Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Ἀγαπητά μου παιδιά,

Αὐτὲς τὶς μέρες σας καλῶ ὅλους νὰ συμβάλετε στὸν Ἔρανο τῆς Ἀγάπης ποὺ γίνεται σὲ ὅλες τὶς ἐνορίες τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς μας. Σᾶς ὑπενθυμίζω τὸ τεράστιο φιλανθρωπικὸ ἔργο ποὺ γίνεται, τόσο σὲ κάθε ἐνορία χωριστὰ ὅσο καὶ στὰ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα ποὺ λειτουργοῦν μὲ εὐθύνη τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς. Φτωχοί, ἄρρωστοι, ἄστεγοι, μετανάστες, ἡλικιωμένοι, φυλακισμένοι βρίσκουν στὴν Ἐκκλησία καταφύγιο γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀναγκῶν τους. Οἱ ἀνάγκες τοὺς εἶναι πολλὲς καὶ μεγάλες, καὶ ἱκανοποιοῦνται χάρη στὴ δική σας συμβολή. Χωρὶς αὐτὴν κανένα ἵδρυμα δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει καὶ καμία ἀνάγκη δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπιστεῖ.

Μία πρώτη σκέψη ποὺ κάνει ὅποιος ἀκούει τὰ παραπάνω εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δέχεται ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, ποὺ παρακαλοῦν νὰ τοὺς βοηθήσουμε, καὶ ἐμεῖς ἀνταποκρινόμαστε στὸ αἴτημά τους. Ἔτσι ὅμως σκέφτονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Καθένας ποὺ ἔχει συνείδηση ὅτι ἀνήκει στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων σκέφτεται ὅτι σήμερα ἔχει ὑλικὲς δυνατότητες, ἔχει ὑγεία, ἔχει δουλειά, ἔχει σπίτι ἀλλὰ αὔριο μπορεῖ νὰ τοῦ λείψει κάτι ἀπὸ αὐτὰ ἢ καὶ ὅλα. Ἡ σκέψη αὐτὴ τὸν φέρνει κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, γιατί ἡ ἀνάγκη αὐτὴ μπορεῖ αὔριο νὰ γίνει καὶ δική του. Ἔτσι σκέφτονται ὅλοι οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ θρησκεία τους.

Σέ μας ὅμως τοὺς χριστιανοὺς τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικά, ἀντίστροφα. Ὁ Χριστός μας δίδαξε ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἀνθρώπους. Ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη νὰ τοὺς ὑπηρετήσουμε, ἐμεῖς βοηθιόμαστε ὅταν τοὺς συντρέχουμε. Σὲ αὐτὸ διαφέρουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ὁ Ἔρανος τῆς Ἀγάπης γίνεται αὐτὲς τὶς μέρες, τώρα ποὺ ἔρχονται τὰ Χριστούγεννα. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ πῆρε τὴ μορφὴ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν παραβολὴ τῆς Κρίσεως μιλάει σὲ πρῶτο πρόσωπο: «…ἐγὼ πείνασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω, ἐγὼ δίψασα καὶ μὲ ποτίσατε, ἐγὼ ἤμουν ξένος καὶ μὲ συμμαζέψατε, ἐγὼ ἤμουν στὴ φυλακὴ καὶ ἄρρωστος καὶ ἤρθατε νὰ μὲ δεῖτε… ἐγὼ ὁ ἴδιος». Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο καὶ πῆρε πάνω τοῦ τὶς δικές μας ἁμαρτίες, τὶς δικές μας εὐθύνες καὶ τὴ δικιά μας κατάντια. Καὶ αὐτὰ τὰ ἔκανε δικά του: Πεινάει, διψάει, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ροῦχα, βρίσκεται στὴ φυλακή, ἀρρωσταίνει, πεθαίνει τελικὰ πάνω στὸν Σταυρό. Δὲ γεννήθηκε στὴ φάτνη τῆς Βηθλεέμ; Δὲν ἔφυγε στὴν Αἴγυπτο καταδιωκόμενος; Δὲν ἔζησε δουλεύοντας, σὰν ἕνας βιοπαλαιστής;

Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πορεία τοῦ πρὸς τὸν Σταυρὸ καὶ τὸν θάνατο, οἱ ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων πῆραν τόση ἀξία, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν καταλάβουμε. Γιατί ἀκατανόητο εἶναι τὸ μυστήριό του Χριστοῦ. Ὅ,τι ὁ Χριστὸς ἔκανε δικό του ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα αὐτὸ πῆρε τὴν ἀξία ποὺ ἔχουν τὰ θεϊκά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσο περισσότερο συνειδητοποιεῖ κανεὶς τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ὅσο τὶς βιώνει καὶ τὶς ὑπηρετεῖ, τόσο πιὸ πολὺ δέχεται τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν περίσταση αὐτὴ τὴ λέξη «παράκληση». «Παρακαλοῦνται» οἱ ἄνθρωποι, παρηγοριοῦνται, ὅταν παρηγοροῦν τοὺς ἀδερφούς.

