Oμιλία στο Deree College
Τιμή μεγάλη και συγκίνηση αισθάνομαι μιλώντας από το βήμα αυτό. Όχι μόνον επειδή καλούμαι να μιλήσω σε σχολείο, δηλαδή σε “ναόν παιδείας”, μάλιστα δε διακρινόμενο για το υψηλό του επίπεδο, αλλά και διότι μου ζητήθηκε να μιλήσω πάνω στο θέμα της επικοινωνίας. Θέμα μέγα πράγματι, αφού ορίζει όχι έναν τρόπο, όχι μια δραστηριότητα, αλλά την ίδια την ποιότητα της ανθρωπιάς μας. Επικοινωνία δεν είναι ένας τρόπος να παίρνουμε και να δίνουμε πληροφορίες, δεν είναι μια καριέρα, αλλά το πώς και το γιατί ερχόμαστε σε επαφή με τον άλλον. Θα επιχειρήσω να ανταποδώσω την τιμή που μου κάνατε, μιλώντας σας χωρίς τον μανδύα αυθεντίας που δίνουν οι θεσμοί και οι τίτλοι, αλλά ως άνθρωπος που στοχάζεται, με μόνο ένδυμα της σκέψης μου τον τρίβωνα, που ο επίπονος προβληματισμός ρίχνει επάνω μας και μας κάμπτει.
Βρισκόμαστε, αναμφίβολα, στην αρχή μιας νέας εποχής, όπου ο όγκος των πληροφοριών και η ταχύτητα μετάδοσής τους είναι καθοριστική. Βέβαια, έχουν συμβεί πάρα πολλές ανατροπές, άλλες σε τομείς που εύκολα επισημαίνονται και συζητούνται ευρύτερα, κι άλλες σε περιοχές που μοιάζουν δευτερεύουσας σημασίας ενώ δεν είναι. Δύσκολο να δει κανείς και να φανταστεί τις συνθήκες που πρόκειται να διαμορφωθούν. Ακόμη και η απλή χαρτογράφηση των παραγόντων που οδηγούν στην νέα εποχή είναι εγχείρημα δύσκολο. Διότι, ασφαλώς, δεν αρκεί η τεχνολογική ανάπτυξη για να εξηγήσουμε τη βαθμιαία μετατροπή του πλανήτη σε αυτό που αποκλήθηκε «παγκόσμιο χωριό». Υπάρχουν κι άλλες προσδιοριστικές αιτίες που θα πρέπει προσεκτικά να μελετηθούν: οι δομές της κοινωνίας, οι νοοτροπίες, οι μετακινήσεις, οι συνθήκες παραγωγής και εμπορίου, οι όροι ζωής – όλα όσα οδηγούν στη διαμόρφωση μιας νέας κοινωνικής συνείδησης, ένα από τα οποία, αλλ’ όχι το μόνο, είναι η τεχνολογία.
Πολλές φορές διαβάζω αναλύσεις για το τι πρόκειται να αλλάξει θεμελιακά στην καθημερινή ζωή, στην νέα εποχή επικοινωνίας. Οι αναλύσεις αυτές συνήθως διαπνέονται από έναν μεσσιανικό τόνο, και συχνά πέφτουν στο επίπεδο της λαϊκής μελλοντολογίας. Διαβάζοντάς τες, έχει κανείς την εντύπωση ότι επί τέλους, η τεχνολογία αιχμής έλυσε όλα μας τα προβλήματα, κι ότι το κομπιούτερ αύριο θα μας κάνει ευτυχείς και πλήρεις. Εννοείται ότι δεν λείπουν και οι αντίθετες φωνές, αυτές που βλέπουν εμπρός τους καταστροφές χωρίς τέλος. Διαβάζοντάς τες νομίζεις πως ένα κομπιούτερ έλειπε για να αποκτήσει ο σατανάς τη δυνατότητα να μας παγιδεύσει. Επιτρέψτε μου να θεωρώ ότι αυτού του τύπου οι αναλύσεις στερούνται αξίας.
