Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Ένας από τους σοφούς γέροντες της εποχής μας, ο γέρων Πορφύριος, έλεγε ότι για να γίνει κανείς Χριστιανός πρέπει να είναι ποιητής τονίζοντας με την φράση αυτή ότι ο άνθρωπος πλάστηκε από το Θεό έχοντας την δημιουργικότητα ως ένα μονάκριβο δώρο. Από την στιγμή της πτώσης με την αναζήτηση και την βίωση του κάλλους θα αντιμετώπιζε την ασχήμια που προκάλεσε στην κτίση η είσοδος της αμαρτίας, της διάσπασης, της φθοράς και του θανάτου.

Ο άνθρωπος με την Τέχνη προσπάθησε να δει τα πράγματα πέρα από την διάσπαση, τη συνήθεια και τη δυσαρμονία. Προσπάθησε να δει την κτίση όπως την βλέπει ο Θεός. Εντός της να καθρεφτίζεται ο Παράδεισος και όχι η αμορφία της κόλασης. Η Εκκλησία μας αιώνες προσπαθεί να πείσει τους ανθρώπους ότι ζώντας χριστιανικά μπορούν να δουν πίσω από τα αισθητά, το κεκρυμμένο αρχέγονο κάλλος.

Η Εκκλησία δημιουργεί πολιτισμό. Μεταμορφώνοντας τους ανθρώπους, δημιουργεί την κυρίαρχη προϋπόθεση για την γέννηση ενός πολιτισμού.

Δεν είναι παράξενο, για τους λόγους αυτούς, ότι το Γραφείο Νεότητος της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών τα τελευταία 3 χρόνια δημιουργεί με συνέπεια γέφυρες συνάντησης και διαλόγου με τους ανθρώπους που δημιουργούν στον χώρο της Λογοτεχνίας αρχικά, του Θεάτρου και της Μουσικής σήμερα.

Ο στόχος μας δεν είναι η παρέμβαση αλλά η πρόταση. Θεωρούμε πως είναι σημαντικό η εργασία των δημιουργών εκείνων που ανανέωσαν και στήριξαν με το έργο τους τον νεοελληνικό πολιτισμό να παρουσιάζεται σε όλους και κυρίως στους νέους ανθρώπους. Ο μόνος, ίσως, δρόμος για να αντιμετωπισθεί η πτώχευση είναι η δημιουργία πολιτιστικών προτάσεων παράλληλα με την δημιουργία δυνατοτήτων συμμετοχής στους νέους ανθρώπους.

Με την σημερινή συναυλία το Γραφείο Νεότητος τιμά έναν καλλιτέχνη ο οποίος ήταν μία ψυχή που αγάπησε, που πόνεσε, που ονειρεύτηκε, που μίλησε με τους στίχους και την μουσική του στις καρδιές μας.

Σε μία εποχή που η αυθεντική δημιουργία δεν είναι η μοναδική ανθρώπινη έκφραση, που η κενότητα καραδοκεί, εκείνος «νήστεψε 11 χρόνια από το ελληνικό τραγούδι» όπως έλεγε ο ίδιος για να συνθέσει «Ύμνους αγγέλων με φωνές ανθρώπων».

Ενώ η ρηχότητα τάζει πολλά και γοητεύει, ο Στ. Κουγιουμτζής με συνέπεια υποστήριζε:»Είμαστε γυμνοί από πολιτισμό. Αφήσαμε ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας μας να εκστασιάζεται από τα πιο ευτελή πράγματα. Αναπροσδιορίσαμε τις αξίες σε μεγάλο βαθμό…Η τέχνη όμως δεν είναι μόδα. Δεν έχουμε μέλλον, αν δεν έχουμε παρόν, και δεν έχουμε παρόν αν δεν έχουμε παρελθόν. Το τραγούδι είναι μία μορφή τέχνης που επηρεάζει άμεσα τον άνθρωπο και δημιουργεί παιδεία, επειδή μ’ αυτό κυρίως ζούμε σε όλη μας τη ζωή…»

Ο Στ. Κουγιουμτζής με το έργο του και την παρουσία του δίδαξε τους ανθρώπους που τον γνώρισαν και τον ακούν ότι η ουσιαστική δημιουργία απαιτεί την προσωπική αλλαγή «έβαλα σκοπό να καλυτερέψω τον εαυτό μου. Να έχω και εγώ να δώσω κάτι. Έστω και μια μικρή προσφορά από πέντε-έξι καλά τραγούδια και όχι μόνο να
παίρνω».

Ο Στ. Κουγιουμτζής ήταν ωστόσο και ένας σεμνός, ταπεινός και κρυφός- θα έλεγα-χριστιανός. Πιστεύοντας για τον εαυτό του πως η θέση του μέσα στο ναό ήταν στο νάρθηκα της τελωνικής αυτομεμψίας, εκεί όπου κατά τους ιερούς κανόνες παρέμεναν οι μετανοούντες ή ακροώμενοι ή προσκαρτερούντες ή προσκλαίοντες ή και κατηχούμενοι, απεδείκνυε το βάθος και το βάρος της χριστιανικής του συνείδησης, ευθυγραμμισμένος απόλυτα με τον Παύλειο λόγο:»Χριστός ήλθε αμαρτωλούς σώσαι, ην πρώτος ειμί εγώ». Και η αυτεπίγνωση έγινε η μήτρα που γέννησε τη μεστότητα του λόγου του και την αυθεντικότητα του στοχασμού του. Να γιατί απόψε τον ενθυμούμεθα και τον προβάλλουμε, ιδίως στην νέα γενιά που αναζητεί πρότυπα, ιδανικά και πυξίδες ζωής.