Σήμερα ολόκληρος ο κόσμος στρέφει την σκέψη του στη φυσική δημιουργία, το Θεοδημιούργητο και αναντικατάστατο φυσικό Περιβάλλον.
Κάθε φορά που διαπιστώνεται μία βαθιά κρίση σε επιμέρους πτυχές του ανθρωπίνου βίου συνηθίζεται, ανάμεσα στα άλλα μέτρα που λαμβάνονται, να καθιερώνονται και ημέρες επετείων για την υπενθύμιση της ευθύνης και την ανάληψη πρωτοβουλιών ώστε να γίνει με μελέτη, περίσκεψη και λήψη κατάλληλων μέτρων η υπέρβαση. Οι επέτειοι επιστρατεύονται για να διακόψουν, έστω και για λίγο, την ανίερη καθημερινότητα, στην οποία ο σύγχρονος άνθρωπος αυτοαποξενώνεται, και να δώσουν την ευκαιρία για ένα σύντομο εμβαπτισμό στη χώρα του ιερού στην κοινωνική η θρησκευτική του σημασία.
Έτσι η Εκκλησία έσπευσε, ως ήταν φυσικό, να δώσει το παρόν, όταν καθιερώθηκε η 5η Ιουνίου ως Ημέρα του Περιβάλλοντος από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Είναι αυτονόητο ότι το εκκλησιαστικό ενδιαφέρον για όσα τραγικά συμβαίνουν στη σχέση του ανθρώπου προς το φυσικό περιβάλλον δεν είναι καρπός των περιστάσεων και των αναγκών, αλλά αποτελεί, ως Θεϊκό θέλημα, καθημερινή μέριμνα και φροντίδα. Αυτό φανερώνουν το εκκλησιαστικό δόγμα και ήθος, όπως αυτά καταγράφονται και αναλύονται, όχι μόνο στα καθημερινά λειτουργικά αναγνώσματα και τους λειτουργικούς ύμνους, αλλά και στη ζωή των ασκητών, των αγίων και των πιστών που δηλώνουν με λόγια και πράξεις ότι η καρδιά τους φλέγεται από την αγάπη προς τον Θεό και κατ’ επέκταση σ’ όλα τα δημιουργήματά Του, τα ζώα, τα φυτά, το περιβάλλον. Είναι «καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως» (Όσιος Εφραίμ ο Σύρος).
Υπάρχουν και άλλοι φορείς που ενδιαφέρονται για το περιβάλλον. Τι το διαφορετικό θα μπορούσε να προσφέρει η Εκκλησία; Με αυτή την ευκαιρία επισημαίνουμε ότι το ενδιαφέρον της Εκκλησίας δεν είναι ούτε αποσπασματικό ούτε περιστασιακό ούτε υποκριτικό ούτε ιδιοτελές.
Το εκκλησιαστικό ενδιαφέρον δεν στρέφεται στο μέρος αλλά στο όλο, όπως αυτό εικονίζεται στο σχήμα Θεός - άνθρωπος - κόσμος. Η στροφή του ενδιαφέροντος μόνο στον άνθρωπο αφαιρεί όλες τις δυνατότητες για μία αποτελεσματική λύση του οικολογικού προβλήματος. Η απαξίωση του Θεού και του φυσικού κόσμου δεν είναι ανεξάρτητη από την απαξίωση του ανθρώπου.
Το ενδιαφέρον της Εκκλησίας χάνεται στο απώτερο παρελθόν, με την πληθωρική αναφορά στην Πατερική και Αγιογραφική σκέψη, στην ανάγκη ασκητικής συμπεριφοράς του ανθρώπου στη σχέση του προς τη φύση και στη χρήση των αγαθών της, και διατυπώνεται με σύγχρονους όρους στο παρόν, προβάλλοντας τις ίδιες βασικές αρχές χριστιανικού ήθους, όπως η αγάπη προς το Θεό και το συνάνθρωπο, το μέτρο στη χρήση των αγαθών, ο σεβασμός της δημιουργίας, η παραίτηση από τα εγωιστικά δικαιώματα, ως τις μόνες αρχές για μία πραγματική αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης.