Νομίζω πως αν θέλουμε να καταλάβουμε την πορεία μας, θα πρέπει να κοιτάμε τα διδάγματα της ιστορίας, να παρατηρούμε αντίστοιχες περιόδους, και να μελετάμε πώς αντέδρασε ο άνθρωπος, με ποιούς δημιουργικούς τρόπους αφομοίωσε άλλοτε όμοιες προκλήσεις. Χρειάζεται να δίνουμε στα πράγματα και τις τάσεις τα όρια που έχουν, να τα βλέπουμε χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς προβολή επάνω τους των βαθυτέρων σκέψεων ή φόβων μας. Χρειάζεται να καταλαβαίνουμε την ιστορικότητα των ανακαλύψεων και εφευρέσεων, κι αυτό θα πει να έχουμε πάντα στο νου μας ότι κάθε τι καινούργιο γεννιέται από κάτι προηγούμενο κι όχι από το μηδέν.
Επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι θα χρειαστεί να είμαστε προσεκτικοί, να μη μιλάμε για τον κόσμο μας ωσάν να είναι ένας άδειος από νόημα χώρος, μέσα στον οποίον παίζουμε, ανυποψίαστοι και ανεύθυνοι. Το σύμπαν δεν είναι αχανής παιδική χαρά, αλλά δημιουργία. Μην είμαστε «της φύσεως της κοινής ανεπίσκεπτοι»(1), αλλά να ζούμε έχοντες πάντα συνείδηση ποιός είναι ο άνθρωπος και ο προορισμός του.
Υπό το πρίσμα αυτό παρακολουθώ τις εξελίξεις και τις συζητήσεις περί την επικοινωνία. Δεν πρόκειται να σας παρουσιάσω εδώ τα συμπεράσματά μου από τις όποιες μελέτες μου – δεν έχω, άλλωστε, συμπεράσματα, ίσως επειδή δεν αισθάνομαι υποχρεωμένος να καταλήξω κάπου οριστικά. Στην πνευματική ζωή είναι μόνιμο το ερώτημα, όχι όμως η απάντηση σε αυτό. Επιστήμη, φιλοσοφία και τέχνη προχωρούν αιώνες τώρα, επειδή θέτουν ερωτήματα και όχι επειδή δίνουν απαντήσεις.
Ακόμη πιό ισχυρός είναι αυτός ο κανόνας για έναν πιστό χριστιανό. Η χριστιανική πνευματική ζωή είναι διδασκαλία πως να ζεις με το ερώτημα. Ο πιστός στηρίζεται όχι σε αναμφισβήτητες αποδείξεις, αλλά σε βιώματα. Στηρίζεται σε πίστη, σε ελπίδα και αγάπη(2), σε προσωπικές σχέσεις. Στηρίζεται, δηλαδή:
- σε σχέσεις, που δεν έχουν την ίδια ένταση πάντοτε, αλλά βαθαίνουν και πλουτίζουν ανάλογα με τη δική σου συμμετοχή,
- σε σχέσεις προσωπικές, κι όχι σε πάγιες αντικειμενικά καταστάσεις, σε σχέσεις που έχει ο άνθρωπος με τον Θεό και με τον αδελφό συνάνθρωπο,
- σε σχέσεις θεμελιωμένες στη χάρη κι όχι στο μέτρημα, στη θυσία του Θεού κι όχι στη δικαίωση του ανθρώπου που παρέχει τάχα η τήρηση του νόμου, όπως νόμιζε ο Φαρισαίος(3),
- σε σχέσεις που σε οδηγούν στο άνοιγμα του ερωτήματος κι όχι στο αίνιγμα των δεδομένων, που σημαίνει στο άνοιγμα της ταπεινής καρδιάς στην αυτογνωσία κι όχι στις αμφίσημες βεβαιότητες που εκτρέφουν έπαρση της διάνοιας.
Έχοντας ως πυξίδα αυτόν τον τρόπο, που καταργεί τον καταναγκασμό της απόφανσης, όχι όμως την υποχρέωση του στοχάζεσθαι, παρακαλώ να στρέψουμε την προσοχή μας στην πρώτη μεγάλη επικοινωνιακή επανάσταση, που συνέβη με την εφεύρεση της γραφής.
