Σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε να με καλέσετε να μιλήσω σε αυτήν την αίθουσα, αίθουσα που υλοποιεί τα οράματα ενός Αντενάουερ, ενός Σουμάν, ενός Ντε Γκάσπερι, ενός Μοννέ.
Διαβάζοντας την ιστορία, νιώθει δέος κανείς μπροστά στο θάρρος και την αποφασιστικότητα αυτών των μεγάλων αναστημάτων, που κατόρθωσαν να ανατρέψουν στερεότυπα και κατεστημένες αντιλήψεις αιώνων. Πάλαιψαν με πίστη, πάλαιψαν με σθένος, πάλαιψαν εναντίον του ρεύματος. Και με την ευλογία του Θεού, κατάφεραν να θεμελιώσουν την ένωση, αλλά και την προκοπή και την ειρήνη της Ευρώπης.
Μόλις πριν λίγο εορτάσατε τα 50 χρόνια από την ίδρυση του κόμματός σας. Μέσα σε αυτό το διάστημα, με το μόχθο σας και την ικανότητά σας, αναδείξατε το κόμμα σας ως όργανο της ιστορίας. Εργασθήκατε σκληρά και υπεύθυνα για την οικοδόμηση της Ενωμένης Ευρώπης, και οι λαοί της, δεν θα λησμονήσουν την προσφορά σας στο μέλλον τους.
Βεβαίως δεν ήσασταν μόνοι. Τα άλλα κόμματα εργάσθηκαν επίσης, με το ίδιο πάθος, για την Ένωση. Και θα έλεγα ότι αποτελεί σημαντικό και διδακτικό ιστορικό γεγονός το ότι εργασθήκατε τα περισσότερα κόμματα, με εντυπωσιακή ομοψυχία, για τον ίδιο στόχο: την οικοδόμηση της Ευρώπης.
Η τόσο μεγάλη εκτίμηση που τρέφω για το έργο σας και τους καρπούς του, ορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα διατυπώσω εδώ τις απόψεις μου. Θα μου επιτρέψετε λοιπόν να αρχίσω με μιαν εξήγηση για τον λόγο και τον τρόπο της παρέμβασης της Εκκλησίας στην πολιτική.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει απόψεις για τη μορφή του πολιτεύματος, ούτε για τον τρόπο διακυβέρνησης του λαού. Αλλά πάντοτε εύχεται υπέρ της ειρήνης, πάντοτε συντρέχει τους πάσχοντες και αδυνάτους. Έχει επίσης μεγάλη μέριμνα για την παράδοση και τις αξίες που σαρκώνονται σε αυτήν.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Εκκλησία παρεμβαίνει: για να ζητήσει από τους ισχυρούς ελάφρυνση του βάρους που πέφτει επί των αδυνάτων.
Υπάρχει όμως και ένας ακόμη λόγος. Η Εκκλησία αισθάνεται κιβωτός του ψυχισμού του λαού της. Κιβωτός της παράδοσης και των αξιών που αυτή σαρκώνει. Γι αυτό και χωρίς ποτέ να εμποδίζει τη δημιουργικότητα και την ανανέωση, η Ορθόδοξη Εκκλησία, θα παρεμβαίνει πάντοτε για να στηρίζει την ιδιοπροσωπία του λαού της. Δεν πρόκειται για εθνικισμό· πρόκειται για το αίσθημα ευθύνης που της δίνει το γεγονός ότι είναι, καθώς είπα, Κιβωτός της παράδοσης και των αξιών της.
Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους η Εκκλησία της Ελλάδος αισθάνεται την ανάγκη να σας μιλήσει για την Ευρώπη που οικοδομούμε.
Είναι σε όλους γνωστόν ότι υπάρχει διαφωνία της Εκκλησίας με το προσχέδιο του Συντάγματος της ΕΕ. Δεν θα παρουσιάσω τις απόψεις της Εκκλησίας της Ελλάδος πάνω στο μείζον αυτό θέμα. Υπάρχει ειδικό έντυπο για όσους από σας ενδιαφέρονται. Θα μου επιτραπεί όμως να επιμείνω ότι ζητώντας την αναφορά των θεμελίων του ευρωπαϊκού πνεύματος στο προοίμιο του Συντάγματος, δεν ζητήθηκε μια auto da fe, δεν ζητήθηκε μια πράξη πίστεως, αλλά η απόδοση οφειλόμενης τιμής στην ιστορία και τον πολιτισμό μας.
