Ἀξιότιμε κ. Πρόεδρε τοῦ Ἑλληνικοῦ Περιφερειακοῦ Ἀναπτυξιακοῦ Κέντρου
Ἀξιότιμοι κύριοι Σύνεδροι
Μέ πολλή συγκίνηση καί χαρά ἀπευθύνω χαιρετισμό σ΄το Διεπιστημονικό Συμπόσιό σας. Μέ συγκινεῖ ἡ εὐαισθησία σας γιά τόν ἀνθρώπινο πόνο, πού ἀποτελεῖ κοινό κλῆρο ὅλων μας. Συγχαίρω γιά τήν πρωτοβουλία, γιά τό θέμα σας καθ’ ἑαυτό, ἀλλά καί γιά τό εὗρος τῶν ὀπτικῶν γωνιῶν ἀπό τίς ὁποῖες θά τό ἐξετάσετε. Μία ἀπ’ αὐτές ἀφορᾶ στή σχέση τοῦ πόνου μέ τήν Πίστη καί μάλιστα, σύμφωνα μέ τό Πρόγραμμα, εἰδική εἰσήγησις ἀναφέρεται σ’ αὐτό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς Ἰατροῦ ψυχῶν καί σωμάτων. Ἑπομένως θά καλυφθεῖ πλήρως, πιστεύω, καί ἡ Θεολογική διάστασις τοῦ θέματος.
Θά ἤθελα νά σημειώσω ὅτι στήν προπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ὁ πόνος ἦταν ἄγνωστος. Μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων καί ὡς ἀποτέλεσμα ἀκριβῶς αὐτῆς, εἰσῆλθε ὁ πόνος στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπό τότε, «ὀϊζυρά καί δακρυώδεα» ἔγιναν «τά ἀνθρωπήϊα πρήγματα, καί οὐδέν αὐτῶν ὅ τι μή ἐπικήριον», ὅπως θά ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος¹. Ὁ πόνος εἶναι ἀπόλυτα συνυφασμένος μέ τούς δερμάτινους χιτῶνες τῆς μεταπτωτικῆς πραγματικότητος. Εἶναι συνυφασμένος μέ τόν εἰσελθόντα στόν κόσμο θάνατο. Εἶναι, κατά ταῦτα, ἕνα σαφλῶς πανανθρώπινο φαινόμενο, τό πιό σταθερό καί πιό συγκεκριμένο ἀπό ὅλα τά βιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἀπ’ἐκεῖ πού ἀπουσιάζει εἶναι ἀναμενόμενος. Ξένος ἀνεπιθύμητος μέν, ἐρχόμενος παρά ταῦτα δέ. Ἔτσι εἰπώθηκε, εὔστοχα νομίζω, πώς «ἄν ἡ γῆ ἦταν ἕνα τεράστιο σφουγγάρι καί μπορούσαμε νά τό στίψουμε στά χέρια μας, θά ἔσταζε αἷμα καί δάκρυ. Δηλαδή πόνο». Τόσο συνηθισμένος καί τόσο διαδεδομένος εἶναι ὁ πόνος, σωματικός καί ψυχικός, στόν κόσμο μας, ὥστε κάποιος διεσκεύασε τό ἀξίωμα τοῦ Καρτεσίου Gogito, ergo sum, σέ : Πονῶ, ἄρα ὑπάρχω! Ἐγείρεται, λοιπόν, τό μέγα ἐρώτημα: Γιατί; Πρός τί; Τίνος ἔνεκεν;
Ἀπαντήσεις ἐπιχειρεῖται νά δοθοῦν πολλές. Ἡ Ἰατρική ἐπιστήμη ἔχει γιά πολλές περιπτώσεις πόνου, ὀδύνης καί ἄλγους πειστικές καί σεβαστές ἀπαντήσεις. Ὄχι γιά ὄλες ὅμως. Καί ἡ Ψυχολογία προβάλλει μερικές, ἐνῶ καί ἡ Φιλοσοφία ἐπιχειρεῖ νά δώσει τίς δικές της. Τό ἴδιο καί οἱ διάφορες Θρησκεῖες. Ὅμως, γιά τόν ὀρθό λόγο, ὁ πόνος, ψυχικός ἤ σωματικός, εἶναι πάντοτε τό μέγα σκάνδαλον. Οὔτε ἡ Ἐπιστήμη, οὔτε ἡ Φιλοσοφία, οὔτε ἡ Θρησκεία μποροῦν νά ἀπαντήσουν πειστικά στό ἀμείλικτο Γιατί; τοῦ πόνου, διότι ὅλες μόνο «ἐκ μέρους γινώσκουν καί ἐκ μέρους προφητεύουν»². Οὔτε βεβαίως καί εἶναι σέ θέση νά λύσουν ἕνα τέτοιων διαστάσεων ὑπαρξιακό πρόβλημα, πού συχνά ὁδηγεῖ πολλούς μέχρι τήν παραφροσύνη, μέχρι τήν ἀναζήτηση τῆς λεγόμενης «εὐθανασίας» καί, ὄχι σπάνια, μέχρι τήν ἀποσχημάτιστη αὐτοκτονία.