Ο άνθρωπος αισθάνεται ότι ζει μέσα στο χρόνο, αυτός ο ίδιος, αλλά και ο κόσμος γύρω του. Θεωρεί αυτονόητο ότι δεν μπορεί να υπάρξει συνείδηση χωρίς αίσθηση του χρόνου, και ως εξ αυτού, πιστεύει ότι δεν υπάρχουν στον πλανήτη άλλα όντα με συνείδηση, αφού ακόμη και τα πιό προηγμένα από αυτά έχουν αισθήματα, έχουν κώδικες συμπεριφοράς και ίσως κάποιας μορφής γλώσσα, αλλά όχι συναίσθηση πως κάθε τι που συμβαίνει μετέχει μιας ακολουθίας. Ο άνθρωπος συνδέει ή διακρίνει τα γεγονότα του εκάστοτε σήμερα, με αυτά που συνέβησαν στο παρελθόν. Και μάλιστα, προγραμματίζει το μέλλον: το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του έχει στόχο του το μέλλον.
Αυτό διδάσκει με έμφαση η Βίβλος, μιλώντας για τους Πρωτόπλαστους. Έως την ώρα του προπατορικού αμαρτήματος, οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς ιστορία – δεν αναφέρεται τίποτε για τη ζωή τους. Η ιστορία, ως ακολουθία γεγονότων, εμφανίζεται μόνο μετά τη γεύση του απαγορευμένου καρπού. ‘Ακουσαν «την φωνήν Κυρίου του Θεού περιπατούντος εν τω Παραδείσω», ο Αδάμ και η Εύα, «και εκρύβησαν». Ο Θεός ερωτά τότε τον Αδάμ που πήγε, κι εκείνος απαντά ότι κρύφτηκαν διότι είναι γυμνοί και ντρέπονται. Και ο Θεός τον ερωτά: Ποιός σου είπε ότι είσαι γυμνός; Έφαγες από το δένδρο το απαγορευμένο; Αυτή η συζήτηση θέτει το πράττειν ως ακολουθία γεγονότων: Η γνώση είναι προϊόν μιας πράξης και συνέπεια μιας άλλης.
Κατόπιν, ο Θεός έβγαλε τον άνθρωπο από τον Παράδεισο, και τον άφησε στη γη να πολλαπλασιάζεται και να εργάζεται(4). Αυτή είναι η πρώτη δήλωση ότι ο άνθρωπος θα έχει το νου του στραμμένον στο μέλλον, στην πρόβλεψη και την κάλυψη των αναγκών του.
Η ιστορία όμως χάνεται, το παρελθόν δεν επιζεί πάνω από μια-δυό γενιές, αν ο άνθρωπος δεν αφήσει μνημεία του, μνήμες, θυμητάρια. Τη δυνατότητα αυτή την εκάλυπταν τρία μέσα: ονομάζουμε μνημεία τις κτιριακές και ταφικές κατασκευές, αλλά μνημεία είναι και η ζωγραφική, καθώς επίσης τα τραγούδια.
Τα πρώτα τραγούδια ήσαν έπη: θεογονίες που δίδασκαν τη θρησκεία και τις τελετές, αφηγήσεις κατορθωμάτων των προγόνων, και συρραφές οδηγιών για τις αγροτικές ασχολίες. Ωστόσο, τα τραγούδια δέν ήταν σε θέση να νικήσουν τον χρόνο. Μια ιστορία της μουσικής είναι ανέφικτη. Τα έπη χάνονταν μέσα στο πέρασμα του χρόνου, ενώ αντίθετα, τα κτιριακά/ταφικά μνημεία, η ζωγραφική και η γλυπτική, διατηρούνταν. Κι αυτά όμως, δεν μπορούσαν να μεταδώσουν πληροφορίες για το ποιοί, γιατί, πως και πότε.
Και εγένετο η πρώτη επικοινωνιακή έκρηξη, με την εφεύρεση της γραφής, την οποίαν ο Αισχύλος ονομάζει «μνήμη των πάντων και μητέρα των μουσών»(5). Δεν έχει νόημα εδώ να παραθέσω τα οφέλη από τη μεγάλη αυτή επικοινωνιακή επανάσταση. Θα ήθελα όμως να σταθούμε σε κάποιες χρονολογίες.
