Aξιοσέβαστε Χογιατολεσλάμ Σεγιέντ Μοχαμέτ Χανταμί, εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, χαίρετε και καλώς ήλθατε!
Χαίρω διότι στο πρόσωπό σας υποδέχομαι όχι μόνον τον θρησκευτικό ηγέτη με την εξαιρετική φιλοσοφική καλλιέργεια, αλλά επίσης τον Πρόεδρο μιας φίλης χώρας, τον ηγέτη ενός αξιοθαύμαστου λαού με σημαντική συμβολή στον πολιτισμό, ενός λαού τον οποίον οι Έλληνες από αρχαίων χρόνων τιμούν ιδιαιτέρως.
Παρακολουθούμε κατά το δυνατόν τις προσπάθειές σας για την προώθηση ενός διαθρησκευτικού και διαπολιτισμικού διαλόγου, διαβάσαμε δε μετά προσοχής τα κείμενα των ομιλιών σας στα πανεπιστήμια της Φλωρεντίας και Seton Hall, όπως επίσης και στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Τα κείμενα αυτά επιβεβαιώνουν τη φήμη σας ως ηγέτου μεγάλης πνοής.
Oπως καλώς γνωρίζετε, το απόλυτο χριστιανικόν ιδεώδες της ενιαίας οικουμενικής πολιτείας δεν μπόρεσε να σαρκωθεί στην Ευρώπη των Μέσων Χρόνων. Ο ίδιος ο χριστιανικός κόσμος δεν μπόρεσε να αποφύγει τη μετατροπή των διαφορών σε ρήγματα, τα οποία κατέληξαν σε σχίσματα. Δεν ηθέλησε να θέσει τα πνευματικά στοιχεία της πίστεώς του οδηγούς στη ζωή του. Παράλληλα, οι νέοι ιστορικά λαοί, οι αποκαλούμενοι από τους αρχαιοτέρους «βάρβαροι», είδαν τον τότε κόσμο ως πεδίο ανταγωνισμού και κυριαρχίας μάλλον, παρά ως χώρο πολιτισμού με πνευματική κατεύθυνση.
Βαθμιαία, το χριστιανικό οικουμενικό πολιτειακό ιδεώδες εξέπεσε σε ίδρυση πολυφυλετικών ηγεμονιών, η τελευταία των οποίων διελύθη μόλις στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά οι ηγεμονίες αυτές, είχαν αρχίσει αιώνες πριν να παραδίδονται στην πυρά που άναβε στην ήπειρό μας το σύνθημα «ένα έθνος, ένα κράτος». Η μοίρα της Ευρώπης ανετέθη έτσι στον εθνικισμό, ο οποίος εξέθρεψε τις ρατσιστικές ιδεολογίες. Το τρομερό αυτό ζεύγμα, υπήρξε ρομφαία θανάτου, η οποία ανέσκαπτε συνεχώς την Ευρώπη και την έπνιγε στο αίμα των λαών της, έτσι ώστε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν υπήρχε οικογένεια που να μη θρηνεί τουλάχιστον ένα θύμα.
Σε όλη τη διάρκεια της πορείας των λαών μέσα στον πόνο και το αίμα, και μέσα και πέρα από την Ευρώπη, οι θρησκείες δυστυχώς υπήρξαν ενίοτε πυρομαχικά, αντί να είναι διάκονοι ειρήνης. Τούτο δεν μπορεί να αποδοθεί, βέβαια, στη θεωρητική διδασκαλία του χριστιανισμού, αλλά στην εκμετάλλευσή της από επιτήδειους καιροσκόπους της εξουσίας. Ούτε αυτό αφορά στην ορθόδοξη Εκκλησία μας, η οποία δεν επέτρεψε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο και όργανο πολιτικών επιδιώξεων. Παρά ταύτα, εφθάσαμε στο σημείο να κατηγορούμεθα ότι ανεχόμεθα να χρησιμοποιείται η θρησκεία για σκοπούς ιδιοτελείς ή ευτελείς. Ασφαλώς, υπήρξαν μέσα στους αιώνες πιστοί, ιερείς, ιεράρχες, οι οποίοι έδωσαν τη μαρτυρία τους στον Κύριο αγωνιζόμενοι υπέρ της ειρήνης. Άγιες μορφές, που έσωζαν τον κόσμο μη συστοιχούμενες με τον κόσμο. Αλλά διαβάζοντας την ιστορία, διαπιστώνουμε ότι γενικά η θρησκευτική συνείδηση των λαών δεν υπήρξε παράγων αποτροπής της επιθετικότητας, εξ αιτίας της ασυνέπειάς της.
