Ὁ ἐν Τριάδι προσκυνούμενος Θεός εἶναι, κατά τήν πίστιν καί διδαχήν τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ὁμολογεῖται ὡς "ὁ ἀξιώσας τούς πρεσβυτέρους ἱερουργεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας Του" ("Εὐχολόγιον τό Μέγα" Ἀστήρ. Ἀθῆναι 1970,σελ.164).
Σέ μία δέ ἀπό τίς εὐχές τῆς χειροτονίας εἰς πρεσβύτερον, εὐχές, πού ἀναπέμπει ὁ Ἀρχιερεύς, αἰτεῖται καί παρακαλεῖ μέ τά ἀκόλουθα λόγια τόν Ἅγιον Θεόν: "Αὐτός, Κύριε, καί τοῦτον, ὅν εὐδόκησας τόν τοῦ πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν, πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δωρεᾶς· ἵνα γένηται ἄξιος ... ἱερουργεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας σου".("Ἀρχιερατικόν" Ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας,Ἐν Ἀθήναις 1994 Γ´ σελ.86).
Τό αἴτημα αὐτό ἔχει τήν ἀπαρχή του στήν πρώτη ἀποστολική ἐποχή καί τήν ἀναφορά του στή χαρισματική δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τούς Ἀποστόλους κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ὁριοθετεῖ ἀκόμα τήν ἔκφραση τῆς Ἀποστολικῆς μαρτυρίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας γιά τό ἔργο, τόσο τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ στήν ἱστορία, ὅσο καί τῆς διακονίας τοῦ λόγου Του καί τῆς συνεχείας του ἐκ μέρους τῶν "μαθητῶν" καί "διδασκάλων" Του.
Εἰκόνα καί προτύπωση, βέβαια, κάθε κηρυγματικῆς καί ἱεραποστολικῆς πρακτικῆς ἦταν κατ' ἀρχήν ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἐγίνοντο κατά τή λατρεία τῆς Συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων.
Κατ' αὐτήν, ἡ ἀνάγνωση τῶν βιβλικῶν περικοπῶν, κατά τά Σάββατα, προεμήνυε καί προφητικά ὑπεδείκνυε τήν τέλεια ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Ἐμμανουήλ.
"Ὅτε δέ ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου"(Γαλ.4,4) οἱ μαθητές ἐβίωναν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί ὅ,τι ὡς Θεάνθρωπος ὁ Χριστός ἐνεργοῦσε θαυματουργικά, "θαυμαστά τε ἔνδοξα καί ἐξαίσια" καί ὅ,τι ἔλεγε διδάσκοντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἦταν φυσικό οἱ Ἀπόστολοι μέσα σ'ἕνα τέτοιο ἀποκαλυπτικά θεϊκό περιβάλλον νά ἔχουν ὡς κύρια φροντίδα τήν ἐξαγγελία τοῦ "λόγου τῆς σωτηρίας"(Πράξ.13,26) καί τήν προσφορά του ὡς τροφῆς πνευματικῆς καί "μάννα" ἐξ οὐρανοῦ, σύμφωνα μέ ὅσα "εἶδον καί ἤκουσαν καί αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν" (Πράξ.4,20).
Μέλημα ἔκτοτε καί ἔργο ποιμαντικῆς εὐθύνης καί ἱεραποστολικῆς διακονίας, ἀνώτερο καί αὐτῆς τῆς διακονίας τῶν τραπεζῶν, "τῆς ἀγάπης" ἦταν γιά τούς Ἀποστόλους καί τούς ποιμένες ὁ εὐαγγελισμός τοῦ Λόγου(Πράξ.8,4).
Ἡ ἐνσυνείδητος αὐτή ὑποχρέωση τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ὡς Ἀποστόλων τῆς Ἐκκλησίας, ἑδράζεται ἐν τέλει καί ἐπικυρώνεται καί ἀπό τό γεγονός τῆς ἐντολῆς καί ἀποστολῆς, μέ τήν ὁποία ὁ Ἀναστημένος Χριστός ἐπιφορτίζει τούς συνεχιστές τοῦ σωτηριώδους ἔργου Του.
