Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί,
Ἐντιμότατοι ἐπίσημοι προσκεκλημένοι,
Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί ἀδελφές,
Τίς μεσονύκτιες ὧρες τῆς 11ης Ἰανουαρίου 1982 στή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, παρουσία τριάντα περίπου μόνον βουλευτῶν, κατακόπων ἤδη, συνετελέσθη ἀνερυθριάστως μία ὠμή βιαιοπραγία εἰς βάρος τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Ὁ τότε Ὑπουργός Παιδείας, εἰσήγαγε ἀπροειδοποίητα πρός ἐπείγουσα ψήφισι, ὑπό μορφήν τροπολογίας, ἕνα ἄρθρο, κυριολεκτικῶς, τῆς προσκολλήσεως, σέ ἄσχετο Νόμο, τόν Νόμο 1228 «Περί ἐγγραφῆς μαθητῶν στά Λύκεια τῆς Γενικῆς καί Τεχνικῆς - Ἐπαγγελματικῆς Ἐκπαιδεύσεως», μέ τό ὁποῖο ἐπεβάλλετο αἰφνιδίως στούς Ἕλληνες τό λεγόμενο Μονοτονικό σύστημα γραφῆς. Ἡ Ἀντιπολίτευσι, καταληφθεῖσα ἐξ ἀπήνης, ἀντέδρασε, ἐζήτησε ἀναβολή, ὥστε νά ὑπάρξη ἡ δυνατότητα νηφαλίου μελέτης καί ἐπεξεργασίας ἑνός τόσο σοβαροῦ θέματος ἀπό τήν Ἐθνική Ἀντιπροσωπεία, πλήν ματαίως, ὁπότε ἐγκατέλειψε διαμαρτυρομένη τήν αἴθουσα. Τό Μονοτονικό, περιβεβλημένο διάτρητο κοινοβουλευτικό μανδύα, ἔγινε Νόμος τοῦ Κράτους καί ἀπό τήν ἑπομένη ἐπεβλήθη στήν ἐκπαίδευσι καί στίς δημόσιες ὑπηρεσίες καί ὀργανισμούς μέ ἀσυνήθη ζῆλο, ἤ, γιά νά εἴμεθα εἰλικρινέστεροι, μέ ἀνείπωτη σκοταδιστική μανία καί καταθλιπτική βία. Οἱ ὑπάλληλοι τοῦ δημοσίου καί τῶν δημοσίων ὀργανισμῶν, καί πιό πολύ οἱ ἐκπαιδευτικοί τῆς στοιχειώδους καί μέσης ἐκπαιδεύσεως, τρομοκρατήθηκαν ἀπό τήν Ἐξουσία μή τυχόν καί ἀντιδράσουν καί δέν τό ἐφαρμόσουν. Ἀμέτρητα σχολικά καί ἄλλα ἐκπαιδευτικά βιβλία καί ἐγχειρίδια καταστράφηκαν, ξαναστοιχειοθετήθηκαν στό μονοτονικό καί ἐπανεκδόθηκαν, μέ ἀνυπολόγιστο οἰκονομικό κόστος, πού, βεβαίως, πληρώθηκε ἀπό τό βαλάντιο τῶν φορολογουμένων. Ἀκόμη καί οἱ γραφομηχανές τῶν δημοσίων ὑπηρεσιῶν καί τῶν σχολείων συγκεντρώθηκαν ἐσπευσμένως καί ὑπέστησαν πάραυτα τονικό καί πνευματικό ἀκρωτηριασμό. Ἡ δασεῖα, ἡ ψιλή, ἡ περισπωμένη, ἡ βαρεία καί ἡ ὑπογεγραμμένη ἀπεσκυβαλίσθησαν μέ πρωτοφανῆ λύσσα, ὡς μιάσματα «τῆς στείρας συντήρησης». Ὁ «προοδευτικός» φωταδισμός διέγραψε διά μονοκονδυλιᾶς μία γλωσσική καί γραμματική, δηλαδή πολιτισμική, ἱστορία εἰκοσι δύο αἰώνων, μέ πρόφασι τήν ἀπαλλαγή τῶν μαθητῶν ἀπό περιττούς κόπους πού ἀπαιτοῦσε ἡ ἐκμάθησις τῶν δασυνομένων λέξεων καί τῶν τεσσάρων-πέντε κανόνων τονισμοῦ. Οἰκονομία κόπου καί χρόνου!... Εἰς τό ἑξῆς, χωρίς τά ἐπαχθῆ «μακρόν πρό μακροῦ ὀξύνεται» καί «μακρόν πρό βραχέος περισπᾶται», οἱ Ἕλληνες, ἐλεύθεροι ἀπό περιττά βάρη καί μέ περισσότερο χρόνο στήν διάθεσί τους, θά μποροῦσαν ν’ ἀνοίξουν -ἐπί τέλους!- τά φτερά τοῦ πνεύματός τους καί νά πετάξουν στά ὕψη τῆς γνώσεως καί τῆς σοφίας.
