Ευρισκόμενοι στη Σκιάθο με σκοπό να σκεφθούμε το περιβάλλον, θα ήθελα να θυμηθούμε όλοι τη φράση του ποιητή: «μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Ας αρχίσουμε τις σκέψεις μας, λοιπόν, έχοντας αυτόν τον άνθρωπο ή, σωστότερα, αυτό το καντήλι, ως οδηγόν μας.
« Ὅταν παιδίον διηρχόμην ἐκεῖ πλησίον, ἐπί ὀναρίου ὀχούμενος, διά νά ὑπάγω νά ἀπολαύσω τάς ἀγροτικάς μας πανηγύρεις, τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάσχα, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί τῆς Πρωτομαγιᾶς, ἐρρέμβαζον γλυκά, μή χορταίνων νά θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον – μίαν βασιλικήν δρῦν... Ὁποῖον μεγαλεῖον εἶχε!.. Οἱ κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οἱ κλῶνες της, γαμψοί ὡς ἡ κατατομή τοῦ ἀετοῦ, οὖλοι ὡς ἡ χαίτη τοῦ λέοντος, προεῖχον ἀναδεδημένοι, ὡς βασιλικά στέμματα.
Καί ἦτον ἐκείνη Ἄνασσα τοῦ δρυμοῦ, Δέσποινα ἀγρίας καλλονῆς, Βασίλισσα τῆς δρόσου...
Ἀπό τά φύλλα της ἐστάλαζε κ' ἔρρεεν ὁλόγυρά της μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τό ἐκ πέτρας. Ἔθαλπον οἱ ζωηφόροι ὀποί της ἔρωτα θείας ἀκμῆς κ' ἔπνεεν ἡ θεσπεσία φυλλάς της ἵμερον τρυφῆς ἀκηράτου. Καί ἡ κορυφή της βαθύκοσμος ἠγείρετο ὡς στέμμα παρθενικόν, διάδημα θεῖον!...
ᾘσθανόμην ἄφατον συγκίνησιν νά θεωρῶ τό μεγαλοπρεπές ἐκεῖνο δένδρον. Ἐφάνταζεν εἰς τό ὄμμα, ἔμελπεν εἰς τό οὖς, ἐψιθύριζεν εἰς τήν ψυχήν φθόγγους ἀρρήτου γοητείας. Οἱ κλῶνες, οἱ ράμνοι, τό φύλλωμά της, εἰς τοῦ ἀνέμου τήν σεῖσιν ἐφαίνοντο ὡς νά ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, τό ὡς ἐμεγαλύνθη... Μ' ἔθελγε, μ' ἐκάλει ἐγγύς της. »[...]
Η βασιλική δρυς εκείνη, έμεινε στον Παπαδιαμάντη μνημείον της καταστροφής του περιβάλλοντος:
«Μετά πολλά ἔτη, ὅταν, ξενιτευμένος ἀπό μακροῦ, ἐπέστρεψα εἰς τό χωρίον μου, κ' ἐπεσκέφθην τά χωρία ἐκεῖνα, τά προσκυνητήρια τῶν παιδικῶν ἀναμνήσεων, δέν εὗρον πλέον οὐδέ τόν τόπον ἔνθα ἦτό ποτε ἡ Δρῦς ἡ Βασιλική, τό πάγκαλον καί μεγαλοπρεπές δένδρον, ἡ νύμφη ἡ ἀνάσσουσα τῶν δρυμώνων...
Μία γραῖα μέ τήν ρόκαν της, μέ δύο προβατίνας τάς ὁποίας ἔβοσκεν ἐντός ἀγροῦ πλησίον, εὑρίσκετο ἐκεῖ, καθημένη ἔξωθεν τῆς μικρᾶς καλύβης της...
Ὅταν τήν ἠρώτησα τί εἶχε γίνει τό Μεγάλο Δέντρο, τό ὁποῖον ἦτον ἕνα καιρόν ἐκεῖ, μοί ἀπήντησε:
– Ὁ σχωρεμένος ὁ Βαργένης τό ἔκοψε!.. Μά κ' ἐκεῖνος δέν εἶχε κάμει νισάφι μέ τό τσεκούρι του· ὅλο θεόρατα δέντρα – τόσα σημαδιακά πράμματα!.. Σάν τόκοψε κ' ὕστερα, δέν εἶδε χαΐρι καί προκοπή!: Ἀρρώστησε, καί σέ λίγες μέρες πέθανε!..
