Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Ομιλία του Μακαριωτάτου στην ομώνυμη Ημερίδα στο Διορθόδοξο Κέντρο

Σεβασμιώτατοι καὶ πατέρες,
Ἐρίτιμε κυρία Πρόεδρε,
Ἐντιμότατε κύριε Ἐπίτροπε,
Ἐντιμότατοι κύριοι βουλευτές,
Κυρίες καὶ κύριοι,

Εἶναι μεγάλη ἡ χαρά μου ποὺ σᾶς ἔχουμε σήμερα ἐδῶ, στὸν περίβολο τῆς μονῆς ποὺ ὑπῆρξε ἐπὶ αἰῶνες κέντρο πνευματικοῦ βίου καὶ ἐθνικῆς προσφορᾶς. Συγκεντρωθήκαμε γιὰ νὰ τιμήσουμε τὴν εὐρωπαϊκή μας πορεία, καὶ νομίζω ὅτι ἕνα πολὺ καλὸ σχόλιο σὲ αὐτὴν εἶναι ὅτι μόλις πρὸ ἡμερῶν μία διακεκριμένη Ἑλληνίδα ἐξελέγη Ἀντιπρόεδρος τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου. Βεβαίως, δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ συμβαίνει αὐτό. Πολλοὶ Ἕλληνες ἔχουν ἀναλάβει ἐξέχουσες θέσεις στὸ Εὐρωπαϊκὸ Κοινοβούλιο, ὅπως καὶ σὲ ἄλλα ὄργανα τῆς Κοινότητος. Κάθε φορὰ χαιρόμεθα καὶ εὐχόμεθα ὁ Κύριος νὰ σᾶς βοηθᾶ νὰ τιμᾶτε τὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ἑλλάδα.

*


Δὲν ἔχω πρόθεση νὰ κάνω μιὰν ἱστορικὴ ἀναδρομὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς μας πορείας. Θεωρῶ ὅμως καθῆκον νὰ ἀναφερθῶ, ἔστω μὲ δυὸ μόνο λόγια, στὸν Ἕλληνα ποὺ τίμησε πρῶτος τὴν ἰδέα τῆς εὐρωπαϊκῆς ἑνότητας καὶ ἐργάσθηκε γι αυτήν.

Κανείς μας δὲν δικαιοῦται νὰ ξεχάσει, μιὰ τέτοια στιγμή, τὸν Κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια∙ ἦταν ὁ πρῶτος πολιτικὸς εὐρωπαϊκῆς χώρας, τῆς αὐτοκρατορικῆς Ρωσίας τότε, ποὺ ἔθεσε σὲ διεθνῆ τράπεζα διαπραγματεύσεων (στὸ συνέδριο τοῦ Aachen, τὸ 1818), τὸ θέμα τῆς ἕνωσης τῆς Εὐρώπης, μὲ τὴ δημιουργία μιᾶς Alliance Solidaire, ὅπως τὴν ὀνόμασε. Ὁ Μέττερνιχ πάλαιψε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις ὑπὲρ τῆς καταπίεσης τῶν λαῶν καὶ ἐναντίον κάθε ἀλληλεγγύης τῶν Εὐρωπαίων, βλέποντας στὴν πρόταση τοῦ Καποδίστρια μιὰν ἀπόδειξη τοῦ πόσο «ἐπικίνδυνος εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς γιὰ τὴν Εὐρώπη». Χαίρω διότι ἡ ἱστορία δικαίωσε τὸν Καποδίστρια καὶ ὄχι τὸν Μέττερνιχ∙ ἂν καὶ εἶναι μιὰ δικαίωση ποὺ καθὼς ὅλοι βλέπουμε, οἱ μιμητὲς τοῦ Αὐστριακοῦ Καγκελάριου δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ κατανοήσουν.

