Προσέρχομαι ἐνώπιόν σας, ἀγαπητοί, ἀγαπητοί μου Θεσσαλονικεῖς, γιὰ νὰ σᾶς μιλήσω ἐκ μέσης καρδίας γιὰ ἕνα θέμα ποὺ ἀφορᾶ σὲ ὅλους ὅσοι πονᾶμε αὐτὸν τὸν τόπο. Ἡ πόλη σας γεννήθηκε ὅταν ὁ Ἑλληνισμὸς πέρναγε στὴ δημιουργία μιᾶς νέας ἐποχῆς, τῆς μακεδονικῆς ἐποποιίας, καὶ εὐλογήθηκε ἀργότερα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ποὺ γράφει ὅτι προσεύχεται γιὰ τοὺς Θεσσαλονικεῖς: «Εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ περὶ πάντων ὑμῶν μνείαν ποιούμενοι ἐπὶ τῶν προσευχῶν ἡμῶν ἀδιαλείπτως».(1) Ποιά μεγαλύτερη εὐλογία μπορεῖτε νὰ ἔχετε ἀπὸ τοῦ νὰ σᾶς μνημονεύει «ἀδιαλείπτως» ὅπως γράφει, νὰ προσεύχεται συνεχῶς γιὰ σᾶς, ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν; Αὐτὴ τὴν εὐλογία εὔχομαι νὰ συμμερισθῶ μιλώντας σας σήμερα, καὶ νὰ αἰσθανθῶ καὶ πάλιν τὸ δέος ποὺ προκαλεῖ ἡ αἴσθηση τῆς εὐθύνης μας ἐνώπιον τῶν ἐξελίξεων ποὺ ἐπηρεάζουν τὴν ἱστορικὴ καὶ πολιτισμική μας πορεία, καὶ ὅλως ἰδιαιτέρως τὴν Παιδεία μας.
* * *
Ἡ ἀναφορὰ στὸ θέμα τῆς Παιδείας γίνεται τὴν ὥρα ποὺ ἡ κυκλοφορία τοῦ βιβλίου Ἱστορίας τῆς ΣΤ΄ Δημοτικοῦ προκαλεῖ εὔλογες ἀντιδράσεις. Ὡστόσο, δὲν θὰ μιλήσω μὲ πρόθεση νὰ καταδικάσετε τὸ συγκεκριμένο βιβλίο. Θὰ ἦταν πολὺ εὔκολο αὐτό, ἀλλὰ θέλω νὰ δοῦμε ἐποπτικὰ τὴν πραγματικότητα. Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἕνα ἀνακριβοῦς περιεχομένου βιβλίο, εἶναι ἡ ὄπισθεν τούτου κρυπτόμενη ἰδεολογία. Ἔκφραση τῆς ἰδεολογίας αὐτῆς εἶναι τὸ συγκεκριμένο βιβλίο ἱστορίας.
Ἀναγκαῖον ὅμως νὰ ἀρχίσω μὲ μιὰ σύντομη εἰσαγωγικὴ ἐπισήμανση πάνω στὸ χαρακτήρα τῆς Παιδείας. Στὴ συνέχεια θὰ ἀναφερθῶ μὲ ἁδρὲς γραμμὲς στὴν παθογένεια τῆς ἰδεολογίας, ὥστε νὰ καταλάβουμε τί συμβαίνει καὶ τί καλούμεθα νὰ ὑπερασπίσουμε.
Ἀνήκω σὲ ἐκείνους ποὺ ἐπιμένουν νὰ διακρίνουν τὴν Παιδεία ἀπὸ τὴ διδασκαλία, σὲ ἐκείνους ποὺ ἐπιμένουν ἀκολουθώντας τὸν Πλάτωνα νὰ βεβαιώνουν ὅτι ἄλλο εἶναι νὰ θέλεις ἱκανοὺς τεχνίτες καὶ ἄλλο νὰ θέλεις πλάσματα ἱκανὰ νὰ κρίνουν τὴ σκοπιμότητα καὶ τὰ ὅρια τῆς τεχνικῆς. Τὸ πρῶτο εἶναι διδασκαλία, τὸ δεύτερο εἶναι Παιδεία.(2) Τὸ ζήτημα εἶναι ὅτι δὲν ἔχουμε ποτὲ κρίση διδασκαλίας∙ διότι ἡ διδασκαλία πάντοτε προσαρμόζεται στὶς δυνατότητες καὶ τὰ δεδομένα. Κρίση βλέπουμε μόνο στην Παιδεία, ἐπειδὴ ἔργο της εἶναι ἡ μόρφωση ψυχῆς, καὶ αὐτὸ τὸ ἔργο δὲν ἔχει ἀπέναντί του δεδομένα, ἀλλὰ ἰδανικά. Ἔτσι, ἡ Παιδεία στὸν Πλάτωνα εἶναι ἡ μόρφωση τοῦ νέου μὲ ἀρετές, ὥστε νὰ τὶς θέτει πάνω ἀπὸ κάθε προσωπικὴ ἐπιθυμία ἢ στενοχωρία.(3) Ἀντίστοιχα, στὴ χριστιανικὴ κοινωνία ἡ παιδεία εἶναι ἡ ἐπίπονη ἄσκηση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὁδὸ τῆς ἁγιότητος. Γράφει σχετικὰ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ἡ ἀγωγὴ εἶναι ὡφέλιμη στὴν ψυχὴ διότι τὴν καθαρίζει, συχνὰ μὲ πόνους, ἀπὸ τὶς κηλίδες τῆς κακίας».(4) Καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς στὴν 6η Διδαχή του γράφει: «Τὴν ἀγάπην, ἐπειδὴ δὲν τὴν ἠξεύρετε, πρέπει, παιδιά μου, νὰ στερεώνετε σχολεῖα· διατὶ πάντα εἰς τὰ σχολεῖα γυμνάζονται οἱ ἄνθρωποι καὶ ἠξεύρουν καὶ μανθάνουν τὸ τί ἐστι ὁ Θεός, τὸ τί εἶνε οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, τί εἶνε οἱ καταραμένοι δαίμονες καὶ τὸ τί εἶνε ἡ ἀρετὴ τῶν δικαίων. Τὸ σχολεῖον φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους. Ἀνοίγουν τὰ ὀμάτια τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν νὰ μανθάνουν τὰ μυστήρια».(5)
