν ἐπιθανάτιο ρόγχο χιλιάδων ἀθώων θυμάτων μιᾶς ἀνείπωτης θηριωδίας, μιᾶς ἀνεπανάληπτης σφαγῆς, μιᾶς ἧττας πού οἱ λόγοι πού τήν προκάλεσαν ἦσαν περισσότερο τά συμφέροντα τῶν φίλων μας, παρά ἡ γενναιότητα τῶν ἐχθρῶν μας.
- Σάν νά νοιώθω στή ράχη μου τόν ἀβάσταχτο πόνο πού ἄφησαν οἱ βουρδουλιές τῶν Τούρκων.
Ὅταν ἤμασταν μικρά παιδιά δέν ἀκούσαμε ποτέ παραμύθια μέ κακές μάγισσες καί φοβερούς δράκους, μέ καλές νεράϊδες καί γενναῖα πριγκιπόπουλα. Οἱἡρωΐδες μάνες μας, βουτηγμένες στό δάκρυ καί στόν πόνο τῆς προσφυγιᾶς, μᾶς διηγοῦνταν ἱστορίες καί περιπέτειες τραγικές.
Κακές μάγισσες καί φοβεροί δράκοι γιά μᾶς ἦσαν τότε οἱ Τσέτες, ὁ Κεμάλ, οἱ Γερμανοί, ὁ φόν Σάντερς, οἱ Ἐγγλέζοι καί οἱ Ἰταλοί, ὁ Στεργιάδης.
Καλές νεράϊδες ἦταν ἡ Ἑλλάδα. Γενναῖα πριγκιπόπουλα ἦσαν ὁ Καρά-Σεϊτάν, ὁ θρυλικός Μαῦρος Καβαλάρης, ὅπως ἔλεγαν τόν Πλαστήρα, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος Σμύρνης, ὁ ποιμήν ὁ καλός, πού θυσιάστηκε ὑπέρ τῶν προβάτων, ὁ Βενιζέλος.
Ἔτσι μεγαλώσαμε ἐμεῖς οἱ πρόσφυγες. Ἀκούγοντας ἀπό τά στόματα τῶν δικῶν μας ἱστορίες ἀπό τήν ἀποσταμένη ἐλπίδα, γιά τήν τάχα κάποτε ἐπιστροφή μας στά πάτρια ἐδάφη, «ὅταν θά γίνει εἰρήνη», γιά τίς ἀταλάντευτες ἀξίες τοῦ πολιτισμοῦ μας, μέ τίς ὁποῖες ζοῦσαν μέχρι τότε εἰρηνικά τοῦρκοι, ἕλληνες, ρωμηοί, ἑβραῖοι καί ἁρμένιοι, συναγωνιζόμενοι γιά τόν ἐπιούσιο, γιά τήν ἀνάπτυξη καί γιά τήν πρόοδο.
Αὐτές οἱ ἱστορίες ἔθρεψαν τά ὄνειρά μας, τά μετέτραψαν σέ ὁράματα ζωῆς, πύργωσαν μέσα μας τίς ἐλπίδες, ἔδωσαν νόημα στή ζωή μας.
Ἀργήσαμε νά καταλάβουμε τήν Ἱστορία καί πῶς γίνεται ἡ πολιτισμένη ἀνθρωπότητα νά δικαιώνει ἐν τοῖς πράγμασι τήν ἀνομία καί νά ἀδικεῖ, πάλιν ἐν τοῖς πράγμασι, τήν ἀλήθεια στό πρόσωπο τῆς Ἑλλάδος, μιᾶς χώρας πού πολέμησε, πού πρόσφερε καί πού θυσιάστηκε γιά τά πανανθρώπινα ἰδανικά.
Παρηγοριά μας τό γεγονός ὅτι εἴμαστε πάντοτε μέ τούς νικητές. Κι ὅταν φθάνουμε στό τραπέζι τῆς μοιρασιᾶς, κάθε φορά, μιά ἀδυσώπητη μοίρα μᾶς μεταμορφώνει ἀπό λοντάρια ἡρωϊσμοῦ, πού μέχρι χθές ἔδιναν στήν ἀνθρωπότητα μαθήματα αὐτοθυσίας, σέ εὔπιστους ἐπαῖτες, τῆς μεγαλοκαρδίας τῶν ἰσχυρῶν.
Παρασύρθηκα, ὅμως, ἀπό τό συναίσθημα. Κι ἐπείγομαι νά μπῶ στό θέμα μου, πού εἶναι τό μαρτύριο τοῦ ἀπό τό ἔτος 1992ἀνακηρυγμένου ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ἐθνο-ἱερομάρτυρος Χρυσοστόμου Μητροπολίτου Σμύρνης πού ἔμεινε «πιστός ἄχρι θανάτου» καί γι’ αὐτό ἔλαβε παρά τοῦ μισθαποδότου Χριστοῦ «τό στέφανον τῆς ζωῆς».
Σ’ ἕνα ἐξώφυλλο πακέτου τσιγάρων τῆς ἐποχῆς ἑνός ἕλληνα ἀξιωματικοῦ ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης εἶχε γράψει μέ τά ἴδια τοῦ τά χέρια, τό 1922, λίγο πρίν τήν Καταστροφή, τόν ψαλμικό στίχο:
«Κύριος φωτισμός μου καί Σωτήρ μου.
Κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου.
Ἀπό τίνος δειλιάσω;»
Ὁ στίχος αὐτός ἐκφράζει τή φιλοσοφία ζωῆς πού ἐνέπνεε τόν ἅγιο Χρυσόστομο σέ κάθε βῆμα του.
Χριστός καί Ἑλλάδα ἦσαν δύο κορυφαῖα ἰνδάλματά του. Γι’ αὐτά ἔζησε καί γι’ αὐτά θυσιάσε τά πάντα.
Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς του σταδιοδρομίας διεκήρυξε τήν ἀπόφασή του νά φθάσει καί μέχρι μαρτυρίου ὡς γνήσιος ποιμένας τοῦ λαοῦ.
Γι’ αὐτό καί κατά τήν χειροτονία του ὡς νεαροῦ Μητροπολίτου Δράμας, τό 1910, θά πεῖ μεταξύ ἄλλων, προσφωνώντας τόν χειροτονοῦντα αὐτόν Ἀρχιερέα: «Καί ἡ μίτρα αυτή, τήν ὁποίαν αἱ ἅγιαι χεῖρες σου ἐπιθέτουν ἐπί τῆς κεφαλῆς μου, ἄν ποτέ ἤθελε χάσει τήν λαμπηδόνα τῶν λίθων της, ἤθελε τότε μετατραπεῖ εἰς ἀκάνθινον στέφανον μάρτυρος Ἱεράρχου».
Τό εἶπε καί τό ἐννοοῦσε. Καθώς ἔβλεπε τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα πού οἱ ὑπόδουλοι ἑλληνικοί πληθυσμοί εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν γιά νά ἐπιβιώσουν μέσα στήν ὀθωμανική αὐτοκρατορία κατατρεχόμενοι ἀπό τούς Βούλγαρους στή Μακεδονία καί ἀπό τούς Τούρκους στή Μικρασία.
Θεωρῶ σέ ὅλους γνωστά καί χιλιοειπωμένα τά σχετικά μέ τή Μικρασιατική Ἐκστρατεία καί Καταστροφή, καί γι’ αὐτό δέν θέλω νά προκαλέσω τήν ὑπομονή σας. Εἶναι ὅμως ἀνάγκη νά λεχθεῖ ὅτι στίς 13 Αὐγούστου 1922 ἄρχισε ἡ κεμαλική ἐπίθεση στό μέτωπο τοῦ Ἀφιόν Καραχισάρ, καί μετά διήμερη μάχη ἄρχισε ἡ ὑποχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, πού πῆρε χαρακτήρα πανικοῦ καί ἄτακτης φυγῆς. Χιλιάδες ξερριζωμένοι Ἕλληνες φθάνουν μέ κάθε μέσο ἀπό τά χωριά καί τίς πόλεις τῆς ἐνδοχώρας στή Σμύρνη γιά νά σωθοῦν ἀπό τή σφαγή.
