Εν πρώτοις, επιτρέψτε μου να εκφράσω τη βαθυτέρα ικανοποίησή μου για το γεγονός ότι βρισκόμαστε σήμερα εδώ, ώστε να σας εκθέσω ευθέως και χωρίς την παρεμβολή των μέσων ενημέρωσης τις απόψεις μου, όπως επίσης να έχω την τιμή να ακούσω τις αληθώς πολύτιμες απόψεις σας εκ των ιδίων των χειλέων σας και όχι με παρεμβολές που ενδέχεται να μην είναι πάντοτε αξιόπιστες. Και είναι πρόσθετης αξίας το γεγονός ότι βρισκόμαστε σήμερα, να ακούσωμε και να γνωρίσωμε ο ένας τον λόγο του άλλου, εν συμποσίω – δηλαδή υπό συνθήκες που εισήγαγε και δόξασε ο Ελληνισμός.
Τίτλος της εισήγησής μου είναι «Λόγος και ρόλος της Ορθοδοξίας στην Ευρώπη». Με αυτό θέλω εξ αρχής να δηλώσω ότι ο τίτλος Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μέχρι στιγμής υπόσχεση μάλλον παρά πραγματικότητα. Αυτό που σήμερα έχουμε, είναι ένωση –σε αυτό ή τον άλλο βαθμό- της Δυτικής Ευρώπης, είναι -για να μιλήσω με όρους ιστορικούς-, μια πολιτική επιβεβαίωση του Μεγάλου Σχίσματος της Χριστιανικής Εκκλησίας. Το πρώτον λοιπόν που θέλω να σας πώ, είναι ότι για την Εκκλησία μας ο όρος Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εκφράζει καμιά πραγματικότητα εάν εκφράζει κάτι οριστικό και όχι μια δυναμική. Δεν είναι παρά μιά παραχάραξη, εάν δεν έχει ως υπέρτατο κριτήριο την ένταξη μέσα σε αυτήν του κόσμου που αποκαλείται Ανατολική Ευρώπη.
Αυτό λοιπόν που για τους πολιτικούς και τους τεχνοκράτες είναι η «διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», για την Εκκλησία είναι το σημείο στο οποίο κρίνεται η ίδια η υπόσταση αυτού του μορφώματος: η λυδία λίθος στην οποία δοκιμάζεται εάν έχουμε πάλι μια κάποιαν Αντάντ, μια συγκυριακή και προσωρινή επικόλληση, ή έχουμε πράγματι μιαν Ενωμένη Ευρώπη.
Το με ποιούς όρους και τρόπους θα πραγματωθεί η «διεύρυνση», είναι θέμα των πολιτικών και των άλλων αρμοδίων. Αλλά το ότι στόχος άμεσος πρέπει να είναι η κατάρριψη του τείχους που χωρίζει την Ευρώπη σε Ανατολική και Δυτική, είναι θέμα της βαθύτερης πνευματικής μας υπόστασης.
Εκφραστής αυτής της βαθύτερης πνευματικής μας υπόστασης είναι η Εκκλησία, και αυτό δικαιώνει την παρέμβασή μου σήμερα. Ας το τονίσω, όχι απλώς προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, αλλά κυρίως προς επίτευξιν συνεννοήσεων.
Η Εκκλησία δεν είναι ένας ληξίαρχος των αμαρτημάτων - όπως διαπιστώνω ότι θα ήθελαν πολλοί-, αλλά φορέας ιστορικής συνείδησης. Βεβαίως έργο της είναι η σωτηρία του ανθρώπου, κι ασφαλώς όχι η διατύπωση μιας πολιτικής ιδεολογίας. Αλλά ο άνθρωπος, για την Εκκλησία, είναι αυτός που ζεί εδώ και τώρα. Δεν μπορούμε να μιλάμε για τη σωτηρία της ψυχής του άν δεν έχουμε μέριμνα για τους όρους της ζωής του.
Αυτή η μέριμνα δεν εξαντλείται στις αγαθοεργίες, αλλά προϋποθέτει συνεχή εγρήγορση για τον καθόλου πνευματικό του κόσμο και την κοινωνική του συνείδηση. Και τα δυό αυτά τα διαμορφώνει ο άνθρωπος ως δοχείο περιέχον το χθές και το αύριο του βίου του, άρα ως ιστορία του. Πρόκειται για διαμόρφωση στην οποία η Εκκλησία έχει πάντοτε έναν εξαιρετικά ενεργό και πολύπλοκο ρόλο εν Αγίω Πνεύματι. Αναφερόμενοι σε αυτό τον ρόλο και συνοψίζοντας πολλές φιλοσοφικές συζητήσεις, ονομάζουμε την Εκκλησία «φορέα της ιστορικής συνείδησης του ανθρώπου». Κι αυτό δεν είναι καθόλου πολιτικός λόγος, ούτε βεβαίως προσπάθεια ανάμιξης στον πολιτικό αγώνα.