Οὔτε ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν ἐρωτήθηκε ποτέ γιά τή μεταβολή, οὔτε οἱ Πανεπιστημιακές Φιλοσοφικές Σχολές, οὔτε οἱ ἄνθρωποι τῶν Γραμμάτων, οὔτε ὁ ἐκτός συνόρων Ἑλληνισμός. Τό Γένος καί ποιητές εἶχε καί συγγραφεῖς – λογοτέχνες, μέ ἄριστη ἑλληνομάθεια εἶχε, καί φιλολόγους, πανεπιστημιακούς καί μή, σπουδαίους. Οὐδείς ἐξ ἀυτῶν πλήν ἐλαχίστων ἐζήτησε ποτέ καθιέρωσι μονοτονικοῦ, ἀλλά καί οὐδείς ἐρωτήθηκε! Κάποτε, βεβαίως, ἀρκετά πρίν τήν μονοτονική «μεταρρύθμιση», στήν ἐφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ εἶχε δημοσιευθῆ ἕνα κύριο ἄρθρο, πρωτοσέλιδο, «πού ἐξηγοῦσε πόσα χρήματα θά κέρδιζε ἡ ἐθνική οἰκονομία ἄν οἱ γραφομηχανές καί τά τυπογραφεῖα δούλευαν χωρίς τόνους καί πνεύματα»¹. Ἐπρόκειτο, προφανῶς, γιά δοκιμαστική βολή. Δέν ἀποτελεῖ δέ μυστικό, διότι ὅλα κάποτε σ’ αὐτόν τόν τόπο μαθαίνονται, ὅτι «ἡ μοναδική μελέτη στήν ὁποιά στηρίχθηκε ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων γιά νά ἐπιβάλει ὁμόφωνα τό μονοτονικό ἦταν μιά ἔκθεση τῆς ἑταιρείας Ὀλιβέττι. Τό μονοτονικό στήν Ἑλλάδα μᾶς τό σερβίρησαν γιά νά «τό χωνέψουμε» οἱ πολυεθνικές»². Ὄχι βεβαίως ἀπο ψυχοπόνεσι γιά τά παιδιά μας καί γιά τήν διευκόλυνσι τῶν σπουδῶν τους!.... Νά σημειώσουμε ὅτι δέν εἶχε καλά-καλά προλάβει νά ψηφισθῆ ἡ κατάργησι τοῦ πολυτονικοῦ, ὅπως ἐψηφίσθη, καί ἡ ἀγορά βρέθηκε ἀμέσως γεμάτη ἀπό γραφομηχανές στό μονοτονικό, ἐνῶ δέν εὕρισκες οὔτε γιά δεῖγμα πολυτονικές! Τί νά πρωτοθαυμάση κανείς; Τήν ἐσπευσμένη καταναλωτική ἑτοιμότητα ἤ τό ἐπιτελικό σχέδιο καί τό ἐμπορικό δαιμόνιο τῆς καταναλωτικῆς προετοιμασίας, πού μέ τίς εὐλογίες τοῦ Κράτους ὁδηγεῖ τόν ἐνδιαφερόμενο σέ ὑποχρεωτικό ἐκβιασμό ἀγορᾶς;