Xάριτι Κυρίου, ο Ευρωπαίος άνθρωπος έφριξε πλέον με τα ίδια του τα έργα, και διαρκούντος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ένας μικρός αριθμός χριστιανών διανοουμένων και μαχητών της Αντίστασης, στρατεύθηκε με σκοπό την υπέρβαση των εθνικισμών και τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού οίκου. Έτσι άρχισε εκ νέου η πορεία προς την ένωση της Ευρώπης και την προκοπή των λαών της εν ειρήνη, ελευθερία, δικαιοσύνη και ασφαλεία.
Αλλά ο πλανήτης ολόκληρος είναι πιασμένος στο δόκανο του πολέμου και των συγκρούσεων. Ο 20ος αιώνας μας άφησε βαρειά κληρονομιά: περισσότερες από 40 ένοπλες συγκρούσεις γίνονται σε περίπου 35 σημεία της γης.
Και θα πρέπει, όλοι όσοι πιστεύουμε στον Θεό, όλοι όσοι θρησκευόμεθα, να τολμήσουμε να δούμε και να πούμε την αλήθεια: οι θρησκείες δεν έχουν κάνει αυτό που πρέπει για να βοηθήσουν τον κόσμο να καταλάβει ότι η σύγκρουση δεν είναι η λύση, η σύγκρουση είναι το πρόβλημα.
Οι θρησκείες, βέβαια, δεν διαθέτουν μηχανισμούς αναγκαστικής επιβολής των απόψεών των. Ο χριστιανισμός ιδιαίτερα, και μάλιστα η Ορθοδοξία, δεν ανεμίχθη στην πολιτική και δεν ηθέλησε να αποκτήσει κοσμική πολιτική εξουσία. Παρά ταύτα, έχουν ρόλο να παίξουν για την αποτροπή των συγκρούσεων. Μπορούν να συνενώσουν τις δυνάμεις των, να συνεννοηθούν, και να επηρεάσουν και τους λαούς και τις εξουσίες, ώστε να μη χρησιμοποιεηθεί η θρησκεία ως όπλο εναντίον άλλης θρησκείας.
Για παράδειγμα, έχω πλήρη την πεποίθηση ότι εάν οι Ορθόδοξοι και Καθολικοί χριστιανοί είχαν εργασθεί με μουσουλμάνους από κοινού, εάν είχαν υψώσει κοινήν ασπίδα ειρήνης, εάν είχαν συνεργασθεί τόσον σκληρά όσον ο Θεός απαιτεί, άλλη θα ήταν η μοίρα των λαών της αιμόφυρτης Γιουγκοσλαβίας.
Η Μέση Ανατολή –την οποία ευλόγως ο Ευρωπαίος άνθρωπος αισθάνεται συγγενή του-, έχει μεταβληθεί σε γη θρήνου και κλαυθμού και οδυρμού. Και ενώ είναι κατανοητό σε όλους ότι οι λαοί εκεί πάσχουν όχι βέβαια από περίσσευμα επιθετικότητος αλλά από έλλειψη ελευθερίας, δικαιοσύνης και ασφαλείας, εν τούτοις οι θρησκείες δεν κατανοούν ότι είναι δική των ευθύνη το ότι οι δυνάμεις της κόλασης δίνουν στον πόλεμο θρησκευτικό διαβατήριο. Η ιερή πόλις Ιερουσαλήμ πρέπει να απαιτήσουμε να γίνει πόλις της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της αγάπης και της θυσίας.
Πρέπει να ζητήσουμε από τους Ισραηλινούς να βρούν στη Βίβλο και τους Προφήτες τη δύναμη να παλέψουν για την ειρήνη, καθώς ο Θεός επιτάσσει. Πρέπει να ζητήσουμε από τους Ισλαμικούς λαούς να βρούν μέσα στο Κοράνιο και τη λαμπρή σιιτική διδασκαλία τη δύναμη να παλέψουν για την ειρήνη.
Εμένα θα μου επιτραπεί εδώ να αναφερθώ σε δυό σημεία που ο κάθε χριστιανός έχει υποχρέωση να θυμάται πάντοτε και να ζει με βάση αυτά: το τι ο Κύριος μας είπε μετά την ζωή εν ερήμω και εν τάφω.
Eξερχόμενος της ερήμου ο θεάνθρωπος Ιησούς, άρχισε τη διακονία Του ζητώντας από τους ανθρώπους να μετανοήσουν (Ματθ.4,17). Στην πρώτη Του ομιλία, εξήγησε το νόημα αυτής της εντολής, που η αγάπη του για μας την έκανε να ομοιάζει με παράκληση. Ζήτησε να μετανοήσουμε και να γίνουμε ειρηνοποιοί, ελεήμονες, φιλάνθρωποι - το οποίον εξήγησε πως σημαίνει φιλάδελφοι, αφού όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά του Θεού. Εξήγησε ότι δεν αρκεί η τήρηση των θρησκευτικών κανόνων για να μας δεχθεί ο Θεός, αλλά χρειάζεται υπέρβαση των κανόνων (Ματθ.5,20), χρειάζεται πνεύμα διακονίας και αυτοθυσίας, πνεύμα δικαιοσύνης. Διατυπώνει δε τον ύψιστο ηθικό κανόνα: να μη κάνεις παρά μόνον όσα θα ήθελες να σου κάνουν (Ματθ.7,12).