Ώστε θα ήμουν εκτός πραγματικότητος αν σας καλούσα για να σας εκθέσω τις πολιτικές μου απόψεις, και βεβαίως είστε εξαιρετικά ώριμοι άνθρωποι για να δεχθείτε να πάρετε οδηγίες για την πολιτική σας στάση. Συγκεντρωθήκαμε εδώ, με σκοπό να δούμε από κοινού τί έχει να μας πει η ιστορική μας συνείδηση, τί ο κυρίαρχος λόγος της λέγει και προς την Εκκλησία και προς την πολιτική.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα ήθελα να δούμε και πάλι, να δούμε πέρα από την άμεση πολιτική συγκυρία, ποιά είναι η Ευρώπη. Δεν θα ήθελα να σας κουράσω με επιχειρήματα για τη συμβολή του ελληνικού πνεύματος, του ρωμαϊκού κράτους δικαίου και της χριστιανικής κοινωνικής αλληλεγγύης, στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού κόσμου. Όχι πως είναι δευτερεύοντα αυτά, αλλά η παρουσίασή τους έχει άλλες προϋποθέσεις από τις δικές μας σήμερα. «Επί τέλους» θα μου αντιτείνει κάποιος, «το ότι η Ευρώπη γεννήθηκε χθές από τον χριστιανισμό, δεν μας υποχρεώνει σήμερα να την κρατάμε δεμένη στη μητρική ποδιά της Εκκλησίας». Αυτή η αντίρρηση και η άγνοια που υποκρύπτει, είναι ακριβώς το σημείο που θα ήθελα να συζητήσω μαζί σας σήμερα.
Για να ξεκαθαρίσω κάτι από την αρχή της συζήτησης: θα ήταν λάθος, ίσως μοιραίο λάθος, το να κρατήσουμε την Ευρώπη υπό την κηδεμονία της Εκκλησίας, ακόμη κι αν αυτό ήταν δυνατό -που δεν είναι. Η Εκκλησία, κλήρος και λαός, δεν έχει τίποτε να κερδίσει από την επιβολή ενός είδους θεοκρατικού καθεστώτος, ενώ είναι απολύτως βέβαιον ότι θα υποστεί τρομακτικά μεγάλες ζημιές.
Δεν μιλάμε λοιπόν για φανταμενταλισμούς ή οποιουδήποτε είδους παρεμβάσεις της Εκκλησίας στην πολιτική. Μιλάμε μόνο για την ανάγκη να συνειδητοποιούμε το ιστορικό βάθος των πολιτικών επιλογών μας.
Δείτε, για παράδειγμα, την Χάρτα των Δικαιωμάτων του Ευρωπαίου Πολίτη και τις παρεμβάσεις της γαλλικής κυβέρνησης, που ως γνωστόν απαίτησε και πέτυχε διαγραφή του χριστιανισμού απο αυτήν, αντικαθιστώντας την αναφορά στη «θρησκευτική» παράδοση της Ευρώπης με τη λέξη «πνευματική».
Δεν θίγεται, βεβαίως, ο χριστιανισμός από την απάλειψη της προσφοράς του. Αυτό όμως που παρεισάγει η απάλειψη δεν είναι απλώς μια διάθεση απαγγίστρωσης από την χριστιανική πίστη. Το ερώτημα που θέτει σε όλους μας η απάλειψη, είναι για ποια Ευρώπη λοιπόν μιλάμε αν όχι γι αυτήν που διαμορφώθηκε από τη χριστιανική θρησκεία; Τι ζητάμε να ενωθεί;
Άν αυτό που θέλουμε είναι ένα σύμφυρμα κρατών και ιδεολογιών, ένα συμπίλημα χωρίς ιστορία, τότε δεν μιλάμε για την Ευρώπη. Γιατί η Ευρώπη μόνον σύμφυρμα δεν υπήρξε, και μόνον συμπίλημα δεν θα δεχθεί ποτέ να γίνει. Δεν μπορείτε να δημιουργήσετε την Ευρώπη ως μια νέα Αυστραλία. Θα μπορούσα να αρκεσθώ στην προειδοποίηση ότι η Εκκλησία (κι όχι μόνον η Ελληνική Ορθοδοξία αλλά καθώς θα μάθατε και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επίσης), θα αντιδράσουν σε μιαν ένωση που περνάει μέσα από την κατάργηση της ιστορικής συνείδησης. Δεν εννοώ ότι θα κατεβούν στους δρόμους, αλλά ότι θα υποχρεωθούν να βρουν τρόπους υπεράσπισης της πραγματικότητας, τρόπους υπεράσπισης του πνεύματος.