Αυτό που η Εκκλησία της Ελλάδος επισημαίνει και σε σας και σε όλο τον ευρωπαϊκό κόσμο, δεν είναι τι πρέπει να περιέχει το Σύνταγμα, αλλά ποιά Ένωση θέλουμε να οικοδομήσουμε.Και πρέπει εδώ να πω ότι τόσο η Κομισιόν όσο και το Ευρωκοινοβούλιο μας δίνετε την εντύπωση ότι αυτό δεν είναι σαφές εντός σας.
Δεν θα ασκήσω κριτική στο ομολογουμένως δύσκολο έργο σας. Το ζητούμενο για την Εκκλησία είναι να παραμείνει η Ένωση ευρωπαϊκή, έκφραση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Εδώ και πολλούς αιώνες, οι Ευρωπαίοι συμφωνούμε ότι Ευρώπη δεν είναι ένας γεωγραφικός όρος. Η Ευρώπη είναι πολιτιστικό μόρφωμα, και από αυτό αποκτά τη γεωπολιτική σημασία της. Εάν δεν σεβαστούμε αυτό το γεγονός, δεν οικοδομούμε την Ευρώπη αλλά μια νέα οντότητα, ξένη, και πιθανώς εχθρική, προς την Ευρώπη και τον πολιτισμό της.
Καταλαβαίνουμε ότι η πολιτική δεν μπορεί να είναι αντίλαλος της ιστορίας, δεν στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην πραγματικότητα του παρελθόντος. Εάν αυτό γινόταν θα είχαμε ίσως την Ευρώπη αλλά πάντως όχι την Ένωση. Διοτι, χρειάστηκε, πράγματι, μια υπέρβαση της ιστορίας για να φθάσουμε στην Ένωση. Χρειάστηκε να έλθει η κατάλληλη ιστορική ώρα, για να μπορέσουν οι φωτισμένες συνειδήσεις των «ιδρυτών πατέρων» της Ένωσης να υπερβούν την αδυσώπητη πραγματικότητα του Παγκοσμίου Πολέμου, και να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να βάλουν σε άλλη τροχιά την ιστορία των Ευρωπαίων. Χρειάστηκε να μεσολαβήσουν οι μορφές των Σουμάν και Αντενάουερ, για να υλοποιηθεί η υπέρβαση της γαλλογερμανικής αντίθεσης.
Ομως, αυτή η υπέρβαση στηρίχθηκε σε δρώσες αξίες της ευρωπαϊκής συνείδησης: το θεμελιακό χριστιανικό κανόνα της συγγνώμης και της αγάπης, όπως εξήγησαν με σαφήνεια οι ίδιοι οι Σουμάν και Αντενάουερ. Δεν με αφορά το πόσο ήσαν χριστιανοί, ούτε επιχειρώ να αποδώσω την πρωτοβουλία τους στην εκκλησιαστική τους συνείδηση. Θέλω μόνο να επισημάνω ότι επέτυχαν την υπέρβαση στηριγμένοι σε αξίες που τους έδινε ο πάντως κοινός πολιτισμός τους. Κινήθηκαν λοιπόν υπερβαίνοντας, όχι όμως στο κενό, όχι αδιαφορώντας για την ιστορία.
Χρωστούμε στις δύο αυτές μορφές το ότι βρισκόμαστε εδώ. Αλλά όχι μόνο σε αυτές· δεν θα μπορούσαμε να είμαστε εδώ σήμερα, σε αυτή την αίθουσα, με αυτό το θέμα συζήτησης, εάν η Ευρώπη δεν ήταν, πριν από όλα, ένας και ενιαίος πολιτισμός με κοινές αξίες.