Οἱ καιροὶ πέρασαν, ἡ ἕνωση τῆς Εὐρώπης ἔμεινε καὶ πάλι ὅραμα τῶν διανοουμένων, ἕως ὅτου τὸ 1929 ὁ Γάλλος Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν Ἀριστείδης Briand εἰσηγήθηκε τὴ σύσταση Εὐρωπαϊκῆς Ὁμοσπονδίας. Ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα δύο παράγοντες ἀντιμετώπισαν θετικὰ τὴν πρόταση: ἡ κυβέρνηση τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ὁ Βενιζέλος ἀνέθεσε στὸν πρεσβευτή μας στὸ Παρίσι νὰ ἐκφράσει τὴν ὑποστήριξη τῆς πρότασης. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας, ἀπὸ τὶς στῆλες τοῦ ἐπισήμου ὀργάνου της, παρατηροῦσε:

«ἡ ἰδέα αὔτη [...] πραγματοποιουμένη θὰ μεταβάλῃ ἄρδην τὰς πολιτικὰς καὶ κοινωνικὰς ἐν Εὐρώπῃ συνθῆκας ἐπὶ τὸ ἀπείρως εὐδαιμονέστερον καὶ θὰ σημειώσῃ ἀφετηρίαν νέας ὅλως ἱστορίας διὰ τὸν εὐρωπαϊκὸν πολιτισμόν».

Κατέληγε δὲ εὐχομένη ὅτι:

«θᾶττον ἢ βράδιον ὁ λόγος οὖτος θὰ ἐπαναγάγῃ τὴν ταχυτέραν ὡρίμανσιν μιᾶς ὁριστικῆς προσχωρήσεως τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν εἰς τὴν ἐν λόγῳ ἰδεολογίαν.»

Ἀκολούθησε ὁ Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, στὸ καμίνι τοῦ ὁποίου οἱ φωτισμένοι Εὐρωπαῖοι εἶδαν νὰ καίγεται γιὰ πάντα ὁ ἐθνικισμός. Μέσα στὶς στάχτες τοῦ Βερολίνου, τὸ 1949, μιλώντας πρὸς τοὺς Γερμανοὺς ὁ ἰσπανὸς φιλόσοφος Χοσὲ Ὀρτέγκα ὑ Γκασσέτ, θύμισε ὅτι ἡ Εὐρώπη ὑπῆρχε ὡς κοινότητα πολὺ πρὶν ἐμφανισθεῖ ὁ ἐθνικισμός, κι ὅτι ἀκόμη κι ὅταν σχηματίσθηκαν τὰ εὐρωπαϊκὰ ἔθνη-κράτη, ὁ Εὐρωπαῖος ζοῦσε πατώντας μὲ τὸ ἕνα πόδι στὸ ἔθνος του καὶ μὲ τὸ ἄλλο στὴ βαθύτερη κατάφαση ὅτι ναί, εἶναι Εὐρωπαῖος. Συνεπῶς, τόνισε ὁ Ὀρτέγκα ὑ Γκασσέτ, ἡ Εὐρώπη δὲν εἶναι μόνο τὸ μέλλον μας ἀλλὰ καὶ τὸ παρελθόν μας ἐπίσης.

Ἦταν πολὺ τολμηρὸ νὰ μιλᾶς στοὺς Γερμανοὺς ἐκείνη τὴν ὥρα γιὰ ἕνωση τῆς Εὐρώπης. Ἦταν ἀκόμη πιὸ τολμηρὸ νὰ διακηρύττεις ὅτι ἡ ἕνωση τῆς Εὐρώπης δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα πολιτικὸ σχέδιο ἀλλὰ μιὰ πολιτιστικὴ πραγματικότητα ποὺ ἡ πολιτικὴ ἕνωση θὰ τὴν ἐπαναφέρει στὸ φῶς. Ἦταν τολμηρὸ ἕως παράλογο νὰ διδάσκεις τὴν ὥρα ποὺ ὅλοι ἔψαχναν μέσα στ’ ἀποκαΐδια, ὅτι ἡ εὐρωπαϊκὴ ἕνωση δὲν θὰ ἐπιβιώσει ἐὰν μείνει ἁπλῶς μιὰ λύση γιὰ νὰ μὴν ἔχουμε νέο πόλεμο, ἢ μιὰ λύση γιὰ νὰ ἔχουμε οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη, καὶ δὲν εἶναι ἔκφραση τῆς βαθύτερης αὐτοσυνειδησίας τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου. Ἦταν λοιπὸν ὁ Εὐρωπαῖος ἄνθρωπος τὸ ζητούμενο, ἦταν –γιὰ νὰ τὸ διατυπώσω ἀλλιῶς–, ἀπαίτηση νὰ ἀρδεύεται πλέον τὸ πολιτικὸ μέλλον τῆς Εὐρώπης ἀπὸ τὰ καταβολικὰ στοιχεῖα τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου, ἀπὸ τὶς ρίζες του.