Τό Μεγάλο Δέντρο ἦτον στοιχειωμένο.»
Το νιώθουμε, κυρ Αλέξανδρε, αυτό που θέλεις να μας δείξεις: ο κόσμος μας είναι στοιχειωμένος. Και τα στοιχειά του ήλθαμε σήμερα εδώ να δούμε, αυτά να τα βάλουμε να μας αφυπνήσουν και να μας συνετίσουν, εμάς τους Βαργένηδες.
***
Δεν κρίνω σκόπιμο να παρουσιάσω στοιχεία για την έκταση των καταστροφών και τις συνέπειες που έχουν. Έκρινα σωστότερο να αναφερθώ στην κατασπάραξη του κόσμου, επιχειρώντας να καταλάβουμε μαζί τη φοβερή αυτή αμαρτία του ανθρώπου - την αιτία της, τις συνέπειές της, και τον τρόπο θεραπείας της.
Το θεμελιώδες αίτιο, βέβαια, είναι η πρώτη και μεγίστη παράβαση του ανθρώπου, η απόφασή του να πάρει στα χέρια του την ευθύνη για τη ζωή και τον κόσμο της, αρνούμενος την άφεσή του στα χέρια του Θεού. Ο Παράδεισος, ο αληθινός κόσμος όπου δεν νοείται αντίθεση αλλά συλλειτουργία του παντός, χάθηκε από το παροντικό, κι έγινε μνήμη κι ελπίδα. Η ζωή πέρα από τα χέρια του Θεού, έγινε σύγκρουση και διεκδίκηση, με βέβαιη κατάληξη την άρνησή της, τον θάνατο.
Αυτό που εύλογα θα περίμενε κανείς, είναι η άμεση μετατροπή του χώρου της ζωής σε βασίλειο θανάτου και ανείπωτου πόνου. Ο πλανήτης μας, θάταν το πεδίο μαχών για την επιβίωση και την καθυπόταξη. Πουθενά γαλήνη, αλλά παντού μοναξιά. Πουθενά δρόσος και αναψυχή, αλλά παντού ανηλεής διεκδίκηση. Ο αέρας της γης θάταν η ανάσα της κόλασης, κάθε τοπίο θάταν το κατώφλι της, στην πόρτα της οποίας ο Δάντης διάβασε το περίφημο εκείνο: «την πάσα ελπίδα σας αφήστε όσοι διαβείτε».
Αλλ΄ ο Θεός δεν άφησε τον άνθρωπο στα χέρια του όφεως, δεν εγκατέλειψε τη δημιουργία έρημη. Κατάργησε το αναπότρεπτο της καταδίκης, παρέχοντας τη δυνατότητα της χάριτος. Κατάργησε το αναπόφευκτο του θανάτου, αντιθέτοντάς του την Ανάσταση.
Ο Θεός φανέρωσε την αγάπη του για τον άνθρωπο, την ίδια στιγμή που του έδειχνε τις οδυνηρές συνέπειες της παράβασης, χαρίζοντάς του το μέγα δώρο της τεχνικής. Έπειτα, έδειξε την αγάπη του προς τη δημιουργία, χαρίζοντας στη φύση την τάση ισορροπίας.
Χάρις στην τεχνική, ο άνθρωπος αποκτά τον τρόπο να κάνει τη ζωή του υποφερτή, να αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες, να μειώνει τις στερήσεις, να αυξάνει εις γνώσιν. Χάρις στην τάση να δημιουργεί οικολογικές ισορροπίες, η φύση αντανακλά τη χαμένη ενότητα του κόσμου. Ο Θεός παρακολουθεί και φροντίζει τόσο την τάξη της φύσεως όσο και την πορεία του ανθρώπου. Ένας ψαλμός του Δαβίδ, πλήρης πίστεως και ποιήσεως, περιγράφει την εικόνα:
«Αναβαίνουσιν ὄρη καὶ καταβαίνουσι πεδία
εἰς τὸν τόπον ὅν ἐθεμελίωσας αὐτά·
ὅριον ἔθου, ὅ οὐ παρελεύσονται,
οὐδὲ ἐπιστρέψουσι καλύψαι τὴν γῆν.