Καὶ στὶς δύο ἀντιλήψεις, πλατωνικὴ καὶ χριστιανική, ἡ Παιδεία δὲν εἶναι ὁ παθητικὸς ἀποδέκτης τοῦ αἰτήματος γιὰ ἀρίστευση τοῦ ἀνθρώπου∙ εἶναι τὸ πεδίο στὸ ὁποῖο συναντῶνται ἀφ΄ἑνὸς μὲν τὸ ἰδανικὸ τῆς κοινωνίας γιὰ τὸ ποιὸς πρέπει νὰ εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος ἀφ ἑτέρου δὲ τὸ ἰδανικὸ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ τέλεια κοινωνία. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ διαλεκτικὸ πεδίο. Παρακολουθώντας τὴ λογικὴ τοῦ Πλάτωνος βλέπουμε ὅτι ζητούμενο ἀπὸ τὴν πολιτεία εἶναι ὁ τρόπος διαμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἰδανικοῦ πολίτη, ὁ ὁποῖος ὅμως πολίτης εἶναι ἰδανικὸς διότι καὶ ἐν ὅσῳ μεταρρυθμίζει καὶ βελτιώνει τὴν πολιτεία. Καὶ στὴ χριστιανικὴ κοινωνία πάλι, ζητούμενο εἶναι ὁ πλήρης χάριτος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος βεβαίως ἐπενεργεῖ χαριτώνοντας τὴν κοινωνία.(6)
Οἱ δύο αὐτὲς ἀντιλήψεις γιὰ τὴν Παιδεία, ποὺ δὲν διαφέρουν μεταξύ των ἐν τοῖς πράγμασι, κράτησαν τὸν κόσμο ὥς τὸν 18ο αἰώνα. Στὶς 17 Ἰουνίου 1789, ἡ Γαλλικὴ Συνέλευση τῶν Τάξεων (EstatesGeneral) μετονομάστηκε μὲ δική της ἀπόφαση σὲ Ἐθνοσυνέλευση (Assemblée nationale), καὶ ὁδήγησε στὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ ὅρου ἔθνος σὲ θεσμικὸ καὶ μάλιστα κυρίαρχο ἐπίπεδο. Στὸ ὄνομα τοῦ ἔθνους καταργήθηκε ἡ βασιλεία καὶ δημιουργήθηκε τὸ λεγόμενο λαϊκὸ (laique) κράτος, ποὺ σημαίνει κράτος τὸ ὁποῖο δὲν ἀναγνωρίζει θεμελιώδη ρόλο στὴ θρησκεία.
Τὸ κράτος αὐτό, ἀπομάκρυνε τὴν Παιδεία ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἐπίδραση καὶ τὴ συνέδεσε μὲ τὴ ρωμαϊκὴ παράδοση. Ὁ ρόλος τῆς Παιδείας καθορίστηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ Κικέρωνος: Patria mibi vita mea carior est, ἤτοι «ἡ πατρίδα, εἶναι πιὸ ἀγαπητὴ κι ἀπὸ τὴ ζωή μου».(7) Τὸ λάθος στὸ ἀξίωμα αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀναγνωρίζονται μόνον δύο πόλοι: ἡ πατρίδα καὶ ὁ ἄνθρωπος. Σὲ αὐτὸ τὸ σχῆμα δὲν νοεῖται ὡς ἀναγκαία ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἡ πατρίδα ἔχει γίνει ὑπερβατικὴ Δύναμις καὶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ζεῖ ὑπὸ αὐτὴν καὶ δι΄ αὐτήν.
Τὸ ἐρώτημα εἶναι: ποιὸν ἄνθρωπο καλλιεργεῖ ἡ ἀντίληψη αὐτή; Τὸ δοκίμιο τοῦ Κὰντ «Ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα: Τί εἶναι ὁ Διαφωτισμός», τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζεται ὡς ἡ ἐναργέστερη ἔκθεση τῆς φιλοσοφικῆς αὐτῆς στάσης, εἶναι σαφές: ζητάει τὴ διαμόρφωση ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἑδράζεται παρὰ μόνο στὸν ἑαυτό του, καὶ δὲν ὑποτάσσεται παρὰ μόνο σὲ κανόνες ἠθικῆς κι ὄχι στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία.(8) Τὸ κυρίαρχο σύνθημα Παιδείας εἶναι πλέον τὸ λατινικὸ ρητὸ sapere aude!(9), δηλαδὴ «τόλμα νὰ μάθεις!» Ἐσύ, τὸ ἄτομο, χωρὶς ἀνάγκη προσευχῆς καὶ εὐλογίας, τόλμα νὰ μάθεις. Ἡ μάθηση σημαίνει ἀκριβῶς τὴν ἀπόσπασή σου ἀπὸ τὴν πίστη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν παράκληση εὐλογίας, πνευματικὴ στάση τὴν ὁποία ὁ Κὰντ χαρακτηρίζει στὸ ἴδιο δοκίμιο ὡς ἔκφραση πνευματικῆς δειλίας.