Θα μου επιτραπεί όμως να προσθέσω ότι δεν είναι καν πολιτικά ρεαλιστική αυτή η απάλειψη, διότι δεν έχει μαζί της το ευρωπαϊκό πνεύμα. Έχει μαζί της κάποιους διανούμενους, από αυτούς που θέλουν να βρίσκονται στο κέντρο της άρνησης και του τίποτε. Όμως, δεν έχει μαζί της το ευρωπαϊκό πνεύμα. Το πνεύμα αυτό γονιμοποιήθηκε μέσα από επώδυνες διαδικασίες από την χριστιανική πνευματικότητα, έστω κι αν στη Δύση δόθηκε προτεραιότητα στην ποσοτική κι όχι στην ποιοτική διάστασή της.Και μπορώ άνετα να σας προβλέψω ότι εάν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί προχωρήσετε στην ένωση μιας Ευρώπης άδειας από την ψυχή του Ευρωπαίου, τότε η περίφημη αυτή ένωση θα έχει τόσες ιστορικές προοπτικές όσο και η άλλοτε ποτέ Ένωση Σοβιετικών Δημοκρατιών...
Στο ίδιο αυτό πλαίσιο πρέπει να συζητήσετε οι πολιτικοί μεταξύ σας, τη σοβαρότητα και τους όρους κάτω από τους οποίους γίνονται οι συζητήσεις για ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιτρέψτε μου να σας ειδοποιήσω ότι δεν εκφράζω κανέναν εθνικισμό, λέγοντάς σας ότι αυτό θα είναι μέγα ιστορικό λάθος. Εχθρά ή όχι της Ελλάδος η Τουρκία, δεν έχει καμιά σημασία εν προκειμένω. Μια αυριανή φιλελληνική και δημοκρατική Τουρκία, δεν θα έχει περισσότερους λόγους να είναι μέλος της Ενωμένης Ευρώπης από όση έχει σήμερα, ή από όση έχει η δημοκρατικότατη και φιλελληνική Νότιο-Αφρικανική δημοκρατία.
Ας φύγει από το μυαλό μας κάθε διάθεση ρατσισμού και βεβαίως κάθε θρησκευτική μισαλλοδοξία. Μπορεί η Τουρκία να είναι σε κάποιο οικονομικό καθεστώς ιδιαίτερο, αλλά δεν μπορεί να είναι μέλος της Ευρώπης. Αυτό λέει η βαθύτερη πνευματική μας υπόσταση, της οποίας η Εκκλησία είναι η Κιβωτός της.
Δεν έχω λόγους να εξηγήσω σε σας, ομάδα πολιτικών που βλέπει τα πολιτικά πράγματα εκ των ένδον και με πλήρη επίγνωση των καταστάσεων, γιατί η ένταξη της Τουρκίας και από καθαρά πολιτική άποψη θά ήταν μοιραίο λάθος. Ας περιορισθώ μόνον να επισημάνω ότι αν η Τουρκία γίνει αύριο μέλος, τότε η Ενωμένη Ευρώπη θα είναι ψευδεπίγραφη οικονομική ζώνη και τίποτε περισσότερο. Στη ζώνη αυτή, και για τους ακριβώς ίδιους δήθεν γεωπολιτικούς λόγους, αύριο θα γίνει μέλος και η Περσία, εφ όσον αρνηθεί το φανταμενταλιστικό ισλάμ. Γιατί όχι, διερωτώμαι. Γιατί όχι, θα πούν και οι διάδοχοί σας, εάν έχετε σήμερα συνεργήσει στο θάψιμο του ευρωπαϊκού ονείρου.
Σταθερός υπέρμαχος της Ευρωπαίκής Ένωσης μένει η Ορθόδοξη Εκκλησία, διασώζουσα τα πνευματικά κριτήρια, το χάρισμα της προφητείας, που φανερώνουν το θέλημα του Θεού φωτισμένο από το Άγιο Πνεύμα, αντιπαραθέτοντάς το προς κάθε ευτελή παραχάραξη του γνησίου μηνύματος του Ευαγγελίου που επεχειρήθη και επεβλήθη ενίοτε στη Δύση. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία μας δεν αντιτίθεται καθόλου στην πολιτική ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι έργο δικό σας, το κάτω από ποιούς όρους αυτή η πολιτική ένωση θα έχει την απαιτούμενη λειτουργικότητα. Το μόνο που θέλω εδώ να σας θυμίσω είναι ότι η χριστιανική Εκκλησία παλεύει από της συστάσεώς της υπέρ του ενιαίου ευρωπαϊκού κράτους. Δεν έχει κανέναν λόγο να αρνηθεί τώρα την ιστορία της.
