Ἡ ἐπερχόμενη ἐπετειακὴ χρονιά, προκαλεῖ ὅλως ἰδιαίτερη ἐντύπωση καὶ βαθειὰ συγκίνηση. Πρὶν 50 χρόνια, στὶς 25 Μαρτίου 1957, ὑπεγράφη ἡ Συνθήκη τῆς Ρώμης. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία, 6 χῶρες ποὺ βρέθηκαν πάρα πολλὲς φορὲς ἀντιμέτωπες σὲ πεδία μαχῶν, συνυπέγραψαν τὴν εἴσοδό τους σὲ μιὰ ὑπερεθνικὴ Κοινότητα. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία, 6 χῶρες μπῆκαν αὐτοβούλως καὶ χωρὶς θέση ὑπεροχῆς ἑνὸς κράτους ἐπὶ τῶν ἄλλων, σὲ μιὰ πορεία σαφῶς ἑνωτική. Ἀποφάσισαν νὰ προχωρήσουν μαζί, πρὸς τὸν κοινὸ σκοπό, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὑπέδειξε ὁ Ρομπὲρ Σουμάν: σταδιακά, ἔτσι ὥστε μὲ κάθε βῆμα νὰ δημιουργεῖται μιὰ ἐμπειρία ἀλληλεγγύης.
Ἡ Συνθήκη τῆς Ρώμης δὲν ἦταν, βέβαια, κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ. Τὸ ὅραμα τῆς εὐρωπαϊκῆς ἑνότητας ἔχει πίσω του τὴν ἐμπειρία τῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς ἐπιθυμίας Ἑλλήνων καὶ Λατίνων ἀλλὰ καὶ τῶν εἰσβολέων ἀκόμη, νὰ ζήσουν ὑπὸ κοινὸ νόμο, τὸν Κώδικα τοῦ Ἰουστινιανοῦ, γνωστὸν ὡς Corpus Juris Civilis. Ἔχει πίσω του τὸ ὅραμα τῆς Χριστιανικῆς Κοινοπολιτείας, τῆς Respublica Christiana, ποὺ κορυφαῖος ὑμνητής της στάθηκε ὁ Novalis, ἔχει πίσω του βυζαντινοὺς αὐτοκράτορες ὅπως τὸν Κωνσταντῖνο Πορφυρογέννητο καὶ τὸν Μανουὴλ Κομνηνό, ἔχει τὸν Δάντη καὶ μιὰ μεγάλη σειρὰ ποιητῶν, στοχαστῶν, πολιτικῶν καὶ βεβαίως ἱερωμένων.
Ὡστόσο, τὸ ἀποφασιστικὸ σημεῖο, αὐτὸ ποὺ ἔδωσε τὴ δυνατότητα στὸ ὅραμα νὰ γίνει πράξη, ἦταν ἡ μεγάλη ὑπέρβαση ποὺ ἔγινε σὲ κάποιες γενναῖες ψυχὲς διαρκοῦντος τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τὴν ὥρα τοῦ σκληροῦ πολέμου, τὴν ὥρα τῶν πολυβόλων καὶ τῶν ἐκτελέσεων, μαχητὲς τῆς Ἀντίστασης μπόρεσαν νὰ νιώσουν ὅτι ἐχθρός τους δὲν εἶναι ὁ Γερμανὸς ἀλλὰ ὁ ναζισμός, δὲν εἶναι ἕνα ἔθνος ἀλλὰ μιὰ ιδεολογία. Καὶ θέλησαν, ἐκεῖνες τὶς ὧρες, χωρὶς νὰ περιμένουν τὸ τέλος τοῦ πολέμου, νὰ ἐργασθοῦν γιὰ τὴν ἕνωση τῆς Εὐρώπης. Συγκεντρώθηκαν στὴν Ἐλβετία, κρυφὰ κι ἀπὸ τοὺς φασίστες κι ἀπὸ τοὺς κομμουνιστὲς ποὺ μάχονταν ἐναντίον τῆς εὐρωπαϊκῆς ἕνωσης, ἀντιπρόσωποι τῆς Ἀντίστασης ἀπὸ ἀρκετὲς χῶρες. Εἶχαν θέσει ὡς στόχο τους νὰ μετέχουν καὶ ἀντιφασίστες Γερμανοί. Τὸ πέτυχαν, καὶ ἐκεῖ, μέσα σὲ συνθῆκες μυστικότητας ἀπερίγραπτης, ἔθεσαν τὸ θεμέλιο τῆς εὐρωπαϊκῆς ἑνότητας. Πιστεύω ὅτι αὐτὸ εἶναι ἕνα θαυμαστὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν ἕνωση τῆς Εὐρώπης.
Θὰ ἦταν ἄδικο νὰ μὴν ἀναφερθῶ στὸν Πάπα Πῖο τὸν ΧΙΙ, ποὺ μὲ ἐγκύκλιό του τὸ 1939 ζητοῦσε τὴ δημιουργία ὑπερεθνικῆς κοινότητας στὴν Εὐρώπη. Ἡ θέση του αὐτὴ ἐνίσχυσε Εὐρωπαίους χριστιανούς, Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ μή, καὶ ἀνέλαβαν σπουδαῖο ρόλο στὸ εὐρωπαϊκὸ κίνημα.