Η ζωγραφική γενιέται πριν ακόμη υπάρξουν κτιριακές κατασκευές, μέσα στα σπήλαια. Οι ειδικοί χρονολογούν τις αρχαιότερες σπηλαιογραφίες περίπου στο 40.000 π.Χ. Κι όμως, πέρασαν περίπου 15.000 χρόνια για να εμφανιστούν οι πρώτες φορητές εικόνες. Η κατεργασία λίθου άρχισε στο απώτατο παρελθόν, κι όμως, τα πρώτα αγαλμάτια εμφανίζονται μόνο 20.000 χρόνια π.Χ. Καθώς βλέπουμε, ο χρόνος που χρειάζεται για να περάσουμε από το ένα βήμα στο άλλο είναι απίστευτα μεγάλος, αν και σε μάς που τα βλέπουμε εκ των υστέρων φαίνεται αυτονόητο ότι αφού έγινε το πρώτο βήμα, είναι πανεύκολο το πέρασμα στο επόμενο. Ας συνεχίσω όμως μιάν ακόμη περίπτωση.
Η γραφή με σφηνοειδείς χαρακτήρες εμφανίζεται στον Δούναβη περίπου το 5.000 π.Χ. Κι όμως, το φθογγικό αλφάβητο εμφανίζεται μόλις τον 8ο αιώνα π.Χ., που σημαίνει ότι τα γενητούρια του κράτησαν πάνω από 4.000 χρόνια! Ακολούθησαν αιώνες εξάπλωσης και βελτίωσής του, έως ότου φθάσουμε στην τυπογραφία τον 15ο αιώνα μ.Χ., που σημαίνει μόνο δυό χιλιάδες χρόνια περίπου. Κι από κεί, καθόμαστε μπροστά στο κομπιούτερ μας, μετά περίπου 500 χρόνια.
Με τις χρονολογήσεις αυτές δεν θέλω μόνο να δούμε την ιστορική διαδρομή με την ψυχραιμία που επιβάλλεται, δεν θέλω μόνο να ψυχράνω τον άμετρο ενθουσιασμό μπροστά στις νέες τεχνικές, αλλά και να θέσω το ερώτημα: δεν είναι άραγε η σημερινή «επικοινωνιακή» έκρηξη, ένα βήμα σε μια πορεία που άρχισε εδώ και 7.000 χρόνια;
Βλέπουμε πολλούς να θεωρούν τις τεχνολογίες αιχμής ως επικίνδυνες. Και δύσκολα θυμόμαστε ότι το ίδιο συνέβη και με τη γραφή: ο Σωκράτης, κι όχι κάποιο φοβισμένο γεροντάκι, απέρριπτε τον γραπτό λόγο. Και ο Πλάτων επίσης, μολονότι το έργο του είναι πελωρίου μεγέθους, σε βαθμό που ο Ρωμαίος Κικέρων να γράψει: «Αν ο Δίας ήθελε να μιλήσει τη γλώσσα των ανθρώπων, θα μιλούσε σαν τον Πλάτωνα».
Παρακαλώ να σταθούμε στα επιχειρήματα απόρριψης του γραπτού λόγου. Ένα χαρακτηριστικό επιχείρημα είναι ότι ο γραπτός λόγος αφήνεται στα χέρια του αναγνώστη κι όχι του συγγραφέα. Είναι θέμα πώς διαβάζεις το κάθε τί. Κι αυτό διότι στην γραφή δεν περνάει ο λεγόμενος «ενδιάθετος λόγος», δηλαδή το αίσθημα με το οποίο χρωματίζεται κάθε φράση, αυτό που λέμε το ηχόχρωμα που έχει ο προφορικός λόγος.
Θα σας φέρω ένα παράδειγμα: λέγει το Ευαγγέλιο ότι πριν ακόμη βρει τους μαθητές του ο Ιησούς, έλεγε «μετανοείτε» στο κοινό. ‘Οπως μου έλεγαν, στην πολυσυζητημένη ταινία του Παζολίνι «το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», ο ηθοποιός που έλεγε το «μετανοείτε» ήταν τόσο άσχετος, ώστε ο Ιησούς έμοιαζε με μάλλον σαλεμένο άνθρωπο που όποιον εύρισκε μπρος του τούλεγε «μετανοείτε». Κι εσείς, ασφαλώς, έχετε επισημάνει το ίδιο φαινόμενο στην τάξη σας, στην ανάγνωση κειμένων, όπου το ίδιο κείμενο έχει άλλη απόχρωση, άλλες εμφάσεις, άλλο νόημα κάποτε, ανάλογα με το ποιός διαβάζει. Ένας γέρων μοναχός έλεγε: «Δεν χρειάζεται να σου ανοίξει την καρδιά του ο καλόγερος. Άφησέ τον να διαβάσει, και θα μάθεις όσα ο Θεός θέλει να γνωρίζεις. Γιατί η ανάγνωση είναι εξομολόγηση».