Μαζί μέ τήν χαροποιό καί εἰρηνοποιό εὐλογία τῆς Ἀναστάσεώς Του "ἐνετείλατο αὐτοῖς" (Ματθ.17,9), ὅπως "πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καί ἰδού ἐγώ μεθ'ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος" (Ματθ.28,19-20).
Ἀπό τόν ἀναστάσιμο αὐτό κυριακό λόγο μποροῦμε νά ἐκτιμήσουμε βασικές ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες ἔχουν σχέση μέ τό σκοπό,τό περιεχόμενο,τή σημασία καί τήν ἀναμφισβήτητη ἀξία τῆς γνώσεως καί ἐπιγνώσεως τοῦ ἀποκεκαλυμμένου λόγου τοῦ Θεοῦ.
Τά μέλη τῆς πρώτης χριστιανικῆς κοινότητας ἦσαν "προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν Ἀποστόλων καί τῇ κοινωνίᾳ καί τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς" (Πράξ.2,42).
Αὐτή ἡ πρακτική τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἀναδεικνύει τό κήρυγμα ὡς ἕνα ἀπό τά κύρια χαρακτηριστικά στοιχεῖα τῆς πρωτοχριστιανικῆς Θείας Λατρείας καί Λειτουργίας.
Μετέπειτα αὐτή ἡ προσωπική ἐμπειρία τῆς ἀποστολικῆς παρακαταθήκης καί προφορικῆς παραδόσεως καταγράφεται γιά λόγους ποιμαντικῆς συνέπειας, ἀκρίβειας τῆς ἀλήθειας καί διδακτικῆς δεοντολογίας καί ἡ ἀνάλυση καί ἑρμηνεία τοῦ καταγεγραμμένου λόγου τοῦ Θεοῦ καθίσταται ἀναγκαία στίς μεταποστολικές γενεές τῶν Χριστιανῶν.
Τό κήρυγμα τοῦτο στή συνέχεια, ὡς πολύτιμος καί βεβαιωμένη διαχρονικά ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας γίνεται λόγος οἰκοδομῆς, κατηχήσεως, λόγος διδακτικός πρός "καταρτισμόν τῶν ἁγίων" (Ἐφεσ.4,12), μέχρις ὅτου αὐτοί καταντήσουν "εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ"(Ἐφ.4,13) κατά τόν Ἀπόστολον τῶν Ἐθνῶν Παῦλον.
Ἡ προσευχητική διάθεσις, ἡ καύση τῆς καρδίας καί ὁ θεϊκός ἔρωτας καί φωτισμός γιά τήν ἱερουργία τοῦ Θεϊκοῦ λόγου ἀφ' ἑνός καί ἡ θεολογική καταξίωση, πού διέρχεται μέσα ἀπό τό χῶρο τῆς μυστικῆς ἐμπειρίας ἀφ' ἑτέρου, ἀναδεικνύουν τούς γνήσιους καί ὀρθόδοξους ἑρμηνευτές τῶν Γραφῶν καί χαρακτηρίζουν τούς θεολόγους καί ἀληθινούς κήρυκες τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος.
"Εἰ θεολόγος εἶ, ἀληθῶς προσεύξῃ καί εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ" (P. G 79, 1180) διαβεβαιώνει ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής.
Ἦτο ἄλλωστε δεδομένη ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Κυρίου πρός τούς ὑπάκουους στό θεϊκό πρόσταγμα μαθητές καί κατά συνέπεια στό "θεσμό τῆς Ἐκκλησίας" διακόνους, ὅτι "ὁ παράκλητος ,τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅ πέμψει ὁ Πατήρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καί ὑπομνήσει Ὑμᾶς, πάντα ἅ εἶπον ὑμῖν". (Ἰωαν.14,26).