Όμως, ο περιορισμός του εθνικού κράτους πρέπει να γίνεται υπό όρους που προστατεύουν την εθνική ταυτότητα των λαών της Ευρώπης. Έχουμε το δικαίωμα να αγωνιζόμαστε για την ένωση της Ευρώπης, επειδή πιστεύουμε ότι η πολιτική και οικονομική ένωση δεν είναι το ζητούμενο αλλά η προϋπόθεση για την επιβίωση της Ευρώπης ως ομάδας εθνών με ποικιλία γλωσσών και παραδόσεων.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να προσθέσω ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θέλει να σωθεί η ελληνική γλώσσα και η παράδοσή μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ακριβώς όπως θέλει να σωθεί και κάθε άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα και παράδοση. Δεν θάταν σωστό να ερμηνεύουμε αυτή μας την αξίωση σαν έκφραση εθνικισμού. Πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι ζητώντας μια πολιτική που θα διασώσει τον ελληνισμό μέσα στην Ευρώπη, ζητούμε μια πολιτική που θα διασώσει την Ευρώπη ως πνευματική πολυμερή κοινότητα, και όχι ως ομογενοποιημένο πολτό.
Άρα, αυτό που ζητούμε είναι να διασωθεί ο ευρωπαϊκός κόσμος, έτσι ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να είναι ένωση μειονοτήτων. Μόνο με αυτό τον όρο διασώζεται το ευρωπαϊκό πνεύμα, μόνο με αυτό τον όρο μιλάμε για Ευρώπη.
Με κριτήριο αυτές τις συνειδητοποιήσεις, ανοίξαμε το Γραφείο της Εκκλησίας μας στις Βρυξέλλες, το οποίο θα διευθύνει ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Αχαίας κ. Αθανάσιος. Προσεύχομαι να σας έχουμε συμπαραστάτες σε αυτό μας το έργο. Ανοίξαμε το Γραφείο μας στις Βρυξέλλες, όχι για να αντιπολιτευθούμε αλλά για να συνεργασθούμε, για να μπορέσουμε να δώσουμε τη μαρτυρία μας ως η Εκκλησία της μόνης Ορθοδόξου χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έχουμε πολύ μεγάλο έργο να κάνουμε. Έχουμε την ευθύνη να θεραπεύσουμε πολλές προκαταλήψεις στη Δύση που θεωρούν την Ορθοδοξία ως εχθρά της Ευρώπης. Έχουμε την ευθύνη να φέρουμε όλους τους Ορθοδόξους λαούς που έμαθαν να φοβούνται την Δύση, μέσα στην κοινότητα του ευρωπαϊκού κόσμου. Έχουμε την ευθύνη να βοηθήσουμε την Ευρώπη όλη να κατανοήσει την κοινότητα του πνεύματός της και να στηρίξει την ύπαρξή της επάνω στα θεμέλιά του. Σε όλο αυτό το έργο, η συμπαράστασή σας θέλουμε να είναι μεγάλη και προσευχόμεθα να είναι ευλογημένη.
Περιέγραψα ήδη, με λίγα λόγια και ελπίζω με αρκετή ενάργεια, ποιός είναι ο λόγος και ο ρόλος της Ορθοδοξίας στην Ευρώπη. Ο ρόλος μας είναι να υπερασπίζουμε την ενότητα του ευρωπαϊκού κόσμου στο σύνολό του, και αυτό προϋποθέτει την αντίστασή μας σε κάθε κίνηση που απειλεί την ενότητα ή την ευρωπαϊκότητα αυτού του ενιαίου πνευματικά κόσμου, ή την πνευματική ταυτότητα του κάθε μέλους αυτής της κοινότητας.
Ο λόγος μας είναι λόγος Εκκλησιαστικός κι όχι πολιτικός, δηλαδή λόγος που συμ-παρίσταται κυριολεκτικά στον πολιτικό λόγο, αλλά δεν ταυτίζεται μαζί του. Είναι λόγος που δεν υποκύπτει στις πιέσεις του εφικτού, αλλά διδάσκει τον ρεαλισμό του ονείρου, λόγος που μένει στερεά και για πάντα καρφωμένος στο οξύμωρο σχήμα που λέγεται βεβαιότητα της ελπίδας.