Με αυτό το πνεύμα, η Εκκλησία της Ελλάδος ζήτησε την αναφορά του χριστιανισμού στο αυριανό Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Και μαζί με τον χριστιανισμό, ζήτησε αναφορά στην ελληνική παιδεία και τη ρωμαϊκή αντίληψη για το κράτος δικαίου. Αυτό που θέλει, δεν είναι βέβαια η αναγνώριση του ρόλου της. Θέλει δικαίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια δικαίωση που θα έλθει μόνον εάν μείνει έκφραση και επιβεβαίωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η αναφορά στον χριστιανισμό δεν ζητήθηκε λοιπόν ως πράξη παρεμπόδισης του λαϊκού κράτους, αλλά ως πράξη διαφύλαξης της ευρωπαϊκής συνείδησης.
Η αδυναμία να αναφερθεί το Σύνταγμα της Ευρώπης στα θεμέλια του ευρωπαϊκού κόσμου, αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, το πρώτο πραγματικά δυσάρεστο νέο στην ιστορία της Ένωσης. Είδαμε όχι λίγους πολιτικούς να αρνούνται πανικόβλητοι την ιστορία μας, να μη τολμούν να μιλήσουν για ό,τι θά έπρεπε να είναι αυτονόητο. Είμαστε μάρτυρες μιας ασύλληπτης παραδοξότητας: του φόβου της πολιτικής ηγεσίας να ομολογήσει ποιόν εκπροσωπεί.
Η Εκκλησία γνωρίζει και σέβεται τη συνεισφορά του ανθρωπισμού, όπως και των μεγάλων ιδεολογικών ρευμάτων που έχουν τον ρόλο τους στην ιστορία των λαών μας. Αλλά ο ουμανισμός και τα πολιτικά ρεύματα εμπεριέχονται στα τρία θεμέλια του ευρωπαϊκού πνεύματος.
Και το πρόβλημα, επιμένω, δεν είναι το Σύνταγμα.Απείρως σημαντικότερο είναι το τι θα κάνετε με τις χώρες που θέλουν να μπουν στην Ένωση αλλά δεν ανήκουν στον πολιτισμό μας. Αν καθιερώσετε μια ειδική σχέση, προβλέποντας τη μεγαλύτερη δυνατή συνεργασία με τις χώρες αυτές, αλλά τις κρατήσετε εκτόςτων ορίων της Ένωσης, θα έχετε τη σύνεση που ο πολιτισμός μας αξιώνει.
Εάν όμως υποκύψετε σε παροδικές εκτιμήσεις, εάν αφήσετε την Ένωση έρμαιο γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων, τότε θά έχετε χάσει από τα χέρια σας το ζητούμενο. Μια Ένωση στην οποία θα περιλαμβάνονται χώρες της νότιας και της ανατολικής Μεσογείου, θα είναι μια ιστορική φάρσα. Ποιός από μας θέλει την σύσταση μιας πολιτικής οντότητος ομοίας με τη Σοβιετική Ένωση; Ποιός από μας δεν είδε στην κατάρρευσή της κάτι περισσότερο από την πτώση του κομμουνισμού, ποιός δεν είδε την πτώση της ένωσης των ανομοίων πολιτισμών;
Αλλά δεν θα είχαν οι Εκκλησίες κανένα λόγο να ανησυχούν αν μια πολιτική ήταν ατελέσφορη. Αυτό που ανησυχεί τις Εκκλησίες της Ευρώπης όλης, είναι ότι μια τέτοια πολιτική θα έχει ολέθριες συνέπειες στο ευρωπαϊκό πνεύμα. Μια τέτοια πολιτική σημαίνει ότι η τερατογενής αυτή Ένωση θα επιτυγχάνει μόνο στο βαθμό που εξαλείφονται οι εθνικές ιδιοπροσωπείες. Μια τέτοια πολιτική επιτυγχάνει μόνον εάν το κράτος με το όνομα Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί ως melting pot. Μια τέτοια πολιτική οδηγεί στην αφαίμαξη του ευρωπαϊκού πνεύματος και στην κατασκευή, με πρώτη ύλη το πτώμα του, ενός γκρίζου πολτού, με το ασυνάρτητο όνομα «πολυπολιτιστική ένωση». Εάν η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης αυτό ακριβώς θέλει, γιατί δεν έχει το σθένος να το ομολογήσει, αλλά επιμένει να ονομάζει την Ένωση Ευρωπαϊκή;
Διάβασα με προσοχή τις αρχές του κόμματος, όπως τις διατυπώσατε στο 14ο Συνέδριό σας στο Βερολίνο το 2001. Είδα με χαρά μου ότι συμμερίζεσθε τον κορμό των απόψεων που μεταφέρω εδώ. Εύχομαι να πείσετε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο σύνολό του, ότι έργο του είναι να προστατεύει την πολιτική ηγεσία από τους ηγεμονισμούς και τις αυτοκρατορικές βλέψεις.