Ἡ πνευματικὴ κατάσταση τὴν ὁποία εἰσηγεῖται ὁ Διαφωτισμός, μολονότι δείχνει νὰ ἔχει ἕνα ἡρωϊκὸ ἀέρα, ὁδηγεῖ σὲ προφανὴ ἀδιέξοδα, ὅπως καὶ κάθε στάση ζωῆς καὶ παιδείας ποὺ αὐτονοηματοδοτεῖται. Εἶναι μιὰ στάση ποὺ φιλοδόξησε νὰ διαπλάσει ἕναν ἄνθρωπο ἀποκομμένον ἀπὸ κάθε ὑπερβατικὴ ἀξία, καὶ δὴ χριστιανική, ἀνοίγοντας τὸ δρόμο πρὸς τὸν ἀτομικισμό.(10) Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα μικρὴ ἦταν ἡ ἀπόσταση γιὰ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὴ θεοποίησή του μέσῳ τοῦ ὀρθοῦ λόγου. Πράγματι! Ὁ Γερμανὸς Διαφωτιστὴς φιλόσοφος Λέσσινγκ διετύπωσε τὸ 1780 τὴ θεωρία ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες, περιλαμβανομένου τοῦ χριστιανισμοῦ, προσέφεραν πολλὰ στὴν πρόοδο τοῦ διανοεῖσθαι, ἀλλὰ ὁ ὑπέρτατος βαθμὸς πνευματικῆς ἀνόδου τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ ἀφήσει πίσω του τὶς θρησκεῖες, καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Διαφωτισμοῦ νὰ στηριχθεῖ στὸ ἄτομό του, τὸ ὁποῖο εἶναι ὁ Θεὸς τῆς μετὰ τὶς θρησκεῖες ἐποχῆς.(11)
Ἡ κρίση τῆς κοινωνίας καὶ συνακόλουθα τῆς παιδείας, τὴν ὁποία ζοῦμε σήμερα, εἶναι προϊὸν ἀκριβῶς τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ἔχοντας πλέον ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴ θεμελίωσή του μέσα στὴ σχέση μὲ τὸν πλησίον, ἔχοντας ἀντικαταστήσει τὴν ἀφοσίωση καὶ τὴ θυσία μὲ κώδικες ἠθικῆς συμπεριφορᾶς, ἔχοντας στερηθεῖ σταθερὲς ἀναφορὲς ποὺ τοῦ ἔδιναν τὶς συντεταγμένες του στὸν κόσμο, παραδίδεται γρήγορα στὶς δυνάμεις τῆς ἀλλοτρίωσης. Οἱ δυνάμεις αὐτὲς ὁπλίζουν τὸ ἄτομο στὸν ἀγῶνα του νὰ ἐπικρατήσει ἐπὶ τῶν ἄλλων μὲ κάθε τρόπο στὴ σκληρὴ καὶ ἀπρόσωπη καταναλωτική, δηλαδὴ ὑλιστική, κοινωνία. Στὴ νεωτερικὴ καὶ μετανεωτερικὴ παιδεία δὲν ἐπιδιώκεται ἡ μόρφωση τοῦ νέου ἀνθρώπου καὶ ἡ διάπλαση τῆς ψυχῆς του, ἀλλὰ ἡ κατάρτισή του ἡ ἐπαγγελματική. Ἐδῶ καὶ χρόνια ἀκοῦμε τὴν ἄρχουσα λογικὴ νὰ ζητάει σύνδεση τῆς ἐκπαίδευσης μὲ τὴν παραγωγή — καὶ δὲν ἔχουμε ἀντιδράσει, ἴσως, ὅσο θὰ ἔπρεπε. Ἀπὸ τὸ 1989 διατυπώθηκε ἐπισήμως πλέον στὴν Εὐρώπη τὸ αἴτημα τῆς προσαρμογῆς τῆς ἐκπαίδευσης στὸν ἐμπορικὸ ἀνταγωνισμό, καὶ πάλι βέβαια χωρὶς καμιὰ συζήτηση γιὰ παράλληλη ἐνίσχυση τῆς ἀνθρωπιστικῆς παιδείας καὶ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ θωράκιση τοῦ νέου ἀνθρώπου.(12)
Τὸ ἄτομο, ἔχοντας ὡς μόνον ὁδηγό του ἕνα αἴσθημα εὐθύνης θεμελιωμένο στὴν ἠθικὴ κι ὄχι στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ νόημα στὴ ζωή του, καὶ βεβαίως δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ ὡς ὑπέρτερη ἑρμηνεία τῆς ὕπαρξής του ὅσα ψελλίζει ἡ ἀθεϊκὴ ἠθική.
Ὁ Κάντ ἴσως ὄχι, ἀλλὰ οἱ ὁπαδοί του σίγουρα θὰ διεπίστωσαν ὅτι ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ δημιουργήσει κοινότητα, κι ὅτι μὲ αὐτὴν τὸ ἄτομο δὲν ἐλευθερώνεται ἀλλὰ ἀποξενώνεται. Τὸ σύνθημα «τόλμα να μάθεις!» γίνεται ἀναγκαστικὰ «τόλμα να ἀπογυμνωθείς!» Ὁ ἀτομικισμὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ καταστεῖ μηχανισμὸς ἀλλοτρίωσης τοῦ ἀτόμου. Ἔτσι ἀπογυμνωμένο ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα, τὸ ἄτομο σύρεται ὡς μονομάχος στὴν ἀρένα τῆς ἀγορᾶς. Ἡ ἀγορά, ἄλλοτε μέρος τῆς ζωῆς, γίνεται τὸ κέντρο τῆς ζωῆς. Ἡ ἐπιτυχία σὲ αὐτὴν γίνεται τὸ μέτρο κρίσεως τοῦ ἀτόμου. Στερημένη ἀπὸ τὸ πλαίσιο ποὺ δίνει ἡ χριστιανικὴ ζωή, ἡ προτροπὴ νὰ μάθεις μεταπίπτει σὲ προτροπὴ νὰ ἐπιτύχεις στὸν ἀνταγωνισμό, ἔτσι ὥστε τὸ σύνθημα «τόλμα νὰ μάθεις!» μεταφράζεται στὴν κραυγὴ «Νίκησε! Κέρδησε!»(13)
Κατ΄αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ κοινωνία ποὺ στήθηκε στὸ ὄνομα τοῦ ἀτόμου, τώρα προχωράει στὴ σύνθλιψή του. Ἐὰν δὲν δράσουμε ἀμέσως καὶ σωστικά, ἡ δυτικὴ κοινωνία —ἡ κοινωνία μας, πλέον— θὰ μετατραπεῖ βαθμιαία καὶ γρήγορα σὲ μηχανισμὸ ἐξαφάνισης κάθε διαφορᾶς, ὅπου οὔτε γένος, οὔτε γλώσσα, οὔτε παιδεία, οὔτε ἦθος, οὔτε θρησκεία, οὔτε παράδοση, οὔτε ἱστορικὴ παρουσία καὶ συνέχεια θὰ ἀναγνωρίζονται, κι ὅπου τὸ ἄτομο θὰ διακρίνεται πλέον ἀπὸ τὰ ἄλλα μόνο ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς καταναλωτικῆς δαπάνης. Ἐὰν δὲν ἀντιδράσουμε βοηθώντας, θὰ καταργηθεῖ, κάθε αὐτοσυνειδησία ποὺ προϋποθέτει ὑπέρβαση τοῦ ἐγκόσμιου καὶ παροντικοῦ καὶ ἄρα ἡ χριστιανικὴ πίστη, θὰ καταργηθεῖ κάθε ταυτότητα ποὺ προϋποθέτει ἱστορικὲς καὶ ἄρα ὑπερατομικὲς ρίζες.