Κι ὅταν ὁ πόλεμος τέλειωσε, χριστιανοὶ πολιτικοὶ ὅπως ὁ κοσμοκαλόγερος Ρομπὲρ Σουμάν, ὁ Σπάακ, ὁ Ἀντενάουερ καὶ ἄλλοι, προχώρησαν στὴν ὑλοποίηση τοῦ μεγάλου ὁράματος. Τὴν ὥρα ποὺ ὑπογραφόταν ἡ Συνθήκη, ἡ Ρώμη ἀντηχοῦσε ἀπὸ τὶς δοξολογικὲς κωδωνοκρουσίες τῶν ἐκκλησιῶν.
Στὸ ἑλληνικὸ Κοινοβούλιο ἔχει λεχθεῖ ὅτι οἱ ἱδρυτὲς Πατέρες τῆς Εὐρώπης ἤθελαν νὰ εἶναι ἡ Ἑλλάδα ἱδρυτικὸ μέλος, μολονότι δὲν εἶχε τὶς οἰκονομικὲς προϋποθέσεις. Τὸ ἤθελαν γιὰ λόγους συμβολικούς, γιὰ νὰ δείξουν τὴν καταβολικὴ ρίζα τῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας. Ἡ Ἑλλάδα ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ ἀνταποκριθεῖ. Ἔτσι ἔχουμε ἀντὶ γιὰ τὴ Συνθήκη τῶν Ἀθηνῶν, τὴ Συνθήκη τῆς Ρώμης. Θὰ ἦταν σπουδαῖο νὰ γινόταν ἐδῶ, τὴν ίδια ἡμερομηνία -25η Μαρτίου-, νὰ χτυποῦσαν οἱ καμπάνες τῶν δικῶν μας ναῶν, νὰ πανηγύριζε ἡ Ἀθήνα τὴ γιορτὴ τῆς Παναγιᾶς, τῆς Παλιγγενεσίας τοῦ ’21, καὶ μαζί, ὡς συστοιχία, τὴν ἱδρυτικὴ Συνθήκη τῆς Εὐρώπης.
Ἔπειτα ἀπὸ 50 χρόνια, τὸ ὅραμα ποὺ ὁδήγησε στὴ Συνθήκη τῆς Ρώμης δὲν ἔχει σβύσει, ἀλλὰ καὶ δὲν φωτίζει τὸν ὁρίζοντα τῆς Εὐρώπης. Διαπιστώνουμε ὅτι ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση φοβᾶται νὰ ἀναφερθεῖ σὲ αὐτοὺς ποὺ τὴν γέννησαν. Φοβᾶται νὰ μιλήσει γιὰ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, φοβᾶται νὰ μιλήσει γιὰ τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο, φοβᾶται νὰ ἀναφερθεῖ στὸν χριστιανισμό. Προωθεῖ τὴν εἰκόνα ἑνὸς ἀόριστου συνόλου, ἑνὸς μορφώματος χωρὶς ρίζες, χωρὶς ταυτοτικὰ στοιχεῖα, χωρὶς δεσμευτικὲς προϋποθέσεις. Δὲν θὰ σχολιάσω τὴν πολιτική της, θὰ πῶ ὅμως ὅτι πάντως δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ ὅραμα ποὺ τὴ γέννησε. Καὶ θὰ προσθέσω, μὲ πολὺ μεγάλη θλίψη, ὅτι ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση δείχνει ὅτι διαρκῶς καὶ περισσότερο ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό.
Ἔτσι, ἡ σημερινὴ ἐπέτειος δὲν προσφέρεται γιὰ πανηγυρισμοὺς μόνον, ἀλλὰ ἐπίσης γιὰ περίσκεψη. Ὅσοι ἀπὸ μᾶς, ἔστω κι ἂν δὲν εἶναι ἐνθουσιώδεις εὐρωπαϊστές, θέλουν ὅμως ἡ Εὐρώπη νὰ εἶναι τὸ σπίτι μας, πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι γιὰ νὰ εἶναι σπίτι μας, πρέπει νὰ ἀναπαύει τὴ συνείδησή μας. Ἡ πολιτικὴ ἡγεσία πρέπει ὄχι μόνο νὰ μὴ φοβᾶται τὸν Εὐρωπαῖο, ἀλλὰ νὰ τὸν προστατεύει καὶ νὰ εἶναι ὑπερήφανη γι αὐτόν. Δὲν μπορεῖ νὰ προσπαθεῖ νὰ μᾶς κρύψει κάτω ἀπὸ τὸ χαλί, οὔτε νὰ θέλει νὰ μᾶς ἐξαλλοιώσει.
Εἶναι λοιπὸν ὁ καινούργιος χρόνος ἐπέτειος ἑνὸς μεγάλου βήματος. Τὸ ὅραμα ποὺ ὁδήγησε σὲ αὐτὸ τὸ βῆμα, περιμένει ἀκόμη ἀπὸ ἐμᾶς νὰ τὸ πάρουμε στὰ χέρια μας. Γιὰ νὰ γίνει ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση σάρκα τοῦ πνεύματός της.
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ εὐλογεῖ τὰ βήματά μας.