Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Μήνυμα στην Γ΄ Συνάντηση του Παρατηρητηρίου Κοινωνικών Φαινομένων της Εκκλησίας τη Ελλάδος με θέμα: «Θρησκείες καί κοινωνία» (Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας, Βόλος)

Ἀγαπητοί καί ἀγαπητές σύνεδροι, Χριστός Ἀνέστη!


Μέ χαρά χαιρετίζω τήν Τρίτη συνάντηση τοῦ Παρατηρητηρίου Κοινωνικῶν Φαινομένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία διοργανώνεται στήν ὄμορφη πόλη τοῦ Βόλου, μέ θέμα: «Θρησκεῖες καί Κοινωνία». Οἱ πρωτοβουλίες αὐτές ἀποτελοῦν ἕνα ἐποικοδομητικό ἐργαστήρι προβληματισμοῦ, τό ὁποῖο στηρίζεται στίς πανανθρώπινες ἀρχές τοῦ διαλόγου, τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς ἀλληλοκατανόησης. Τό ἀποτέλεσμα καί ἡ ἐπιτυχία του βρίσκεται κυρίως στή σύνθεση αὐτοῦ τοῦ διαλόγου καί τά ἀποτελέσματά του.

Μέ βάση αὐτές τίς ἀρχές ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά κάνω μερικές σκέψεις γύρω ἀπό τό πρός συζήτηση θέμα. Βρισκόμαστε ἤδη σέ μιά δύσκολη καμπή τῆς ἱστορίας μας ὅπου τά ποικίλα προβλήματα δέν μπορεῖ νά ἀφήνουν ἀδιάφορη τήν Ἐκκλησία. Ἰδιαιτέρως τό θέμα «Θρησκεία καί Κοινωνία» ἔχει ἕνα κοινό στόχο συνάντησης, δηλαδή τόν ἄνθρωπο καί τήν καταξίωσή του.

Κατά μία ἐκδοχή τή θρησκεία τήν βλέπουν «ὡς τή φυσική ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νά ὑποθέτει παράγοντες γενεσιουργούς τῆς ὕπαρξης καί τῶν ὑπαρκτῶν..., νά συμπεραίνει ἀπό τή λογική αὐτή ὑπόθεση τρόπους καί πρακτικές “χειρισμοῦ” τῶν ὑπερφυσικῶν παραγόντων, ὥστε νά οἰκοδομεῖ ἐλπίδες δικῆς του σωτηρίας ἀπό τό κακό, δικῆς του ἀτελεύτητης εὐτυχίας». Τό στοιχεῖο ὅμως πού μεταβάλλει αὐτή τήν «ὁρμέμφυτη, ἐνστικτώδη» ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιά τή θρησκεία σέ δυναμικό κοινωνικό γεγονός εἶναι τό ἐκκλησιαστικό γεγονός, δηλαδή ἡ δημιουργία ἑνός νέου ἤθους, πού μετατρέπει τή θρησκεία σέ ἐμπειρία καί πράξη.

Τί εἶναι ἐκεῖνο πού μετατρέπει τήν κοινωνία σέ «κοινωνία προσώπων»; Κατά τήν Ὀρθόδοξη ἀντίληψη μέσα ἀπό τήν ἀγαπητική σχέση τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, –τό κατ' ἐξοχήν «κοινωνικό δόγμα»–, τό ἐκκλησιαστικό γεγονός δέν κομίζει ἀτομικές «πεποιθήσεις», δόγματα καί ὑποχρεωτικές ἀρχές, ὅπως οἱ θρησκεῖες. Ἡ εὐχαριστιακή κοινότητα δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς τό ἐπίκεντρο τῆς θρησκευτικῆς ὑπόστασης τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά μεταβάλλει καί τόν τρόπο τῆς ὕπαρξής τους. Αὐτή ἡ προσέγγιση θέτει σημαντικά ἐρωτήματα ὡς πρός τή «θρησκειοποίηση τῆς Ἐκκλησίας» στίς ἡμέρες μας, ἡ ὁποία μετατρέπει τήν πίστη σέ ἀτομικό θρησκευτικό καθῆκον.

Ἡ θρησκειοποίηση αὐτή «ἀναιρεῖ τή συστατική τῆς Ἐκκλησίας προτεραιότητα τοῦ εὐχαριστιακοῦ σώματος, χωρίς νά καταγράφει τά θεσμικά-ὀργανωτικά σχήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς συλλογικότητας: τήν ἐπισκοπή καί τήν ἐνορία». Αὐτή ἡ προσέγγιση τῆς θρησκειολογίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος σημαίνει τήν αὐτοπαραίτηση τῶν Χριστιανῶν ἀπό τίς κοινωνικές τους ὑποχρεώσεις. Ὁ Χριστιανός δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀδιάφορος γιά τά προβλήματα τῆς Πολιτείας, τῆς ὁποίας εἶναι μέλος, ἀλλά ἐφαρμόζει καί διδάσκει καί τόν πλησίον του, τό «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί ταῦτα προστεθήσεται ὑμῖν».