ὁ ἐξαποστέλλων πηγὰς ἐν φάραγξιν,
ἀνὰ μέσον τῶν ὀρέων διελεύσονται ὕδατα·
ποτιοῦσι πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ,
προσδέξονται ὄναγροι εἰς δίψαν αὐτῶν·
ἐπ' αὐτὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσει,
ἐκ μέσου τῶν πετρῶν δώσουσι φωνήν.
ποτίζων ὄρη ἐκ τῶν ὑπερῴων αὐτοῦ,
ἀπὸ καρποῦ τῶν ἔργων σου χορτασθήσεται ἡ γῆ.
ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσιv καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων
τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς·
καὶ οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου
τοῦ ἱλαρῦναι πρόσωπον ἐν ἐλαίῳ,
καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει.
χορτασθήσονται τὰ ξύλα τοῦ πεδίου,
αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, ἅς ἐφύτευσας.
ἐκεῖ στρουθία ἐννοσσεύσουσι,
τοῦ ἐρωδιοῦ ἡ οἰκία ἡγεῖται αὐτῶν.
ὄρη τὰ ὑψηλὰ ταῖς ἐλάφοις,
πέτρα καταφυγὴ τοῖς λαγωοῖς.
ἐποίησε σελήνην εἰς καιρούς,
ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ.
ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ·
ἐν αὐτῇ διελεύσονται πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ.
σκύμνοι ὠρυόμενοι τοῦ ἁρπάσαι
καὶ ζητῆσαι παρὰ τῷ Θεῷ βρῶσιν αὐτοῖς. [...]
πάντα πρὸς σὲ προσδοκῶσι,
δοῦναι τὴν τροφὴν αὐτῶν εἰς εὔκαιρον. [...]
εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ.
ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν,
ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται.
***
Αλλά ο Θεός δεν υποχρεώνει τον άνθρωπο. Ουδέποτε τον υποχρέωσε. Ακόμη και όταν του ζήτησε να μην επιλέξει τον καρπό της αυτονόμησής του από την θεϊκή παρουσία, τον προειδοποίησε, δεν τον παρεμπόδισε. Αντίθετα, τον άφησε να ολοκληρώσει σαν να μην εγνώριζε την επιλογή, σαν να ήταν απών και απληροφόρητος. Κι όταν ήλθε η ώρα να πληρώσει ο άνθρωπος την επιλογή του, Εκείνος τον ρώτησε, σαν να μην ήξερε τι συμβαίνει, σαν να αγνοούσε το αμάρτημα. Κι ο άνθρωπος έσπευσε να δικαιολογηθεί, να αποκρύψει τις ευθύνες του: μίλησε για την παραπλάνησή του, δήθεν, από την σύντροφο που ο Θεός του είχε χαρίσει. Προσπάθησε να ρίξει τις ευθύνες στον Θεό, που του έδωσε αυτή τη γυναίκα.
Το ίδιο θα επαναληφθεί αργότερα από τον Κάϊν: πάλι, ο άνθρωπος θέλησε να ρίξει τις ευθύνες του κακού στον Θεό, που τάχα δεν δέχτηκε τη θυσία του.
Το ίδιο επαναλαμβάνεται έκτοτε, το ίδιο επαναλαμβάνεται βεβαίως και σήμερα: προσπαθούμε να ρίξουμε τις ευθύνες μας πάνω στον Θεό, που έπλασε έτσι τη φύση ώστε να μην μπορούμε παρά να την καταστρέψουμε.
Επικαλούμεθα πολλά. Πρώτα απ’ όλα, ότι η φύση είναι εχθρική προς τον άνθρωπο. Ότι το είδος μας είναι γυμνό, κι ότι απέναντί της έχουμε μόνον ένα όπλο: την τεχνική. Αυτήν λοιπόν χρησιμοποιούμε, αυτήν είμαστε αναγκασμένοι να χρησιμοποιούμε για να επιβιώσουμε.