Αὐτὴ τὴν ἰδεολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ κόσμου, αὐτὴν τὴν ἐρήμωση τοῦ κόσμου ἀπὸ κάθε νόημα ποὺ ὑπερβαίνει τὴν παροντικότητα, ἐκφράζει ἀπροκάλυπτα ἡ ἐπιχειρούμενη νὰ εἰσαχθεῖ ἱστοριογραφία, ξεκαθαρίζοντας ὠμὰ στὸ ἐπὶ τοῦ θέματος ἐγχειρίδιό της ὅτι «Οι μαθητές καλούνται να υπερβούν το έθνος και να ταυτιστούν με στενότερα ή ευρύτερα σύνολα, κατανοώντας ότι υπάρχουν πολλές ταυτότητες που συμπληρώνουν η μία την άλλη. Οι έμφυλες ταυτότητες, η τοπική ταυτότητα, η ταυτότητα του οπαδού μιας ποδοσφαιρικής ομάδας»(14) εἰσάγονται ὡς ὑπέρτερες τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας. Ἡ ταυτότητα τῆς μετοχῆς στὴν Ἐκκλησία, ἡ ταυτότητα τοῦ νὰ εἶσαι σῶμα καὶ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἀναφέρεται κάν. Καὶ βεβαίως, παραγράφεται ἡ ἐθνικὴ ταυτότητα, νοουμένη ὡς διαχρονικὴ ἑνότης.
Πάντως, διαβάζοντας τὰ 4 βοηθητικά τῶν ἐκπαιδευτικῶν βιβλία τὰ ὁποῖα μᾶς ἀφοροῦν, διαπιστώνουμε ὅτι ἡ παραχάραξη τῆς ἱστορίας μας ἀθωώνει τὴν Τουρκία ἀπὸ ὅλα τὰ ἐγκλήματά της σὲ βάρος τῶν Ἑλλήνων, καὶ μάλιστα τὴν παρουσιάζουν ὡς ἀθώα δύναμη, ἀνεξίθρησκη, φιλειρηνική καὶ φιλάνθρωπο, σὲ βαθμὸ ποὺ ὁ Ἕλληνας τῆς Τουρκοκρατίας νὰ μὴν ἀντιλαμβάνεται τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν Πατισὰχ καὶ τὸ Βυζαντινὸ Αὐτοκράτορα. Γι αὐτὸ καὶ δὲν γίνεται λόγος γιὰ κρυφὸ σχολειό, ἀλλὰ ἀντίθετα, τονίζεται ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἔδιναν ἀμέσως ἔγκριση σὲ ὅποιον ἤθελε νὰ διδάξει γράμματα στὰ ἑλληνόπουλα, καὶ μάλιστα πίεζαν τοὺς Ἕλληνες γονεῖς νὰ μὴ κρατοῦν ἀγράμματα τὰ παιδιά. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο δὲν γίνεται λόγος γιὰ ἐπιδρομές, λεηλασίες, ἁρπαγὲς περιουσιῶν, κακοποιήσεις, ἀπαγωγὲς καὶ πούλημα τῶν σκλάβων στὰ δουλοπάζαρα, ἀλλὰ ἀντίθετα τονίζεται ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἔδιναν ἀφειδῶς προνόμια στοὺς Ἕλληνες, τοὺς συμπαραστέκονταν μὲ διευκολύνσεις στὴν ἐμπορική τους δραστηριότητα, καὶ μάλιστα τοὺς ἔσπρωχναν στὴν προκοπή. Ἀκόμη καὶ τὸ φρικτὸ παιδομάζωμα ποὺ γέμιζε τὴν ὑπόδουλη Ἑλλάδα θρήνους, παρουσιάζεται ὡς «πρωτότυπο σύστημα στρατολόγησης το οποίο μετέτρεπε νεαρούς μη μουσουλμάνους υπηκόους σε μία προνομιακή κοινωνική ομάδα, περήφανους για το ειδικό καθεστώς τους»! Προσθέτουν δὲ ὅτι «το κυρίαρχο μέρος της οθωμανικής πολιτικοστρατιωτικής ελίτ προερχόταν από παιδομαζώματα, μία πρακτική που ευνοούσε επομένως, την κοινωνική ανέλιξη».(15) Θὰ ἔπρεπε λοιπὸν νὰ εἶναι εὐτυχεῖς οἱ Ἕλληνες ποὺ τοὺς ἅρπαζαν τὰ παιδιὰ οἱ Τοῦρκοι...
Τὴν ἀπάντηση σὲ αὐτὲς τὶς ἀθλιότητες τὴ δίνει ὄχι ἕνας ἀκραίος, ὄχι ἕνας θρησκόληπτος, ἀλλὰ ὁ κορυφαῖος Ἕλλην Διαφωτιστής, ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς. Γράφει: «Τίς ἐξ ἡμῶν δὲν ἐδοκίμασε τὴν ἀπάνθρωπον ἀγριότητα καὶ ἀσπλαχνίαν τῆς διεστραμμένης τῶν Ὀσμανλιδῶν γενεᾶς; (...)Αὐτοὶ μᾶς μεταχειρίζονται ὡς ἄλογα κτήνη, μᾶς καταβαρύνουσι μὲ φόρους ἀνυποφόρους, τοὺς κόπους τῶν χειρῶν ἡμῶν καὶ τοὺς ἱδρῶτας τοῦ προσώπου ἡμῶν κατατρώγουσιν ἀναισχύντως. Ἡμεῖς ποιμαίνομεν καὶ αὐτοὶ σφάζουσι τὰ πρόβατα τῶν ποιμνίων ἡμῶν∙ ἡμεῖς σπείρομεν καὶ αὐτοὶ θερίζουσιν∙ ἡμεῖς φυτεύομεν καὶ αὐτοὶ τρυγῶσι, μὴ ἀφίνοντες εἰς ἡμᾶς μήτε ὅσον ἀρκεῖ εἰς τὸ νὰ θεραπεύσωμεν τὴν πεῖναν ἡμῶν∙ ἡμεῖς ποτίζομεν καὶ αὐτοὶ μᾶς στεροῦσι καὶ ὅσον χρειάζεται διὰ νὰ σβέσωμεν τὴν δίψαν ἡμῶν. Αὐτοὶ μᾶς ἐγγίζουσι καθ’ ἡμέραν τὴν τιμήν, μᾶς ἐνοχλοῦσι καὶ εἰς αὐτὴν ἡμῶν τὴν σεβάσμιον θρησκείαν. Τοὺς ἱεροὺς ἡμῶν ναοὺς μετέβαλον εἰς τζαμία καὶ μὴ ἀρκούμενοι εἰς τὸ νὰ μᾶς στεροῦσι τὰ ἀναγκαῖα μέσα τοῦ νὰ συστήσωμεν σχολεῖα εἰς ἀνατροφὴν καὶ φωτισμὸν τῶν ἡμετέρων τέκνων, μᾶς ἁρπάζουσιν ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους καὶ αὐτὰ τὰ τέκνα διὰ νὰ τὰ κατηχῶσιν εἰς τὴν θρησκείαν τοῦ Μωάμεθ, ἢ νὰ τὰ μεταχειρίζωνται (ὦ Γραικοί, καὶ πῶς νὰ προφέρῃ τὸ στόμα μου τοιαύτην τῶν Γραικῶν καταισχύνην;) διὰ νὰ τὰ μεταχειρίζωνται εἰς τὰς ἀσελγεῖς καὶ παρανόμους αὐτῶν ἡδονάς.»(16)