Θὰ χρειασθεῖ νὰ τονίσω ἀκόμη μιὰ φορά, ὅτι μιλώντας γιὰ ρίζες, οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ οἱ πολιτικοὶ ἐννοοῦσαν ἀπὸ συμφώνου τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, τὸ ρωμαϊκὸ κράτος δικαίου, τὸν χριστιανισμό. Αὐτὲς οἱ ρίζες ἔχουν ἱστορικὴ δικαίωση καὶ κῦρος ἀδιαπραγμάτευτο, ὥστε νὰ μὴν ὑπόκεινται σὲ ἀναθεώρηση μὲ πολιτικὰ καιρικὰ κριτήρια.

Γι αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Οὐΐνστων Τσῶρτσιλ, στὸν περίφημο λόγο του στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ζυρίχης τὸ 1946, ἔθεσε ὡς θεμέλιο τῆς εὐρωπαϊκῆς ἑνότητας τὴν ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάταση τῶν Εὐρωπαίων. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, ὑπακούοντας δηλαδὴ στὴν ἀπαίτηση ἡ ἕνωση τῆς Εὐρώπης νὰ εἶναι πολὺ πάνω ἀπὸ πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἐπιλογή, ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς διατυπώνει στὴν ὁμιλία του κατὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς Συνθήκης Ἔνταξης τῆς Ἑλλάδος στὶς 28 Μαίου 1979 τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ Εὐρώπη:

«εἶναι μία σύνθεση, στὴν ὁποία, ὅπως εἶπα καὶ ἄλλοτε, τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα εἰσέφερε τὴν ἰδέα τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ὀμορφιᾶς. Tὸ ρωμαϊκὸ πνεῦμα τὴν ἰδέα τοῦ κράτους καὶ τοῦ δικαίου. Kαὶ ὁ Xριστιανισμὸς τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη. Ἐπάνω σ' αυτὸ τὸν κοινὸ πολιτισμὸ καλούμεθα νὰ οἰκοδομήσουμε τὴν Nέα Eὐρώπη.»

Βεβαίως, ἡ πολιτικὴ ἡγεσία τῆς Εὐρώπης δὲν συνεχίζει πάντοτε τὴν πορεία της ἔτσι ὅπως τὴν εἶχαν θελήσει οἱ μεγάλοι εὐρωπαϊστὲς ἱδρυτές της. Ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Κωνσταντίνου Καραμανλῆ καὶ μετά, ἡ πολιτικὴ ἡγεσία ἀκολουθεῖ ὁρισμένες φορὲς πορεία ποὺ δείχνει μιὰ διαφοροποίηση τῶν ἀρχῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Οἱ Εὐρωπαῖοι ἔχουν συχνὰ τὸ αἴσθημα ὅτι ἡ Ἕνωση δὲν ταυτίζεται μὲ τὸν κόσμο τους. Γι αὐτὸ καὶ δὲν διστάζουν νὰ στραφοῦν ἐναντίον της, ὅπως εἴδαμε μὲ τὴν ἄρνηση ἀποδοχῆς τοῦ Συντάγματος.