Ἀλλά καί ἐδῶ τά πράγματα δέν εἶναι καλύτερα. Ἀπό τό Μάϊο εἶχε ἀρχίσει δειλά-δειλά νά διαφαίνεται τό σχέδιο ἐγκατάλειψης ἀπό τό Στρατό μας τῆς Μ. Ἀσίας.
Ἄμεση εἶναι τότε ἡ ἀντίδραση τῶν κατωτέρων ἑλλήνων ἀξιωματικῶν πού ὑπογράφουν πρωτόκολλο τιμῆς νά μή τήν ἐγκαταλείψουν. Ἔτσι ἱδρύεται ἡ «Μικρασιατική Ἄμυνα» πού εἶχε σχεδιάσει καί ὑποστηρίξει ὁ Χρυσόστομος, βλέποντας νά ἐπέρχεται ἡ θύελλα τῆς ἥττας καί «τό βασίλειον γένος τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς», νά κινδυνεύει νά παραδοθεῖ στά νύχια τοῦ ἀπολίτιστου ἀσαϊάτη ἐκδικητῆ.
Ἐκκλησία καί προύχοντες Σμυρναῖοι προσφέρουν χρήματα γιά νά ἀγορασθοῦν, αὐτή τήν ἔσχατη ὥρα, ὅπλα πρός ἄμυνα, καί πρός συγκρότηση μικρασιατικοῦ στρατοῦ.
Ἡ Ἀθήνα ἀρνεῖται νά στείλει ὅπλα. Καί στίς 16.7.22 δημοσιεύει στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τόν ν. 2870 πού τιμωρεῖ μέ αὐστηρές ποινές τούς «ἀλλοδαπούς πού ἐπιχειροῦν νά εἰσέλθουν στήν Ἑλλάδα». Καί βέβαια ὡς ἀλλοδαποί χαρακτηρίζονται καί οἱ Ἕλληνες τῆς Μ. Ἀσίας, πού δέν εἶχαν γίνει ἀκόμη Ἕλληνες ὑπήκοοι.
Τώρα πιά τό ἐνδεχόμενοι τοῦ λουτροῦ αἵματος, γίνεται βεβαιότης. Στίς 21.8.22 ἡ κυβέρνηση ὑπογράφει τό διάταγμα τῆς ἀποστράτευσης.
Τό μέτωπο καταρρέει. Ἡ τύχη τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ἰωνίας ἔχει ἀποφασισθεῖ. Οἱ ἀρχές ἐγκαταλείπουν τήν Σμύρνη. Ὁ λαός μένει, ἐνῶ στά ἐνδότερα ἔχουν ἤδη ἀρχίσει οἱ σφαγές. Οἱ Ἴωνες πληρώνουν ἀκριβά τό γεγονός ὅτι ἄντεξαν πέντε αἰώνων σκλαβιά καί παρέμειναν Ἕλληνες καί Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι.
Τά στίφη τῶν Τστῶν καί τῶν Τούρκων στρατιωτικῶν ἀλλά καί τοῦ ὄχλου ξεσποῦν μέ ἀγριότητα πάνω σέ κάθε τι τό ἑλληνικό. Καῖνε τίς πόλεις καί τά χωριά, διαπομπεύουν τούς ἕως χθές γείτονες καί φίλους των, βγάζουν τά ἀπωθημένα τους, προσπαθοῦν νά κερδίσουν διαρπάζοντες ὅ,τι δέν μπόρεσαν νά κερδίσουν μέ τά μυαλά καί τόν ἱδρώτα τους, πυρπολοῦν τούς νέους Παρθενῶνες πού ποτέ δέν μπόρεσαν οἱ ἴδιοι νά κτίσουν.
Καί ἐνῶ ὁ τρόμος ἀπό τίς δυσοίωνες φῆμες ἁπλώνεται πάνω ἀπό τήν ἄλλοτε κοσμοπολίτικη νύμφη τῆς Ἰωνίας, τή Σμύρνη, κι ἐνῶ οἱ πολιτικές ἀρχές τήν ἔχουν ἐγκαταλείψει, κι ἐνῶ τά καραβάνια τῶν προσφύγων ὅλο καί καταφθάνουν χωρίς προορισμό, τό ράσο τῆς Ἰωνίας μένει πιστό στή ματωμένη παράδοση τοῦ ἑλληνικοῦ ράσου. Ἱερεῖς καί δεσποτάδες θυσιάζονται ὡς νεομάρτυρες. Παραμένουν, ὡς τήν τελευταία στιγμή, οἱ καλοί ποιμένες ἑνός λαοῦ, πού ἐγκαταλείφθηκε ἀπ’ ὅλους, τήν κρίσιμη ὥρα. Ἀπό τούς 450 κληρικούς τῆς Ἐπαρχίας Σμύρνης, οἱ 347 βρῆκαν οἰκτρό θάνατο.
Ὁ ἐκ Σμύρνης Μητροπολίτης Μοσχονησίων, Ἀμβρόσιος Πλειανθίδης, κατατεμαχίζεται φρικτά, μαζί μέ 9 ἱερεῖς του, τήν 15η Σεπτεμβρίου τοῦ 1922, σέ ἡλικία 50 ἐτῶν.
Ὁ 46χρονος Μυτιληνιός Μητροπολίτης Ζήλων, Εὐθύμιος Ἀγριτέλης, φυλακίζεται καί ξεψυχᾶ μέσα στή φυλακή του, μετά ἀπό σαράντα μία ὁλόκληρες μέρες καί νύχτες φρικτῶν βασανιστηρίων, δίψας καί ἀσιτίας. Καί (τί τραγική εἰρωνία!) μόλις οἱ δήμιοί του τόν ἔθαψαν, πετώντας τον σ’ ἕναν λάκκο, στή αὐλή τοῦ κολαστηρίου του, ἦλθε κι ἀπό τήν Ἄγκυρα ἡ ἀπόφαση πύ τόν καταδικάζεται σέ θάνατο.
Ὁ ἐκ Μαγνησίας Μικρᾶς Ἀσίας 58χρονος Μητροπολίτης Κυδωνιῶν, Γρηγόριος Ὡρολογᾶς, τάφηκε ζωντανός τήν 3η Ὀκτωβρίου 1922, μαζί μέ πλῆθος κληρικῶν καί λαϊκῶν. Ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν δημίων του, Τοῦρκος ὑπολοχαγός, ὁδηγώντας τόν στόν θάνατο, εἶχε τό θράσος νά τόν περιπαίξει, λέγοντάς του: «Ἕλα σοῦ ἑτοίμασα ἕναν ὀντά, νά κατοικεῖς ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς σου».
Καί βεβαίως, ὁ Γρηγόριος σήμερα ἀσφαλῶς κατοικεῖ σέ καλύτερο «ὀντά» ἀπό ἐκεῖνον πού θά μποροῦσε ποτέ νά φανταζόνταν ὁ δήμιός του.
Τραγικός καί ὁ θάνατος τοῦ Μητροπολίτου Ἰκονίου Προκοπίου, πού μαρτύρησε λίγο πρίν τήν Μικρασιατική Καταστροφή, μετά ἀπό φρικτά καί ἀκατανόμαστα βασανιστήρια. Τόν Ἀρχιερατικό Ἐπίτροπο τοῦ Μοσούντζα, τόν Ἀρχαντζικάκη, τόν σούβλισαν, τόν διάκονο Γρηγόριο τῆς Ἁγ. Ἄννας τοῦ Κορδελιοῦ τόν ἔκαψαν ζωντανό, καί τόν ἱερέα Μελέτιο τῆς Εὐαγγελίστριας τόν σταύρωσαν σ’ ἕνα πεῦκο. Περίπου 2.500 ἐκκλησίες μεταβλήθησαν σέ τζαμιά, ἀποθῆκες, σταύλους.
Τέλος, ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης, ὁ 55χρονος Χρυσόστομος Καλαφάτης, ὁ Μεσσίας τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὁ χαρισματικός ἐκεῖνος Εὐαγγελιστής τῆς Πίστης καί τῆς Λύτρωσης, πού ὁ θάνατός του εἶναι ὁ φρικτότερος ὅλων. Γιατί εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου.
