«Τούς ἀποδημήσαντες ἡμῶν ἀδελφούς ἤ μέλλοντας ἀποδημεῖν ἐν παντί τόπῳ κατευόδωσον... Ἀλλά καί ἡμῶν Κύριε τήν παρεπιδημίαν τήν ἐν τῷ βίῳ τούτῳ ἀβλαβῆ καί ἀχείμαστον μέχρι τέλους διαφύλαξον».
Ἡ δέηση αὐτή, Ἀ δ ε λ φ ο ί καί Π α τ έ ρ ε ς, πού ἀποδίδεται στόν Εὐαγγελιστή Μᾶρκο, ἐκφράζει τήν ἰδιαίτερη ἀγάπη καί τό ἂγρυπνο ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τούς « ἐν ἀποδημίᾳ» συνανθρώπους μας.
Τό φαινόμενο τῆς μετακίνησης τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε συλλογικά, εἴτε μεμονωμένα, εἶναι διαχρονικό καί ὀφείλουμε νά ποῦμε, ὅτι καλύπτει τό χῶρο ὅλης τῆς οἰκουμένης καί κάθε περίοδο τῆς ἱστορίας τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ ἀνάγκη ἀλλαγῆς κλίματος, ἡ περιέργεια, ἡ δίψα γιά μάθηση, ἡ ἱκανοποίηση ἀνησυχιῶν, κάποιες φορές ἡ ἐπιθυμία γιά ἀνωνυμία καθώς καί ὁ πόθος γιά μιά καλύτερη ποιότητα ζωῆς ἀποτελοῦν ἰσχυρά κίνητρα, ὥστε συχνά ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀποφασίζει ἑκούσια νά ὑποστεῖ σωματικούς καί ψυχικούς κινδύνους , προκειμένου νά δεῖ νά γίνονται πραγματικότητα οἱ ἐλπίδες καί τά ὄνειρά του γιά μιά καλύτερη ζωή. Ἄλλες φορές πάλι, κατακτητικοί πόλεμοι, ἐμφύλιοι σπαραγμοί, πολιτικές διώξεις, ἐξαθλίωση καί φτώχεια τόν ἀναγκάζουν, χωρίς νά τό θέλει, νά βρεῖ καταφύγιο καί ἀσφάλεια σέ μιά ἄλλη χώρα.
Τό φαινόμενο αὐτό τῆς μετανάστευσης στήν ἐποχή μας λόγῳ τῆς τελειοποιήσεως τῶν μέσων συγκοινωνίας καί τῆς ἐκμηδένισης τῶν ἀποστάσεων εἶναι πιό συχνό καί ἔχει ἀντίκτυπο στήν πολιτιστική, κοινωνική καί οἰκονομική ζωή τῶν κρατῶν, πού δέχονται τούς μετανάστες, δημιουργώντας πληθώρα προβλημάτων τά ὁποῖα ἀναζητοῦν τή λύση τους.
Ἡ μετακίνηση εἶναι ἕνα μεταπτωτικό φαινόμενο καί μιά ἔκφραση νοσταλγίας καί ἀναζήτησης τοῦ χαμένου παραδείσου. Σέ κάποιες ὃμως περιπτώσεις ἀναδεικνύεται ἢ καί ἀποτελεῖ συμμόρφωση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού κάλεσε τόν Ἀβραάμ νά βγεῖ ἀπό τή χώρα του, καί ἐξακολουθεῖ νά καλεῖ ὅλους μας ν’ ἀπαρνηθοῦμε κάθε τι μεταβλητό καί νά μετακινηθοῦμε ὡς ἀκούραστοι στρατοκόποι, πρός Αὐτόν, τόν αἰώνιο καί ἀναλλοίωτο Θεό.
Ἔχοντας αὐτά ὑπ’ ὄψιν ἡ Ἐκκλησία δίνει μιά ἄλλη διάσταση στό θέμα τῆς μετακίνησης καί μετανάστευσης∙ τό προσεγγίζει Θεολογικά μέ τόν δικό της γνήσιο καί ἀληθινό λόγο, πού μπορεῖ ν’ ἀναπαύσει, νά διορθώσει, νά θεραπεύσει καί νά προσφέρει τούς ἀκένωτους θησαυρούς τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ στήν καθ’ ὅλα ἄλογη καί ἄσοφη ἐποχή μας, πού τόσο τούς ἔχει ἀνάγκη.
