Τις ημέρες αυτές, ημέρες που η Εκκλησία μας στρέφει την προσοχή της και κατευθύνει την προσευχή της στο σωτήριο γεγονός της Σταυρώσεως, το έθνος μας καλείται να μνημονεύσει και να τιμήσει τα θύματα των τρομοκρατικών επιθέσεων στη Νέα Υόρκη κυρίως, αλλά επίσης στην Ουώσιγκτων και την Πενσυλβάνια. Τις ίδιες αυτές ημέρες, συμβαίνει και στη χώρα μας να αποκαλύπτεται πόσο τραγικά άδεια από κάθε νόημα, πόσον απογυμνωμένη από κάθε δικαιοσύνη, πόσο μακρυά από κάθε ανθρωπιά, είναι η τρομοκρατία.
Οι προσευχές και οι σκέψεις μας στρέφονται σήμερα προς όσους αθώους έχασαν τη ζωή τους στην Αμερική. Ανάμεσά τους ήσαν και πολλοί ομογενείς μας. Στρέφονται όμως οι προσευχές μας και προς τους γενναίους εκείνους του πυροσβεστικού σώματος, που έπεσαν προσπαθώντας να διασώσουν τα θύματα της αποτρόπαιης πράξης. Στρέφονται, ακόμη, προς τις χιλιάδες των συγγενών και φίλων που χωρίστηκαν βίαια από τους οικείους των, προς όλους εκείνους των οποίων η ψυχή αναζητά παρηγορία.
Οι τρομοκράτες, θέλησαν να τσακίσουν δια μιάς την ψυχή του αμερικανικού λαού. Έστειλαν ενάντια στο κέντρο της αμερικανικής ζωής όχημα θανάτου, αίματος, τρόμου και καταστροφής. Έδωσαν ένα χτύπημα που ήθελαν να είναι μοιραίο. Ονόμασαν την πράξη τους τιμωρία, θεωρώντες ότι εκφράζουν αίσθημα δικαίου. Εν τούτοις, απέτυχαν. Η πράξη τους έδειξε τη φρίκη της βίας, αλλά όχι το πρόσωπο της δικαιοσύνης. Η πράξη τους είχε θύματα, αλλά δεν είχε δικαίωση. Η πράξη τους φανέρωσε ύπαρξη εγκληματικής συμμορίας, κι όχι ύπαρξη οργάνωσης που θέλει να χτίσει μια δίκαιη κοινωνία.
Οι απολογητές της βίας ισχυρίζονται ότι η χρήση της είναι δικαία εφ όσον είναι εκδίκησις. Αλλά δεν είναι δικαιοσύνη το μίσος, και χωρίς μίσος δεν νοείται εκδίκησις. Το μίσος κατακαίει αυτόν που το έχει, και όχι αυτόν προς τον οποίον στρέφεται. Το μίσος εκχερσώνει την ψυχή του ανθρώπου, και γι αυτό ο Απόστολος Παύλος μας ζητά να ειρηνεύουμε «μη εαυτούς εκδικούντες». Γι αυτό και εμείς οι χριστιανοί, προσευχόμεθα εις Κύριον ζητώντας Του να βοηθήσει τους επιζώντες, τους συγγενείς και φίλους των θυμάτων, να μη επιτρέψει να δηλητηριασθεί η ψυχή των από το πάθος της εκδικήσεως, αλλά να παραμείνει γεμάτη από αγάπη και συγχώρεση.
