Θεοφιλέστατε και αγαπητέ Δόκτορ Κομπάια και συνδαιτυμόνες,
Είναι πράγματι ιδιαιτέρως μεγάλη χαρά για μένα και για τα μέλη της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος που είμεθα κοντά σας σήμερα το απόγευμα διά να συμφάγωμε πέριξ ταύτης της τραπέζης αγάπης, την οποίαν τόσον ευγενώς προητοιμάσατε προς τιμήν μας. Παρότι αύτη είναι η πρώτη επίσημος επίσκεψις Αρχιεπισκόπου Αθηνών εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών, δεν αισθανόμεθα καθόλου ξένοι ή εκτός τόπου, αλλ’ αισθανόμεθα μάλλον ότι ευρισκόμεθα μεταξύ χριστιανών αδελφών, οι οποίοι συμμερίζονται τις ίδιες ανησυχίες και ευγενείς φιλοδοξίες και οι οποίοι κατατείνουν προς τον αυτόν στόχον της ενότητος εν αγάπη και αληθεία. Η θέρμη και η φιλία μετά των οποίων μας υπεδέχθητε, καθώς και η εγκάρδια φιλοξενία την οποίαν μας προσεφέρατε, αποτελούν την μαρτυρίαν περί αυτού και σας ευχαριστούμε εκ βάθους καρδίας, Δόκτορ Κομπάια, όπως και τα στελέχη και τους συνεργάτας σας.
Διά την Εκκλησίαν της Ελλάδος, ιδρυτικόν μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, το Οικουμενικόν Κέντρον δεν είναι καθόλου ξένον ως περιβάλλον. Εντός της Αιθούσης Συνελεύσεων και των γραφείων συσκέψεων αυτού ηχούν ακόμη αι φωναί διακεκριμένων εκπροσώπων των Εκκλησιών μας, οι οποίοι έχουν πλέον αναπαυθεί. Στο σημείο αυτό ας υπενθυμίσω στην αγάπη σας ολίγους μόνον εκ των πολλών οι οποίοι επαξίως αντεπροσώπευσαν την Εκκλησίαν της Ελλάδος και προώθησαν το έργον του Π.Σ.Ε.: τους καθηγητάς Αμίλκαν Αλιβιζάτον, Γεράσιμον Κονιδάρην, Παναγιώτην Μπρατσιώτην, Παναγιώτην Τρεμπέλαν, Ιωάννην Καρμίρην, Νικόλαον Νησιώτην, φυσικά, και π. Ιωάννην Ρωμανίδην. Επί των θεμελίων, ακριβώς, τα οποία εκείνοι εβοήθησαν να τεθούν, εγείρουν οι σημερινοί μας εκπρόσωποι εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον στέρεον οικοδόμημα διά την προαγωγήν της χριστιανικής ενότητος, κατανοήσεως και συνεργασίας.
Η Εκκλησία μας κατέβαλε εξ αρχής παντοίας ειλικρινείς προσπαθείας διά να συμμετάσχει θετικώς και αποτελεσματικώς εις το έργον του Παγκοσμίου Συμβουλίου και να υποστηρίξει τα ποικίλα προγράμματα και τας φροντίδας του. Είμεθα βαθύτατα ευγνώμονες δι’ όλην την καρποφόρον συνεργασίαν, η οποία ηκολούθησε, μεταξύ της Εκκλησίας μας και του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, διότι εξ αυτής αμφότεροι ωφελήθημεν αμοιβαίως. Ενδεικτικώς και μόνον θα αναφέρω εις το σημείον τούτο το Πρόγραμμα Ανοικοδομήσεως, κατόπιν του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, την σημαντικωτάτην βοήθειαν η οποία εχορηγήθη κατά τους σεισμούς οι οποίοι έπληξαν τας Ιονίους Νήσους και την συνεργασίαν μας διά την βοήθειαν προς τους πρόσφυγας, καθώς η Ελλάς ήτο μία εκ των πρώτων χωρών αι οποίαι μεταπολεμικώς εδέχθησαν εις τας ακτάς των πρόσφυγας και αι Αθήναι ήσαν έν εκ των τριών πρώτων Κέντρων τα οποία εστέγασαν γραφεία της Υπηρεσίας Προσφύγων του Π.Σ.Ε. Κατά το διάστημα κατά το οποίο η συνεργασία αύτη διεκόπη μονομερώς, από του έτους 1992, υπό του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, η Εκκλησία μας το εσυνέχισεν ιδία αυτής πρωτοβουλία υπό την επωνυμίαν «Οικουμενικόν Πρόγραμμα Προσφύγων» και με έμφασιν όχι πλέον εις την μετεγκατάστασιν των προσφύγων εις το εξωτερικόν αλλά εις την ένταξίν των εντός των κατά τόπους κοινωνιών.