Θεμελιώδη πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποτελεῖ ἡ ἀλήθεια ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι δημιουργήματα τοῦ ἴδιου Θεοῦ, πλασμένοι «κατ’ εἰκόνα» Αὐτοῦ καί ἑπομένως ὅλοι, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκείας, εἶναι μεταξύ των ἀδέλφια, ἀπόγονοι τῶν πρωτοπλάστων, Ἀδάμ καί Εὔας. Ὁ Θεός «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνός αἳματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί παντός προσώπου τῆς γῆς» (Πραξ.17,26) καί ἑπομένως ὅλοι μαζί ἀποτελοῦν ἕνα ἔθνος, καθώς ἡ προέλευση τῶν φυλῶν ἀποδίδεται στή διάσπαση πού ὑπέστη τό ἀνθρώπινο γένος μετά τήν πτώση. Ὁ ἐκλεκτός λοιπόν λαός τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξε λαός νομαδικός καί «ξένος». Ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας δέν τοῦ ἀνῆκε πραγματικά, ἀλλά τοῦ δόθηκε ἀπό τό Θεό, ὅπως φαίνεται καί στίς διατάξεις τοῦ νόμου γιά τήν ἰδιοκτησία τῆς γῆς καί τό Σαββατικό ἔτος.
Ἡ ἱστορική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μας στή συνέχεια μαρτυρεῖ ὃτι ὁ Χριστός ἐλήλυθε στόν κόσμο ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ οὐρανίου Πατρός (Ἰωάν.7,28) καί ὡς Υἱός τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἲδιος, σέ βρεφική ἡλικία ξενιτεύθηκε στήν Αἲγυπτο γιά νά ἀποφύγει τήν μανία τοῦ Ἡρώδη.
Ὃταν δέ ρωτήθηκε ἀπό κάποιο νομικό «τίς μου ἐστί πλησίον» εἶπε τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου καί κατέληξε «τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τούς ληστάς;» (Λουκ.10,36), δείχνοντας ἔτσι ὅτι ζητᾶ ἀπό μᾶς νά γίνουμε «ὁ πλησίον» γιά κάθε πονεμένο καί πάσχοντα, χωρίς νά ἐξετάζουμε ἄν αὐτός εἶναι πλησίον σέ μᾶς καί χωρίς νά λογαριάζουμε θυσίες καί κόπους.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρός τούς Ρωμαίους «τήν φιλοξενίαν διώκοντες» (Ρωμ.12,13) καί πρός τούς Ἑβραίους «τῆς φιλοξενίας μή ἐπιλανθάνεσθε· διά ταύτης γάρ ἔλαθόν τινες ξενίσαντες ἀγγέλους» (Ἑβρ.13,2), ἐνῶ στήν Α´ πρός Τιμόθεον καί τήν πρός Τίτον ἀναφέρει ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ἐκτός τῶν ἄλλων πρέπει νά εἶναι καί φιλόξενος (Α´ τιμ.3,2· Τιτ.1,8). Καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος στήν Α´ Καθολική Ἐπιστολή του (4,8-9) γράφει «ἡ ἀγάπη καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν· φιλόξενοι εἰς ἀλλήλους ἄνευ γογγυσμῶν».
Τό πίστευμα ἐπί πλέον τῆς «ξενιτείας» ἰσχύει ἰδιαιτέρως γιά κάθε πιστό χριστιανό, γιά τόν ὁποῖο «κάθε ξένη χώρα εἶναι πατρίδα καί κάθε πατρίδα εἶναι ξένη χώρα» (Ἐπ. πρός Διόγνητον), ἀφοῦ σύμφωνα μέ τό Ἅγ. Γρηγόριο τόν Θεολόγο μία εἶναι ἡ πραγματική πατρίδα ὅλων μας ἡ Ἄνω Ἱερουσαλήμ, τῆς ὁποίας εἴμαστε πολίτες.