Ο Ιησούς Χριστός εικονίζεται πολύ συχνά με βιβλίο στο χέρι. Δεν υπάρχει σε καμιάν άλλη θρησκεία εξεικόνιση θεού με βιβλίο. Ο ίδιος ο Ιησούς, που εικονίζεται να κρατά το Ευαγγέλιο, το βιβλίο της ζωής, δεν έγραψε τίποτε. Και μάλιστα, η εντολή που έδωσε στους μαθητές Του είναι σαφής: «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε [μιλήστε] το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει». Και πράγματι, «εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών» , που σημαίνει ο προφορικός τους λόγος. Ο προφορικός λόγος, το κήρυγμα, υπήρξε το όργανο μετάδοσης της χριστιανικής πίστης. Θλίβομαι βλέποντας ότι το κήρυγμα σήμερα είναι μερικές φορές ανούσιο, και το κοινό πλήττει ακούγοντάς το. Θλίβομαι διότι η πίστη μας μεταδίδεται σε μεγάλο βαθμό από διαβάσματα. Ενώ θάπρεπε να την μιλάμε, να την ακούμε, να την ψάλλουμε, και το διάβασμα να είναι βοηθητικό μέσο. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι τα πρώτα κείμενα της χριστιανικής γραμματείας ήταν επιστολές κι όχι βιβλία. Ακόμη και τα Ευαγγέλια γράφτηκαν, αργότερα, για την από κοινού κι όχι για την κατά μόνας ανάγνωση – όπως γίνεται ακόμη σήμερα στη Θεία Λειτουργία.
Ηεφεύρεση της τυπογραφίας είχε καθοριστική σημασία. Όμως, θα απωθήσω τον πειρασμό να αναφερθώ σε όσα οι κοινωνιολόγοι και οι φιλόσοφοι έχουν πει γι αυτήν. Ας μου επιτραπεί μόνο, να μνημονεύσω τον Μάρσαλ Μακ Λιούαν, για την χαρακτηριστική του φράση που έγινε και τίτλος ενός βιβλίου του, ότι βρισκόμαστε πιά στον Γαλαξία του Γουτεμβέργιου, στον κόσμο δηλαδή όπου κύριο αισθητήριο όργανο είναι πιά το μάτι κι όχι το αυτί. Βλέπουμε πιά, δεν ακούμε. Μήπως λοιπόν θα έπρεπε να δούμε την τεχνολογία αιχμής ως μια επέκταση κι ενδυνάμωση της εικονικής, της οπτικής μας διάστασης;
Βεβαίως, στο κομπιούτερ μας μπορούμε να έχουμε όποιο μέσο ενημέρωσης θέλουμε. Έχουμε στη διάθεσή μας βιβλιοθήκες που αλλιώς δεν θα προλαβαίναμε ούτε να επισκεφθούμε, δισκοθήκες, και ακόμη ταινιοθήκες. Μπορούμε να διαβάσουμε, να παίξουμε, να ανταλλάξουμε μηνύματα με όποιον θέλουμε, όπου γης, μέσα σε χρόνο αδιανόητα σύντομο. Αυτά, και πολλά που πάλι δεν θάχε νόημα να προσθέσω, είναι τα εξαιρετικώς σημαντικά. Και επειδή τα αναγνωρίζω, επειδή τα εκτιμώ, γι αυτό και εισηγήθηκα στην Εκκλησία μας να περάσει στη νέα εποχή, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που παρέχει το ίντερνετ. Ίσως γνωρίζετε ότι δεν έχουμε απλώς μιαν ιστοθέση όπου περιέχονται ειδήσεις και πληροφορίες για τη δράση της Εκκλησίας μας. Έχουμε αναπτύξει μια συνεχώς και με γοργό ρυθμό εμπλουτιζόμενη on line Βιβλιοθήκη, στην οποία περιέχονται θησαυροί, από κείμενα πατέρων της Εκκλησίας, έως έργα της νεοελληνικής γραμματείας.
