Κατ’ ἀρχήν, ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐκφράσω τὴ χαρά μου γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ συγκεντρωμένοι μὲ σκοπὸ νὰ ὑποστηρίξουμε νέες ἀντιλήψεις γιὰ τὴ σχέση μας μὲ τὴ φύση, καὶ μάλιστα γιὰ τὴ διδασκαλία τους. Τὸ θέμα ἔχει πρωτεύουσα σημασία γιὰ τὸ μέλλον τοῦ πλανήτη καὶ γιὰ τὴν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος. Γι αὐτὸ καὶ ἀπασχολεῖ τὴν Ἐκκλησία σὲ πολλὰ ἐπίπεδα, ἀκόμη καὶ σὲ ἐπίπεδο κορυφῆς. Εἶναι, πράγματι, αἴτημα τῶν καιρῶν ἡ ἀντιμετώπισή του, καὶ συνεπῶς εἶναι προφανὴς ἡ ἰδιαίτερη ἀξία τοῦ Συνεδρίου. Εὔλογος καὶ δίκαιος, λοιπόν, ὁ ἔπαινος πρὸς τοὺς διοργανωτές, πρὸς ὅλους ὅσοι κοπιάζουν γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ συνεδρίου, ἰδιαιτέρως δὲ πρὸς τὸ Γραφεῖο Νεότητος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς.
Αἰσθάνομαι ὅμως τὴν ἀνάγκη νὰ διευκρινήσω εἰσαγωγικῶς καὶ εὐθέως, πρὸς ἀποφυγὴν συγχύσεων ποὺ τόσον εὔκολα κυκλοφοροῦν καὶ μάλιστα γίνονται κοινὴ πεποίθησις, ὅτι ἔργον τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι «νὰ ἀφουγκράζεται τὰ αἰτήματα τῶν καιρῶν» καὶ ἀσφαλῶς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ὑποτάσσει σὲ αὐτὰ τὸν λόγο της. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι σωματεῖο καὶ δὲν ἔχει τὴ λογική τοῦ σωματείου. Ἡ Ἐκκλησία, ἰδίως δέ ἡ ἡγεσία της, δὲν πρέπει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δείχνει ὅτι «ἀνταποκρίνεται» στὴ σύγχρονη προβληματική, δὲν πρέπει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὁρίζει τὴ μέριμνά της μὲ κριτήριο τὴν ἀνταπόκριση στὸ ἐπίκαιρο. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια καὶ πάντοτε παροῦσα, πάντοτε οἶκος τοῦ ἀνθρώπου καὶ πάντοτε λόγος τοῦ Θεοῦ.
Μὲ ποιὸ τρόπο, λοιπόν, μπορεῖ νὰ βλέπει ἡ Ἐκκλησία τὸ ζήτημα τοῦ περιβάλλοντος ἢ τῆς παιδείας, ἢ τῆς εἰρήνης, καὶ τὰ τόσα ἄλλα προβλήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν ἄνθρωπο; Ἀσφαλῶς ὄχι σὰν ἕνας φορέας, ὄχι σὰν μιὰ πολυάριθμη καὶ ἰσχυρὴ ὀργάνωση. Διότι δὲν εἶναι τίποτε ἀπὸ αὐτά. Γιὰ νὰ μιλήσω κι ἐγὼ μὲ τὸν πάντοτε ἐπίκαιρο τρόπο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ πραγμάτωση τῆς ἐλπίδος, τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας, ἡ καταφυγὴ τοῦ παρόντος στὸ αἰώνιο *.
Ἔτσι, μιλώντας ὡς Ἐκκλησία γιὰ τὰ τρέχοντα, ἀγωνιῶντες γιὰ τὰ τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ ἔθνους μας, δὲν κάνουμε παρέμβαση στὰ πολιτικά. Δὲν εἶναι θέμα ἂν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ παρεμβαίνουμε ἢ ὄχι, ὅπως νομίζουν πολλοί, ἀλλὰ ἁπλῶς δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε αὐτό. Ἀφετηρία τοῦ λόγου τῆς Ἐκκλησίας καὶ κίνητρο τῆς ὁμιλίας μας, εἶναι πάντοτε καὶ μόνον ἡ προσευχὴ ἡ δεσπόζουσα τῆς θείας Λειτουργίας: «Εἰρήνην τῷ κόσμῳ Σου δώρησε». Γιὰ ποιὰν εἰρήνη μιλᾶμε; Ὄχι γιὰ μιὰ κατάσταση πολιτική, ἀλλὰ γιὰ μιὰ κατάσταση ψυχῆς: ἰκετεύουμε νὰ δοθεῖ στὸν ἄνθρωπο ἡ χάρις νὰ εἰρηνεύει μὲ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὸν πλησίον του καὶ μὲ τὸν κόσμο ποὺ τὸν περιβάλλει. Ἐφ’ ὅσον ἔχει αὐτὴ τὴν εἰρήνη ὁ ἄνθρωπος, θὰ μπορέσει νὰ εἶναι ὄχι μόνο χρήστης ἀλλὰ καὶ μαθητὴς τῆς φύσεως, καὶ μάλιστα θὰ μπορεῖ μέσα στὴν ὀμορφιά της νὰ βλέπει τὴν ἄρρητη καὶ ὑπέρλογη δύναμη τοῦ Θεοῦ** . Κι αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο καὶ τοῦ σημερινοῦ Συνεδρίου: δὲν ἀρκεῖ νὰ προσανατολίσετε τὴν ἐκπαίδευση πρὸς μιὰν ἀειφόρο περὶ φύσεως ἀντίληψη. Θὰ πρέπει νὰ ζητήσει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη, διὰ τῆς ὁποίας θὰ κατορθώσει νὰ εἶναι μαθητής, νὰ εἶναι διάκονος τῆς φύσεως, θὰ μπορέσει νὰ νιώσει ὅτι ἡ ἱσορροπία τῆς φύσης εἶναι ἡ σοφία της, κι ὅτι ἡ σοφία τῆς φύσης εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ ὄχι ἔναρθρος ***.
Αὐτὴ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ βιώνουμε στὴν Ἐκκλησία, αὐτὴ καὶ μόνον εἶναι ἡ προϋπόθεση ἐπίλυσης των προβλημάτων μας ἐκείνων ποὺ ὅλοι συνειδητοποιοῦμε ὅτι εἶναι ρήξεις : μὲ τὸν ἑαυτό μας, με τοὺς γύρω μας, καὶ μὲ τὴ φύση ποὺ μᾶς περιβάλλει. Αὐτὴν τὴν εἰρήνη εὔχομαι καὶ σὲ σᾶς ὅλους τοὺς παρόντες, καὶ σὲ ὅλους τοὺς διακόνους τῆς παιδείας.
* «’Ελπίς σου ἡ Ἐκκλησία, σωτηρία σου ἡ Ἐκκλησία, καταφυγή σου ἡ Ἐκκλησία», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, 6, PG 52, 402-3.
** «ὡς διὰ μὲν τῆς ἀπολαύσεως τὴν σύνεσιν τοῦ χορηγοῦντος ἔχειν, διὰ δὲ τοῦ κάλλους τε καὶ μεγέθους τῶν ὁρωμένων τὴν ἄρρητόν τε καὶ ὑπὲρ λόγον τοῦ πεποιηκότος δύναμιν ανιχνεύειν.»: Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου, 2, 17-20.
*** «ἡ ἐν τῇ κτίσει θεωρουμένη σοφία λόγος ἐστί, κἂν μὴ ἔναρθρος ᾗ»: Γρηγορίου Νύσσης, Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἐξαημέρου, 1,17.