- Ὁ Γεώργιος Σουρῆς, σατιρογράφος καί σαρκαστής ἀλλά γεμᾶτος ἐθνικό πάθος ποιητής, σ’ ἕνα στιχούργημά του ἐγκωμιάζει τόν σπουδαῖο ἱεράρχη καί συγχρόνως καυτηριάζει τήν ἡττοπαθή στάση τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους.
«Στέφανος καί γιά τόν Δράμας
τόν παπᾶ τόν ἥρωά μας.
Ἄφορος, ἀνδρειωμένος
Γιά τήν Πίστη γιά τό Γένος
Δείχνει στῆθος μαχητοῦ
Μπρός στίς λόγχες τοῦ στρατοῦ
..............................
..............................
Καί μέ τοῦτον τόν Παπᾶ κάθε φρόνημα ψηλώνει
Καί ἐγώ βλέπω κάποιο χέρι
μέ σταυρό καί μέ μαχαίρι
πού τό Γένος εὐλογεῖ
καί τό κράτος φασκελώνει.
Ὁ ἁκμαῖος Ἑλληνισμός τῆς περιοχῆς Σμύρνης δέν ἀναζητοῦσε ἕναν ἁπλό δεσπότη, ἀναζητοῦσε ἡγέτη. Στό πρόσωπο τοῦ ὑψηλόκορμου, ὑψηλόφρονος, μεγαλόφρονος Χρυσοστόμου τόν βρῆκε. Ὁ νέος Ἱεράρχης εἶναι μία σύνθεση ἀγαθῶν ἀντιθέσεων. Βαθύτατα Ἕλλην, ἀλλά καί χριστιανός πού γοητεύεται ἀπό τήν ἰδέα τοῦ οἰκουμενικοῦ ἰδεώδους. Εἶναι ὁραματιστής καί πραγματιστής. Πιστεύει πώς ἦλθε ἡ ὥρα τῆς πραγματώσεως τῶν προφητειῶν τῆς Ἀποκαλύψεως, ἀλλά δέν τίς ἀναμένει παθητικός. Αὐστηρός πρός τούς ἀπαθεῖς καί ἀδρανεῖς, εἶναι πρᾶος καί γλυκός σάν μικρό παιδί πρός τούς ἀδυνάτους καί ἀσθενεῖς. Παρορμητικός σάν τόν Παπαφλέσσα, μέ πολιτικό στοχασμό Γρηγορίου Ε΄. Μαχητής καί ἀνακαινιστής. Κράμα προοδευτισμοῦ καί συντηρητισμοῦ. «Χαλαστής καί κτίστης», ὅπως τόν ἔλεγε ὁ ποιητής. Ἦταν μία φλεγόμενη ἀπό χριστιανικό καί ἑλληνικό πάθος προσωπικότητα. Γράφει ὁ βιογράφος του: «Ἀποστρέφεται τήν ὀνειροπόλησιν, ἀποστέργει τήν παθητικήν ἐνατένισιν, ἀποκρούει τήν ἐν ἀπραξία προσδοκίαν. Κίνησις εἶναι τό κύριον χαρακτηριστικόν τῆς ἰδιοσυγκρασίας του, ἀφοῦ ἡ πάλη εἶναι ὁ κλῆρος τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς» (Ἐνθ. ἀν. σ. 137).
Τήν ὥρα τῆς σφαγῆς, ὁ Χρυσόστομος ἀπαντᾶ ἀρνητικά στίς νουθεσίες τῶν συμμάχων, νά φύγει καί νά γλιτώσει. Ἡ ἁγία ἑλληνική ψυχή του, τόν παρωθεῖ νά παραμείνει, ὡς τό τέλος, κοντά στό λαό πού ἀγάπησε. Κλῆρος τοῦ κλήρου μας εἶναι ἡ θυσία. Ἐν ἀντιθέσει μέ τόν Χρυσόστομο ὁ ὕπατος Ἀρμοστής Στεργιάδης φεύγει 3 ἡμερες πρίν ἀπό τήν εἴσοδο τῶν Τούρκων. Ὁ Χρυσόστομος δύο ἡμέρες πρίν τήν θανάτωσή του στέλνει μέ τόν κυβερνήτη τοῦ ἀντιτορπιλικοῦ «Λῆμνος» μιά ἐπιστολή πρός τόν Βενιζέλο πού μοιάζει μέ ἔκρηξη ἡφαιστείου: «Ὁ Ἑλληνισμός τῆς Μ. Ἀσίας, τό Ἑλληνικόν Ἔθνος καταβαίνει εἰς τόν Ἅδην, ἀπό τοῦ ὁποίου καμμία πλέον δύναμις δέν θά δυνηθῆ νά τό ἀναβιβάση καί τό σώση. Τῆς ἀφαντάστου ταύτης καταστροφῆς, βεβαίως αἴτιοι εἶναι οἱ πολιτικοί καί προσωπικοί Σας ἐχθροί, πλήν καί Ὑμεῖς φέρετε μέγιστον τῆς εὐθύνης βάρος, διά δύο πράξεις σας.
Πρῶτον, διότι ἀπεστείλατε εἰς Μ. Ἀσίαν ὡς Ὕπατον Ἀρμοστήν ἕνα τοῦτ’ αὐτό παράφρονα καί ἐγωϊστήν, φλύαρον, ἀπερροφημένον ἐν τῷ αὐτοθαυμασμῷ καί καταφρονοῦντα καί ὑβρίζοντα καί δέροντα καί ἐξορίζοντα καί φυλακίζοντα ὅλα τά ἅγια καί σώφρονα στοιχεῖα τοῦ τόπου, διότι ἐν τῷ φρεονοκομείῳ του βέβαιως δέν εἶχον τόπον.
Καί δεύτερον, διότι πρίν ἀποπερατώσητε τό ἔργον Σας καί θέσητε τήν κορωνίδα καί τό ἐπιστέγασμα ἐπί τοῦ ἀνεγερθέντος ἀφαντάστως ὡραίου καί μεγαλοπρεποῦς δημιουργήματός Σας, τῆς καταθέσεως τῶν θεμελίων τῆς περικλεεστάτης ποτέ Βυζαντινῆς μας Αὐτοκρατορίας, εἴχατε τήν ἀτυχή καί ἔνοχον ἔμπνευσιν νά διατάξητε ἐκλογάς κατ’ αὐτάς ἀκριβῶς τάς παραμονᾶς τῆς εἰσόδου Σας εἰς Κωνσταντινούπολιν».
Καί ἡ ἐπιστολή κλείνει μέ φράση σπαρακτική: «Ζήτημα εἶναι ἐάν, ὅταν τό παρόν γράμμα ἀναγιγνώσκεται ὑφ’ ὑμῶν, ὑμεῖς πλέον ὑπάρχωμεν ἐν ζωῇ, προοριζόμενος τίς οἶδε εἰς θυσίαν καί μαρτύριον». Καί ὅπως εἶπε, ἔγινε. Ἄλλωστε γι’ αὐτό προόριζε, γι’ αὐτό ἐκγύμναζε μιά ζωή τόν ἑαυτό του.