Εν τούτοις, από τα επιτεύγματα του ανθρώπου δεν λείπουν οι ανοιχτοί λογαριασμοί. Και σε αυτούς νιώθω χρέος μου να σας επιστήσω την προσοχή. Ο χρόνος δεν επαρκεί για να κοιτάξουμε όλα τα ερωτηματικά. Θα ήθελα όμως να στοχασθούμε τουλάχιστον πάνω σε δύο από αυτά.
Και πρώτ’ απ’ όλα, πόσο αυξάνει πράγματι η επικοινωνία; Θα ήθελα να σας θυμίσω ότι επικοινωνία δεν έχουμε όταν μιλάμε, δεν έχουμε όταν ανταλλάσσουμε πληροφορίες και απόψεις, δεν έχουμε ούτε κι όταν ακόμη αποφασίζουμε να κάνουμε μαζί κάτι.
Ο Ιησούς έδωσε πολλές φορές ερμηνεία του τι είναι επικοινωνία. Θα ήταν ίσως θέμα μιας άλλης μέρας να παρουσιάσω τις ερμηνείες και οδηγίες Του αυτές, και να τις συζητήσουμε μαζί. Ας αρκεσθώ τώρα εδώ να σας θυμίσω μία: «γίνεσθε ούν φρόνιμοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι περιστεραί». Την ίδια αυτή εντολή έδινε στους μαθητές του όταν γίνονταν εξομολόγοι, ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, ένας από τους πιό σημαντικούς γέροντες του 20ου αιώνα: «να εξομολογείτε προσεγγίζοντας τον άλλον με την αυτοσυγκέντρωση και την προσεκτική κίνηση του φιδιού, και να μην τον πιέζετε, αλλά να πλησιάζετε την ψυχή του, που σας την ανοίγει, με την τρυφερότητα πούχει το πουλί».
Έτσι, επι-κοινωνία σημαίνει συμμετοχή, υπέρβαση των ορίων του εγώ μας και είσοδος στον εσώτερο χώρο του άλλου, είσοδος γεμάτη προσοχή και κατανόηση. Έλεγε ο γέρων μοναχός που σας ανέφερα προηγουμένως: «Οι άνθρωποι δεν συνομιλούν όταν κάθονται σ΄ ένα τραπέζι για να λύσουν κάποιο πρόβλημα. Όταν αυτό γίνεται, το καλό είναι να συνεννοούνται. Αλλά, πρέπει να συνομιλούν. Όμως αυτό γίνεται όταν δεν λέει ο καθένας τα δικά του, αλλά έχουν αυτιά τεντωμένα και μάτια έτοιμα να δεχτούν τον άλλον. Μιλώ θα πει δίνομαι.»