Πέρα ἀπὸ τὸ Σύνταγμα, θὰ ἀναφέρω ἕνα ἄλλο παράδειγμα, ποὺ ἔστω καὶ μόνον αὐτό, φανερώνει τὶς κυρίαρχες τάσεις: ἀναφέρομαι στὸν Ὕμνο της Εὐρώπης. Ὅπως γνωρίζετε, τὸ 1972, τὸ Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης ἀπεφάσισε νὰ καθιερώσει ἕναν ὕμνο τῆς Εὐρώπης. Ἀποφασίστηκε νὰ κηρυχθεῖ ὕμνος τῆς Εὐρώπης ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν 9η Συμφωνία τοῦ Μπετόβεν, καὶ μάλιστα τὸ τελευταῖο μέρος της, στὸ ὁποῖο ὁ μέγας συνθέτης μελοποίησε τὸ περίφημο ποίημα του Σίλλερ «Ὠδὴ στὴ χαρά». Ἀλλὰ ἐνῶ κρατήθηκαν ἡ μουσικὴ καὶ ὁ τίτλος του ποιήματος, ἀντικαταστάθηκαν οἱ στίχοι. Ἔτσι προέκυψε τὸ κείμενο τοῦ Ὕμνου ποὺ ἀκόμη ὀνομάζεται Ὠδὴ στὴ χαρά, ἀποτελεῖ ὅμως ἀδιαφιλονίκητη ὠδὴ στὴ λογοκρισία.

Αὐτὸ τὸ παράδειγμα δὲν τὸ ἔφερα γιὰ νὰ κατηγορήσουμε τὴν πολιτικὴ ἡγεσία τῆς Εὐρώπης, καὶ ἀσφαλῶς δὲν ὁδηγεῖ σὲ ἀπόρριψή της. Τὸ ἔφερα γιὰ νὰ δείξω ὅτι ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση δὲν εἶναι ὁ χῶρος ὅπου αὐτονόητα θριαμβεύουν οἱ ἀξίες τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος, ἀλλὰ ὁ χῶρος ὅπου καλούμεθα νὰ ὑπερασπίσουμε καὶ νὰ προωθήσουμε τὶς ἀξίες τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος.

Καὶ στὴν ἴδια τὴν Ἑλλάδα, ἄλλωστε, ἡ πολιτικὴ Καραμανλῆ συνάντησε μεγάλες ἀντιδράσεις. Ἡ πορεία τῆς Ἑλλάδος πρὸς τὴν Εὐρώπη δὲν ἦταν γιὰ ὅλους αὐτονόητα ὀρθή. Ἦσαν πολλοὶ αὐτοὶ που φοβήθηκαν ὅτι θὰ καταργηθεῖ ἡ βιομηχανία μας, ὅτι θὰ διαλυθοῦμε οἰκονομικῶς καὶ θὰ περάσουμε σὲ φάση πλήρους ὑποταγῆς. Ἄλλοι, καὶ μεταξὺ αὐτῶν ὁ ἀρχιτέκτων τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης ἐπὶ Καραμανλῆ, ὁ διαπρεπὴς Εὐάγγελος Παπανοῦτσος, ἰσχυρίσθηκαν ὅτι ἡ ἔνταξή μας στὴν Εὐρώπη θὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς διαδικασίας πλήρους ἀφελληνισμοῦ, μὲ πρῶτο θῦμα τὴ γλώσσα.

Ὁ Καραμανλῆς ὅμως ἔμεινε ἀταλάντευτος, καὶ τοῦ ὀφείλουμε αὐτὴ τὴν ἀναγνώριση. Ἔμεινε στὶς ἐπάλξεις, ἐκφράζοντας μιὰ πολιτικὴ καὶ πολιτιστικὴ πραγματικότητα: μετὰ τὸ 1922 καὶ τὸν ξερριζωμό μας ἀπὸ τὴ γῆ τῆς Ἰωνίας, ἡ Ἑλλάδα ἔχασε τὴ δυνατότητα νὰ ἀναπνέει σὲ δύο ἡπείρους, καὶ θὰ ἀφηνόταν στὸ χαμό, ἐὰν δὲν στρεφόταν ἀποφασιστικὰ καὶ ἀποκλειστικὰ πρὸς τὴ Δύση. Ἐπιτρέψτε μου ἐδῶ νὰ θυμίσω ὅτι στὴν καθοριστικὴ ἐπιλογή του αὐτή, ὁ Καραμανλῆς συνάντησε τὴν πλήρη συμπαράσταση τῆς Ἐκκλησίας.