Δεν είναι εντελώς ψευδές αυτό. Πράγματι, η αυτονόμηση του ανθρώπου συμπαρασύρει το περιβάλλον του στο σύνολό του. Πράγματι, η φύση δεν μεριμνά για τον άνθρωπο, και μπορεί πολύ καλά να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς αυτόν. Δεν ισχύει όμως το αντίθετο. Κι αυτό διότι ο άνθρωπος δεν έγινε θεός της, όπως τον είχε βεβαιώσει ο διαβολεύς, ούτε όμως και ο συνετός άρχων της, όπως τον προέτρεψε ο Θεός.
Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την τεχνική όχι μόνο για να καλύπτει τις ανάγκες του, αλλά κυρίως για να καλύπτει ανάγκες που δημιουργούνται ως συνέπειες των λαθών και των αμαρτημάτων του. Χρησιμοποιεί την τεχνική όχι για να ζήσει μέσα στη φύση, αλλά για να την αντικαταστήσει.
Αρνείται το περιβάλλον που του έδωσε ο Θεός, και επιχειρεί να κατασκευάσει δικό του, σύμφωνο με εωσφορικές προδιαγραφές. Στο υπό κατασκευήν αυτό περιβάλλον, ο άνθρωπος θα είναι μιά μεταλλασσόμενη οντότητα, σύμφωνα με επιλογές που δεν θα μπορεί καν να ελέγξει.
Ο άνθρωπος δεν θα είναι φορέας της εικόνας του Θεού, αφού δεν θα είναι πρόσωπο αλλά πλάσμα, δεν θα έχει ψυχή αλλά ιδιότητες, δεν θα έχει συνείδηση αλλά προδιαγραφές, δεν θα έχει νουν αλλά ικανότητες, δεν θα έχει ηθική αλλά δυνατότητες.
Κι έτσι καταλαβαίνουμε ότι η αρχική παράβαση, η επιλογή να γίνουμε θεοί, δεν είναι μια αφελής συζήτηση ανάμεσα σε ένα λάλον φίδι κι έναν άνθρωπο, δεν είναι μια πράξη χαμένη στα βάθη κάποιου μύθου, αλλά είναι μια επιλογή που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, είναι μια στάση που διέπει και ερμηνεύει τη συμπεριφορά μας και τις αντιλήψεις μας.
***
Δεν νιώθουμε συλλειτουργοί, νιώθουμε αντιμέτωποι με τη φύση. Δεν είναι αλήθεια ότι καλύπτουμε ανάγκες μας σε βάρος της. Λέγονται πολλά για τις ανάγκες των φτωχών λαών, που θα πρέπει τάχα να τις καλύψουν χωρίς να σκεφθούν το περιβάλλον. Θα σας φέρω παράδειγμα από ένα οδοιπορικό στην Ελλάδα του 1890, στην εποχή του Χαρίλαου Τρικούπη. Γράφει ο γάλλος συγγραφέας G. Deschamps:
«Τυχεροί οι τουρίστες που έκαναν πριν λίγα χρόνια την κλασική εκδρομή της Πεντέλης! Θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια για να ξαναβρεί αυτό το τοπίο την παλιά του χάρη. [...] Οι κοιλάδες ήταν τόσο χαριτωμένες, ντυμένες με τη χλωμή τους πρασνάδα! Για να πας στο Μοναστήρι διέσχιζες ένα πανέμορφο ελαιώνα που βούιζε από μέλισσες. Τώρα, τέρμα. Οι φωτεινές πλαγιές κατοικούνται από καμένους, αξιολύπητους κορμούς. Ένα καλοκαιρινό βράδυ, οι Αθηναίοι που χαίρονταν τη δροσιά στις ταράτσες τους αντιλήφθηκαν μια έντονη λάμψη που έφλεγε τον ουρανό. Οι περίεργοι ανέβηκαν μέχρι το Λυκαβηττό και είδαν ένα τεράστιο καμίνι. Ήταν, απλούστατα, η Πεντέλη που καιγόταν.»