Σέ γράμμα του πρός τόν μετέπειτα καθηγητή τοῦ Πανεπιστήμίου Λεων. Φιλιππίδη ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἔγραψε: «Δίς ἐξωρίσθην καί πλειστάκις ὑπέμεινα τά πάνδεινα ὀνειρευόμενος ἑλληνικήν καί ἐλευθέραν τήν δούλην πατρίδα. Ἡ πραγματοποίησις τῶν ὀνείρων μέ εὗρε παρήλικα μέν, οὐχί δέ λευκότριχα. Καί ἰδού, ἐπί τῶν ἡμερῶν ἐμοῦ, τοῦ καχωμένου ὅτι ὅπου πατῶ, ἐκεῖθεν ἀπελαύνεται ὁ Τοῦρκος, τό ὄνειρον, τό λαβόν σάρκα καί ὀστά ἐξαφανίζεται, διαλύεται, ἀποσυντίθεται. Καί ἰδού πρό τῶν πυλῶν τῆς Σμύρνης, τῆς ἑλληνικῆς, οἱ σφαγεῖς, Θεέ μου. Οἶον καί θεάμα καί ἄκουσμα. Ἐγώ νά ἐγκαταλείψω τήν Σμύρνην καί Μητρόπολίν μου; Ποτέ. Θά μέ κατεδίωκαν αἱ σκιαί τοῦ ἱεροῦ Πολυκάρπου, ὡς ἄνανδρον καί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε΄ ὡς ἀνάξιον διάδοχόν του. Θνήσκων ἴσως ἐνισχύσω καί ἄλλους ἵνα μένουν πιστοί στό καθῆκον καί ποιμαίνωσι τό ποίμνιον ἐκτελοῦντες ὅσα κηρύττουν. Ἴσως, ἴσως τό αἷμα τό ὁποῖον θά χύσει ὁ σφαγεύς... συγκλονίσει τήν ἀνθρωπίνην συνείδησιν, ἴσως φωτίσει τόν νοῦν καί θερμάνει τήν καρδίαν τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς νά κατανοήσουν ὅτι ὁ συντριβόμενος Ἑλληνισμός εἶναι ἄξιος ζωῆς καί ἐλευθερίας». Τό ἴδιο βράδυ ἐπεσκέφθη τόν Ἅγιον Χρυσόστομον ὁ Πρόξενος τῶν ΗΠΑ στή Σμύρνη Γ. Χόρτον καί τόν παρότρυνε νά φύγει: «θά σᾶς συνοδεύσω ἐγώ μέχρι τό ἀμερικανικό ἀντιτορπιλλικό πού βρίσκεται στήν προκυμαία γιά νά ἐπιβιβασθῆτε ἀσφαλῶς» τοῦ εἶπε. Ὁ Χρυσόστομος ἠρνήθη. Τό ἴδιο ἔπραξαν καί ὁ γάλλος Πρόξενος καί ὁ καθολικός Ἀρχιεπίσκοπος. Σέ ὅλους ἀπήντησε πανομοιότυπα: «Παράδοσις τοῦ ἑλληνικοῦ Κλήρου, ἀλλά καί τό καθῆκον τοῦ καλοῦ ποιμένος εἶναι νά παραμείνει μέ τό ποίμνιόν του». Εἶναι 25 Αὐγούστου μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο.
Ὁ λαός δέν ἔχει ἄλλον προστάτην, εἰ μή μόνο τόν Θεόν καί τήν Ἐκκλησίαν. Ὅλοι αὐτή τήν ὥρα σπεύδουν στή Μητρόπολη, γεμίζουν τόν αὐλόγυρό της, τόν αὐλόγυρο τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς. Ὁ Χρυσόστομος κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιά νά βοηθήσει. Κι ὅταν ὁ λαός στρέφεται πρός τήν Ἐκκλησίαν, ἀναζητοῦνται σ’ αὐτήν ἐρείσματα πνευματικά γιά νά στηριχθεῖ, τότε ἡ νεοταξική ἐποχή μας ἀντιδρᾶ, γιατί δέν θέλει οἱ νέοι νά ἔχουν στηρίγματα καί πρότυπα ζωῆς. Ἡ Νέα Τάξη μάχεται ὅλους τούς ἐμπνευσμένους τοῦ κλήρου, τόν Διάκο, τόν Παπαφλέσσα, τόν Σαλώνων Ἠσαΐα, τόν Ρωγῶν Ἰωσήφ πού ἡ παιδεία τους ἦτο θρησκευτική μέν, ἡρωϊκή δέ, καί ὁ ἡρωϊσμός πρέπει νά σβήσει ἀπό τή ζωή μας καί νά γίνει ὁ κόσμος ἄκοσμος, μικρόκοσμος καί μακρόβιος χωρίς ἰδανικά πού ἐξυψώνουν τόν ἄνθρωπο. Τό Σάββατο ἐκεῖνο τό πρωΐ ὁ Χρυσόστομος τελεῖ τή Θ. Λειτουργία στήν Ἁγία Φωτεινή. Εἶναι κάτωχρος ἀπό τήν ἀγρυπνία καί τή νηστεία.
Ὅταν ὅμως βγαίνει στήν Ὡραία Πύλη, γονατίζει καί προσεύχεται. «Ἡ Θεία Πρόνοια –λέγει- δοκιμάζει τήν πίστιν μας καί τό θάρρος μας καί τήν ὑπομονήν μας τήν ὥραν αὐτήν. Ἀλλ’ ὀ Θεός δέν ἐγκαταλείπει τούς Χριστιανούς. Εἰς τάς τρικυμίας ἀναφαίνεται ὁ καλός ναυτικός καί εἰς τάς δοκιμασίας ὁ καλός Χριστιανός. Προσεύχεσθε καί θά παρέλθει τό ποτήριον τοῦτο. Θά ἴδωμεν πάλιν καλάς ἡμέρας καί θά εὐλογήσωμεν τόν Θεόν. Θαρρεῖτε ὡς ἐμπρέπει τούς καλούς χριστιανούς». Τά λόγια τοῦ Ποιμενάρχου παρηγοροῦν καί στηρίζουν τόν λαό. Ἀλλά τά γεγονότα ἐπέρχονται ἀμείλικτα.
Τήν ἴδια μέρα, ὁ ὁρκισμένος ἐχθρός του, ὁ στρατηγός Νουρεντίν Πασάς, ἄλλοτε σφαγέας τῆς Ἰωνίας, πού ἔχει εἰσέλθει στή Σμύρνη, ἐκδίδει προκήρυξη καλώντας Ἕλληνες καί Ἀρμενίους νά παραδώσουν τά ὅπλα.
Στήν Ἁγ. Φωτεινή, ὅμως, ἐξελίσσονται ραγδαίως τά πράγματα. Τελειώνοντας ἡ Θ. Λειτουργία καταφθάνει ἕνας ὑπαστυνόμος πού πληροφορεῖ τόν Χρυσόστομο ὅτι ὁ Φρούραρχος Σαλή Ζεκή βέης τόν ζητᾶ στό Φρουραρχεῖο.
Γαλήνιος ὁ Χρυσόστομος ἀποχαιρετᾶ τό πλῆθος, καί ἀναχωρεῖ μέ τόν κλητήρα του, Θωμᾶ Βοῦλτσο. Ἀπό τήν κατάθεση τοῦ τελευταίου ἀποσπῶμε τίς πιό ἔγκυρες πληροφορίες. Ὁ φρούραρχος δέχτηκε τόν Χρυσόστομο, τοῦ προσέφερε βυσσινάδα καί τοῦ ὑπαγόρευσε μιά διαταγή. Μ’ ἕνα αὐτοκίνητο πού τούς παρεχώρησαν Ἀμερικανοί ἀξιωματικοί ἐπέστρεψαν στή Μητρόπολη. Ὁ Μητροπολίτης ἀντέγραψε καί κοινοποίησε στό λαό τή διαταγή τοῦ φρουράρχου: νά παραδοθοῦν τά ὅπλα καί ὅλοι νά μείνουν στά σπίτια τους. Στίς ὀκτώ τό βράδυ ἦλθε ὁ ἴδιος ἀστυνόμος μέ δύο ὁπλισμένους στρατιῶτες. Γιά τά παρακάτω ἀφήνουμε νά μιλήσει ὁ Θωμᾶς Βοῦλτσος πού ἔμεινε ἐπί μία 20ετία κοντά στόν Χρυσόστομο:
«...Ἦλθαν νά πάρουν τό δεσπότη πῶς τον ζητᾶ ὁ νομάρχης, δέν εἶπαν τό ὄνομα, νά πάη στό διοικητήριο μέ τρεῖς δημογέροντες. Ἐπήραμε τόν Τσουρουκτζόγλου καί τόν Κλιμάνογλου καί ἐμπῆκαν οἱ τρεῖς καί οἱ ἀστυνομικοί στό αὐτοκίνητο, γιά μένα δέν εἶχε θέση καί μοὖπε ὁ δεσπότης νά περιμένω στή μητρόπολη. Στάς δέκα τό βράδυ ἀπό τούς στρατιῶτες, πού ἦλθαν τό ἀπόγευμα, -ἔφερε μία κάρτα τοῦ δεσπότη γιά τόν ἀδελφό του Εὐγένιο. Τοῦ ἔγραφε: «Ἀγαπητέ ἀδελφέ, μᾶς ἐκράτησαν ἀπόψε ἐμέ ὡς πρόεδρον τῆς Μικρασιατικῆς ἀμύνης, τούς ἄλλους ὡς μέλη. Μή ἀνησυχῆτε». Ὁ Εὐγένιος ἄρχισε νά κλαίη. Τό ἄλλο πρωΐ, Κυριακή, στάς 8 μέ στέλνει νά μάθω γιά τό δεσπότη. Εὑρήκα τό Ζαδέ τῆς τραπέζης. Πρίν μισή ὥρα συνάντησε τόν ὑπαστυνόμο πού εἶχε πάρει τό δεσπότη. Αὐτός τοῦ εἶπε πώς τό δεσπότη τόν χάλασαν, καθώς καί τούς δύο δημογέροντες. Ἔτσι ἔγιναν. Ὥς τήν Τετάρτη πού ἔφυγα δέν μπόρεσε νά μάθω τίποτα ἄλλο».