Αὐτή τή διδακτική καί κηρυγματική παράδοση διασώζει στούς μετέπειτα αἰῶνες ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν αἰσθανόμενος τήν ἀνάγκη νά μιλήσῃ καί νά ὁμολογήσῃ γιά τή σωστή ἑρμηνεία καί τό γνήσιο ὑπομνηματισμό τοῦ περιεχομένου τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος, ἔγραφε καί ἔλεγε ὅτι "ἡ τῶν θείων Γραφῶν κατανόησις οὐ δεῖται ἀνθρωπίνης σοφίας, ἀλλά φωτισμοῦ καί ἀποκαλύψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος" (P.G.53,175).
Δέν διέφυγε, λοιπόν, τῆς προσοχῆς τῶν ἁγίων Πατέρων τό γεγονός τῆς ὕπαρξης τῆς "σοφιστικῆς ἄκτιστης ἐνέργειας" τοῦ Θεοῦ, τῆς συνεχῶς ἐνεργουμένης στούς χαρισματούχους τῆς Ἐκκλησίας "πρός διαφύλαξιν καί περιφρούρησιν τῆς ἀκρίβειας τῆς ἀληθείας" σέ χρόνους πειρασμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων καί ἀπειλῆς τῆς ἑνότητας τῆς πίστεως ἀπό "τούς βαρεῖς καί λοιμώδεις λύκους" (Μην.Ἰουλίου, Ἔκδ. Ἀπ. Διακονίας σελ.182),τούς λυμαινομένους Αὐτήν.
Τοῦτο ὡς ἀναφαίρετη εὐθύνη καί ὑπεύθυνη ὑποχρέωση ἀποτυπώνεται στούς Κανόνες τῶν Συνόδων ."Δεῖ τούς τῶν Ἐκκλησιῶν προεστῶτας ἐν πάσαις ταῖς ἡμέραις, ἐξαιρέτως δέ ταῖς Κυριακαῖς, πάντα τόν κλῆρον καί τόν λαόν ἐκδιδάσκειν τούς τῆς εὐσεβείας λόγους" (Ράλλη-Ποτλῆ "ΣΥΝΤΑΓΜΑ" σελ. 346).
Πάντα ὅμως ὑπῆρχεν ὁ κίνδυνος καί ὁ πειρασμός, ἀδελφοί μου, "ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ" (Α´ Κορ.1,18) καί τό "φαιδρόν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα" ("Ὡρολόγιον Τό Μέγα" Ἔκδ. Ἀπ. Διακ. 1998 σελ. 481) νά ἐκφυλλισθεῖ σέ ἀκατάσχετη μεγαλοστομία καί φτηνή ρητορικότητα καί τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου καί ὁ μυστηριακός τρόπος τῆς σύστασης τῆς Ἐκκλησίας, -ὅπου "τό κτιστό" ἑνοῦται ἀσυγχύτως "ἐν Χριστῷ" μετά τοῦ "ἀκτίστου"- νά περιπέσει στήν ἠθικολογία καί στήν ἐκλογικευμένη χριστολογία.
Τοῦτο τό κήρυγμα κάνει τό μυστήριον τῆς "ἐν Χριστῷ" ζωῆς - ζωῆς πού ὑπερβαίνει τόν θάνατο -καί τῆς θεϊκῆς "παρεμβολῆς" -πού πληροῖ μέ τήν χάρη Της τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο - νά φαίνεται στά μάτια τῶν ἀνθρώπων ὡς μία ἐγκόσμια καί ἱστορική περιπέτεια ἑνός "Θεοῦ", μιᾶς κάποιας Θρησκείας,ὑφισταμένης μεταξύ τῶν πολλῶν, καί νά εἶναι σάν μία ἐναλλακτική προβολή θέσεων ἑνός κοινωνικοῦ συστήματος ἤ μιᾶς ἰδεολογίας, πού ἐν τέλει δημιουργεῖ ἀδιέξοδα καί ὑπαρξιακά κενά στούς ἀκούοντες.
