Ιδιαίτερη συγκίνηση με συνέχει, διότι στον χώρο όπου μίλησε ο Απόστολος Παύλος φέρνοντας στον ευρωπαϊκό κόσμο το μήνυμα του Ευαγγελίου, «αληθείας και σωφροσύνης ρήματα» αποφθεγγόμενος, ομιλεί και η Εκκλησία σήμερα, για να καταθέσει τη μαρτυρία της προς τους λαούς της Ευρώπης.
Πριν δώσω τον λόγο στους εκπροσώπους της Ιεράς Συνόδου, επιτρέψτε μου παρακαλώ, να διατυπώσω εν συντομία μερικές προοιμιακές επισημάνσεις μου.
Θα ήθελα και από του ιερού βήματος αυτού, πρώτ΄ απ΄ όλα να συγχαρώ την ελληνική προεδρία, διότι εργάσθηκε σκληρά και επέτυχε να προωθήσει αποφασιστικά τη διεύρυνση της Ένωσης, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για να γίνει η Ένωση αληθινά Ευρωπαϊκή. Ευχόμεθα εις Κύριον να έλθει σύντομα η ώρα ένταξης και των άλλων ευρωπαϊκών λαών, της Νορβηγίας, Ελβετίας, Ισλανδίας και βεβαίως της Βαλκανικής.
Το εγχείρημα της ένωσης του ευρωπαϊκού κόσμου, είναι μοναδικό στην ιστορία. Δεν έχει προηγούμενο η απόφαση τόσων εθνών να παραιτούνται των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων, με απολύτως ειρηνικό και δημοκρατικό τρόπο, προκειμένου να γίνουν μέλη μιας ευρύτερης κρατικής οντότητος. Ακόμη και η Αμερικανική Συμπολιτεία, που συνεστήθη πάνω στη βάση μιας συναίνεσης, έγινε ενιαίο κράτος μόνον μετά έναν αιματηρό και άγριο εμφύλιο πόλεμο.
Βεβαίως, η ειρηνική ευρωπαϊκή πορεία προς την ένωση, δεν είναι προϊόν της τύχης. Είναι το προϊόν των οικουμενικών ιδεωδών της ελληνικής φιλοσοφίας στην ελληνιστική περίοδο, τα οποία ενστερνίστηκε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Πάνω απ’ όλα όμως, είναι το αποτέλεσμα της υπερεθνικής χριστιανικής διδασκαλίας και του αποστολικού πνεύματος της Εκκλησίας.
Στην Ελλάδα ευρισκόμενος, ο Παύλος, «εκτιναξάμενος τα ιμάτιά» του είπε προς τους ομοεθνείς του : «το αίμα υμών επί την κεφαλήν υμών· καθαρός εγώ, από του νυν εις τα έθνη πορεύσομαι».
Στην απόφαση αυτή, οφείλουμε τη διάδοση του χριστιανισμού στην Ευρώπη. Στο αποστολικό αυτό πνεύμα, οφείλουμε την εμπέδωση σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς του αισθήματος ότι μετέχουν σε μία κοινότητα, σε μία πολιτεία, σε μία Εκκλησία: «και γαρ εν ενί πνεύματι ημείς πάντες εις εν σώμα εβαπτίσθημεν [...] και πάντες εν πνεύμα εποτίσθημεν» .
Πρόκειται για αίσθημα που διεπότησε τη συνείδηση του Ευρωπαίου ανθρώπου, και διατρέχει ως αίτημα, ως όραμα, την ιστορία της Ευρώπης, από την ύστερη αρχαιότητα έως σήμερα.
Το αίτημα για την ένωση της Ευρώπης δεν το υπαγόρευσαν γεωγραφικές συνθήκες, ούτε κάποια ρατσιστική αντίληψη, ούτε η πολιτική σκοπιμότητα. Είναι αίτημα πνευματικό, με θρησκευτικές ρίζες . Η χριστιανική Εκκλησία, είναι το στημόνι της ένωσης.
Το βαθύτερα χριστιανικό υπόβαθρο του αγώνα για την ένωση, εξέφρασε άριστα ο μεγαλύτερος από τους «ιδρυτές πατέρες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο αληθινά γενναίος Γάλλος Robert Schuman, καλώντας όλους μας «να αφήσουμε την ιδέα της συμφιλιωμένης, ενωμένης και δυνατής Ευρώπης, να γίνει η λέξη κλειδί για τις νέες γενεές, που πετάνε μακριά τον φόβο και το μίσος, κι ανακαλύπτουν ξανά τι σημαίνει η χριστιανική αδελφωσύνη» .
