Μήνυμα του Μακαριωτάτου
Ἐξοχώτατε κύριε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι,
Ἐκλαμπρότατοι,
Ἐρίτιμοι κυρίες καὶ ἀξιότιμοι κύριοι ,
Ἐπιτρέψτε μου πρὸ παντὸς ἄλλου, νὰ τιμήσω τὴ μνήμη τοῦ ἐκλιπόντος Πάπα Ἰωάννου-Παύλου τοῦ Β΄, τοῦ πρώτου Προκαθημένου Ρώμης ποὺ ἦλθε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Σχίσματος, προκειμένου νὰ προσκυνήσει τὸ σημεῖο ἀπὸ τοῦ ὁποίου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κήρυξε στοὺς Ἀθηναίους τὸν θεῖο λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Κύριος εὐλόγησε νὰ εἶμαι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ποὺ συνόδευσε τὸν Πάπα στὴν προσκύνηση τοῦ βήματος τοῦ Ἀρείου Πάγου. Εἴχαμε ἀμφότεροι τὴ βαθειὰ πεποίθηση ὅτι βαδίζαμε τὸν δρόμο ποὺ ὁ Κύριος ἤθελε, εἴχαμε τὴ συναίσθηση ὅτι ἡ ὥρα ἐκείνη ἦταν ἱστορική, ὅτι ἄνοιγε ἕνα νέο κεφάλαιο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.
Καρπὸς ἐκείνης τῆς προσκυνηματικῆς ὥρας εἶναι καὶ ἡ προκείμενη ἔκδοση. Διότι ἡ ταπεινότητα τοῦ Πάπα ἐκείνου, ἐπέτρεψε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ δεῖ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς συγγνώμης, καὶ νὰ ἀνοίξει, μὲ σύνεση καὶ χωρὶς βιασύνες, τὴ θύρα τῆς συνεργασίας γιὰ κοινοῦ ἐνδιαφέροντος προγράμματα. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, οἱ δύο Ἐκκλησίες συνεργάσθηκαν εὐλογημένα, καὶ σήμερα ἔχουμε μπρός μας τὴν ἔκδοση ἑνὸς χειρογράφου ἰδιαίτερης γιὰ ἐμᾶς σημασίας, ἑνὸς κειμηλίου τοῦ Γένους μας, ποὺ μαρτυρεῖ τὴν ἐσωτερικὴ πνευματικότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ὑψηλὴ αἰσθητικὴ τῶν Βυζαντινῶν Ἑλλήνων.
Γιὰ τὸ ἴδιο τὸ χειρόγραφο καὶ τὴν ἀξία τῆς ὁμοιοτύπου ἔκδοσής του δὲν θὰ μιλήσω καὶ ἐγώ, δεδομένου ὅτι σᾶς μίλησαν ἤδη βαθεῖς γνῶστες τοῦ θέματος, καὶ τὸ μόνο ποὺ μένει, νομίζω, εἶναι νὰ ἀφεθεῖτε ἐν ἡρεμίᾳ νὰ τὸ θαυμάσετε. Ἐπιτρέψτε μου, ὅμως, ἔστω μὲ δυὸ μόνον λόγια, νὰ ἀναφερθῶ στὶς διαστάσεις ποὺ ἔχει ἡ προκείμενη ἔκδοση ἐξ ἐπόψεως ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτιστικῆς.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ διάσταση, ὁρίζεται ἀπὸ πνευματικὲς ἀναφορές. Προσέξαμε ὅτι νέος Πάπας ἐξελέγη ὁ ἀπὸ μακροῦ χρόνου ἐκτιμώμενος γιὰ τὴ συγκρότησή του Καρδινάλιος Ἰωσήφ Ράτσινγκερ, γνωστὸς καὶ γιὰ τὴ βαθειά του συναίσθηση τῆς χριστιανικῆς ταυτότητας τῆς Εὐρώπης. Ἀνῆλθε στὸ θρόνο μὲ τὸ ὄνομα Βενέδικτος ΙΣΤ’, καὶ βεβαίως τοῦτο δὲν ἔγινε τυχαίως. Τὸ ὄνομά του παραπέμπει στὸν ἅγιο Βενέδικτο, τοῦ ὁποίου τὴν ἱερὰ μνήμη τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν 14η Μαρτίου. Εἶναι ὁ ἅγιος ποὺ συνέστησε στὴ Δύση τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἀνατολῆς, ἰδίως δὲ τὸν μοναχικὸ κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἱδρυτὴς τοῦ μοναχικοῦ τάγματος τὸ ὁποῖο συνέβαλε ὅσον ὀλίγοι παράγοντες στὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς Εὐρώπης. Ἀπὸ καρδίας εὐχόμεθα ὁ νέος Προκαθήμενος Ρώμης νὰ δικαιώσει τὴν ἐπιλογὴ τοῦ ὀνόματός Του.