Χάριν εις το πρόγραμμα υποτροφιών του Π.Σ.Ε., άνω των 180 νέων ελλήνων θεολόγων έσχον την δυνατότητα μεταπτυχιακών σπουδών εις το εξωτερικόν (ΗΠΑ και Ευρώπην), επέστρεψαν διά να αναλάβουν σημαντικάς και υψηλάς θέσεις τόσον εις την θεολογικήν εκπαίδευσιν όσον και εις την Εκκλησίαν και συνέβαλον εις την καλυτέραν κατανόησιν και την βαθυτέραν εκτίμησιν του εν Ελλάδι Οικουμενικού κινήματος. Μπορεί μόνον την λύπην του να εκφράσει κανείς διά το γεγονός ότι το σημερινόν πρόγραμμα υποτροφιών του Π.Σ.Ε. έχει κατά πολύ περιορισθεί και ως εκ τούτου μάς έχει στερήσει ενός σημαντικού διαύλου οικουμενικής επικοινωνίας.
Θα συνιστούσε ασυγχώρητον παράλειψιν εκ μέρους μου εάν δεν ανέφερα, επιπλέον, τα 136 εκκλησιαστικά ιδρύματα και οργανισμούς, εις τα οποία περιλαμβάνονται φοιτητικαί εστίαι, οίκοι ευγηρίας, ιδρύματα ψυχικών νόσων, κέντρα αποκαταστάσεως αναπήρων, νοσοκομεία, εκκλησιαστικά οικήματα, όλα χρηματοδοτηθέντα υπό του διεκκλησιαστικού προγράμματος βοηθείας κατά μίαν σημαντικήν φάσιν του βίου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η συνεργασία μας, ωστόσον, δεν περιορίζεται κατά το παρελθόν. Η Εκκλησία μας ενεργώς εξακολουθεί να μετέχει εις το συνεχιζόμενον έργον του Παγκοσμίου Συμβουλίου, όπως μαρτυρούν η επιτυχής φιλοξενία του Παγκοσμίου Συνεδρίου Ιεραποστολής και Διαδόσεως του Ευαγγελικού Λόγου εις Αθήνας, κατά μήνα Μάιον του παρελθόντος έτους, και αι θετικαί αντιδράσεις των εκπροσώπων της εν τη Γενική Συνελεύσει εν Πόρτο Αλέγρε. Και μάλιστα, δεν είναι δυνατόν εδώ να αμελήσωμε να αναφέρωμε την εφαρμογήν της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων προς επίτευξιν ομοφωνίας, όπως αύτη προετάθη υπό της Ειδικής Επιτροπής, εις τας εργασίας τής Συνελεύσεως και την σχεδόν ομόφωνον αποδοχήν της υπό των συμμετασχόντων εις την Συνέλευσιν. Επίσης, η έγκρισις μελέτης περί της αμοιβαίας αναγνωρίσεως του Βαπτίσματος, ως θετικός παράγων διά την προαγωγήν της εκκλησιαστικής ενότητος, είναι θεολογικόν θέμα εις το οποίον οι Ορθόδοξοι αισθάνονται ότι δύνανται να συμβάλουν τα μάλα.
Όμως η Θεολογία και ζητήματα Πίστεως και Λειτουργικής Τάξεως δεν είναι αι μόναι περιοχαί της δραστηριότητος του Π.Σ.Ε. εις τας οποίας η Εκκλησία της Ελλάδος επιθυμεί να εντείνει την συμμετοχήν Της. Ενδιαφερόμεθα επίσης ενεργώς διά το έργον το οποίον συντελείται υπό του Συμβουλίου εις τας Διεθνείς Υποθέσεις, τας Εκκλησιαστικάς και Οικουμενικάς Σχέσεις, την Παγκόσμιον Ιεραποστολήν και Διάδοσιν του Ευαγγελικού Λόγου, την Οικουμενικήν Επιμόρφωσιν, την Δικαιοσύνην, τας Ειρηνευτικάς Πρωτοβουλίας εν τη Οικουμένη, την Διακονίαν και Αλληλεγγύην, καθώς και εις άλλα πεδία κοινωνικής δράσεως και, φυσικά, εις το πρόγραμμα μελλοντικών δραστηριοτήτων του Π.Σ.Ε., όπως τούτο ενεκρίθη υπό της Συνελεύσεως. Σας ζητούμε δε να μας βοηθήσετε να εντείνωμε την συμμετοχήν μας.
Επιπλέον, η Εκκλησία μας έχει πλουσίαν εμπειρίαν εις το κοινωνικόν έργον, την οποίαν αισθάνεται ότι θα ηδύνατο να μοιρασθεί μετά των οικουμενικών Αυτής εταίρων εντός του πλαισίου προσπαθειών του Π.Σ.Ε. Η Εκκλησία μας έχει και συντηρεί πληθώραν φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, νοσοκομείων, ξενώνων, ορφανοτροφείων και προγραμμάτων τα οποία στοχεύουν εις την ανακούφισιν και βοήθειαν χρείαν εχόντων συνανθρώπων μας.