Εως εδώ, όσα είπε είναι μία διδασκαλία που θα μπορούσε να θεωρηθεί ηθική. Μια διδασκαλία που ασφαλώς μπορεί να ακολουθήσει κάθε άνθρωπος, ακόμη και μη χριστιανός. Όμως, ο Ιησούς δεν αρκείται σε αυτή την υπέροχη ηθική διδαχή. Μας οδηγεί ένα βήμα πιο πέρα, προς την πλήρη υπέρβαση της ηθικής: μας ζητά να αγαπάμε τους εχθρούς μας (Ματθ.5, 38-48). Όχι μόνο να δείχνουμε κατανόηση, όχι μόνο να τους σεβόμαστε, αλλά να τους αγαπάμε! Κι αυτό, όχι για να είμαστε καλοί άνθρωποι, αλλ’ επειδή ο Θεός βρίσκεται στο πρόσωπο του καταδιωγμένου, του φυλακισμένου, του βασανισμένου. Ο Θεός κατοικεί στη μάνα που δεν μπορεί να θρέψει τα παιδιά της, στο ορφανό και στερημένο παιδί, στον γέρο που του γκρέμισαν το σπίτι. Ο Οίκος του Θεού είναι η ψυχή του ανήμπορου, του ασθενούντος, του πάσχοντος (Ματθ. 25, 31-46).
Ο κόσμος αυτός είναι βασίλειον του θανάτου. Ο θάνατος και ο πόνος θα κυριαρχούν, όποια κι αν είναι η καρδιά μας. Αλλά υπάρχει ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον σεισμό και τον πόλεμο: το ότι ο πόλεμος είναι έργο ανθρώπου. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στην ασθένεια του σώματος και στις κακουχίες του καταδιωγμένου: το ότι οι κακουχίες αυτές είναι έργο ανθρώπου. Το μέγα σκάνδαλο της ύπαρξης κακού θα παραμένει, «πλήν, ουαί τω ανθρώπω δι ου το σκάνδαλον έρχεται» (Ματθ.18,7).
Εξερχόμενος του τάφου ο Ιησούς, εμφανίστηκε στους μαθητές του λέγων: «Ειρήνη υμίν» (Ιωάν.20,19). Δεν επρόκειτο για μιαν ευχή χωρίς αντίκρυσμα: στο Μυστικό Δείπνο είχε ήδη διευκρινίσει ότι «ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν· ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν εγώ δίδωμι υμίν» (Ιωάν.14,27). Η ειρήνη που ο Θεός παρέχει δεν διαφέρει από την ειρήνη που ο άνθρωπος ζητά, αλλά διαφέρει το τι δίνει ο Θεός και τι βρίσκουμε ή παίρνουμε ή δημιουργούμε στον κόσμο. Η ειρήνη που μας δίνει ο Θεός είναι η δύναμη να ζούμε μέσα στον κόσμο της σύγκρουσης και του πολέμου μένοντας ειρηνοποιοί, μένοντας στη διακονία των θυμάτων, αναγνωρίζοντας πάντοτε στο πρόσωπο του πάσχοντος ανθρώπου το βλέμμα του πάσχοντος Θεού.
Αυτός είναι ο λόγος και ο τρόπος, για και με τον οποίο, εμείς οι Ορθόδοξοι χριστιανοί ανταποκρινόμαστε θερμά στην έκκληση για συνεργασία των θρησκειών προς υπεράσπισιν της ειρήνης. Γι αυτό και αισθανόμαστε κατά πάντα έτοιμοι να εργασθούμε μαζί σας, να συνεργασθούμε με το Ισλάμ και με τις άλλες θρησκείες υπέρ της ειρήνης και της καταλλαγής του κόσμου.
Yπάρχει μεγάλη ανάγκη, να κατανοήσουν οι πολιτικοί ηγέτες ότι ζούμε πιά σ΄ έναν κόσμο όπου κανείς δεν μπορεί να είναι ασφαλής - είτε είναι πανίσχυρη υπερδύναμη, είτε είναι ασήμαντο κρατίδιο. Η τεχνολογική έκρηξη και το συνακόλουθο γκρέμισμα των αποστάσεων, έκαναν και τα πιο απόρθητα σύνορα διάτρητα. Η καταπίεση, το κυνηγητό, η τιμωρία και οι προσπάθειες ταπείνωσης και εξόντωσης του αντιπάλου, δεν ήταν ποτέ λύση του προβλήματος. Ακόμη λιγότερο ισχύει αυτό στις μέρες μας, όπου η επίθεση δεν απαιτεί μεραρχίες, ούτε χρήμα.