Το έγκλημα αυτό έγινε, υποτίθεται, από τους βοσκούς, για να έχουν καλά βοσκοτόπια. Κάθε φορά έχουμε και μια μικρή ομάδα που έχει συμφέρον να καταστρέψει το δάσος, είτε πρόκειται για το δάσος της Πεντέλης είτε γι αυτό του Αμαζονίου. Πάντοτε υπάρχει κάποιος λόγος. Λόγος ψευδής, λόγος αμαρτίας.
Έτσι φθάσαμε στο σημείο να είναι η φύση σωστή και όμορφη, μόνον εκεί που δεν έχει ακόμη παρέμβει ο άνθρωπος. Επιτρέψτε μου να θυμηθώ εδώ, τιμώντας τη μνήμη του, τον μακαριστό Πατριάρχη Δημήτριο, τον Πατριάρχη που έθεσε το πρόβλημα του περιβάλλοντος ως άμεση προτεραιότητα της Εκκλησίας σήμερα, όρισε δε την 1η Σεπτεμβρίου, αρχή του εκκλησιαστικού έτους, ως ημέρα κατά την οποία θα αναπέμπονται «ευχαί και ικεσίαι υπέρ της όλης δημιουργίας». Έλεγε, λοιπόν, σε χαιρετισμό του ο άξιος Πατριάρχης:
«Εν τω βιβλίω της Αποκαλύψεως ο θεόπνευστος και θεοκίνητος συγγραφεύς, απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης, κρούων τον κώδωνα του κινδύνου χιλιετηρίδας όλας προ των οικολογικών κινημάτων, παρουσιάζει κατά παραστατικόν και δραματικόν τρόπον, την καταστροφήν της φύσεως ως συνέπειαν της πνευματικής χθαμαλότητος και ανισορροπίας του ανθρώπου.
Κατά την περιγραφήν αυτήν, οι άνθρωποι κατακαίονται υπό μεγάλου καύματος (13,14), συγχρόνως με την κατάκαυσιν των δένδρων και των χόρτων (8,7). Τα ύδατα μολύνονται και πολλοί των ανθρώπων αποθνήσκουν «εκ των υδάτων, ότι επικράνθησαν» (8,10). Φεύγουν και κρύπτονται εις τα σπήλαια της γης, έντρομοι προ της μεγάλης καταστροφής (6,12) Υπάρχει τόση φρίκη και τόσος πόνος εκ των δεινών αυτών συμπτωμάτων της καταστροφής του περιβάλλοντος, ώστε πολλοί εύχονται να αποθάνουν, αλλά ο θάνατος είναι αργός και παρατεταμένος (9,5).»
Πως είναι δυνατόν να επικαλούμεθα για όλα αυτά τις ανάγκες των ανθρώπων για επιβίωση; Θα θυμάστε, πριν λίγα μόλις χρόνια, τον φοβερό λιμό που έπληξε τον λαό της Αιθιοπίας. Θα θυμάστε την κινητοποίηση των δυτικών κυβερνήσεων, τις εκκλήσεις στην κοινή γνώμη, τις κινητοποιήσεις των διεθνών οργανισμών με σκοπό την επείγουσα κάλυψη των αναγκών των λαών εκείνων σε τροφές, φάρμακα κλπ. Θα θυμάστε τις φωτογραφίες των παιδιών που πέθαιναν από πείνα, τις κάτισχνες μανάδες που κρατούσαν τα νεκρά παιδιά τους αγκαλιά μαζί μ’ εκείνα που ήταν έτοιμα να σβύσουν.
Δυό μόλις χρόνια μετά την κινητοποίηση εκείνη, άρχισε ο πόλεμος της Αιθιοπίας. Ποιοί όπλισαν τους λαούς της περιοχής, ποιοί τους γέμισαν όπλα και σφαίρες και νάρκες και οβίδες; Ποιοί πότισαν με μίσος τους λαούς που πέθαιναν από δίψα και πείνα; Ποιοί έβαλαν την έσχατη σφραγίδα θανάτου πάνω στο περιβάλλον που ήδη δεν μπορούσε να θρέψει τους ανθρώπους του; Τα άδεια ματάκια των μικρών παιδιών φανερώνουν τον ένοχο, τ’ άσαρκα δαχτυλάκια τους δείχνουν τη μεγάλη αμαρτία του ανθρώπου, που καμιά επίκληση ανθρωπισμού δεν μπορεί να κρύψει.