Ἡ μαρτυρία τοῦ G. Horton: Γιά τήν ἱστορία, ἀξίζει νά σημειώσουμε πώς οἱ Τοῦρκοι «χάλασαν» καί τόν πιστό Εὐγένιο. Τόν κράτησαν φυλακή ἐπί 6 μῆνες καί μετά τόν ἀπηγχόνισαν. Ὅμως αὐτά πού δέν ἔμαθε ὁ πιστός Βοῦλτσος, γιά τίς τελευταῖες στιγμές τοῦ Χρυσοστόμου, τό μάθαμε ἀπό ἀλλοῦ, ἀπό μία ἀπροσδόκητη καί ἔγκυρη πηγή. Πρόκειται γιά τό βιβλίο τοῦ Ἀμερικανοῦ προξένου George Horton, «Ἡ κατάρα τῆς Ἀσίας». Ὁ Χόρτον ἔζησε ἀπό κοντά τό δράμα τῆς Σμύρνης, βοήθησε τόν πληθυσμό της καί τήν τραγούδησε στά ποιήματά του. Ἀλλά προτοῦ δώσουμε τόν λόγο σ’ αὐτόν, ἄς δοῦμε τί ἔγραψε γιά τή συνάντηση Νουρεντίν-Χρυσοστόμου, ὁ συγγραφέας Μιχ. Ροδᾶς, πού εἶχε ὑπηρετήσει ὡς διευθυντής τοῦ Γραφείου Τύπου τῆς Ἁρμοστείας. Ὁ Νουρεντίν, μόλις μπῆκε στό γραφεῖο του ὁ Χρυσόστομος, ἔβγαλε ἕναν ὀγκώδη φάκελο, πού ἔγραφε «Φάκελος Χρυσοστόμου». Τόν ἄνοιξε κι ἔδειξε ὅλα τά ἀποκόμματα ἐφημερίδων πού περιεῖχαν λόγους τοῦ Χρυσοστόμου καί τόν ἐρώτησε:
-Εἶναι δικοί σου οἱ λόγοι αὐτοί;
-Ναί ἀπήντησε ὁ δεσπότης, μέ ἀξιοπρέπεια ἀνθρώπου, πού ἐγνώριζε τί ἐσήμαιναν τά ἐρωτήματα τοῦ Τούρκου στρατηγοῦ.
Καί τώρα ὁ λόγος στόν Ἀμερικανό Τζώρτα Χόρτον, γράφει στίς σελ. 93-94 τοῦ βιβλίου του (ἑλληνική μετάφραση) τά ἀκόλουθα: «Ὅπως λέγουν (ὁ Νουρεντίν) εἶχε υἱοθετήσει τή μεσαιωνική ἰδέα νά παραδώσει τόν Μητροπολίτη στόν φανατικό ὄχλο, γιά νά τόν κάνει ὅ,τι ἤθελε. Δέν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἀποδείξεις τῆς ὀρθότητος αὐτῆς τῆς διαπιστώσεως, εἶναι ὅμως βέβαιο, ὅτι ὁ Μητροπολίτης θανατώθηκε ἀπ’ τόν ὄχλο. Ἐβιαιοπράγησαν ἐπάνω του, τοῦ ξερίζωσαν τή γενειάδα του, τόν ἐχτύπησαν μέ ρόπαλα καί μέ μαχαιριές, ὡσότου πέθανε καί ὕστερα τόν ἔσυραν σβαρνίζοντάς τον ἐπάνω στούς δρόμους. Τό μοναδικό του φταίξιμο ἦταν ὅτι ἦταν ἕνας Ἕλλην μέ μεγάλο πατριωτισμό καί εὐγλωττία πού ἐπιθυμοῦσε τήν πρόοδο τῆς φυλῆς του καί ἐργαζόταν γιά τό σκοπό αὐτό». Καί ὁ Χόρτον συμπληρώνει: «Πέθανε σάν μάρτυρας καί ἀξίζει νά τοῦ ἀπονεμηθοῦν ὕψιστες τιμές ἀπό τήν Ἑλληνική Ἐκκλησία καί τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση...». Εἶναι καιρός.
Μαρτυρία Κώστα Μισαηλίδη: Ἀλλά ὑπάρχει καί μιά ἄλλη -ἑλληνική αὐτή τή φορά- μαρτυρία, πού δέν ξέρω γιά ποιούς λόγους ἀγνοεῖται. Πρόκειται γιά τό φυλλάδιο πού τύπωσε τό 1925 (τρία χρόνια μετά τήν καταστροφή) ὁ πολεμικός ἀνταποκριτής Κώστας Μισαηλίδης καί τό ὁποῖο ἀναφέρεται στίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς Σμύρνης. Οἱ πληροφορίες πού δίνει γιά τό μαρτύριο τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι συγκλονιστικές. Γράφει:
«Λίγο πρίν τό μεσημέρι τῆς Κυριακῆς, ἔβγαλαν τό Μητροπολίτη ἀπό τό φρουραρχεῖο.
-Νά οἱ δικαστές σου καί οἱ τζελάτηδές σου (δήμιοι), τοῦ εἶπεν, ὁ φρούραρχος συνταγματάρχης Σαλήχ Ζακήμ Ἐφέντης. Καί τόν παρέδωσε στόν μαινόμενον ὄχλο πού ἀποβραδύς ξημερώθηκε ἐκεῖ -βαλμένος ἀπό τόν Νουρεντίν- νά τόν προσμένη.
Κι ἀρχινᾶ τό μαρτύριο.
Ὁ δρόμος ἀπ’ τήν Πλατεία τοῦ Διοικητηρίου ὡς τήν πλατεία τοῦ Ἰκί Τσεσμέ –Τουρκική συνοικία τῆς Σμύρνης- ἀγρίεψε ἀπό τό μαρτύριο τοῦ καινούργιου αὐτοῦ Ἐθνομάρτυρα.
Τοῦ ἔβγαλαν μέ ξιφολόγχη τά μάτια, τοῦ ἔκοψαν τ’ αὐτιά καί τή γλώσσα. Τόν ἔσυραν ἀπό τά γένεια καί τά μαλλιά. Γύρω ἀπ’ τό σῶμα του ἔστησαν ἡ ἀπάνθρωπη, ἡ ἀφάνταστα βάρβαρη τουρκική μανία τόν πιό φρικτό χορό. Δέν ἄφησαν τίποτε τό σκληρό καί τό ἐξευτελιστικό πού νά μήν τό κάμουν στό ἀφανισμένο καί μισοσκοτωμένο κορμί τοῦ Χρυσοστόμου.
Κι ἐσύρθηκεν ἔτσι, ὡς τού Ἰκί-Τσεσμέ, ὁ γέρων Μητροπολίτης Σμύρνης.