Ἀπό τό ἄλλο μέρος, οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων ἀντέδρασαν. Ὁ Καθηγητής καί Γεν. Γραμματεύς τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Ἰ.Ν. Θεοδωρακόπουλος ἀμφισβήτσε ζωηρά στούς νομοθέτες, δηλαδή στήν ἐξουσία, τό δικαίωμα δυναμικῆς ἐπεμβάσεως στή γραφή τοῦ λόγου, ὑποστηρίζοντας εὔστοχα ὅτι «τήν γλῶσσα τήν ἀναπτύσσουν μόνον ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν νά εἰποῦν κάτι, δηλαδή οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι, καί ὄχι οἱ ἀπνευμάτιστοι γλωσσοπλάστες καί νομοθέτες... Οἱ γλωσσικοί νομοθέτες, δέν ἔχουν καμμία ἁρμοδιότητα καί ἀνακόπτουν ἁπλῶς τήν ἐξέλιξη τοῦ γλωσσικοῦ μας πολιτισμοῦ».
Διαπρεπεῖς, πνευματικοί ἄνθρωποι τῆς περιωπῆς τοῦ Νικηφόρου Βρεττάκου, τοῦ Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη, τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη, τοῦ Ἀντρέα Καραντώνη, τῆς Μελισσάνθης, τοῦ Χρήστου Μαλεβίτση, τοῦ Δημήτρη Μυράτ, τῆς Λιλῆς Ζωγράφου, τοῦ Εὐαγγέλου Μόσχου, τοῦ Παντελῆ Πάσχου, τῆς Ἰωάννας Τσάτσου, τοῦ Κώστα Τσιροπούλου, τῆς Τατιάνας Σταύρου, τοῦ Νίκου Ἀθανασιάδη, τοῦ Τάσου Ἀθανασιάδη, τῆς Γεωργίας Ταρσούλη, τοῦ Ἀλέξη Σολομοῦ κ.ἄ. ἐδημοσίευσαν μία αὐστηρή διακήρυξι, μέ τόν τίτλο: Διακήρυξη Ἑλλήνων Συγγραφέων. Μ’ αὐτήν διαμαρτύρονταν ἐντονώτατα γιά τήν ἀναρμόδια καί δυναστική κρατική ἐπέμβασι στήν γραφή τῆς γλώσσης καί διεκήρυσσαν: «Δέν δεχόμαστε ὁποιαδήποτε ἀλλαγή στή γραφή τῶν λέξεων τῆς γλώσσας μας καί θά συνεχίσουμε νά γράφουμε καί νά τυπώνουμε τά βιβλία μας μέ σέβας πρός τήν ζωντανή γλωσσική παράδοση καί τήν πλήρη μορφή τῶν λέξεων, ὅπως μᾶς δίδαξαν οἱ πατέρες τοῦ δημοτικισμοῦ καί οἱ μεγάλοι Νεοέλληνες συγγραφεῖς»³.