Μόνον πέρυσι ποσόν άνω των 66 εκατομμυρίων ευρώ εδαπανήθη διά την ανακούφισιν των αναγκών των πτωχών.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν επιθυμεί να εθελοτυφλεί ούτε ενώπιον των σημερινών προβλημάτων της καθημερινότητος, τα οποία αντιμετωπίζουν οι πιστοί Αυτής και η κοινωνία εν τη οποία ζώμεν, ούτε ενώπιον των συνεχών αλλαγών αι οποίαι λαμβάνουν χώραν εις τα πεδία της πολιτικής, των κοινωνικών αιτημάτων, της οικολογίας, της βιοηθικής, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ειρήνης και δικαιοσύνης, της παιδείας, της πολιτισμικής ταυτότητος και κληρονομίας. Εάν εθελοτυφλούσε, θα ηρνείτο και την παρά Θεού Αυτής εντολήν και την αυτογνωσίαν Της.
Δεν χρειάζεται να προσθέσωμε ότι πάντα ταύτα τα θέματα είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικώς μόνον εν πνεύματι χριστιανικής ακεραιότητος, ευθύνης και συνεπείας, το οποίον οφείλουν αι Εκκλησίαι να προάγουν και να καλλιεργούν εν τω βίω τον ανθρώπων. Δεν έχουμε την πολυτέλειαν να είμεθα Χριστιανοί μόνον κατ’ όνομα. Πρέπει να υπάρχει μία συνέπεια μεταξύ των πεποιθήσεων και του βίου μας, ως αντανάκλασις της αγιότητος και πληρότητος του ηγέτου της πίστεώς μας, του Κυρίου και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού. Ο Διάβολος δεν φοβείται τόσον τα έργα μας, όσον την αγιότητα και ιερότητα την οποίαν προάγομεν δι’ αυτών.
Μάλιστα, πλείστα όσα εκ των προβλημάτων τα οποία αναδύονται εντός των πεδίων τούτων, πιστεύομε ότι οφείλονται ακριβώς εις ταύτην την απώλειαν της χριστιανικής μας ταυτότητος και αυτογνωσίας. Υπάρχει σήμερα ισχυρά τάσις να θεωρούνται αι χριστιανικαί αξίαι και αρχαί όχι πλέον ως χριστιανικαί αλλά ως ιδεολογικαί αυταξίαι, κεχωρισμέναι από των χριστιανικών των ριζών και από της χριστιανικής πίστεως, η οποία τας εγέννησε και τας καθιέρωσεν ως αρχάς αιωνίας ισχύος εις τας σχέσεις μας προς τον Θεόν, προς τους συνανθρώπους μας και προς την Κτίσιν του Θεού. Είναι όντως ειρωνικόν και τραγικόν ότι αύται ακριβώς αι αξίαι χρησιμοποιούνται συχνά διά να πληγεί η χριστιανική πίστις η οποία τας εγέννησε και τας προήγαγε. Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κοινωνία μας, τουλάχιστον εις ό,τι αφορά εις την Ευρώπην, έχει υποστεί εκκοσμίκευσιν και χρειάζεται να ανακαλύψει και πάλιν την χριστιανικήν αυτής ταυτότητα και αυτογνωσίαν, καθώς, δυστυχώς, είμεθα ήδη μάρτυρες των συνεπειών αυτής της απωλείας ταυτότητος.
Προσβλέπομε, συνεπώς, εις το Π.Σ.Ε. ως Συμβούλιο Χριστιανικών Εκκλησιών, να βοηθήσει τας Εκκλησίας εις την αποστολήν των, να βοηθήσει εις την αφύπνισιν της αυτογνωσίας, την οποίαν προανεφέραμε, όχι μόνον μεταξύ των πληρωμάτων Τους αλλά και εντός της κοινωνίας εν γένει.
Εν κατακλείδι, θα ήθελα να επαναλάβω ότι είμεθα πράγματι ευγνώμονες προς το Παγκόσμιον Συμβούλιον διά πάντα όσα έχει φέρει εις πέρας κατά τα παρελθόντα έτη προς προώθησιν συμβάσεων, συνεργασιών, δεσμών οικουμενικής συνεργασίας και αλληλοκατανοήσεως μεταξύ των Εκκλησιών και προς εξασφάλισιν ενός προβεβλημένου δημοσίου βήματος από του οποίου δυνάμεθα μετά παρρησίας να ομιλούμε περί προβλημάτων κοινού ενδιαφέροντος.
Διά πάντα ταύτα και δι’ εξήκοντα σχεδόν έτη αόκνων προσπαθειών προς προαγωγήν της ενότητος, της συνεργασίας και της κατανοήσεως μεταξύ των Εκκλησιών, ευχαριστώ ενθέρμως το Παγκόσμιον Συμβούλιον εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος και εγείρω πρόποσιν δι’ έν έτι δημιουργικότερον και ικανοποιητικότερον μέλλον οικουμενικής συνεργασίας και διακονίας προς όφελος των Εκκλησιών.
[Μετάφρασις εκ του αγγλικού:
Δρ Νικόλαος Κ. Πετρόπουλος,
M.St., D.Phil. {Oxon.}]