Ἀπό τό κορμί του, ἐκεῖ, τό μεθυσμένο ἀπό κτηνωδία πλῆθος πῆρε ἕνα κομμάτι τῆς σάρκας τοῦ Χρυσοστόμου γιά φυλακτό ματωμένο. Τό κεφάλι του μέ τά βγαλμένα τά μάτια, κομμένα τ’ αὐτιά καί τή γλώσσα, μέ τά γένεια ξεριζωμένα καί μαῦρο ἀπό τό ξύλο, αἱματοστάλαχτο τό ἔμπηξαν στήν πατερίτσα του καί ἡ πομπή μαινόμενη ἀπό βλαστήμιες καί σαρκασμό, τό περιέφερε στούς Τουρκομαχαλάδες.
Τήν ἴδια ὥρα ὁ Τσουρουκτσόγλου καί ὁ Κλιμάνογλου μαρτυροῦσαν, δεμένοι ἀπό τά πόδια, πίσω ἀπό ἕνα αὐτοκίνητο πού ἀκολουθοῦσε τόν ὄχλο πού τυραννοῦσε τόν Μητροπολίτη».
Ἡ μαρτυρία τοῦ René Puaux: Ἡ περιγραφή τοῦ Μισαηλίδη ἐγκυρώνεται μέ τά ὅσα γράφει στό βιβλί του «Ὁ θάνατος τῆς Σμύρνης (La mort de Smyrne) ὁ Γάλλος δημοσιογράφος καί ἱστορικός René Puaux (1878-1973), πού εἶχε ἐπισκεφθεῖ τή Σμύρνη ὡς ἀπεσταλμένος τῆς ἐφημερίδας “Le Temps” κατά τό 1919. Τό βιβλίο τοῦ Πυώ ἐκδόθηκε στό Παρίσι τό 1922, τόν ἴδιο χρόνο τῆς καταστροφῆς, σάν ἀπάντηση στίς προπαγανδιστικές ψευδολογίες τῶν Τούρκων καί τῶν τουρκόφιλων γαλλικῶν πολιτικῶν καί δημοσιογραφικῶν κύκλων, πού διέδιδαν πώς ὁ ἑλληνικός στρατός ἔκαιγε κατά τήν ὑποχώρησή του τή Σμύρνη.
Ὁ Ρενέ Πυώ, ἀναφερόμενος στό μαρτύριο τοῦ Χρυσοστόμου, ἀρνεῖται νά δώσει «συγχωροχάρτι» στήν τουρκική στρατιωτική καί πολιτική ἡγεσία καί νά ρίξει τήν εὐθύνη στό μαινόμενο τουρκικό ὄχλο. Ἰδού τί γράφει στό βιβλίο του:
«Ὁ στρατηγός Νουρεντίν πασάς τόν ἀναζήτησε μέ ἀνθρώπους του στή Μητρόπολη. Ὅταν τόν ἔφεραν μπροστά του, τόν ἐξύβρισε μέ αἰσχρό τρόπο καί τόν κατηγόρησε γιά τή φιλελληνική του στάση, ἀφοότου ἀποβιβάστηκε ὁ ἑλληνικός στρατός στή Σμύρνη. Τελικά τοῦ γνωστοποίησε ὅτι τό ἐπαναστατικό δικαστήριο τῆς Ἄγκυρας τόν εἶχε καταδικάσει ἀπό καιρό πρίν σέ θάνατο, καί πρόσθεσε ὅτι ἡ ἑπόμενη ἐνέργειά του ἦταν νά τόν παραδώσει στή λαϊκή κρίση.
Ὁ Χρυσόστομος, λοιπόν, παραδόθηκε στόν μανιασμένο μουσουλμανικό ὄχλο. Τοῦ ξερίζωσαν τή γενειάδα, τόν μαχαίρωσαν, διαμέλισαν καί ἔσυραν τό σῶμα του μέχρι τήν τουρκική συνοικία, ὅπου καί τόν πέταξαν στά σκυλιά...».
Παρακάτω ὁ Πυώ γράφει ὅτι οἱ γαλλικές ἐφημερίδες ἀπέκρυψαν τίς λεπτομέρειες τοῦ φρικιαστικοῦ γεγονότος, μερικές μάλιστα ἔγραψαν ὅτι ὁ Χρυσόστομος ἦταν σῶος καί ἀβλαβής.
Ἡ μαρτυρία τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ Γ. Μυλωνᾶ: Ἀπό παλαιούς κατοίκους τῆς Σμύρνης, πού ἔζησαν τήν τραγωδία τῆς καταστροφῆς, εἴχαμε πολλές διηγήσεις γιά τό μαρτύριο τοῦ Χρυσοστόμου. Ὅμως ὑπῆρχε πάντα μία ἐπιφύλαξη ὡς πρός τήν ἀκρίβεια τῶν ἐξιστορουμένων. Ὁ πόνος καί τό μέγεθος τῆς καταστροφῆς μεγεθύνει ὡς τήν ὑπερβολή τά ἐξιστορούμενα. Προσωπικά, ὅλες οἱ ἐπιφυλάξεις μου παραμερίσθηκαν, ὅταν στίς 14 Δεκεμβρίου 1982, μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπλήρωσης 60 χρόνων ἀπό τήν καταστροφή, σέ ἔκτακτη συνεδρίαση τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ὁ ἀκαδημαϊκός Γ. Μυλωνᾶς τελείωσε τήν ὁμιλία του μέ μία συγκλονιστική -ἴσως τήν πιό συγκλονιστική ἀπ’ ὅσες ἔχουμε- περιγραφή τοῦ μαρτυρίου καί τῆς θανατώσεως τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Γ. Μυλωνᾶς ἦταν ἀπό τή Σμύρνη, μετεῖχε στήν ἀθλητική καί πνευματική ζωή τῆς πόλης καί γνώρισε ἀπό κοντά τόν Χρυσόστομο, ἀπό τήν πρώτη μέρα πού ἔφθασε ὡς τίς τελευταῖες ὧρες τῆς μεγάλης ἀγωνίας. Ἡ σοβαρότητα, ἡ ἐγκυρότητα καί ἡ διεθνής ἀναγνώριση τῆς ἐπιστημονικῆς βαρύτητας τοῦ Γ. Μυλωνᾶ, δίνουν στήν μαρτυρία του ἀξία ντοκουμέντου. Τήν παραθέτουμε:
«Θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά τελειώσω τήν ὁμιλία μου μέ μία προσωπική μαρτυρία, πού γιά πρώτη φορά ἐξομολογοῦμαι.
Κατά τίς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Σεπτεμβρίου 1922 μία ὁμάδα φοιτητῶν τοῦ International College τῆς Σμύρνης καί ἐγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σέ ἀπαίσιο ὑπόγειο, σ’ ἕνα ἀπό τά μπουντρούμια τοῦ Διοικητηρίου τῆς Σμύρνης. Σ’ αὐτό ἦταν ἀσφυκτικά στριμωγμένοι Ἕλληνες Χριστιανοί αἰχμάλωτοι, μᾶλλον ἄνθρωποι προορισμένοι γιά θάνατο. Τίς βραδυνές ὧρες φύλακες μ’ ἐπικεφαλῆς Τουρκοκρήτα παρελάμβαναν θύματα πού ἐτυφεκίζοντο. Στίς 5 τό ἀπόγευμα τῆς τελευταίας ἡμέρας τοῦ θλιβεροῦ Σεπτεμβρίου, ὁ Τουρκοκρής ἐκεῖνος μέ διέταξε νά τόν ἀκολουθήσω στήν αὐλή. «Εἶσαι δάσκαλος», μέ ρωτᾶ. «Αὐτή τή τιμή εἶχα», τοῦ ἀπαντῶ. «Καί οἱ ἄλλοι πού ἦσαν μαζί σου εἶναι φοιτητές;» «Ναί», τοῦ λέγω. «Γρήγορα μάζεψέ τους καί φέρε τους ἐδῶ». «Ἐλᾶτε μαζί μου ἔξω», λέγω στούς συντρόφους μου. «Φαίνεται ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα μας. Ἐμπρός μέ θάρρος». Ποιά ἦταν ἡ ἔκπληξή μας ὅταν ἀκούσαμε τόν Τουρκοκρητικό νά λέει: «Δέν θά σᾶς σκοτώσω, θά σᾶς σώσω. Ἀπόψε θά θανατωθοῦν ὅλοι ὅσοι εἶναι στό μπουντρούμι, γιατί ἔφεραν καί ἄλλους πού δέν ἔχουμε χῶρο νά τούς στοιβάξουμε. Θά σᾶς σώσω σήμερα, γιατί ἐλπίζω αὐτό νά μέ βοηθήσει νά λησμονήσω μία τρομερή σκηνή πού ἀντίκρυσαν τά μάτια μου, σκηνή στήν ὁποία ἔλαβα μέρος». Καί συνέχισε: «Παρακολούθησα τό χάλασμα τοῦ Δεσπότη σας. Ἤμουν μ΄ ἐκείνους πού τόν τύφλωσαν, πού τοῦ ’βγαζαν τά μάτια καί αἱμόφυρτο, τόν ἔσυραν ἀπό τά γένεια καί τά μαλλιά στά σοκάκια τοῦ Τουρκομαχαλᾶ, τόν ξυλοκοποῦσαν, τόν ἔβριζαν καί τόν πετσόκοβαν. Βαθειά ἐντύπωση μοῦ ἔκανε καί ἀξέχαστος παραμένει ἡ στάση του. Στά μαρτύρια πού τόν ὑπέβαλαν δέν ἀπήντα μέ φωνές, μέ παρακλήσεις μέ κατάρες.