Βεβαίως, τὰ ἐπιχειρήματα κατὰ τῆς ἔνταξης εἶχαν βρεῖ γόνιμο ἔδαφος καὶ σὲ πολλοὺς Ἱεράρχες∙ ὅμως ἡ Ἐκκλησία, διὰ στόματος τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Σεραφείμ, συμπαρεστάθη μὲ σθένος καὶ ἐνάργεια στὴν πολιτικὴ ἐπιλογὴ Καραμανλῆ. Κρίνω σκόπιμο νὰ σᾶς διαβάσω ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἀληθῶς βαρυσήμαντη δήλωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ποὺ ἔγινε στὶς 27 Φεβρουαρίου 1979, λίγους μῆνες πρὶν τὴν ὑπογραφὴ τῆς Συνθήκης Ἔνταξης:

«Ὡς Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπιθυμῶ, ἐν πλήρει ταπεινότητι καὶ ἐν Χριστῷ Ἀγάπῃ, νὰ καταστήσω ὑμᾶς κοινωνοὺς τῶν κατωτέρῳ σκέψεών μου:
Εἰς τὰς 9 χώρας τῆς ΕΟΚ, ὡς γνωστόν, ἐπίσημοι ἢ ἐπικρατοῦσαι Ἐκκλησίαι εἶναι ἡ Ρωμαιοκαθολική, ἡ Ἀγγλικανικὴ καὶ αἱ Ἐκκλησίαι τῆς Διαμαρτυρήσεως. Μὲ τὴν εἴσοδον τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν ΕΟΚ ὁλοκληρώνεται ἡ διαχριστιανικὴ βάσις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητος. [...]
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προσβλέπει μὲ αἰσιοδοξίαν εἰς τὴν συνεργασίαν τῶν λαῶν τῆς Κοινότητος, διότι ἔχει τὴν πεποίθησιν ὅτι ἡ διαχριστιανικὴ Εὐρώπη θὰ ἑδραιώσῃ ἐν τῇ πράξει τὴν χριστιανικὴν ἑνότητα. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εὐελπιστεῖ ὅτι ἡ συνεργασία μὲ τὰς ἄλλας Ἐκκλησίας τῆς Εὐρώπης, ἐπὶ συγκεκριμένων θεμάτων, εἶναι πλέον ἐκ τῶν πραγμάτων καὶ ἐφικτὴ καὶ ἐπιβεβλημένη.
Βεβαίως ἡ συνεργασία αὕτη δὲν θὰ ἀφορᾶ εἰς τὸν θεολογικὸν διάλογον, δεδομένου ὅτι δι αὐτὸν τὴν πρωτοβουλίαν καὶ τὴν εὐθύνην, ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδοξίας, ἔχει τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ κορυφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εὐλαβῶς ἀκολουθεῖ. Δὲν θὰ ἀφορᾷ, ἐπίσης, εἰς θέματα ἀναγόμενα εἰς τὸν πολιτικὸν χῶρον, διότι αὐτὰ τὰ χειρίζεται ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνησις ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κατὰ μακρὰν παράδοσιν, οὐδέποτε ὑπεισέρχεται εἰς τὰ τῆς Πολιτείας.
Πλὴν ὅμως τὰ περιθώρια διὰ τὴν ἐπικοινωνίαν καὶ συνεργασίαν τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῇ Κοινότητι παραμένουν εὐρύτατα καὶ περιέχουν πολλοὺς τομεῖς.Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρονται:
1) Ὁ πολιτιστικὸς τομεύς, δηλαδὴ ἡ ἀμοιβαία προσπάθεια καὶ ἀλληλοβοήθεια διὰ τὴν διαφύλαξιν, διατήρησιν καὶ ἀξιοποίησιν τῆς πνευματικῆς κληρονομίας τῆς χριστιανικῆς Εὐρώπης.
2) Ὁ κοινωνικὸς τομεύς, δηλαδὴ ἡ διακονία τῆς Μητρότητος, τῆς Νεότητος καὶ τῶν Ἡλικιωμένων, ὅπου αἱ σύγχρονοι κοινωνικαὶ καὶ οἰκολογικαὶ συνθῆκαι ἐξειδικεύουν τὰ προβλήματά των.
3) Ὁ ποιμαντικὸς τομεύς, δηλαδὴ ἡ ἀντιμετώπισις τῶν ποιμαντικῶν προβλημάτων τὰ ὁποῖα δημιουργοῦν αἱ μαζικαὶ μετακινήσεις πιστῶν [...]
4) Ὁ πολιτισμικὸς τομεύς, δηλαδὴ ἡ συνεργασία τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Κοινότητος, ἐν πνεύματι καλῆς θελήσεως, διὰ τὴν δημιουργίαν ἀτμοσφαίρας ἑνότητος μεταξὺ τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία θὰ ἐξαλείψῃ ἀπὸ τὴν μνήμην των ὅ,τι τοὺς ἐχώριζεν εἰς τὸ παρελθὸν καὶ θὰ ἑδραιώσῃ τὴν κοινὴν Εὐρωπαϊκὴν Συνείδησιν, ἥτις στηρίζεται εἰς τὰς ἀρχαιοελληνικὰς ρίζας καὶ τὸν Χριστιανισμόν.»