Η Εκκλησία μας διδάσκει την πειθαρχία στους νόμους. Και στις χριστιανικές κοινωνίες στις οποίες ζούμε έχει από αιώνες καλλιεργηθεί το φρόνημα ότι ο πολίτης δεν πρέπει να αυτοδικεί, δεν πρέπει να δέχεται να αντικαταστήσει την κοινωνία. Γνωρίζει ότι στα χέρια της, και όχι στα χέρια του ατόμου, έχει εκ Θεού δοθεί το δικαίωμα της απονομής δικαιοσύνης. Ο Θεός εναποθέτει στα χέρια της κοινωνίας, της συντεταγμένης πολιτείας, την ευθύνη να ζητά τη δικαιοσύνη και να την επιβάλλει χωρίς παρασπονδίες. Τιμωρεί ο Θεός τον άνθρωπο που αυτοδικεί, όπως τιμωρεί σκληρότατα και τον άρχοντα που αρνείται να αποδώσει δικαιοσύνην.
Ο Θεός απαιτεί από εμάς να παραβλέπουμε την εις βάρος μας αδικία, να μη κρίνουμε και να αρνούμεθα την καταδίκη του συνανθρώπου μας. Ο άνθρωπος που παρακάμπτει την κοινωνία, που ως αυτόκλητος κριτής απονέμει δικαιοσύνη όπως αυτός νομίζει, δεν υπηρετεί την δικαιοσύνη την οποία ο Θεός θέλει, δεν υπηρετεί τον νόμον του Θεού. Το αίτημα της δικαιοσύνης ακυρώνεται εάν διατυπώνεται με λάθος τρόπο. Καθώς ο θείος λόγος μας ειδοποιεί:
«άμελγε γάλα και έσται βούτυρον·
εάν δε εκπιέζεις μυκτήρας, εξελεύσεται αίμα·
εάν δε εξέλκης λόγους, εξελεύσονται κρίσεις και μάχαι».
Η βία δεν είναι δώρον του Θεού στον άνθρωπο. Η βία είναι η ώρα του Κάϊν. Είναι επακόλουθο της αμαρτίας, είναι προϊόν και απόδειξη της πτώσεως του ανθρώπου. Γι αυτό και τα έργα της βίας είναι ο θάνατος, ο δόλος, ο πόνος, ο φόβος, ο τρόμος, ο βιασμός, η καταπίεση, το ψεύδος, η αγριότης. Έργο δικό της είναι η αναπόφευκτη διάκριση των ανθρώπων σε θύτες και θύματα, και η ριζική άρνησις της βουλήσεως του Θεού που θέλει όλους τους ανθρώπους αδελφούς, ζώντες μεταξύ των εν αγάπη. Πως λοιπόν είναι δυνατόν να αποτελεί θεραπεία του κακού η βία, όντας γέννημα του κακού; Πως θα μπορούσε να περιμένει κανείς από την πράξη του Κάϊν κάποιο αγαθό;
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, μας έδωσε δια παραβολής τη διαφορά του ανθρώπου του Θεού και του ανθρώπου της βίας. Το πρότυπο του χριστιανού είναι ο καλός Σαμαρίτης. Είναι ο άνθρωπος που τον δρόμο του τον φωτίζει η μέριμνα για το θύμα, η μέριμνα για τον συνάνθρωπο. Στην ψυχή του χριστιανού είναι χαραγμένος ο λόγος της σοφίας:
«Αι οδοί των δικαίων ομοίως φωτί λάμπουσιν,
προπορεύονται και φωτίζουσιν, έως κατορθώση η ημέρα·
αι δε οδοί των ασεβών σκοτειναί,
ουκ οίδασιν πως προσκόπτουσιν».
Δεν είναι οι δρόμοι του δικαίου δρόμοι συνωμοσίας, δεν είναι δρόμοι θανάτου και αίματος και δακρύων. Ο δίκαιος περιπατεί ορθός, ευθύς ενώπιον του Κυρίου, πρόθυμος να απαλύνει τον πόνο, να θεραπεύσει το τραύμα του πλησίον του. «Εμβλέψας τον Ιησούν περιπατούντι [ο Ιωάννης ο Πρόδρομος] λέγει: ίδε ο αμνός του θεού».4 Ο αμνός, όχι ο λύκος. Ο αμνός, όχι ο λέων. Ο αμνός, όχι ο επίφοβος.