Ἀκόμη περισσότερο οἱ χριστιανοί πού συνειδητά βιώνουν ὅτι εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, καί ἔχουν ὡς πρότυπο κοινωνίας ἀγάπης τήν ἀγαπητική σχέση τῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος, ἔχουν γκρεμίσει τούς φραγμούς (ἐθνικῆς καταγωγῆς, κοινωνικῆς τάξης, θρησκευτικῆς πίστης, φύλου κλπ.) πού τούς χωρίζουν ἀπό τόν πλησίον καί μποροῦν ν’ ἀναφωνοῦν μαζί μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ.3,28 πρβ. καί Κολ.3,11).
Στηριζόμενοι ἐπί πλέον στή διδασκαλία τῶν πατέρων μας «ὅτι ὁ Θεός οὐκ ἔστι μερικός Θεός ἀλλά Πατήρ πάντων» (Ἱ. Χρυσ.) μποροῦμε νά ἀσκήσουμε τή γνήσια καί ἀληθινή ἀγάπη καί νά παραμερίσουμε συναισθηματισμούς καί ἁπλές ἠθικιστικές διδασκαλίες, ἐφαρμόζοντας στήν πράξη τήν πίστη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ὅτι ἡ διακονία εἶναι χάρισμα, προσφορά στόν Θεό καί στόν ἄνθρωπο.
Ἀ δ ε λ φ ο ί μ ο υ, μόνο ὅσοι γεύθηκαν τήν πικρία τῆς ξενητειᾶς μποροῦν ν’ ἀξιολογήσουν καί νά νιώσουν τή δύσκολη ψυχική κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται ὁ ἀναγκαστικός μετανάστης, ὁ ὁποῖος μακρυά ἀπό τήν ἀγαπημένη του πατρίδα, τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους του, ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ μιά σκληρή καί ἀμείλικτη πραγματικότητα. Ὅλα γύρω εἶναι γι’ αὐτόν ξένα, καί δύσκολα μπορεῖ νά κατανοήσει τή νοοτροπία καί τίς συνήθειες τῶν ἐντοπίων, καθώς βρίσκεται σέ μιά χώρα πού ἔχει τό δικό της διαφορετικό πολιτισμό, τά δικά της ἤθη καί ἔθιμα. Ὁ μετανάστης ἀποτελεῖ πάντα μειονότητα καί εἶναι φυσικό νά αἰσθάνεται ἀπομονωμένος, μέσα σέ μιά κοινωνία ἀπρόσωπη καί ψυχρή, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζει μέ ἐπιφυλακτικότητα καί πολλές φορές μέ ἐχθρικές διαθέσεις ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς «ξένους».
Ὁ μετανάστης λοιπόν χρειάζεται ἕνα ἔρεισμα πάνω στό ὁποῖο θά στηριχθεῖ γιά νά βρεῖ τή δύναμη ν’ ἀντιμετωπίσει μέ ἐπιτυχία ὅλες τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα πού τόν περιστοιχίζουν. Τό ἔρεισμα αὐτό δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν πίστη στό Θεό τόν προστάτη τῶν φτωχῶν καί τῶν ἀδυνάτων.
Εἶναι φυσικό ἡ παρουσία τῶν μεταναστῶν, ὡς ξένων, σέ μιά χώρα νά δημιουργήσει πολλά καί ποικίλα προβλήματα, ὅταν μάλιστα δέν ὑπάρχουν οἱ κατάλληλες ὑποδομές καί ἡ ἀνάλογη σωστή προετοιμασία πού ἀπαιτεῖται σέ τέτοιες περιπτώσεις.
Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας, ἰδιαίτερα στίς μέρες μας, δραστηριοποιήθηκε ὀργανωμένα καί συστηματικά στό θέμα τῶν μεταναστῶν, μέ τήν συνεργασία Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἐνοριῶν, Ἱερῶν Μονῶν καί Συλλόγων καί ἀποτέλεσε τό ἀποκούμπι ὅλων ἐκείνων, πού δέν εἶχαν «ποῦ τήν κεφαλήν κλίναι», προσφέροντάς τους τροφή, ἱματισμό καί κυρίως στοργή καί ἀγάπη.