Μιὰ ἀκόμη μαρτυρία, ἔστω μία, εἶναι ἀπαραίτητη ἐδῶ: ὁ ἱερομόναχος Νεκτάριος Τέρπος ὁ Μοσχοπολίτης ποὺ ἔζησε στὴν Τουρκοκρατούμενη Β. Ἤπειρο, στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 18ου αἰ., ὑπέστη τὰ πάνδεινα ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἐπειδὴ ἀγωνιζόταν νὰ διατηρήσει ἄσβεστη τὴ φλόγα τῆς ἑλληνικῆς καὶ χριστιανικῆς ψυχῆς. Γράφει: «Μᾶς βασανίζουν οἱ Τοῦρκοι διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, δέρνοντας καὶ ὑβρίζοντας ἡμᾶς καὶ δίδομεν τὸ χαράτζι. Μᾶς πιάνουν εἰς ταῖς στράταις καὶ μᾶς ἐνοχλοῦν. Μᾶς ἀγγαρεύουν καὶ παίρνουν τὰ ἄλογά μας. Μᾶς ἁρπάζουν ὅ,τι τοὺς ἀρέσει. Ἔρχονται εἰς τὰ σπίτια μας καὶ μᾶς βγάνουν ἀπὸ τὴν γωνιάν μας. Αὐτοὶ ζεσταίνονται καὶ ἡμεῖς τρέμομεν ἀπὸ τὸ κρύο. Ἐκεῖνοι τρώγουν καὶ πίνουν ἀπὸ τὸ ἐδικό μας, καὶ ἡμεῖς πεινῶμεν καὶ διψῶμεν».(17)
Αὐτὴ τὴν εἰκόνα τῆς Τουρκοκρατίας δίνουν ὁ Κοραῆς καὶ ὁ Νεκτάριος Τέρπος, συντρίβοντας κάθε ἀπόπειρα ὡραιοποίησης.
Τὰ πρότυπα ἐγχειρίδια ἱστορίας ποὺ προορίζονται γιὰ τοὺς Ἕλληνες δασκάλους, δὲν ἀρκοῦνται στὴν ἀθώωση τῶν Τούρκων ἀλλὰ προχωροῦν στὴν παρουσίαση τῆς Μακεδονίας ὡς πατρίδας πολλῶν λαῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων συμβαίνει νὰ περιλαμβάνονται καὶ Ἕλληνες. Στὸ Ἐναλλακτικὸ Ἐκπαιδευτικὸ Ὑλικὸ γιὰ τὴ Διδασκαλία τῆς Νεότερης Ἱστορίας τῆς Νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης (Βιβλίο 2), δὲν ἀναφέρεται οὔτε μία πηγὴ γιὰ τὸν Μακεδονικὸ Ἀγώνα, δὲν ὑπάρχει οὔτε γραμμὴ γιὰ τὸν Ἱεράρχη Γερμανὸ Καραβαγγέλη, τίποτε ἀπολύτως γιὰ τὸν Δράμας Χρυσόστομο καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους Ἕλληνες ἀγωνιστές. Διεγράφη πλήρως καὶ αὐτὸς ὁ Παῦλος Μελᾶς.(18) Στὸ ἴδιο βιβλίο, διδασκόμεθα τί εἶναι ἔθνος ὄχι μὲ ἀπόσπασμα του Μακρυγιάννη ἢ τοῦ Κολοκοτρώνη ἀλλὰ μὲ ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ Κεμάλ Ἀτατούρκ. Διδασκόμεθα ποιὰ εἶναι ἡ ταυτότητα τοῦ Ἀλβανοῦ, τοῦ Σλοβένου καὶ ἄλλων λαῶν, ἀλλὰ βεβαίως ὄχι ποιὰ εἶναι ἡ ταυτότητα τοῦ Ἕλληνα.(19)
Ἡ παραχάραξη τῆς ἱστορίας προωθεῖται καὶ σὲ ἄλλες χῶρες, μὲ σκοπὸ νὰ καλύψουν εὐρύτερες περιοχές, ἀκολουθοῦν ὅμως ὅλα τὴν ἴδια συνταγή. Γιὰ νὰ ἀναφέρω ἕνα δυὸ παραδείγματα, κυκλοφόρησε ἤδη στὰ σχολεῖα τοῦ Μεξικοῦ «νεωτερικὴ ἱστορία» ὅπου ὁ πόλεμος μεταξὺ τῆς χώρας αὐτῆς καὶ τῶν ΗΠΑ, ἡ κατάκτηση τοῦ Τέξας καὶ ἄλλων περιοχῶν, ὅπως καὶ οἱ ἀντιπαραθέσεις τῶν τελευταίων χρόνων, ἀποκρύπτονται ἢ παρουσιάζονται ὡς ἀσήμαντοι κυματισμοὶ στὴ γαλήνια θάλασσα συνεργασίας τῶν δύο χωρῶν. Στὴν Εὐρώπη ὅμως δίνεται ἡ κατὰ τῆς ἱστορίας μεγάλη μάχη. Κυκλοφορεῖ ἡ νέα ἐκδοχὴ ἱστορίας τῆς Ἰρλανδίας, ὅπου δίνεται μεγάλη ἔμφαση στὴ μέσα στοὺς αἰῶνες συνεργασία Ἰρλανδῶν καὶ Ἄγγλων, μὲ ἐπίμονη ἀναφορὰ στὶς κοινὲς φίλαθλες προτιμήσεις...(20)
Βασικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς εὐρύτερης προσπάθειας τῶν Κέντρων γιὰ ἐξαλλοίωση τῆς μνήμης, εἶναι ἡ ἀποσύνδεση τοῦ μαθητῆ ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ καὶ παραδοσιακὸ παρελθόν του. Αὐτό, στὴν περίπτωση τῆς Ἑλλάδος, εἶναι δύσκολο, διότι μιλᾶμε γιὰ χιλιάδων χρόνων ἱστορία. Μόνος τρόπος ἀποσύνδεσης εἶναι λοιπὸν ἡ υἱοθεσία τῆς θεωρίας κατὰ τὴν ὁποία ἐμεῖς δὲν εἴμαστε Ἕλληνες ἀλλὰ τὸ ὑποπροϊὸν τῆς ἀναμίξεως διαφόρων φυλῶν. Οὐδέποτε ἀμφισβήτησε ὁ λαὸς αὐτὸς τοὺς προγόνους του καὶ τὴν ἑλληνικότητά του. Ἀκόμη καὶ ὅταν στὴ μεσαιωνικὴ περίοδο βλέπουμε σὲ ἐκκλησιαστικὰ κυρίως κείμενα ἐπιθέσεις κατὰ τῶν Ἑλλήνων, πρόκειται γιὰ ἐπιθέσεις κατὰ τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀλλὰ ὅτι χριστιανοὶ καὶ εἰδωλολάτρες εἴμαστε τὸ ἴδιο γένος δὲν ἀμφισβητήθηκε ποτέ: «εἴμαστε Ἕλληνες τὸ γένος»,(21) δηλώνει κατηγορηματικὰ ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, «ποὺ φύγαμε ἀπὸ τὴν δεισιδαίμονα πλάνη τῶν προγόνων μας».(22) Ἐντελῶς ἄγευστος τῆς ἱστορίας νὰ εἶσαι, ἀρκεῖ νὰ διαβάσεις τὴ Μυριόβιβλο τοῦ Φωτίου τοῦ Μεγάλου, γιὰ νὰ δεῖς ὄχι μόνον ὅτι πρόκειται γιὰ Ἕλληνα ἀλλὰ καὶ μὲ συνείδηση τῆς ἀδιάσπαστης ἱστορικῆς του ἑνότητας μὲ τοὺς ἀρχαίους προγόνους του.
Ὡστόσο, δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ ἐφησυχάζουμε διαπιστώνοντας τὸ πόσο ἀστήρικτα εἶναι ὅσα ἡ ἰδεολογικὴ αὐτὴ ἑρμηνεία τῆς ἱστορίας ὑποστηρίζει. Διότι ἰδεολογία εἶναι, θὰ κλείσει τὸν κύκλο της καὶ θὰ διαλυθεῖ. Τὸ θέμα ὅμως εἶναι ὅτι πρόκειται γιὰ ἰδεολογία ποὺ θέλει νὰ ἐπιβληθεῖ χρησιμοποιώντας τὴν ἐκπαίδευση, γιὰ ἰδεολογία ποὺ θέλει νὰ ἀλλοιώσει μέσα στὰ σχολειὰ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση τῶν παιδιῶν μας. Θὰ παρέλθει λοιπὸν ἡ ἰδεολογία, χωρὶς ἀμφιβολία. Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι τί θὰ ἔχει ἀλλοιώσει πρὶν χαθεῖ, τί θὰ παρασύρει μέσα στὸν τάφο της. Ἐκεῖ πρέπει ἐμεῖς νὰ δώσουμε τὸν ἀγώνα μας. Ἡ διατήρηση τῆς ἑλληνικῆς συνείδησης εἶναι καὶ δικό μας ἔργο, εἶναι πρωτίστως δική μας εὐθύνη. Ἔχω ἀταλάντευτη πίστη ὅτι ὁ Κύριος θὰ στερεώσει ἀκόμη μιὰ φορὰ τὸν ἀγώνα μας. Πρέπει ἡ Ἐκκλησία, κλῆρος καὶ λαός, νὰ εἴμαστε ἔτοιμοι. Αὐτὸ ἔδειξε ἡ παρέμβαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γιὰ τὸ βιβλίο τοῦ Δημοτικοῦ.
Θὰ εἶμαι ἀπολύτως σαφής, ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς πλέον κακόπιστους: ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐν Κυρίῳ ἀγάπη, εἶναι ἀγκαλιὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ συνεπῶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κήρυκας μίσους. Προσευχόμαστε γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀδελφικὴ ἀγάπη μὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ὅλως ἰδιαιτέρως δὲ μὲ τοὺς γείτονές μας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἰδία μήνυμα εἰρήνης, καταλλαγῆς, ἀλληλεγγύης. Ἡ Ἐκκλησία χαίρει μὲ τὶς πρωτοβουλίες εἰρήνης, ἐνισχύει τὶς εἰλικρινεῖς ἐκφράσεις μετανοίας καὶ τὶς προσπάθειες ὑπέρβασης τῶν πληγῶν. Τέτοιο παράδειγμα μᾶς προσφέρει ἡ Γερμανία: δὲν ἐπιχείρησε οὔτε στιγμὴ νὰ ἀποκρύψει τὴν ἐνοχή της γιὰ τὸ ναζιστικὸ παρελθόν, ἐδέχθη χωρὶς ὑπεκφυγὲς καὶ δικαιολογίες τὶς εὐθῦνες της, ἔλαβε σκληρὰ μέτρα γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση κάθε δυνατότητας δικαιολόγησης τοῦ κακοῦ ἢ καὶ ἐπανάληψής του, καὶ μετεβλήθη σὲ δύναμη εἰρήνης. Ἡ Γερμανία μᾶς δίνει τὸ μάθημα τοῦ πῶς μπορεῖ νὰ νοηθεῖ καὶ νὰ ὑλοποιηθεῖ ἡ συμφιλίωση τῶν λαῶν: ὄχι μὲ ἐξαλλοίωση τῆς μνήμης, ὄχι μὲ παραχάραξη τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας, ἀλλὰ μὲ ξεκάθαρη ἀνάληψη εὐθύνης καὶ ἐπιμονὴ σὲ πολιτικὴ συμφιλίωσης.