Ποιὸ εἶναι τὸ περιεχόμενο τῆς παρηγοριᾶς μας ὅταν βοηθᾶμε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους; Εἶναι ὅτι γινόμαστε εὐαίσθητοι, ἀποκτοῦμε καρδιὰ σὰν τὸ κερὶ ποὺ λιώνει. Τέτοια θέλει τὴν καρδιά μας ὁ Θεός. Γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τέτοια καρδιά, πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε ἐλεώντας τοὺς ἄλλους. Ἀρχίζουμε ὑπακούοντας στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ ἐλεημοσύνη. Αὐτὸ γίνεται μὲ κόπο καὶ δυσκολία, ἐπειδὴ δὲν τὸ θέλει ἡ καρδιά μας, ἀλλὰ εἶναι δική μας ἀνάγκη καὶ πρέπει νὰ ἐπιμείνουμε. Σιγὰ σιγὰ ἡ ἐλεημοσύνη γίνεται ἐντελῶς φυσικὴ καὶ τότε ἀνοίγουμε τὰ χέρια μας αὐθόρμητα καὶ χωρὶς νὰ τὸ σκεφτόμαστε. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιά μας γίνεται πραγματικότητα καὶ ὑπηρετοῦμε τοὺς ἀδερφοὺς σὰν τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ποὺ πάσχει. Ἀποκτοῦμε τὴ δυνατότητα νὰ τὸν ἀναγνωρίζουμε ὅταν ἔρχεται δίπλα μας ὡς ἀναγκεμένος. Ἀποκτοῦμε μάτια καὶ αὐτιὰ καὶ καταλαβαίνουμε τὰ παθήματα τῶν ἄλλων.

Στὴν ἐποχή μας τὰ λόγια του Χριστοῦ ὅτι βρίσκεται σὲ ἀνάγκη κατανοοῦνται σὰν ἀπαίτηση γιὰ κοινωνικὴ εὐαισθησία καὶ ἀλληλεγγύη ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι. Ἡ κοινωνικὴ πρόνοια καὶ ἡ ἀλληλεγγύη θεωροῦνται πράγματα αὐτονόητα. Ψωμί, νερό, ροῦχα δὲν ἐπιτρέπεται νὰ λείπουν ἀπὸ κανέναν. Λίγοι ὅμως τὸ συνδέουν αὐτὸ μὲ τὴ δική τους προσωπικὴ εὐθύνη καὶ εὐαισθησία. Οἱ περισσότεροι τὸ ἀφήνουμε στὰ χέρια τοῦ κράτους, τῆς κοινωνίας, τῆς Ἐκκλησίας κ.λπ. Δύσκολα κατανοοῦμε τὴν ἀπόσταση ποὺ χωρίζει αὐτὸ ποὺ ὅλοι θεωροῦμε αὐτονόητο νὰ κάνουμε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πράγματι κάνουμε. Γιὰ νὰ καλυφθεῖ αὐτὴ ἡ ἀπόσταση ἀπαιτεῖται ἡ δική μας συμμετοχή, ποὺ ὅπως εἴπαμε εἶναι δική μας ἀνάγκη. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ τὸ σκεφτόμαστε μὲ ἄνεση. Ὅτι δηλαδὴ μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε ἀργότερα, ὅτι μποροῦμε νὰ δίνουμε ὅταν ἔχουμε, ὅτι μποροῦμε νὰ λέμε πὼς οἱ ἄλλοι θὰ δώσουν.

Ὄχι μόνο λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ σκεφτόμαστε μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὄχι μόνο δὲν πρέπει νὰ περιμένουμε νὰ μᾶς χτυπήσουν τὴν πόρτα οἱ φτωχοὶ γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουμε, ἀλλά, ἀντίθετα, ἔχουμε ὑποχρέωση, ὡς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, νὰ ψάξουμε ἐμεῖς καὶ νὰ τοὺς βροῦμε. Καὶ ἂν τὰ δάκρυά τους δὲ φαίνονται, ἔχουμε ἐμεῖς ὑποχρέωση νὰ τὰ ἀνακαλύψουμε καὶ μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ διακριτικότητα νὰ σταθοῦμε δίπλα τους. Στὸ πρόσωπό τους, νὰ εἴμαστε βέβαιοι, κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Καὶ ὁ φετινὸς Ἔρανος τῆς Ἀγάπης εἶναι πρόσκληση νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴ δική μας ἀνάγκη. Ἡ συμμετοχή μας σ’ αὐτὸν προκύπτει ἀπὸ τὴν πίστη μας στὸν Χριστὸ καὶ τὴν εὐθύνη ποὺ πηγάζει ἀπ’ αὐτήν. Συμμετέχοντας στὸν Ἔρανο τῆς Ἀγάπης προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴ μεγάλη γιορτὴ ποὺ ἔρχεται, γιὰ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων.


Μετὰ πατρικῶν εὐχῶν
Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