Είστε βέβαιοι ότι προς αυτό βαδίζουμε;
Αυτό που αυξάνει κατακόρυφα και αποκτά πρωτοφανείς διαστάσεις, φοβούμαι ότι δεν είναι πράγματι επι-κοινωνία, αλλά επι-πληροφόρηση. Ερωτάται: μας οδηγούν στ΄αλήθεια σε μεγαλύτερη και πιό ουσιαστική επικοινωνία τα κανάλια της τηλεόρασης, οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα; Κι όμως, αυτά τα ονομάζουμε, εντελώς αβασάνιστα, «μέσα μαζικής επικοινωνίας». Σας ερωτώ: είναι πράγματι; Θάταν λοιπόν χρήσιμο να στοχασθούμε: μπορούμε να ονομάσουμε την αύξηση της ισχύος αυτών των μέσων «νέα εποχή επικοινωνίας»; Και όσοι έχετε κουράγιο, να αναρωτηθείτε: αυτό είναι που μας λείπει;
Ένα ακόμη ερώτημα πάνω στο οποίο θα ήθελα να τραβήξω την προσοχή σας, είναι οι συνέπειες από την νέα τεχνολογία . Σας παρουσίασα την αρνητική συνέπεια της γραφής: την απώλεια του ενδιάθετου λόγου, την ήττα που υπέστη η επικοινωνία από την αντικατάσταση της ομιλίας με το διάβασμα. Έχει και η νέα τεχνολογία μιαν αρνητική όψη: τον τεχνοαυτισμό. Πρόκειται για φαινόμενο που ήδη παρατηρείται: ο άνθρωπος βρίσκει πολύ πιό ενδιαφέρον και ζωντανό να κάθεται μπροστά στον κόσμο που του δίνει η οθόνη του κομπιούτερ του, από του να έχει αληθινές επαφές με το αληθινό περιβάλλον του. Ως πάθηση, ο τεχνοαυτισμός ορίζεται ως η αδυναμία του ανθρώπου να εκφράσει προσωπικά αισθήματα χωρίς τη βοήθεια της τεχνολογίας. Οι έρευνες δείχνουν ότι τα πιό εύκολα θύματα του τεχνοαυτισμού είναι τα μικρά παιδιά, τα οποία άλλωστε είναι πιό εύκολα θύματα του λεγόμενου τεχνοβιασμού της ψυχής των. Μένει να σκύψετε στο ερώτημα: πως μπορούμε να αποφύγουμε τις παρενέργειες αυτές, που αν αφεθούν θα μεταβάλλουν την κοινωνία σε άθροισμα δύστυχων και απομονωμένων ατόμων;
Κλείνοντας, επιτρέψτε μου απευθυνόμενος ιδιαίτερα στους νεαρούς ακροατές μου, να υπογραμμίσω: δεν αμφιβάλλω ότι η τεχνολογία αιχμής είναι χρήσιμη, ότι βοηθάει την οικονομική πρόοδο, ότι μεγιστοποιεί την ισχύ την οποία ήδη έχουμε. Αλλά θαρρώ ότι πρέπει να στοχασθούμε, πόσο ουσιαστική είναι η επιπληροφόρηση. Δεν μιλάμε εδώ για γνώση, διότι είμαι σίγουρος ότι στο λαμπρό σχολείο σας μάθατε ήδη πως γνώση δεν είναι το άθροισμα του ποσού των πληροφοριών επί την ταχύτητα απόκτησής των. Γνώση δεν έχεις παρά μόνον όταν κλείσεις την πόρτα στο θόρυβο της πληροφορίας, όταν την υποτάξεις σε σταθερά κριτήρια τα οποία έχεις ήδη αποκτήσει, κριτήρια ικανά να ελέγχουν την ποιότητα της πληροφορίας και να μη καθοδηγούνται από την πυκνότητά της.
Το έργο αυτό είναι ακόμη πιό συγκεκριμένο για τον χριστιανό: γι αυτόν, γνώση είναι η στροφή από το πως υπάρχουμε στο γιατί υπάρχουμε, κι έπειτα πίσω στο πως υπάρχουμε που το καθορίζει πιά το γιατί. Γράφει ο προφήτης Ιεζεκιήλ ότι πριν αρχίσει το έργο του, πριν μιλήσει στον λαό, ο Θεός τον διέταξε να φάει το βιβλίο . Και ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής θα ακούσει αιώνες αργότερα την ίδια εντολή: «ύπαγε, λάβε το βιβλίον [...] λάβε και κατάφαγε αυτό» . Η εντολή, παραμένει αταλάντευτη: φάγε το βιβλίο! Η εντολή είναι σαφέστατη: πέρασε από το στάδιο της πληροφόρησης στην εσώτερη γνώση!
Και βέβαια, δεν είναι εντολή μόνο προς τους προφήτες, αλλά προς όλους εμάς, εντολή που ελέχθη για να φτάσει ως εμάς και να μεταφερθεί στις καρδιές μας.
Εύχομαι. Αμήν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
-------------------------------------------------------------------------------
1. Γρηγ. Νύσσης, Εις τον Εκκλησιαστήν, Μ44,668
2. Κοριν.α’, 13,13
3. Λουκ. 18,9-14
4. Γεν. 3, 8-24
5. Προμηθεύς Δεσμώτης, 60-61