Ἡ Ἐκκλησία ἐπίσης μέ τήν ὑπηρεσία της «Οἰκουμενικό Πρόγραμμα Προσφύγων», τό «Κέντρο Συμπαράστασης Μεταναστῶν» καί τήν ἐκπόνηση προγραμμάτων πού στηρίζονται ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἓνωση, συνεχίζει τήν φιλότιμη προσπάθειά της. Παρέχει ὄχι μόνο δωρεάν γεύματα χωρίς διακρίσεις σέ Χριστιανούς καί Μουσουλμάνους, Σέρβους καί Κοσοβάρους, ἀλλά καί νομική στήριξη, πρόσβαση σέ ὑπηρεσίες ὑγείας κλπ. ἔχοντας στή διάθεσή της εἰδικά ἐπιτελεῖα ἀπό ἐπιστήμονες, νομικούς καί κοινωνικούς λειτουργούς πού μέ ὑπευθυνότητα ἐργάζονται στόν τομέα αὐτό.
Οἱ ἐνορίες λοιπόν τίς ὁποῖες διακονεῖτε, ὀφείλουν ὃσον ἀφορᾶ στό ποιμαντικό αὐτό ζήτημα τῆς φροντίδας τῶν μεταναστῶν, ἐκτός ἀπό τήν ὑπευθυνότητα γιά τήν κατήχηση καί τήν πνευματική καλλιέργειά τους, ν’ ἀναλάβουν πρωτοβουλίες γιά τήν ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τήν διοργάνωση συζητήσεων καί καλλιτεχνικῶν ἐκδηλώσεων, πού θά ἀποτελοῦν εὐκαιρίες συναντίληψις καί προσέγγισης.
Στή διαμόρφωση τῆς ποιμαντικῆς τῆς Ἐκκλησίας μποροῦν νά βοηθήσουν οἱ σύγχρονες ἐπιστῆμες τῆς κοινωνιολογίας, τῆς ἀνθρωπολογίας καί τῆς ψυχολογίας, καθώς καί ἡ ἀξιοποίηση στατιστικῶν ὑπηρεσιῶν καί κοινωνιολογικῶν ἀναλύσεων.
Ἡ ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας τέλος πρέπει νά εἶναι ἀνεπηρέαστη ἀπό προκαταλήψεις καί ἄκριτους νεωτερισμούς, ἀπό στείρους συναισθηματισμούς, ἀπό προσωπικές τοποθετήσεις καί πολιτικές σκοπιμότητες. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἕνα ἐσχατολογικό προσανατολισμό καί ἡ ποιμαντική της πρέπει νά συμβαδίζει σ’ αὐτήν τήν κατεύθυνση.
Μέ τή δύναμη πού μᾶς παρέχει ὁ Χριστός εἶναι δυνατόν νά μεταστρέφονται οἱ καταστάσεις καί νά ἐξάγεται ἀπό τό πικρό γλυκύ. Ἄλλωστε δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι κάθε ἀποδημία εἶναι στό βάθος της μιά ἀποκάλυψη κρυμμένων ἀξιῶν καί ἱκανοτήτων τοῦ ἀνθρώπου.
Εὒχομαι λοιπόν σέ ὃλους σας, πού διακονεῖτε στόν εὐαίσθητο αὐτόν τομέα τῆς Ποιμαντικῆς Μέριμνας τῆς Ἐκκλησίας μας νά ζεῖτε μέ τή συνείδηση τοῦ «Καλοῦ Σαμαρείτη» καί νά μήν ξεχνᾶτε, ὃτι ἡ μετανάστευση μπορεῖ νά γίνει εὐλογία γιά τούς ἀνθρώπους καί τίς κοινωνίες. Ἀπό μᾶς ἀπαιτεῖται μόνο νά συνεργαζόμαστε στό ἔργο, πού ὁ Χριστός μυστικά ἐπιτελεῖ μέ τήν ἐφαρμογή σωστῆς ποιμαντικῆς. Ἄς ἀναλάβουμε λοιπόν ὅλοι τίς εὐθύνες μας.