Ἀπάντησις στό Γιατί; τοῦ πόνου δέν μπορεῖ νά δοθεῖ χωρίς τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι τό φῶς τῆς Θρησκείας γενικῶς, ἀλλά τό φῶς αὐτοῦ τοῦ Θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Καί τοῦτο διότι Αὐτός ἀνέλαβε πάνω Του ὅλο τό ἀνθρώπινο πόνο διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως, τοῦ Πάθους, τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ τριημέρου Θανάτου Του. Τό κλειδί γιά τήν ἑρμηνεία τοῦ πόνου εἶναι ἡ ἐν Χριστῶ Ἑσταυρωμένη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ δέν ἐξιχνιάζονται οὔτε μέ ἐπιστημονικές ἔρευνες, οὔτε μέ φιλοσοφικές ἀναζητήσεις, οὔτε μέ μεταφυσικές προσεγγίσεις. Τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ φανερώνονται καί ἀποκαλύπτονται ἐν χάριτι. Ὁ ἀνθρώπινος πόνος εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα καί ἱερώτερα μυστήρια καί ὁ Θεός τό ἀποκαλύπτει καί τό ἑρμηνεύει ἐν Αὐτῷ τῷ Υἱῷ Του διά Σταυροῦ πάνω στόν Γολγοθᾶ. Καί τή λύση καί λύτρωση τήν δίδει ἀπό ἕναν παρακείμενο ἄδειο Τάφο. Ὄχι μέ λόγια, ἀλλά μέ ἕνα γεγονός. Τήν Ἀνάσταση!
Ὁ πιστός, πού ἐβαπτίσθη εἰς Χριστόν, ταυτοχρόνως ἐνεδύθη τόν Χριστόν. «Ὅσοι ἐν Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε», ψάλλουμε στό μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Μαζί μέ τόν Χριστό ἐνεδύθη καί ὅλα τά τοῦ Χριστοῦ, ἑπομένως καί τό Πάθος Του καί τόν Σταυρό Του. Δι’ αὐτῶν θά γίνῃ κοινωνός καί τῆς Ἀναστάσεώς Του: «Εἰ γάρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῶ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου Αὐτοῦ, ἀλλά καί τῆς Ἀναστάσεως, ἐσόμεθα»³. Ἔτσι, στά μάτια τοῦ πιστοῦ ὁ πόνος ἀντιμετωπίζεται 1) ὡς «δοκίμιον τῆς πίστεως»⁴, δηλ. ὡς δοκιμασία τῆς γνησιότητος τῆς εὐσεβείας καί τῆς ἀρετῆς τοῦ πιστοῦ πού παρεχώρησε ὁ Θεός νά τοῦ ἔλθῃ, ὄπως στήν περίπτωση τοῦ Ἰώβ, γνωστοῦ ὄντος ὅτι «ὥσπερ δοκιμάζεται ἐν καμίνῳ ἄργυρος καί χρυσός, οὕτως ἐκλεκταί καρδίαι παρά Κυρίῳ»⁵, 2) ὡς παιδαγωγία καί ἐγερτήριο ἀπό τόν βαρύ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀκηδίας καί τῆς πνευματικῆς ραστώνης, 3) ὡς εὐκαιρία ταπεινώσεως καί εὐαισθητοποιήσεως γιά τά βάσανα τῶν συνανθρώπων, 4) ὡς ἀφορμή ἀφυπνίσεως τρίτων, 5) ὡς κίνητρο ἀγωνιστικῶν ἐπιδόσεων γιά αἰωνίους στεφάνους, 6) ἁπλῶς «ἵνα φανερωθῆ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῶ», ὅπως στήν περίπτωση τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ τοῦ Εὐαγγελίου⁶, καί 7) ὡς μία εὐλογία καί ἕνα προνόμιο. Ἔτσι τόν ἀποδέχεται ταπεινά ὁ πιστός καί ἀφήνεται στά χέρια τοῦ Θεοῦ μέ ἐμπιστοσύνη, λέγοντας: «ἡ κρίσις μου παρά Κυρίῳ, καί ὁ πόνος μου ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μου»⁷. Ἄν θέλῃ ν’ ἀνέβῃ λίγο ψηλότερα, τότε λέει μαζί μέ τόν πολύαθλο Ἰώβ: «ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξε, οὕτω καί ἐγένετο. Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον»⁸. Δέν μιλᾶ γιά ἐπάρατες ἀσθένειες, οὔτε γιά δυστυχίες πού τόν βρῆκαν. Δέν συμπεριφέρεται μέ κακομοιριά καί μοιρολατρία, ἀλλά, ἀρχοντικότατα, ὡς γνήσιος φίλος Χριστοῦ, «χαίρει ἐν τοῖς παθήμασί» του⁹. Ἀκριβῶς τότε, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, ἡ λύτρωσις ἔρχεται. Ἡ ὀδύνη μετατρέπεται σέ παράκληση, τό ἄλγος σέ γλυκασμό, τό ἄγχος σέ ὑπομονή, ἡ θλίψη σέ ἐγκαρτέρηση, ἡ ἀγωνία σέ ἐλπίδα, ἡ Μεγάλη Παρασκευή σέ λαμπροφόρο Πάσχα. Τόν πόνο τόν ἔχει πιά ἀναλάβει ὁ «ἐν πηγῆ ὤν» - Ἐκεῖνος πού «τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται»¹⁰. Μέ Αὐτοῦ τόν φωτισμό καί τήν ἐνίσχυση εὔχομαι νά προχωρήσετε στίς ἐργασίες τοῦ Συμποσίου σας, τά δέ πορίσματά του νά εἶναι χρήσιμα καί διαφωτιστικά ἐπί τῶν πολυποίκιλων διαστάσεων τοῦ πόνου καί τῆς ὁδύνης.
Καλή ἐπιτυχία!
1. Παρά Λουκιανῶ: Βίων πράσις, 14.
2. Πρβλ. Α΄Κορ., 13,9
3. Ρωμ. 6,5.
4. Ἰακ. 1,3
5. Παροιμ. 17,3.
6. Ἰωάν. 9,2-38.
7. Ἡσ. 49,4.
8. Ἰώβ, 1,21
9. Πρβλ. Καλος. 1,24.
10. Ησ. 53,3 4