Καὶ καταλήγει μὲ τὴν ἀκόλουθη τολμηρὴ πρόταση:

«Αἱ ἀνωτέρω διαπιστώσεις νομίζομεν ὅτι ἄγουν εἰς τὴν σκέψιν τῆς δημιουργίας ἑνὸς Διαχριστιανικοῦ Κέντρου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητος, εἰς τὸ ὁποῖον αἱ Ἐκκλησίαι τῶν κρατῶν μελῶν θὰ ἔχουν τὴν εὐκαιρίαν νὰ μελετήσουν ἀπὸ κοινοῦ τὰ ἐν τῇ Κοινότητι προβλήματα καὶ νὰ καταρτίσουν ἐν ἀγάπῃ καὶ ὁμοφωνίᾳ, κοινὰ προγράμματα ἀντιμετωπίσεώς των.» [...]

Διαπιστώνουμε λοιπόν, ὅτι πρῶτον μὲν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σήμερα, μὲ τὴν εὐρωπαϊκή της ἀντίληψη, συνεχίζει τὴν παράδοση ποὺ βλέπουμε νὰ ἐγκαινιάζεται μὲ τὴ θερμὴ ἀνταπόκριση στὴν πρόταση Μπριάν, στὸν Μεσοπόλεμο. Δεύτερον, βλέπουμε πόσο εὐλογημένα ἔθετε ὁ μακαριστὸς Σεραφεὶμ τὰ θεμέλια τῆς συνεργασίας με τὶς Ἐκκλησίες τῆς Εὐρώπης.

Δὲν μπόρεσε, βεβαίως, νὰ ὑλοποιήσει τὸ λαμπρὸ ὅραμά του ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος. Ἡ Ἐκκλησία μας ὅμως συνεχίζει νὰ ἐργάζεται πρὸς τὴν ἴδια κατεύθυνση καὶ μὲ τὴν ἴδια ἀντίληψη. Στὴν πορεία αὐτὴ ἔχουμε κάνει πολλὰ βήματα, μὲ συνέπειες καθοριστικὲς γιὰ τὸ μέλλον τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Εὐρώπης, τῶν λαῶν της καὶ τῶν ἀξιῶν της.

Δὲν προσφέρεται ἡ ὥρα γιὰ ἕναν ἀπολογισμό, ἔστω συγκρατημένον. Ἀλλὰ ἐπιτρέψτε μου νὰ ἀναφέρω τρεῖς σταθμούς. Ὁ πρῶτος ἦταν ἡ φιλοξενία Συνεδρίου Ἐπιτροπῆς τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τὸ 2005 ἐδῶ στὴν Ἀθήνα, κάτι ποὺ ἔγινε γιὰ πρώτη φορὰ σὲ Ὀρθόδοξο περιβάλλον. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔδωσε σοβαρὴ ὤθηση στὸ ρόλο τῆς Ἐκκλησίας μας μέσα στὰ χριστιανικὰ ὄργανα τῆς Εὐρώπης. Μόλις πρὸ ἡμερῶν, στὶς 29 Ἰανουαρίου, ἀνακοίνωση τοῦ Συνεδρίου τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν, θέτει ὡς καθοριστικὸ γιὰ τὴν περαιτέρω πορεία του τὸ Συνέδριο ἐκεῖνο ποὺ διοργανώσαμε στὴν Αθήνα.

