Έξι εκατομμύρια εξακόσιες χιλιάδες άνθρωποι στα 2005 ένοιωσαν την προσφυγιά είτε σε χώρες γειτονικές της πατρίδας τους είτε μέσα στον ίδιο τους τον τόπο, η πλειονότητα των οποίων στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Αφγανοί, Κολομβιανοί, Ιρακινοί, Σουδανοί και Σομαλοί, άνθρωποι με διάφορο πολιτισμό και γλώσσα, διαφορετική ιστορία και τόπο, αλλά κοινή μοίρα. Ένα δισάκι στον ώμο και μια πορεία μπροστά τους. Ξεριζώθηκαν κι αφέθηκαν να πορεύονται προς αναζήτηση γης φιλόξενης γιατί από τα πατρογονικά τους έκδιώχθηκαν ως ξένοι και εχθροί.
Συλλογιζόμενοι ότι έρημοι και πάγοι, όρη και σπήλαια έχουν πολλάκις γίνει κατοικητήρια ανθρώπων, αντιλαμβανόμαστε ότι γη αφιλόξενος δεν υπάρχει, αλλά μάλλον καρδιές με στένωση, αδύναμες να χωρέσουν τον συνάνθρωπο. Είναι τούτο το φοβερό, η άλογη φύση να γίνεται ανεκτικότερη από τα έλλογα πλάσματα του Θεού, και μάλιστα τα όμαιμα και ομόγλωσσα. Η λυκοποίηση του ανθρώπου αποδεικνύει τη φύση φιλανθρωπότερη του συνανθρώπου.
Εμείς, αγωνιώντας για την επαναφορά του ανθρώπου στο αρχέγονο κάλλος, φέροντας στο είναι μας την παρεπιδημία ως ιδίωμα του χριστιανού, έχοντας πολλοί εξ ημών ζήσει πρόσφατα την προσφυγιά, φιλοσοφούμε το μικρό βίο μας επί της γης και με την ελπίδα στο Θεό, μοιραζόμαστε τη γη που δανεική κρατούμε, καθόσον όλοι μας είμαστε χρεώστες και σύνδουλοι και φιλοξενούμενοι σε ένα κόσμο δωρισμένο από το Δημιουργό του σε όλο το ανθρώπινο γένος.
Ξενωθώμεν του κόσμου, ίνα ξενοδόχοι του κόσμου γινώμεθα, εν παντί.
Μετ’ ευχών πατρικών,
Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