Όταν στις 9 Μαΐου 1950, ο Robert Schuman κάλεσε την Ευρώπη σε μιαν οικονομική συνεργασία που θα λειτουργούσε ως θεμέλιο της ομοσπονδιακής πολιτικής ένωσής της, ελάχιστοι ήσαν αυτοί που κατά-λαβαν πως εφεξής η λέξη Ευρώπη αποκτούσε άλλο νόημα.
Λίγοι κατάλαβαν ότι η Ευρώπη γινόταν και πολιτικά, αυτό που ήταν ήδη πνευματικά: μια κοινότητα. Πέρασαν μόνο 53 χρόνια από τότε, και να που βρισκόμαστε πια στο επίκεντρο συζητήσεων για το Σύνταγμα της Ένωσης.
Είναι μια πορεία που προκαλεί χαρά μεγάλη. Το προταθέν Σύνταγμα όμως δεν ανταποκρίθηκε στην προσδοκία των ευρωπαϊκών Εκκλησιών. Γιατί; Είναι ερώτημα το οποίο απασχολεί πολύ μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, και όχι μόνο της ευρωπαϊκής.
Όλοι γνωρίζουμε ότι η Εκκλησία δεν χρειάζεται την αναφορά της σε Συντάγματα για να υπάρξει και να αναπτυχθεί. «Κατά κράτος του Κυρίου» ο λόγος της αυξάνει και κατισχύει. Μπόρεσε και μεγάλωσε και έμεινε στην καρδιά του κόσμου ως ο θησαυρός του, ακόμη κι όταν βρισκόταν υπό διωγμόν – και δεν εννοώ μόνο στα ρωμαϊκά χρόνια. Είμαι βέβαιος πως όλοι οι Ιεράρχες, και πιστεύω και όλοι οι υπεύθυνοι των χριστιανικών ομολογιών, έχουν πλήρη συναίσθηση αυτού του γεγονότος.
Εξ άλλου, ουδεμία ευρωπαϊκή Εκκλησία ζήτησε να διατυπωθεί η αναφορά με τρόπο που θα συνιστούσε ίσως παραβίαση του δικαιώματος των Ευρωπαίων πολιτών να έχουν άλλη, ή καμμία θρησκεία.
Αυτό που ζήτησαν οι Εκκλησίες είναι η ρητή αναφορά στον ρόλο του χριστιανισμού ως δημιουργού της Ευρώπης, όχι για να επαινεθεί η Εκκλησία αλλά για να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή αυτοσυνειδησία.
Ζήτησαν το σεβασμό του υπάρχοντος δικαιικού πλαισίου (δηλαδή η συνέχιση της Κυριακής αργίας, των εορτών, του νομικού status των Εκκλησιών κλπ), όχι για να παρέμβουν στη νομοθετική βούληση της Ένωσης, αλλά για να μην αισθανθεί ο Ευρωπαίος ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι, για να μην νιώσει εχθρική του την πολυπόθητη Ένωση.
Ζήτησαν αυξημένη μέριμνα για τη διάσωση και ενίσχυση των εθνικών ιδιοπροσωπιών της Ευρώπης, όχι για να διατηρήσουν τα τοπικά τους κεκτημένα, αλλά για να μην μεταβληθεί η Ένωση σε μηχανισμό αλλοτρίωσης της ευρωπαϊκής πολυμορφίας.
Ζήτησαν να γίνουν σεβαστές οι πνευματικές αξίες τις οποίες δίδαξε ο χριστιανισμός , όχι για να επιβάλλουν σε όλους μια συγκεκριμένη ηθική συμπεριφορά, αλλά για να διασώσουν όσα ο Ευρωπαίος έχει αγωνισθεί να κατοχυρώσει ως όρια ζωής και πράξης.