Στὸ φῶς τῆς ζωῆς του ἁγίου Βενεδίκτου βλέπει ἡ Ἐκκλησία μας τὴ συνεργασία Ἀθήνας καὶ Ρώμης γιὰ τὴν προκείμενη ἔκδοση. Στὸ φῶς ποὺ ἐμπνέει σεβασμὸ καὶ ὑπέρβαση τῶν διαφορῶν, ὄχι μὲ διπλωματικό, ἀλλὰ μὲ πνευματικὸ τρόπο.
Ἔχω ἤδη σὲ παλαιότερη ὁμιλία μου, παρατηρήσει -ὄχι χωρὶς θλίψη-, ὅτι οἱ Ἐκκλησίες, σὲ Δύση καὶ Ἀνατολή, δὲν ἐργάσθηκαν γιὰ τὴν ὑπέρβαση τοῦ Σχίσματος τόσον ὅσο γιὰ τὴν κατασκευή του. Γι αὐτό, παρακαλουθοῦμε μὲ προσοχὴ καὶ προσευχὴ τὶς κινήσεις ὁμονοίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς ΡΚαθολικής. Χαρήκαμε μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ ἀρχίσει καὶ πάλι ὁ διάλογος τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Εὐχόμεθα ὁ Κύριος νὰ εὐλογεῖ καὶ ἐνισχύει ὅσους ἀγωνίζονται νὰ ἀφαιρέσουν τὴν ἔριδα καὶ τὴν πλάνη ἀπὸ τὴν ἐν τῷ κόσμῳ ζωὴ τῶν πιστῶν. Εὐχόμεθα ἐπίσης, ἡ προκείμενη ἔκδοση, ὡς πράξη συνεργασίας τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, νὰ ἔχει τὶς εὐλογίες τῶν ἁγίων.
Ἀρκοῦν αὐτὰ γιὰ νὰ γίνει σὲ ὅλους φανερὸν ὅτι ἡ προκείμενη ἔκδοση ἔχει ὅλως ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴν ἱστορία τῶν σχέσεων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ἢ μᾶλλον, γιὰ τὸν ἀγώνα νὰ ὑπερβοῦμε τὸ χωρισμό δίδοντες ἀσπασμόν ἐν Χριστῷ.
Ἔχει ὅμως καὶ μιὰν ἀκόμη ἰδιαίτερη σημασία ἡ προκείμενη ἔκδοση. Τὸ Μηνολόγιον, εἶναι ἔργο μιᾶς ἐποχῆς στὴν ὁποία Ἀνατολὴ καὶ Δύση ἔδιναν ἀγῶνες γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν Εὐρώπη καρδιὰ τοῦ χριστιανισμοῦ. Ὁ δυτικὸς κόσμος προσπαθοῦσε νὰ συνεργασθεῖ μὲ τὸν βυζαντινό, ὥστε νὰ ἀποκρουσθοῦν οἱ εἰσβολὲς τοῦ Ἰσλάμ, ποὺ ἤθελε ἢ νὰ κατακτήσει ἢ νὰ ἐπιβληθεῖ στὴν Εὐρώπη. Τὴν ἴδια ἐποχὴ δέχθηκαν οἱ Ρῶσσοι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τὸν χριστιανισμό, καὶ ἔγιναν ἔκτοτε μέρος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κόσμου. Ἡ ἐποχὴ λοιπὸν συντάξεως τοῦ Μηνολογίου ἦταν καὶ ἐποχὴ συντάξεως τῆς Εὐρώπης ὡς μιᾶς πολιτιστικῆς ὀντότητος, μὲ κύριο γνώρισμά της τὴ χριστιανικὴ πίστη.
Μὲ τὴ σύντομη ἀναφορὰ στὸ ἱστορικὸ πλαίσιο δημιουργίας του πρωτοτύπου Μηνολογίου, ἔγινε, ἐλπίζω, φανερὴ ἡ πολιτιστικὴ σημασία τῆς ὁμοιοτύπου ἔκδοσης καὶ κυρίως τὸ μήνυμά της πρὸς τοὺς Εὐρωπαίους. Εὔχομαι, ἡ προκείμενη ἔκδοση νὰ ἀποτελέσει δύναμη ἐνίσχυσης τοῦ χρέους τῶν Ἐκκλησιῶν Ἑλλάδος καὶ Ρώμης πρὸς τὴν εὐρωπαϊκή μας αὐτοσυνειδησία.