Τό πρόσωπό του τό κατάχλωμο, τό σκεπασμένο μέ αἷμα τῶν ματιῶν του, τό πρόσωπό του εἶχε ἐστραμμένο πρός τόν οὐρανό καί διαρκῶς κάτι ψιθύριζε πού δέν ἠκούετο πέρα ἀπό τήν περιοχή του. Ξέρεις ἐσύ, δάσκαλε τί ἔλεγε;» «Ναί ξέρω», τοῦ ἀπάντησα. Ἔλεγε «Πάτερ Ἅγιε, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». «Δέν σέ καταλαβαίνω, δάσκαλε, μά δέν πειράζει. Ἀπό καιροῦ σέ καιρό, ὅταν μποροῦσε ὕψωνε κάπως τό δεξί του χέρι καί εὐλογοῦσε τούς διῶκτες του. Κάποιος πατριώτης μου ἀναγνωρίζει τή χειρονομία τῆς εὐλογίας, μανιάζει, μανιάζει καί μέ τό τρομερό μαχαίρι του κόβει καί τά δύο χέρια τοῦ Δεσπότη. Ἐκεῖνος σωριάστηκε στή ματωμένη γῆ μέ στεναγμό πού φαινόταν ὅτι ἦταν μᾶλλον στεναγμός ἀνακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τόν λυπήθηκα τότε πού μέ δύο σφαῖρες στό κεφάλι τόν ἀποτελείωσα. Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία μου. Τώρα πού σᾶς τήν εἶπα, ἐλπίζω πώς θά ἡσυχάσω. Γι’ αὐτό σᾶς χάρισα τή ζωή». «Καί ποῦ τόν ἔθαψαν;» ρώτησα μέ ἀγωνία. «Κανείς δέν ξέρει ποῦ ἔρριξαν τό κομματιασμένο του κορμί».
Καί μόνο ἡ περιγραφή αὐτή ἀρκεῖ γιά τήν κατάρριψη κάποιων ἐνδοιασμῶν ἤ δισταγμῶν ὡς πρός τήν ἁγιοποίηση τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Χρυσόστομος πέθανε εὐλογώντας τούς βασανιστές καί δημίους του. Πέθανε μέ θάνατο μαρτυρικό ἐπειδή ἦταν ὁ Μητροπολίτης, ὁ Χριστιανός, ὁ Ρωμηός, ὁ Ἕλληνας.
Ὁ Χόρτον θά πεῖ:
«Ὁ Χρυσόστομος πέθανε ὡς μάρτυς. Ὁ Πολύκαρπος, ὁ ἅγιος πολιοῦχος τῆς Σμύρνης ἐκάει ζωντανός εἰς τό ὑπερκείμενον τῆς Σμύρνης στάδιον. Ὁ τοῦρκος κυριαρχεῖ σήμερον εἰς τήν γῆν τῶν Ἑπτά Ἐκκλησιῶν καί κανείς δέν τοῦ ἀνθίσταται, ἀλλά ἡ τελευταία σκηνή τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἐξοντώσεως τῆς χριστιανοσύνης ἐδοξάσθη ἀπό τόν ἡρωϊκόν θάνατον τοῦ τελευταίου Μητροπολίτου τῆς Σμύρνης».
Ἡ θανάτωση τοῦ Μητροπολίτου ἦταν τό σύνθημα γιά τήν πλήρη καταστροφή. Πυρπολήσεις, διώξεις, σφαγές, λεηλασίες, ποικίλες βαρβαρότητες ἔλαβον χῶραν. Ἐπανελήφθη στή Σμύρνη ὅ,τι συνέβη στήν Πόλη τήν 29ην Μαῒου 1453. Ἕνας λαός, κατά βάσιν ἀγαθός, παρασυρόμενος ἀπό μιά φανατική ἡγεσία μετατρέπεται σέ ὄχλο, κινεῖται ἀπό τό ἔνστικτο, ὑποτάσσεται στό πάθος. Στρέφεται χωρίς ἐπίγνωση κατά τῶν ἀθώων, δείχνει ποταπότητα, κακουργεῖ. Ἡ ἡγεσία του εἶναι καί σήμερα ἡ αἰτία τῆς κακοδαιμονίας του. Ἑκατοντάδες καί χιλιάδες εἶναι καί σήμερα μεταξύ τοῦ τουρκικοῦ λαοῦ τά θύματα τῆς βαρβαρότητας τοῦ κράτους τῆς αὐθαιρεσίας καί τῆς καταπάτησης τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων.
Χιλιάδες, κάθε Σάββατο, πρό ἐτῶν οἱ μητέρες ἀδικοχαμένων παιδιῶν διαδήλωναν σιωπηλά στό Ταξίμ, μάταια ζητώντας εἰδήσεις γιά τήν τύχη παιδιῶν, ἀδελφῶν καί συζύγων πού ἐξαφανίσθηκαν χωρίς νά ἀφήσουν ἴχνη. Καί χιλιάδες τοῦρκοι πολίτες, ἀγωνιστές ὑπέρ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων σαπίζουν μέσα στίς ἀπαίσες τουρκικές φυλακές, ὅπου κάθε ἔννοια ἀξιοπρέπειας καταλύεται καί κάθε ἀξία καταπατεῖται.
Τά ἴδια φαινόμενα ἀπανθρωπιᾶς καί βαρβαρότητας, ὅπως τότε τόν Αὔγουστο τοῦ 1922. Εὔλογα διερωτᾶται κανείς γιατί οἱ Τοῦρκοι θανάτωσαν τόν Χρυσόστομο καί μάλιστα μέ τρόπο φρικιαστικό. Θά ἦταν ἀφελές νά ἀποδώσουμε τό μαρτύριο στήν ἐκδικητικότητα τοῦ Νουρεντίν ἤ στή θηριωδία τοῦ Τουρκικοῦ ὄχλου. Ἐπρόκειτο γιά πράξη πολιτική. Ὁ Χρυσόστομος γιά τούς Ἕλληνες ἔνθεν καί ἔνθεν τοῦ Αἰγαίου, ἦταν ἰδέα. Ἦταν ὁ μόνος στόν ὁποῖο μποροῦσαν ἐκείνη τήν κρίσιμη στιγμή νά πιστέψουν. Ἔπρεπε αὐτόν τόν ἄνθρωπο -ἰδέα νά τόν κουρελιάσουν. Καί τό ἔπραξαν. Καί τό ἔκαναν μόνο ἰδέα. Πού σάν ἰδέα ἐπιζεῖ καί μᾶς συγκινεῖ. Κι αὔριο – μεθαύριο αὐτός θά κατευθύνει τό βηματισμό τῆς νέας γενιᾶς, πού κάποτε θά ἔλθει. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νά μήν σκοτώσουμε αὐτήν τήν ἰδέα – σπαθί, ὅπως τήν λέει ὁ ποιητής στίς ψυχές τῶν παιδιῶν μας. Γιατί κάτι τέτοιο ἐπιζητεῖ ἡ Νέα Τάξη. Πού πάντα θά φοβᾶται τήν σκιά τοῦ Χρυσοστόμου, ὅταν αὐτή σαρκώνεται στό πρόσωπο κάποιου Ἱεράρχη.