Αντ’ αυτών, το προτεινόμενο Σύνταγμα μιλάει αόριστα για την ευρωπαϊκή κληρονομιά, χωρίς να τολμάει να αναφερθεί στον ίδιο τον γεννήτορα της Ευρώπης. Με τον τρόπο αυτόν, το Σύνταγμα παραγράφει την ιστορία της Ευρώπης, την οποία εν τούτοις υποτίθεται ότι θα υπηρετήσει και ενισχύσει.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει Ευρωπαίος που να αγνοεί τον ρόλο του χριστιανισμού στην ιστορία της Ευρώπης και της ιδιαίτερης πατρίδας του. Τί λοιπόν υπηρετεί η λογοκρισία;
Είναι αυτονόητο ότι η ένωση της Ευρώπης στηρίζεται στο διάλογο, στην αναζήτηση λύσεων κοινώς αποδεκτών. Η εξυπηρέτηση των συμφερόντων όχι μόνον ενός αλλά περισσοτέρων μερών, είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας.
Η Εκκλησία όμως πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα από αυτό. Πέρα από τη λογική της δημοκρατίας, έχει και την αγάπη της μάνας. Δεν έχει στο νου της το κοινόν όφελος μόνον, αλλά επίσης την αποφυγή δημιουργίας ρηγμάτων και αντιδικιών, την αποφυγή δημιουργίας σε κάποιον του αισθήματος ότι παραγκωνίζεται. Γι αυτό η Εκκλησία είναι διακονία της καταλλαγής .
Αλλά δεν μπορεί να υπάρξει καταλλαγή με την άρνηση, δεν μπορούμε να έχουμε διάλογο με την απόκρυψη, με την παραπλάνηση, με τον φόβο να ομολογήσουμε ποιοί είμαστε.
Βεβαίως, το ευρωπαϊκό πνεύμα ανήγαγε τον διάλογο σε θεμέλιο της πολιτικής του ζωής, και η ιστορία του ορίζεται από αυτόν, αφού όλες οι συνθήκες είναι προϊόντα συμβιβασμού. Ο Ευρωπαίος άνθρωπος αρνείται τη λογική του «ουαί τοις ηττημένοις», την οποία θεωρεί βάρβαρη. Αλλά δεν μπορεί να νοηθεί συμβιβασμός με την ιστορία και τη δημοκρατία, δεν μπορούμε να βάζουμε σε παρένθεση την ιστορία και τη δημοκρατία.
Και ιδού, λοιπόν, το ερώτημα: γιατί δεν υπάρχει αναφορά στην πολιτιστική ταυτότητα της Ευρώπης; Τί φοβήθηκε ο πολιτικός κόσμος και θέλησε να διαγράψει από το Σύνταγμα της Ευρώπης;
Στο πρώτο σχέδιο υπήρχε ρητή αναφορά στην αρχαιότητα, ελληνική και ρωμαϊκή. Και ορθώς υπήρχε, αφού αυτή είναι επί αιώνες το υπόβαθρο της παιδείας μας και της δικαιικής μας παράδοσης. Τώρα διεγράφη-σαν, αντικαταστάθηκαν με μιαν αόριστη αναφορά σε «παράδοση», την οποία ναι μεν τιμούμε αλλά δεν τολμούμε να προσδιορίσουμε.
Και γιατί έγινε αυτό; Για να μην αναφερθεί ο χριστιανισμός. Προκειμένου να σβήσουμε από το χάρτη τον χριστιανισμό, είδαμε τον πολιτικό κόσμο της Ευρώπης να αποδέχεται, και μάλιστα να θεωρεί ως νίκη του, τη λογοκρισία.
Αν όχι εχθρότητα κατά του χριστιανισμού, τότε τί σημαίνει η απόπειρα διαγραφής του από την ιστορία;
Δεν ερωτώ με πρόθεση να υπερασπίσω την ιστορία, μια και αυτή τιμωρεί πάντοτε όσους έχουν την ανοησία να την αγνοούν ή να τη λογοκρίνουν. Ερωτώ μόνο για να δείξω την αρρώστια που έχει προσβάλει την πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η πραγματικότητα δεν φοβάται να δείξει το πρόσωπό της. Η ευρωπαϊκή κοινωνία δεν είναι απλώς θεμελιωμένη στον χριστιανισμό, αλλά είναι παντελώς ακατανόητη αν ως δια μαγείας ή λογοκρισίας τον αφαιρέσουμε. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν μπορεί να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί παρά μόνο μέσα στο πλαίσιο ενός δια-λόγου του με τον χριστιανισμό, έστω κι αν είναι διάλογος μερικές φορές οξύς, έστω κι αν είναι αντίλογος μερικές φορές βίαιος. Το ευρωπαϊκό πνεύμα είναι όλως διόλου ανερμήνευτο, αν δεν το δούμε ως το μάγμα εκείνο που δημιούργησε ο χριστιανισμός, συσσωματώνοντας στη διδασκαλία του την ελληνική παιδεία και τη ρωμαϊκή δικαιική αντίληψη.