Οι Εκκλησίες της Ευρώπης, και μαζί της Ελλάδος, δεν ζητούν επιβολή του χριστιανισμού, δεν αμφισβητούν την όποια συμβολή των άλλων θρησκειών ή και των διαφόρων ιδεολογιών, δεν επιχειρούν να ορίσουν την πίστη και τον τρόπο ζωής των πολιτών της Ευρώπης. Ζητούν να μην αισθανθεί ο Ευρωπαίος ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Και με την παρέμβασή τους, προσπαθούν να αποτρέψουν την πολιτική δολοφονία του ευρωπαϊκού πνεύματος.
Ασφαλώς, η αδιαφορία της πολιτικής ηγεσίας για την ευρωπαϊκή συνείδηση, ή έστω η αδυναμία της να την υπερασπίσει, δεν βλάπτει την Εκκλησία. Της αναθέτει να είναι ο θεσμός που σώζει και στηρίζει τον πολιτισμό μας, τις ποιότητες του κόσμου μας. Για την Εκκλησία είναι τιμή να αναλάβει ένα τέτοιο καθήκον. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που θα έχει αυτή τη μέριμνα.
Διερωτώμαι, όμως, αν η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης κατανοεί στο σύνολό της ποιές συνέπειες θα έχει η αποξένωσή της από την ευρωπαϊκή ψυχή.
Πάντως, είμαι απολύτως βέβαιος πως οι Εκκλησίες της Ευρώπης θα ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους. Δεν γνωρίζω ποιούς τρόπους θα επιλέξει η κάθε μία, και σε ποιό βαθμό θα συνεργασθούν μεταξύ τους, ώστε να επιτύχουν στο έργο τους. Μπορώ να σας μιλήσω εδώ μόνο για την Εκκλησία της Ελλάδος.
Η Εκκλησία μας θα λυπηθεί αν οι θεσμοί της Ένωσης δεν θελήσουν ή δεν μπορέσουν να δουν ως δικό τους έργο την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αυτοσυνειδησίας, και θα προσπαθήσει με παρεμβάσεις της να στηρίξει την ευρωπαϊκότητα της Ένωσης.
Στην Εκκλησία μας ήδη μελετούμε τη δημιουργία ειδικού φορέα για το ευρωπαϊκό πνεύμα και την κληρονομιά του. Θα συνεργασθούμε όσο πιό στενά γίνεται με τις άλλες Εκκλησίες και ομολογίες της Ευρώπης. Θα μιλήσουμε σε όλους τους νέους της Ευρώπης, αξιοποιώντας όσο γίνεται τις νέες τεχνικές επικοινωνίας. Θα ήθελα να σας έχουμε ως άτομα έστω, συμπαραστάτες σε αυτό το έργο. Υπάρχουν τρόποι συμπαράστασης και συνεργασίας. Και θα ήμουν ευτυχής, αν ο καθένας από σας συνεργαζόταν με την Εκκλησία της πατρίδας του, ενθαρρύνοντάς την να προχωρήσει σε προγράμματα στήριξης της ευρωπαϊκής πολιτιστικής ταυτότητας.
Εύχομαι να εργασθούμε όλοι μαζί, για να επιβεβαιώσουμε ότι η Ευρώπη δεν είναι ένας χώρος αλλά ένας πολιτισμός. Να εργασθούμε για να δείξουμε στους νέους μας ότι ακόμα και τα πιό επικερδή συμφέροντά μας, υποχωρούν μπροστά στα οράματά μας.