Τὸ 1821 εἶναι ἔργο τῆς ἀδούλωτης ἐλληνικής ψυχής και της μεγάλης εμπνευστικής της δύναμης, Ἐκκλησίας: αὐτὴ στερέωσε τὸ ἰδανικὸ γιὰ τὴν Ἐλευθερία, αὐτὴ ἐμψύχωσε τοὺς ἥρωες, αὐτὴ ἔκανε τὰ μοναστήρια καταφύγια καὶ ὁπλοστάσια τῶν ἀγωνιστῶν αὐτὴν ἀναγνώριζαν ὡς μάνα τους οἱ ἀγωνιστές. Αὐτὴ λειτούργησε κρυφὰ σχολειά, ἀγκάλιασε τὴν ἑλληνικὴ ψυχὴ καὶ τὴ στέριωσε, ἔκλεισε στὶς πτέρυγές της ὡς ὄρνις τὰ νοσσία αὐτῆς.
Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα παλιὸ μοναστήρι στὴν Ἑλλάδα ποὺ δὲν τὸ ἔχουν κάψει καὶ μιὰ καὶ δυὸ φορὲς οἱ Τοῦρκοι. Ἀκόμη καὶ ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀντιεκκλησιαστική του δράση, ζητάει ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες νὰ ξεσηκωθοῦν γιὰ τὴ λευτεριά, ἐπικαλούμενος τὴ συμπαράσταση τῆς Ἐκκλησίας: «Ἐπικαλεσάμενοι λοιπὸν τὴν ἐξ οὐρανοῦ βοήθειαν, καὶ ἀσπασάμενοι εἶς τὸν ἄλλον μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἐλπίδος καὶ τῆς χαρᾶς, οἱ νέοι μὲ τὰ ὅπλα, οἱ γέροντες μὲ τὰς εὐχὰς καὶ τὰς παραινέσεις, οἱ ἱερεῖς μὲ τὰς εὐλογίας καὶ τὰς πρὸς Θεὸν δεήσεις, ὅλοι ὁμοῦ ἑνωμένοι (...) πολεμήσατε γενναίως περὶ πίστεως, (αὐτὴν βάζει πρώτην, τὴν πίστη), περὶ πατρίδος, περὶ γυναικῶν, περὶ τέκνων, περὶ πάσης τῆς παρούσης καὶ τῆς ἐπερχομένης γενεᾶς».(23)
Στὸ Μεσολόγγι οἱ πολιορκημένοι δὲν δέχθηκαν τὴν ἀμνηστία ποὺ τοὺς πρότειναν οἱ Τοῦρκοι, ἀπαντώντας: «ἠξεύρετε πολὺ καλά, ὅτι τὸν Θεὸν τὸν ἔχωμεν μαζύ, καὶ ἡ ἐλπίδα μας κρέμεται ἀπὸ ἐκεῖ»∙ προσθέτουν δέ: ἂν παραδώσουμε τὸ Μεσολόγγι, θὰ ἔχουμε πρῶτον τὴν περιφρόνηση τοῦ Θεοῦ καὶ δεύτερον τὴν κατηγορία ὅλου του κόσμου.(24)
Ὁ Μακεδονικὸς Ἀγώνας εἶναι μιὰ ἀκόμη ἐποποιϊα τῆς ἐλληνικής ψυχής και της Ἐκκλησίας. Τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας ἐλευθέρωσε αὐτὰ τὰ ἅγια χώματα, μαζὶ μὲ καλογέρους, παπάδες, ἱεράρχες — κανεὶς δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὸν ἀγώνα γιὰ τὴ λευτεριὰ τῆς Μακεδονίας μας, καὶ κανεὶς ἀπὸ μᾶς δὲν πρόκειται νὰ τὸ ξεχάσει αὐτό.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μαζί με την ἐλληνική Πολιτεία δέχθηκε τοὺς ξερριζωμένους Ἕλληνες τοῦ Πόντου καὶ τῆς Ἰωνίας, αὐτὴ τοὺς ἔκλεισε στὴν ἀγκαλιά της, ἔκλαψε μαζί τους, τοὺς θαύμασε ποὺ φέραν μαζί τους τὶς εἰκόνες τους, παπάδες της σκούπιζαν μὲ τὸ ράσο τους τὰ δάκρυα τῶν ματωμένων καὶ προδομένων αὐτῶν Ἑλλήνων, αὐτὴ τοὺς βοήθησε νὰ σταθοῦν στὰ πόδια τους, καὶ δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ ξεχάσει τὴν πόνο τους.
Μέσα στὴ νύχτα τῆς ναζιστικῆς Κατοχῆς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε νὰ βάλει ἐνέχυρο ὅλη τὴν περιουσία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀκίνητα, ναούς, μοναστήρια, τάματα, καντήλια, ράσα, βυζαντινὲς εἰκόνες ἀξίας, νὰ πάρει τοὺς σταυροὺς ἀπὸ τὰ στήθη τῶν Ἐπισκόπων, καὶ νὰ τὰ βάλει ὅλα ἐνέχυρο γιὰ νὰ βρεῖ λεφτὰ καὶ στάρι νὰ ταΐσει τὰ ἑλληνόπουλα. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, καὶ εἶναι ἐκτὸς τόπου νὰ πιστεύει κανεὶς ὅτι δὲν θὰ κάνει τὸ ἴδιο ἂν χρειαστεῖ, προκειμένου νὰ σώσει καὶ νὰ στηρίξει τὴν ψυχὴ τῆς Ἑλλάδος.
Τὶς θυσίες τῶν Ἑλλήνων καὶ τὴν πίστη τους στὸ Θεό, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πάντως, δὲν τὶς παραγράφει. Κρατᾶ πάντοτε ἀναμμένο τὸ καντήλι τῆς ἐθνικῆς μνήμης καὶ διδάσκει Ἐκείνη —ἐὰν δὲν γίνεται ἄλλως—τὴν ἱστορία μας, στηρίζει Ἐκείνη τὴ συνείδηση τοὺ ἔθνους, γιὰ μιὰν ἀκόμη φορά, μὲ ὅποιο τρόπο μπορεῖ, γιατὶ αὐτὸ εἶναι χρέος Της. Γι αὐτὸ τῆς λέει τῆς Ἐλευθεριᾶς ὁ Διονύσιος Σολωμός:
Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι
γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.
Σοὺ 'λθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
ἡ Θρησκεία μ' ἕνα σταυρό,
καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
ὀποῦ ἀνεῖ τὸν οὐρανό,
«σ' αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα
στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά!».
Καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.
Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
γύρω γύρω της πυκνώνει
ποῦ σκορπάει τὸ θυμιατό.
Ἀγρικάει τὴν ψαλμωδία
ὀποὺ ἐδίδαξεν αὐτή.
βλέπει τὴ φωταγωγία
στοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.
Ἀγαπητοί μου,
Ἀγάπη καὶ εἰρήνη προσφέρουμε, χωρὶς ὅμως νὰ παραιτούμεθα τῆς ἀληθείας, χωρὶς νὰ δεχόμεθα ἀλλοίωση τῆς ταυτότητός μας. Κανεὶς «ξένος παράγων» καὶ καμιὰ ἰδεολογία δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ ἀνάστημα νὰ ὑπαγορεύει μέτρα ποὺ θίγουν τὴν πιό καίρια πτυχὴ τῆς λαϊκῆς εὐαισθησίας, τὴ βίωση τῆς ἱστορικότητος. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ βίωση μπορεῖ νὰ ἀντλήσει αὐτοσεβασμὸ καὶ ἀξιοπρέπεια ὡς λαός, ἀπὸ αὐτὴν ἀντλεῖ δυνάμεις δημιουργίας. Καὶ ἄς γίνει σὲ ὅλους κατανοητὸ ὅτι δὲν εἶναι οἱ ἐθνικιστὲς αὐτοὶ ποὺ ἀντιδροῦν στὴν ἐπιχειρούμενη παραχάραξη τῆς ἱστορίας. Εἶναι ἡ συλλογικὴ συνείδηση ποὺ ἀντιδρᾶ στὴ μεθοδευμένη ἀλλοίωση τῆς μνήμης προκειμένου νὰ ἐξυπηρετηθοῦν γεωπολιτικὲς ἐπιδιώξεις. Καὶ εἶναι τιμὴ γιὰ τὸ λαό μας ἡ ἀντίδραση στὴν ἰσοπέδωση, διότι ἄλλως ἡ παραχάραξη τῆς ἱστορίας θὰ πέρναγε, ἡ λοβοτομὴ τῆς ἐθνικῆς μνήμης θὰ γινόταν, καὶ θὰ ἀκολουθοῦσε ἄνετα πλέον ἡ ἀπόρριψη τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους στοὺς Καιάδες τῆς ἱστορίας.
Σημειώσεις
1. Πρὸς Θεσσαλονικεῖς α’, 1,1
2. «τὸ μὲν ἄλλο δημιουργικὰς διδασκαλίας͵ τοῦτο δὲ ἐνθάδε γε παιδείαν δι΄ ἡμῶν κεκλῆσθαι». Σοφιστής, 229.d
3. «παιδείαν δὴ λέγω τὴν παραγιγνομένην πρῶτον παισὶν ἀρετήν» Νόμοι, 653.b
4. «ἀγωγή τις ὠφέλιμος τῇ ψυχῇ͵ ἐπιπόνως πολλάκις τῶν ἀπὸ κακίας κηλίδων αὐτὴν ἐκκαθαίρουσα». Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ὁμιλία ΙΒ, Εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν Παροιμιῶν, 31.396.9-10
5. Ἰωάννου Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχαὶ καὶ βιογραφία, Αθήνα 1979 Κοσμά Αιτώλου (+1779): Διδαχαί, Βίοι, Ακολουθίαι, έκδ. Αρχιμανδρίτου Α. Ν. Καντιώτου, 1959
6. Πρὸς Ἐφεσίους, 1,6
7. Cicero, In Catilinam, 1 XI 27
8. Immanuel Kant, Beantwortung der Frage: Was ist Aufklärung? 1 S.
9. Διατυπωμένο ἀπὸ τὸν Ὁράτιο στὸ Epistularum liber primus, Epistula II, 9
10. Simone Goyard-Fabre, "Les Lumières et leur héritage", Proceedings of the Twentieth World Congress of Philosophy, vol VII, 124-132 pp.
11. Gotthold Lessing, Die Erziehung des Menschengeschlechts, Berlin 1780, ἐπανέκδοση 1980
12. Nico Hirtt, L’École sacrifiée , Brussels, 1996
13. Ἴδε πολὺ καλὴ ἀνάλυση τοῦ μηχανισμοῦ ἀλλοτρίωσης τοῦ ἀτόμου στὸ: Γιάννη Καλιόρη, Ἡ κοινωνία τῆς ὀρθοπεταλιᾶς, Ἀθήνα 2004
14. Χριστίνα Κουλούρη, Γενική Εισαγωγή, Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, Βιβλίο εργασίας 1, ἔκδοση του Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, Θεσσαλονίκη 2005, σελ.10
15. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, Βιβλίο εργασίας 1, ἔκδοση του Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 62
16. «Σάλπισμα πολεμιστήριον», εἰς Κ.Θ.Δημαρᾶ, Ὁ Κοραῆς καὶ ἡ ἐποχή του, Βασικὴ Βιβλιοθήκη, Ἀθῆναι, ἄ.ἔ., 91-2 σελ.
17. Κων. Γαρίτση: Ὁ Νεκτάριος Τέρπος καὶ τὸ ἔργον του, Θήρα 2002, 83-84 σ.
18. Έθνη και κράτη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, Κεφάλαιο Α: Δημιουργώντας εθνικά κράτη: Επιδιώξεις κι επιτεύγματα.Θεσ/κη 2005, ἔκδοση τοῦ αὐτοῦ Κέντρου.
19. Στό ἴδιο, κεφ. Β΄, Εθνικές ιδεολογίες.
20. Bruno Waterfield, “ Drawing up a new history book", Telegraph, 22 Febr. 2007
21. «τὸ γένος Ἕλληνες ὄντες», Εὐαγγελικὴ προπαρασκευή, 1.5.10.6
22. «μὴ ἄνευ σώφρονος λογισμοῦ τῆς πατρίου δεισιδαίμονος πλάνης ἀνεχωρήσαμεν», ὁπ.π., 1.5.10.4-5
23. Σάλπισμα Πολεμιστήριον, ὅπ. π., 94 σελ.
24. Ἐπιστολὴ Λάμπρου Βέϊκου στὸν Ταχίρ ἀγά, Οἱ ἡμέρες τῶν Ἐλεύθερων Πολιορκημένων, Αθήνα 2006, 31 σελ.