Αφαιρώντας τον χριστιανισμό, το προτεινόμενο Σύνταγμα αφαιρεί από την Ευρώπη την ίδια την ουσία της, το τί πράγματι είναι: ένας πολιτισμός.
Αφαιρώντας τον χριστιανισμό, το προτεινόμενο Σύνταγμα ερμηνεύει την Εκκλησία ως έναν μη κυβερνητικό οργανισμό, έναν θεσμό με τους ναούς ως καταστήματά του, κατά το παράδειγμα μιας Τράπεζας. Η Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ισχυρό lobby, πλάι στα τόσα άλλα. Το Σύνταγμα λοιπόν, δεν αποσιωπά έναν θεσμό, αλλά αποκρύπτει ή και ευθέως αρνείται την Εκκλησία ως σωτηρία του ανθρώπου. Της αναγνωρίζει απλώς το δικαίωμα να υπάρχει, μαζί με τα άλλα πνευματικά ιδρύματα. Έπειτα από τόσους αιώνες, το Σύνταγμα κατάφερε να σύρει την Ευρώπη πίσω στο 313 μ.Χ., πίσω στην εποχή του Λικίνιου...
Αφαιρώντας τον χριστιανισμό, το προτει-νόμενο Σύνταγμα παρουσιάζει την Ευρώπη ως περιοχή όπου ακολουθούνται δημοκρα-τικές διαδικασίες, όλως κατά τύχην και χωρίς αυτές να είναι το προϊόν ενός πολι-τισμού. Άρα, κάθε κοινοβουλευτική δημο-κρατία, έστω κι αν έχει έναν πολιτισμό όλως ξένο προς τον ευρωπαϊκό, μπορεί να γίνει μέλος της -αρκεί να σέβεται την κοινοβουλευτική τάξη και να εξυπηρετεί τα γεωοικονομικά συμφέροντα της στιγμής.
Με δύο λόγια, πικρά ίσως αλλά πάντως έντιμα λόγια, το Σύνταγμα της Ενωμένης Ευρώπης είναι εγχειρίδιο στην πλάτη του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Τούτου δοθέντος, το ερώτημα δεν είναι γιατί οι Εκκλησίες αντιστέκονται στο σύνολό τους, σε όσα το Σύνταγμα παρεισάγει και λογοκρίνει. Το ερώτημα είναι γιατί μόνον οι Εκκλησίες. Γιατί όχι και οι Ακαδημίες των ευρωπαϊκών κρατών, γιατί όχι και τα πανεπιστήμια και οι επιστημονικές εταιρείες, γιατί όχι και τα κόμματα και ο τύπος.
Καταλαβαίνω τις επιφυλάξεις: η πολιτική ηγεσία της Ενωμένης Ευρώπης, όλοι αναμφισβήτητα δημοκράτες, έχοντας κατά νουν το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έκαναν έναν κάποιο συμβιβασμό, και η Εκκλησία δεν πρέπει να αντιδρά σκληρά.
Αλλά σε αυτό το χώρο, χώρο τον οποίο εδόξασε ο ανθρώπινος και αγίασε ο θείος λόγος, έχουμε υποχρέωση να δούμε τί σημαίνει αυτή η υποχώρηση στις πιέσεις: επιχειρήθηκε λογοκρισία της ιστορίας μας και προσαρμογή της σε ιδεολογίες. Κάτι σημαίνει αυτό, που δεν έχουμε το δικαίωμα να το παρακάμψουμε.
Οι λαοί της Ευρώπης έχουν υποφέρει πάρα πολύ από μικρές αλλά ισχυρές ομάδες που θέλησαν να προσαρμόσουν την ιστορία και τη βούλησή μας στις απαιτήσεις τους.