Ὀφείλω ἐδῶ νὰ θυμήσω ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει ἤδη διατυπώσει, πρὸ τῆς ἀνόδου τοῦ νῦν Προκαθημένου Ρώμης στὸ θρόνο, τὴν πεποίθησή της ὅτι χωρὶς νὰ θεωροῦμε τὸν χριστιανισμὸ «εὐρωπαϊκὴ θρησκεία», πρέπει πάντως νὰ διατηρήσουμε ἀκμαία τὴ χριστιανικὴ συνείδηση τῆς Εὐρώπης, καὶ ἐπίσης νὰ ὑπερασπίσουμε τὴν ἰδιοπροσωπία τῶν λαῶν της. Χαιρόμεθα ἰδιαιτέρως διαπιστοῦντες ὅτι αὐτὴ εἶναι πεποίθηση καὶ τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄.
Θὰ ἦταν σπουδαῖο νὰ κατανοοῦσε τὶς ἀνάγκες αὐτὲς καὶ ἡ πολιτικὴ ἡγεσία τῆς Εὐρώπης. Πρέπει νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γι αυτό. Ἀλλά ἡ ἐνδεχομένη ἀπουσία συναντίληψης τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας, δὲν συνιστᾶ δέσμευση γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι δική μας εὐθύνη, ὄχι βεβαίως νὰ καταδιώκουμε τοὺς μουσουλμάνους, ἀλλὰ νὰ διδάσκουμε τοὺς Εὐρωπαίους ὅτι ἡ ρίζα τους εἶναι ἡ χριστιανική τους πίστη, ἡ κλασικὴ παιδεία καὶ τὸ κράτος δικαίου. Εἶναι ἀνάγκη νὰ τοὺς διδάσκουμε ὅτι ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὶς ρίζες τους διώχνουν τὸν κόσμο τους. Διώχνουν τὴν ὑπέρβαση, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ ἐλευθερία γίνεται δούλωση στὴν ἀπόλαυση˙ διώχνουν τὴν κοινωνικότητα, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ κοινωνία γίνεται μάζα˙ διώχνουν τὸ πλαίσιο ζωῆς, χωρὶς τὸ ὁποῖο ἡ ἠθικὴ γίνεται βασανιστικὴ δέσμευση. Καὶ κυρίως νὰ διδάξουμε πῶς καὶ γιατί ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ὑποδουλώνονται σὲ ἰδεολογίες, πῶς καὶ γιατί ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὴν πίστη ὑποτάσσονται στὸν φανατισμό.
Πρὶν κλείσω, ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐκφράσω καὶ δημοσίᾳ τὶς θερμὲς εὐχαριστίες μου πρὸς τὸν Ἐξοχώτατο Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Κάρολο Παπούλια, ποὺ μὲ τὸ φρόνημά του τιμᾶ τὴν Ἑλλάδα, καὶ μὲ τὴν παρουσία του ἀνάμεσά μας τιμᾶ τὴν ἱστορία μας καὶ τὶς προοπτικές μας. Νὰ εὐχαριστήσω ἐπίσης τοὺς ἐμπνευστὲς καὶ τοὺς συντελεστὲς τῆς βαρυσήμαντης αὐτῆς ἔκδοσης: τὸν Ἐκλαμπρότατο Καρδινάλιο Jean Luis Taurun, τὸν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Φαναρίου Ἀγαθάγγελο, τὸν ὁσιολογιώτατο π. Raffaele Fatina, τοὺς Ἐλλογιμώτατους Καθηγητές π. Francesco D’ Aluto καὶ Εὐάγγελο Χρυσό, τόσο γιὰ τὴν ἐναργὴ παρουσίαση τῆς ἔκδοσης ὅσο καὶ γιὰ τὴν ὅλη συμβολή τους. Εὐχαριστῶ ἐπίσης καὶ τοὺς ἄλλους συγγραφεῖς τῶν συνοδευτικῶν κειμένων, ἤτοι τοὺς Ἐλλογιμωτάτους Βασίλειο Κατσαρό, Παναγιώτη Βοκοτόπουλο, Andrea Luzzi, Augusta Acconcia Longo, Anna Zakharova, Antonio Jacobi, Nancy Patterson Sevcenko, Leandro Ventura, Simonna Moretti καὶ Κωνσταντῖνο Χούλη.
Ἐκφράζω ἀπὸ καρδιᾶς τὶς εὐχαριστίες μου στὸν Διευθυντή τοῦ Βυζαντινοῦ καὶ Χριστιανικοῦ Μουσείου Ἐλλογιμώτατο Δημήτριο Κωνστάντιο, καθὼς ἐπίσης πρὸς ἐσᾶς. Τὰ βλέμματά σας στὸ ἔργο μας εἶναι γιὰ μᾶς πηγὴ χαρᾶς καὶ δυνάμεως.