Ἐμεῖς θά τιμοῦμε τό Χρυσόστομο, γιατί πονᾶμε γιά τά παιδιά μας, πού πεινᾶνε γιά λεβεντιά. Ὁ Χρυσόστομος εἶχε κάτι ἁρματολικό, κάτι ἀκριτικό, κάτι ἀπειλητικό. Ἦταν μέσα στούς συνετούς τό παλληκάρι. Ἀνήκει στήν κατηγορία τῶν Ἱπποτῶν τῆς Αὐταπαρνήσεως, γιά τούς ὁποίους ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Παλαμᾶ:
«Καί τούς τρέμουνε τῶν κάμπων οἱ Κιοτήδες
καί μ’ ὀνόματα τούς κράζουν πονηρά
κλέφτες κι ἀπελάτες καί προδότες.
Τούς μισοῦν οἱ βασιλιάδες κι ὅλοι οἱ τύραννοι
κι εἶναι μέσα στούς σκυφτούς, τά παλληκάρια
κι εἶναι, μές στούς κοιμισμένους, οἱ στρατιῶτες».
Ὁ Χρυσόστομος ἦταν ἀντρειωμένος καί τοῦ ἀντρειωμένου ὁ θάνατος δέν πάει ποτέ χαμένος. Ὅπως, λέει ὁ γνωστός στίχος, τοῦ ἀντρειωμένου ὁ θάνατος δίνει ζωή στή νιότη.
Ὅσοι μπόρεσαν πρίν, κατά καί μετά τήν καταστροφή νά σωθοῦν, ἔφθαναν στήν Ἑλλάδα. Καί ἡ περιοχή τούς ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά της καί ἐθέρμανε στούς κόλπους του τήν ἀποσταμένη ἐλπίδα τῶν προσφύγων, ὅπως καί πολλά ἄλλα μέρη τῆς πατρίδας μας. Κι ἐσεῖς σήμερα, τά παιδιά ἤ καί τά ἐγγόνια τους, τιμᾶτε τήν 80ετηρίδα τῆς φρικτῆς περιπέτειας. Καί μαζί σας κι ἐμεῖς, ὅλοι οἱ Ἕλληνες, πού λιτανεύουμε τίς μνῆμες καί λιβανίζουμε τούς ἁγίους Νεομάρτυρες, προσδοκώντας τή δικαίωση.
Θά ἔλθει ποτέ; Δέν ἔχει σημασία. Εἶναι ἕνα ὄνειρο, ἔστω μιά οὐτοπία. Ὅταν ὅμως πεθάνουν οἱ μνῆμες καί τά ὁράματα τότε θά ἔχουμε πεθάνει κι ἐμεῖς, ἔστω κι ἄν ἀναπνέουμε ἀκόμη.
Νά γιατί προσδοκοῦμε δικαίωση. Κι ἄν ὁ Θεός δέν τό ἐπιτρέψει πρίν, μόνον ἐκείνη τήν εὐλογημένη μέρα τῆς Κρίσεως, οἱ χλωμοί Ἄγγελοι τῆς προσφυγιᾶς, θά πάρουν πάλι στ’ ἁγιασμένα τους χέρια τά εἰκονίσματά μας καί θά ξεκινήσουν γιά τίς ἀλησμόνητες πατρίδες, διασχίζοντας τό καταγάλανο Αἰγαίο «ἐπί πτερύγων ἀνέμων». Θά εἶναι ἡ μέρα πού, ὅπως γράφει ὁ Ἐλύτης, «καί ὁ στερνός τῶν ἀνθρώπων, τόν πρῶτο λόγο θά πεῖ. Καί τά ὄνειρα θά λάβουν ἐκδίκηση...».
Τίς ὧρες ἐκεῖνες τοῦ ὀνείρου, θά ζήσουμε μιάν ἄλλη Ἀποκάλυψη· τή Μικρασιατική. Ἀπό τό ἁγιασμένο ἰωνικό χῶμα, ἀπό τούς ἀνώνυμους τάφους τῶν ἀθώων, θά βλαστήσουν μυρτιές, βάγια καί γιασεμιά.
Οἱ λυγμοί τῆς χαρᾶς θά ξεσπάσουν ἀπό τό πικραμένο στόμα τῆς μικρασιάτισσας μάνας, πού θά μοιραστεῖ τή λύτρωση, μέ τό μόνιμο κραταίωμά της, τήν Παναγιά!
Ἀπό τά πηγάδια, στά Βοῦρλα, θά ἀναβλύσει Ἅγιο Μῦρο καί θ’ ἀκουστοῦν οἱ φωνές τῶν πνιγμένων κοριτσιῶν νά ψάλλουν τό «Φῶς ἱλαρόν».
Καί κάπου ἐκεῖ, στή Σμύρνη, στήν ἔρημη προκυμαία της, ἔχοντας δίπλα του τούς ἀδικοσφαγμένους πρόκριτούς μας (τό Γιώργη Κλιμανόγλου καί τό Νίκο Τσουρουκτσόγλου), θά περιμένει ἐκεῖνος πού τότε ἔμεινε τελευταῖος.
Λαμπροντυμένος, μέσα στά πορφυρά του ἄμφια ὁ Χρυσόστομος, πανώριος, γαλήνιος καί δακρυσμένος, θά τούς περιμένει ὅλους, γιά νά ξαναπεῖ τό δοξαστικό «εὐλογημένοι οἱ ἐρχόμενοι ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Καί οἱ «ἐρχόμενοι ἐν ὀνόματι Κυρίου», θά μεταλάβουν ὅλοι ἀπό τά χέρια του τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων (ἐκεῖ, στήν προκυμαία), θά πάρουν τήν εὐχή του καί κατόπιν θά ξεχυθοῦν στούς ρωμιομαχαλάδες, στά σοκάκια καί στά μπεζεστένια τῆς πυρπολημένης πόλης, γιά νά σπείρουν καί νά σοδέψουν πάλι τήν εὐλογημένη γαλήνη τῆς Ἀνατολῆς, τό γέλιο καί τόν μόχθο, τήν εὐφρόσυνη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖ πού ἔτρεξε τό αἷμα, θά τρέξει ἄφθονο τό κανανίτικο κρασί τῆς δικαίωσης, γιά νά μεθύσει κορμιά καί καρδιές.
Νέοι Ὅμηροι θά τραγουδήσουν πόθους, καημούς, ἀπαντοχές καί βάσανα αἰώνων.
Κολυμπῆθρες θά στηθοῦν γιά νά βαφτιστοῦν τά μωρά πού εἶχαν λογχίσει, τό 1922, οἱ Τσέτες.
Ἄγγελοι θά κατέβουν ἀπό τόν οὐρανό, γιά νά στεφανώσουν, «δόξῃ καί τιμῇ», τά ἀτιμασμένα νειάτα.
Μά, πρίν ἀπ’ ὅλα, θά γεμίσει πάλι ἀσφυκτικά ἡ Ἁγία Φωτεινή καί τά σήμαντρά της θά στείλουν παντοῦ τό Ἀναστάσιμο μήνυμα: «οἱ Ἅγιοι γύρισαν στίς ἐκκλησιές τους». Εἰρηνικά, πολιτισμένα, ἀνθρώπινα.
Τότε εἶναι πού θά μπεῖ τό «εὐλογητός» κι ἡ μεσοτελειωμένη Λειτουγία θά ξαναρχίσει. Κι ὅλος ὁ κόσμος θά χαρεῖ. Ἀμήν.
Γένοιτο, πρός Δόξαν Θεοῦ.
Γένοιτο, γιά νά ἡσυχάσουν οἱ ψυχές τῶν προγόνων μας, καί «τά ὄνειρα» (τουλάχιστον τά ὄνειρα) «νά λάβουν ἐκδίκηση». Καί νά γευθοῦν δικαίωση...