Δεν υπήρξε ούτε ένας πόλεμος στην παγκόσμιο ιστορία που να είχε ως καρπό του την ειρήνη. Ας προσθέσω εδώ ότι η ειρήνη δεν είναι προϊόν υπερεξοπλισμού, ούτε τεχνολογικής υπεροχής, ούτε δυνατοτήτων βομβαρδισμού, ούτε νέων μεθόδων καταπίεσης. Δεν είναι όμως ούτε και το αποτέλεσμα συζητήσεων καλής θέλησης.
Αυτές τις κρίσιμες ώρες, καλούμεθα να κατανοήσουμε ότι οι πόλεμοι, οι ένοπλες συγκρούσεις, η τρομοκρατία και η χρήση βίας, δεν μπορούν πιά να στρέφονται κατά επιλεγμένου στόχου· είμαστε όλοι, πάντοτε, ο επιλεγμένος στόχος.
Αυτές τις σκοτεινές ώρες, καλούμεθα να κατανοήσουμε ότι η συνεργασία των θρησκειών με σκοπό την προώθηση μορφών αλληλεγγύης προς τα θύματα των πολέμων και των συγκρούσεων, ανεξάρτητα από την εθνικότητα, την πολιτιστική ταυτότητα και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, είναι μια ηθική δύναμη ενάντια στον πόλεμο και την καταπίεση. Έργο της πίστης δεν είναι η κατασκευή ιδεολογίας, αλλά η αμέριστη συμπαράσταση στο θύμα, στο όποιο θύμα.
Θα έχετε ελπίζω πληροφορηθεί τα της πρωτοβουλίας της Εκκλησίας μας για μια διαθρησκευτική διάσκεψη. Σκοπός της διάσκεψης αυτής δεν είναι μόνο μια ακόμη καταγγελία της τρομοκρατίας (πράξη που όσο χρήσιμη και να είναι, πάντως δεν συνιστά αντιμετώπιση του προβλήματος με θρησκευτικά κριτήρια), αλλά η αναζήτηση συγκεκριμένων τρόπων με τους οποίους θα έχουμε άμεση και ζωτική παρέμβαση των θρησκειών στα σημεία κρίσεως, με σκοπό να πάψει η θρησκεία να αποτελεί μέρος της δυναμικής της σύγκρουσης και να γίνεται μέρος της δυναμικής της καταλλαγής. Η πλειοψηφία των ανθρώπων της θρησκείας εργάζονται προς την κατεύθυνση αυτή. Κάποιες ασήμαντες μειοψηφίες χρησιμοποιούν τη θρησκεία για εγκληματικούς σκοπούς.
Εξ άλλου, στη χώρα μας φιλοξενούνται ή και διαμένουν μονίμως πολλές χιλιάδες ιρανοί, Πακιστανοί, Κούρδοι και μουσουλμάνοι από άλλες χώρες, γι αυτό και ο διαθρησκειακός διάλογος θα είναι χρήσιμος τόσο γι αυτούς, όσο και για τις χώρες τους, με τις οποίες διατηρούν στενούς δεσμούς. Τόσο η Εκκλησία όσο και η Πολιτεία στη χώρα μας βλέπουν τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητος στην Ελλάδα ως ισότιμα μέλη της ελληνικής κοινωνίας. Κοινή μας μέριμνα πρέπει να είναι η εξασφάλισση αρμονικής και ειρηνικής συμβίωσης οπουδήποτε, χριστιανών και μουσουλμάνων. Η Αθήνα είναι η πόλις της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της καταλλαγής και της αγάπης. Κι αυτός της ο χαρακτήραςτονίζει τη δυναμική που από αυτήν εκπορεύεται. Θα πρέπει όμως να ομολογήσουμε ότι για την επιτυχία της συνεννόησής μας, χρειάζεται να ξεπερασθούν πολλά προβλήματα και να αναζητηθεί ο κοινός κώδικας επικοινωνίας μας.
Συγχαίρω εν τω προσώπω σας τον ευγενή περσικό λαό, και εύχομαι να έχει σταθερώς αυξητικήν απήχηση η πολιτική σας, η οποία έχει ως άξονες τόσο στις εσωτερικές όσο και στις διεθνείς υποθέσεις, τον σεβασμό του προσώπου και την υπεράσπιση του διαλόγου.
Και εύχομαι να έχουμε ζωτική την υποστήριξή σας στην πρωτοβουλία μας για τη συγκρότηση διαθρησκευτικού μετώπου στην υπηρεσία της καταλλαγής.