Ὁ λόγος τότε ὁ ἀνθρώπινος, ὁ φιλοσοφικός, δέν γίνεται τό ἔνδυμα μέ τό ὁποῖο περιβάλλεται καί ἐκφράζεται τό μυστήριον τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως, ἀλλά λόγος φιλόσοφος περί Χριστοῦ, σαρκική γνώση, χωρίς καμμία ὀσμή ἀπό τήν ἄνωθεν σοφία, μέ φυσική συνέπεια ὅλες ἐκεῖνες τίς παρενέργειες, πού σκιαγραφεῖ καί περιγράφει στά "Ἀσκητικά" του ἔργα ὁ Ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. "Ἡ σαρκική γνώση ... πού εἶναι ἄλογη στόν ὀρθολογισμό της καί αὐθάδης στήν οἴηση τῆς παντοδυναμίας, πού εἶναι γυμνή ἀπό τή θεία μέριμνα..., δέν ἔχει νά προσφέρει στόν ἄνθρωπο παρά μιά συνεχή ἀνησυχία.. Δέν ἔχει νά προσφέρει παρά τή λογική σοφία, πού ταιριάζει στή διοίκηση τοῦ ἐκκοσμικευμένου κόσμου... Ὁ ἄνθρωπος, πού δουλώνεται σ' αὐτή τή γνώση... δουλώνεται στήν μικροψυχία, στή λύπη, στήν ἀπόγνωση, στόν δαιμονικό φόβο...στό φόβο τοῦ θανάτου, τῶν παθῶν καί τῶν πονηρῶν θηρίων... Ὅταν ἐξαντλήσῃ τούς τρόπους τῶν μηχανημάτων της, τότε μάχεται μέ τούς ἀνθρώπους..." (Ἅπαντα τά εὑρεθέντα ἀσκητικά, ἐκδ. Χ. Σπανός, σελ. 256 ἐξ).
Ἡ πικρή γεύση λοιπόν τῆς ἀπόγνωσης κάνει τόν ἄνθρωπο ν' ἀναζητεῖ τόν λόγο τῆς ἐλπίδας, γιατί ἐπιβεβαιώνεται ἐν πολλοῖς καί στίς ἡμέρες μας ἡ προφητική ρήση: "Ἰδού ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καί ἐξαποστελῶ λιμόν ἐπί τήν γῆν, οὐ λιμόν ἄρτων οὐδέ δίψαν ὕδατος, ἀλλά λιμόν τοῦ ἀκοῦσαι τόν λόγον Κυρίου" (Ἀμώς 8,11).
Θά μοῦ ἐπιτρέψετε, ἀδελφοί μου συμπρεσβύτεροι, νά κλείσω τό μήνυμα τοῦτο μέ τίς ὁλόθερμες εὐχές μου γιά ἐπιτυχία, μέ τήν χάρη καί τόν φωτισμό τοῦ Κυρίου, τοῦ τόσο ἀξιόλογου αὐτοῦ Συμποσίου, μέ τό Γενικό θέμα, "Ἱερουργεῖν τό Εὐαγγέλιον" καί μέ τήν ἀποστολική προτροπή τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου νά πρυτανεύει στήν σκέψη καί στήν καρδιά σας, ὡς μέτρον κρίσεως τοῦ ἱεροκηρυκτικοῦ σας λόγου καί κριτήριον διακονίας τοῦ ἄμβωνός σας: "Ἡ δέ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μέν ἁγνή ἐστίν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστή ἐλέους καί καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος καί ἀνυπόκριτος, καρπός δέ τῆς δικαιοσύνης ἐν εἰρήνῃ σπείρεται τοῖς ποιοῦσιν εἰρήνην" (Ἰακ. 3,17).