Δεύτερο σημαντικὸ γεγονὸς στάθηκε ἡ ἐπίσκεψίς μας στὴν ἕδρα τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τὸ 2006, μὲ σκοπὸ τὴν ἐμπέδωση καὶ ἀνάπτυξη τῆς συνεργασίας μας σὲ πλεῖστα θέματα τῆς σημερινῆς εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας. Τὸ μήνυμα ποὺ μεταδώσαμε εἶναι σαφές: δὲν ἔχουμε δικαίωμα στὴν ἀπομόνωση. Καμιὰ ἐκκλησία καὶ καμιὰ χριστιανικὴ ὁμολογία δὲν ἔχει δικαίωμα, οὔτε δυνατότητες, νὰ ἀντιμετωπίσει μόνη τὰ ζέοντα κοινωνικὰ προβλήματα τῆς σημερινῆς ἑνιαίας εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας.

Τρίτο καθοριστικὸ γεγονὸς ὑπῆρξε ἡ ἐπίσκεψίς μας στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Ἡ ἐπίσκεψή μας ἀσφαλῶς δὲν εἶχε σκοπὸ τὴν καλλιέργεια καλῶν σχέσεων, ὅσο κι ἂν αὐτὲς εἶναι χρήσιμες. Εἶχε σκοπὸ τὴν καλλιέργεια τῶν προϋποθέσεων ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴν κοινὴ δράση πάνω σὲ θέματα τὰ ὁποῖα θίγει ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ – δηλαδή, πρῶτον μὲν τὴ συνεργασία γιὰ τὴ διατήρηση τῆς εὐρωπαϊκῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς ποὺ δὲν εἶναι καθόλου αὐτονόητο ὅτι τὴν ὑπερασπίζονται πάντοτε οἱ πολιτικὲς ἡγεσίες, οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μόνο δικό τους καθῆκον. Δεύτερον, ἡ συνεργασία γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν καὶ περιβαλλοντικῶν προβλημάτων, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀποκτήσει πλέον ἐκρηκτικὲς διαστάσεις. Τρίτον, ἡ ἀντιμετώπιση ποιμαντικῶν προβλημάτων ποὺ δημιουργοῦνται ὄχι μόνον ἀπὸ τὶς μαζικὲς μετακινήσεις ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν αἱμορραγία τῆς προσφυγιᾶς, καὶ τῶν φοβερῶν προβλημάτων ποὺ συνεπιφέρει.

Στὰ ὅσα ὁ μακαριστὸς Σεραφείμ ἀπαρίθμησε, χρειάστηκε νὰ προσθέσουμε καὶ ἄλλα, ἐπείγοντα καὶ ἀπειλητικώτατα. Τὰ προβλήματα ποὺ ἐγείρει ἡ βιοηθική, ἢ μᾶλλον ἡ ἀπόρριψή της, ἡ τάση κατάργησης τῆς οἰκογένειας καὶ ἀντικατάστασής της ἀπὸ ἐφήμερες συμβιωτικὲς σχέσεις, καὶ βεβαίως ἡ τάση μετατροπῆς τῆς κοινωνίας σὲ σύμφυρμα χωρὶς χαρακτηριστικά.

Εὔχομαι εὶς Κύριον ὥστε ἡ Ἐκκλησία μας, ὄχι μόνον ἡ διοίκηση ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ λαός της, νὰ κατορθώσει μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου νὰ ἀξιοποιήσει τὶς δυνατότητες ποὺ προσφέρει ἡ συνεργασία μὲ τὶς Ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες τῆς Εὐρώπης, καὶ νὰ ἐργασθοῦμε ὅλοι μαζὶ γιὰ τὴν κοινωνία τῆς Εὐρώπης, γιὰ νὰ μείνει ἡ Εὐρώπη κοινωνία μας.

Καὶ μὲ τὴν εὐχὴ αυτή, κηρύσσω τὴν ἔναρξη τοῦ Συνεδρίου, βέβαιος μὲν γιὰ τὴ σημασία του καὶ τὸ ἐπίπεδο τῶν εἰσηγήσεων, εὐχόμενος δὲ γιὰ τὴν ἐπικοινωνία τῶν πορισμάτων του στὸ εὐρύτερο κοινό.