***
Θέλω να σας παρακαλέσω να θυμηθείτε την ασφαλώς γνωστή σας παραβολή του ασώτου υιού. Θα θυμάστε ότι έφυγε από τον οίκο του πατρός του, αφού ζήτησε και πήρε το μερίδιο της περιουσίας που του ανήκε. Και το κατεσπατάλησε, έφθασε δε στο σημείο να μην έχει να φάει παρά μόνο τροφή γουρουνιών. Νομίζετε ότι θα μπορούσε να το διαχειρισθεί με σωφροσύνη, και να επιτύχει, να φτιάξει έναν οίκο αντάξιο του πατρός του; Όχι, δεν γίνεται. Αυτό είναι το μυστικό της παραβολής: η κατασπατάληση αρχίζει την στιγμή που ζητά το μερίδιο να το χειρισθεί όπως αυτός θέλει. Η σπατάλη αρχίζει από την ώρα που δεν κατάλαβε πως η περιουσία δεν έχει νόημα από μόνη της, παρά μόνον εφ όσον είναι στον οίκο του πατρός. Πως ό,τι αρνείται αυτό τον οίκο, δεν είναι παρά ξυλοκέρατα, βελανίδια. Ο άσωτος υιός δεν έγινε άσωτος αφού ξόδεψε το μερίδιό του, αλλά όταν ζήτησε να του το ξεχωρίσουν και να το πάρει.
Αυτό που θα ήθελα να σας μεταδώσω υπενθυμίζοντάς σας την παραβολή και δείχνοντάς σας την αιτία της αποτυχίας του ασώτου, αυτό που μας διδάσκει η πορεία του ανθρώπου, είναι πως η μέριμνα για το περιβάλλον δεν μπορεί να έχει ιδιαίτερο νόημα και αποτέλεσμα, εάν πάντως βλέπουμε τη φύση σαν μερίδιό μας, σαν κάτι που το διεκδικούμε, που το παίρνουμε από τον οίκο του πατέρα. Δεν θα επιτύχει τίποτε η μέριμνα αυτή, εάν εγγράφεται στο πλαίσιο της αρχικής παράβασης, εάν είναι καθηλωμένη στο αμαρτωλό αίτημα της αυτονόμησης του ανθρώπου, εάν μένει δούλη της άρνησης του Θεού.
Δεν θα μπορέσει ο άνθρωπος να σώσει το περιβάλλον, αν δεν καταλάβει βαθειά μέσα του ότι η στάση του και οι επιλογές του φέραν τον θάνατο και τον όλεθρο στη δημιουργία. Δεν θα μπορέσει να σώσει τη φύση, αν δεν μετανοήσει, αν δεν επιστρέψει, αν δεν πέσει στα γόνατα κλαίγοντας, παραιτούμενος από την προσπάθεια να «είναι ως θεός».
Αν το κάνει, τότε θα ακούσει τη φωνή την αγαπημένη να λέει: «ταχύ εξενέγκατε στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν»!
Κατακλείων την απλή αυτή παράθεση των σκέψεών μου, επιθυμώ να συγζαρώ από καρδίας την Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας – Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, και τους άξιους εκπροσώπους του καθηγητές κ.κ. Αντ. Λιακόπουλον και Αθ. Κούγκουλον, για την πρωτοβουλία της διοργάνωσης του παρόντος Συνεδρίου, και την τιμητική για μέ πρόσκλησή των να είμαι ομιλητής σ’ αυτό. Η αιφνίδια αδυναμία μου να παραστώ σε αυτό, μου στερεί τη χαρά της απόλαυσης της προσωπικής μου επικοινωνίας με γνωστά από παλιά φιλικά πρόσωπα. Παρακαλώ να συγκαταβήτε στην αδυναμία μου αυτή, που όμως συνοδεύεται από ολοκάρδιες ευχές για υγεία και πρόοδο όλων σας, με την ευλογία του Θεού.