Το εκκλησιαστικό ενδιαφέρον όμως υπερβαίνει και το παρόν και εκτείνεται στο μέλλον. Η Εκκλησία είναι η μόνη που αποδίδει στον οικολογικό της λόγο εσχατολογική προοπτική. Κτίση και άνθρωπος συμπορεύονται προς την αναδημιουργία και την αποκατάσταση της αρχέγονης παραδείσιας κατάστασης, όπου Θεός, άνθρωπος και κτίση δεν αλληλοαποκλείονται ούτε ανταγωνίζονται, αλλά συνυπάρχουν σε μία θαυμαστή ενότητα ζωής. Αυτή η προοπτική δεν είναι ουτοπική, αλλά πραγματώνεται κάθε φορά που ο άνθρωπος ως ιερέας της κτίσης προσφέρει, η μάλλον αντιπροσφέρει, στο Θεό Του τα δώρα της Δημιουργίας Του: «τα σα εκ των σων Σοι προσφέρομεν...» και επικαλείται την μεταμορφωτική, αναζωογονητική και αλλοιωτική παρέμβαση της Χάριτός Του.
Τη σχέση της προς το περιβάλλον η Εκκλησία δεν την εντάσσει σε μία διπλή ηθική. Θεολογία και εκκλησιαστική πράξη συγκλίνουν στη βίωση μιας ηθικής που θεμελιώνεται στην αποκεκαλυμμένη αλήθεια. Ο άνθρωπος της αλήθειας δεν ομιλεί μόνο για την αλήθεια, αλλά ζει με την αλήθεια. Ο λόγος για σεβασμό του περιβάλλοντος δεν λειτουργεί ως ιδεολογία, αλλά μεταποιείται σε σιωπηλό τρόπο ζωής. Δεν είναι υποκριτικά αλλά ουσιαστικά οικολογικός. Δεν υποδεικνύει τι πρέπει να κάνουν οι άλλοι, αλλ’ εγκύπτει στο τι πρέπει να κάνει ο ίδιος.
Το εκκλησιαστικό ενδιαφέρον για το φυσικό περιβάλλον δεν είναι ιδιοτελές. Δεν εγκλωβίζεται στον ανθρωποκεντρισμό που συνδέεται με τον στείρο εγωισμό, αλλά εκτείνεται πέρα από αυτόν. Έχει ως μοναδικό κίνητρο την αγάπη προς το Δημιουργό, η οποία είναι ξένη προς κάθε ιδιοτέλεια. Όποιος αγαπά και σέβεται το Θεό υπερβαίνει κάθε σκοπιμότητα και συμπεριφέρεται αγαπητικά όχι μόνο προς τους ανθρώπους αλλά και προς το φυσικό περιβάλλον. Δεν αξιολογεί όσα συμφέρουν το εγώ και το εμείς περισσότερο από εκείνα τα οποία αναφέρονταν στον πλησίον, στους άλλους, σε όλη την κτίση.
Όσα αναφέρθηκαν δεν στοχεύουν στην υποβάθμιση των προσπαθειών που καταβάλλονται από τους άλλους οικολογικούς σχηματισμούς για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά στην αναβάθμιση της οικολογικής αυτοσυνειδησίας όσων ισχυρίζονται ότι αγαπούν το Θεό και τον άνθρωπο χωρίς να αγαπούν και να σέβονται την κτίση.
Προς την κατεύθυνση αυτή εύχομαι ολόψυχα να ευαισθητοποιηθεί ο σύγχρονος άνθρωπος έτσι ώστε με τη χάρη του Θεού να αποκατασταθεί η αρμονία της σχέσεώς του με την κτίση στο «αρχαίον κάλλος».