Πῶς ἐπιτυγχάνεται αὐτό; Γιά νά γίνει αὐτός ὁ ἁγιασμός, γράφει ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στόν «Περί τοῦ κατά Θεόν πολιτεύεσθαι» λόγο του, χρειάζεται πρῶτα ἀπ' ὅλα νά λογικευτοῦμε γιατί μέ τή στάση μας πολλές φορές φαινόμαστε «ἀλογώτεροι καί ἀγριότεροι καί αὐτῶν ἀκόμα τῶν θηρίων». Γράφει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Ἱεράρχης: «Ὅταν γάρ τις σκιρτᾷ μέν ὡς ταῦρος, λακτίζῃ δέ ὡς ὄνος, μνησικακῇ δέ ὡς κάμηλος, καί γαστριμαργῇ μέν ὡς ἄρκτος, ἁρπάζῃ δέ ὡς σκορπιός, ὕπουλος δέ ᾖ ὡς ἀλώπηξ... τί οὖν ὀνομάζεσθαι χρή τόν τοιοῦτον; Θηρίον; Ἀλλά τά θηρία ἐνί τούτων τῶν ἐλαττωμάτων κατέχεται. Οὗτος δέ πάντα συναγαγών ἐν ἑαυτῷ καί τῆς ἐκείνων ἀλογίας γέγονεν ἀλογώτερος» (P.G., 51:44).

Ἡ ἐπαναδραστηριοποίηση τῆς θρησκείας σήμερα, σέ πολλαπλά ἐπίπεδα, καθιστᾶ ἀναγκαία τή συνεργασία μεταξύ τῶν θρησκειῶν γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν συγχρόνων προβλημάτων πού ἀντιμετωπίζει ἡ κοινωνία παγκοσμίως, ὅπως οἱ τρομοκρατικές ἐνέργειες, ὁ ρατσισμός, ἡ ξενοφοβία, κ. ἄ. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά δέν πρέπει νά ἀγνοήσουμε καί τό γεγονός ὅτι στήν ἐποχή τῆς νεωτερικότητας ὑπάρχουν δυνάμεις στήν Ἐκκλησία πού εἶναι ἀνοικτές στό καινούργιο. Ὁ διάλογος αὐτός ἀνάμεσα στή Θεολογία καί τήν Κοινωνιολογία μπορεῖ νά συμβάλει ὥστε οἱ δυνάμεις αὐτές νά μπορέσουν νά ἐκφραστοῦν. Νά ἐκφράσουν, καί τό ἐκφράζουν συνεχῶς π.χ. τήν ἀνασφάλεια πού προκαλεῖ στούς πιστούς ἡ παγκοσμιοποίηση. Δέν μποροῦμε νά δείχνουμε μόνο τά ἀρνητικά τῆς Ἐκκλησίας. Τό πρόβλημα δέν εἶναι μονοδιάστατο καί ἡ ὅποια ἐπανάκαμψη τῆς θρησκείας θά πρέπει νά ἐρευνηθεῖ σωστά καί σέ βάθος καί ἀπό τίς δύο πλευρές.

Ἐν κατακλείδι, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἁπλῶς μιά θρησκεία μέ ἀφηρημένες σχέσεις μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Εἶναι πραγματικές καί ἄμεσες σχέσεις ἀγάπης μεταξύ Χριστοῦ καί πιστοῦ. Ὁ κόσμος διδάχθηκε –ὑποθέτουμε ὅτι διδάχθηκε– ἀπό τήν πτώση καί τήν ἀποτυχία τῶν κοινωνικῶν συστημάτων, ἐκ τῶν ὁποίων ἀπουσιάζει παντελῶς ὁ σεβασμός τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τούς ἀνθρώπους εἰς κοινωνία ζωῆς καί κοινωνία πνεύματος, μέ ἐπίκεντρον τήν λατρευτική σύναξη τῶν πιστῶν, καί εὔχεται ὑπέρ πάντων.

Χαιρόμεθα διότι ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα ἐπιστημονικά δρώμενα πραγματοποιοῦνται στήν Ἱερά Μητρόπολη Δημητριάδος, ὑπό τό ἄγρυπνο βλέμμα τοῦ τοπικοῦ Ἐπισκόπου κ. Ἰγνατίου. Εὐχαριστοῦμε θερμῶς γιά τήν μέχρι σήμερα συμπαράστασή του καί τήν ἀμέριστη βοήθειά του πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἐπίσης εὐχαριστοῦμε τούς εἰσηγητές αὐτοῦ τοῦ ἐπιστημονικοῦ ἐργαστηρίου καί ἀναμένουμε τά συμπεράσματα καί τίς προτάσεις πρός μελέτη.

Μετ' εὐχῶν