Είναι καθήκον όλων μας, και όχι μόνο της Εκκλησίας, να αντιστεκόμαστε αμέσως και αταλάντευτα σε όποιους θεμελιώνουν το αύριο των λαών μας πάνω σε πρακτικές που οδήγησαν σε ολοκληρωτισμούς και τον σπαραγμό της Ευρώπης.
Αλλά υπάρχει ένα χαρμόσυνο μήνυμα που θέλω να σας μεταδώσω εδώ σήμερα. Αν οι πολιτικοί υποκύπτουν στις πιέσεις και δεν τολμούν να βάλουν την πολιτική στην υπηρεσία του ευρωπαϊκού πνεύματος, η Εκκλησία είναι παρούσα.
Οι χριστιανικές Εκκλησίες δεν θα πάψουν να δημιουργούν τον ευρωπαϊκό κόσμο. Οι χριστιανικές Εκκλησίες θά ήθελαν οι πολιτικοί να βρίσκονται στο ύψος του πολιτισμού μας. Αλλά όταν δεν συμβαίνει αυτό, η Εκκλησία δεν εγκαταλείπει. Συνεχίζει προσευχομένη, εργαζομένη, ακάματη.
Αυτό ακριβώς θέλω να σας διαβε-βαιώσω: η Εκκλησία της Ελλάδος, ως Εκκλησία που ίδρυσε ο Απόστολος Παύλος, θα διαθέσει πολλές από τις δυνάμεις της, ώστε και μόνη αλλά και σε συνεργασία με τις Εκκλησίες της Ευρώπης, να ενισχύσει το ευρωπαϊκό πνεύμα, και το αίτημα για μιαν αληθινή ένωση της Ευρώπης, παρά τα ψευδεπίγραφα κατασκευάσματα.
Το μήνυμα του Αποστόλου Παύλου δεν θα σταματήσει να μεταδίδεται, και το έργο της Εκκλησίας δεν θα αλλοιωθεί.
Η εποχή μας δεν έχει μόνο να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητα των θέσεων και την αντίστοιχη συνθετότητα των αντιθέσεων, έχει να αντιμετωπίσει και τα ζωτικά καθημερινά προβλήματα που παράγονται από ανθρώπους και θεσμούς. Σήμερα αυτό το βλέπουμε καθαρά.
Μία μικρή ομάδα Ευρωπαίων ηγετών προσπαθεί αυτή την ώρα να επιτύχει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος από την αποκαλούμενη διακυβερνητική του προσεχούς Οκτωβρίου ερήμην των λαών της Ευρώπης.
Επιδιώκει να θεσμοθετηθεί ένα Σύνταγμα που στο προοίμιο του περιφρονεί την ιστορική αλήθεια, τους αγώνες και την πορεία των Ευρωπαίων να δημιουργήσουν τον δικό τους πολιτισμό με κυρίαρχες τις αρχές του Ελληνορωμαϊκού και του Χριστιανικού πολιτισμού.
Από το Χριστιανικό αυτό βήμα του Αποστόλου των Εθνών δηλώνουμε, ότι μαζί με όλους τους πολίτες της Ευρώπης, μαζί με όλα τα Χριστιανικά Δόγματα θα προσπαθήσουμε ώστε ο πρώτος Καταστατικός Χάρτης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να έχει την σφραγίδα της αλήθειας της λαϊκής εγκρίσεως και αποδοχής. Δεν είμεθα εναντίον του Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Θέλουμε όμως ένα Σύνταγμα που να καταφάσκει την αυτοσυνειδησία και την ταυτότητα των λαών μας. Το λογικό αυτό αίτημα μας ελπίζουμε να αξιολογηθεί εγκαίρως από τις πολιτικές ηγεσίες ως μία προσφορά προς την άμεση Δημοκρατία, που πριν από 2500 χρόνια γεννήθηκε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και επηρέασε δυναμικά τις εξελίξεις στην πολιτισμένη Ήπειρο μας και σε όλο τον κόσμο. Ελπίζουμε να υιοθετηθούν διαδικασίες ευρείας συναίνεσης και συμμετοχής των λαών στην αποδοχή του κορυφαίου αυτού κειμένου. Προκειμένου να είναι απαύγασμα της αυτοσυνειδησίας και της ιστορικής συνεπείας. Κείμενο κύρους και βαρύτητας μοναδικής. Για μας και για τα παιδιά μας. Για τη γενιά μας και για τις μέλλουσες γενιές.