Παραλλήλως ὁ μεγάλος μας Ἐλύτης, πού πίστευε πώς «.... ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ πάνω στά δῶθε ἤ ἐκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νά καθιερώσει μιάν ὀρθογραφία, ὅπου τό κάθε ὠμέγα, τό κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη, δέν εἶναι παρά ἕνας κολπίσκος, μιά κατωφέρεια, μιά κάθετη βράχου πάνω σέ μιά καμπύλη πρύμνας, πλεούμενου, κυματιστοί ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἤ κοκκινάκια, ἐδῶ ἤ ἐκεῖ, ἀπό περιστεριῶνες καί γλάστρες μέ γεράνια»⁴, ἐδήλωνε καί αὐτός ἀπερίφραστα: «Ἐγώ εἶμαι ὑπέρ τοῦ παλαιοῦ συστήματος, ἐναντίον τοῦ μονοτονικοῦ καί ὑπέρ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν. Εἶναι ἡ βάση γιά νά ξέρεις τήν ἐτυμολογία τῶν λέξεων. Ἡ σημερινή κακοποίηση τῆς γλώσσας μέ ἐνοχλεῖ καί αἰσθητικά»⁵.
Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης ἐφώναζε: «Ἄν δέν θέλετε, κύριοι τοῦ Ὑπουργείου, νά κάνετε φωνητική ὀρθογραφία, τότε πρέπει ν’ ἀφήσετε τούς τόνους καί τά πνεύματα, γιατί αὐτοί πού τούς βάλανε ξέρανε τί κάνανε. Δέν ὑπῆρχαν στά ἀρχαῖα ἑλληνικά, γιατί, ἁπλούστατα, ὑπῆρχαν μέσα στίς ἴδιες τίς λέξεις»⁶.
Ὁ Τάσος Λιγνάδης ἐξέφρασε χειρότερους φόβους: «Ἡ γλῶσσα μας... εἶναι μιά εἰκόνα, πού καθώς τήν γράφουμε ἤ τήν διαβάζουμε προάγουμε μιά σημασία σέ ἦχο. Εἶναι, μεταφορικά, ἡ ἰδεογραφία μιᾶς μουσικῆς... Ἡ ἰσοπεδωτική μονοσημία τῆς εἰκόνας εἶναι καί διάλυση (προοδευτική κατάργηση τῆς ὀρθογραφίας) καί σύγχυση νοηματική καί ἀτροφία φωνητική... ἡ μεταπροσωδιακή σήμανση τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς ἔχει τήν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ της. Ἀκριβῶς γι’ αὐτούς τούς λόγους διαφωνῶ μέ τό μονοτονικό, πού τό μόνο ἐπιχείρημά του εἶναι ἡ ἁπλούστευση μιᾶς πρακτικῆς χρήσης. Ὡστόσο ὁ φόβος μου δέν προέρχεται μόνο ἀπό αὐτά, .... ἀλλά ἀπό κάτι ἄλλο: τήν ἐνδεχόμενη συνάρτηση τοῦ μονοτονικοῦ μέ μιά ἀσυλλόγιστη λαϊκιστική προοδευτικότητα. Τό μονοτονικό εἶναι ὁ μοχλός μιᾶς «ἐξελίξεως».... πού θά ὁδηγήσει βαθμιαῖα στήν φωνητική ὀρθογραφία καί στό λατινικό ἀλφάβητο. Καί τότε θαρθει μιά Βουλή τῶν Ἑλλήνων νά βάλει καμαρώνοντας τήν ταφόπετρα στήν ἑλληνική γραφή καί μιά ἄλλη πιό ρηξικέλευθη –γιατί ὄχι- νά βάλει τήν ταφόπετρα στήν ἑλληνική γλῶσσα»⁷. Κι εὐχόταν: «Εὔχομαι νά ἔχω ἀποδημήσει εἰς Κύριον πρίν τά μάτια μου δοῦν μιά τέτοια «πρόοδο» τῆς Πολιτείας!».⁸.
Ὁ μεγάλος ποιητής τῆς Κύπρου Κώστας Μόντης, παρατηρώντας τίς περί τήν γλώσσα μας καινοτομίες εἶπε: «δέν κατανοήσαμε πόσο εὔθραυστα εἶναι {τά Ἑλληνικά} καί τσαλαβουτᾶμε ἀνεύθυνα»⁹ κι ἔμεινε πιστός στό πολυτονικό ὡς τόν θάνατό του.
Ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος ὑπεστήριξε: «Ὑπερτιμήθηκε ἡ ἄποψη ὅτι διευκολύνει τούς μαθητές, κάτι πού, ἴσως, εἶναι ἀντιπαιδαγωγικό. Ὑπάρχει, ἄλλωστε καί μιά παράδοση, πού ἐκφράζει τήν ἄποψη μεγάλων παιδαγωγῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν ὅτι τό παιδί πρέπει νά κοπιάζει γιά νά γίνει ἄνθρωπος ἱκανός, ὥστε στή ζωή του ν’ ἀντιμετωπίσει ὅλες τίς ἀντιξοότητες»¹⁰.
Στήν πραγματικότητα τό νέο σύστημα διευκόλυνε ἁπλῶς τούς θιασῶτες τῆς ἥσσονος προσπαθείας μαθητές καί μερικούς ἐκδότες ἐφημερίδων καί τυπογράφους. Καί, γιά νά μήν τό λησμονοῦμε, τήν πολυεθνική Olivetti πού εἰσώρμησε ἀμέσως ἕτοιμη στήν ἀγορά μέ μονοτονικές γραφομηχανές καί ὅποιους ἄλλους, ἐκρύπτοντο ὀπίσω της. Θέλετε νά τό ποῦμε καί πιό καθαρά; Κάποια «μεγάλα κεφάλαια καί τούς ἀλληθωρίζοντες πρός μίαν κεκαλυμμένη πνευματική παγκοσμιοποίησι», ὅπως ἔγραψε ὁ Κυριάκος Πλήσης¹¹. Ἔτσι, τριάντα ἄνθρωποι, στά μαῦρα μεσάνυχτα, μέ μιά γενναία καί ὁπωσδήποτε ἱστορική ἀπόφασι, «ἀπελευθέρωσαν» τό ταλαίπωρο Γένος ἀπό τόν «σκοταδισμό» τοῦ Ἀριστοφάνους τοῦ Βυζαντίου καί τῶν Ἀλεξανδρινῶν φιλολόγων καί ἀπό τά δεσμά ὅλων ἐκείνων τῶν περιττῶν καί παράξενων σημαδιῶν, πού ἔκαναν δύσκολη τήν ζωή τῶν παιδιῶν καί τῶν ἐκδοτῶν καί τυπογράφων μας.
Ἀλλά ἄς ἔλθωμε, ἀγαπητοί, στό ἐρώτημα: -Ἐπέτυχε ἤ Ἀπέτυχε τό Μονοτονικό;
1. Στά 25 χρόνια ἀπό τήν βάναυσι ἐπιβολή του δέν ἐπιτεύχθηκε πλήρης ὑποταγή στό θλιβερό νομοθέτημα. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος συνέχισαν ἀνυποχώρητα τήν ἀντίστασί τους. Μεταξύ τους ὁ Τάσος Λιγνάδης, ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς, ὁ Γιάννης Τσαρούχης, ὁ Σαράντης Καργάκος, ὁ Φρέντυ Γερμανός, ὁ Γιάννης Χατζηφώτης, ὁ Τάκης Σωτῆρχος καί πολλοί ἄλλοι ἔγκριτοι καί καταξιωμένοι συγγραφεῖς ἔγραψαν ἤ γράφουν καί τυπώνουν τά βιβλία τους στό πολυτονικό. Ἀκόμα καί στήν Διασπορά, ὅπως ὁ διακεκριμένος ποιητής τῆς Αὐστραλίας Δημ. Τσαλουμᾶς.¹² Ὁπωσδήποτε καί ἀρκετοί ἐκ τῶν ἐμφανισθέντων μετά τήν ἀσυλλόγιστη μεταρρύθμισι, ὅπως ἡ Ρέα Γαλανάκη. Ὑπάρχουν ἀκόμη ἐφημερίδες καί περιοδικά πού ἐπίσης χρησιμοποιοῦν πολυτονικό. Ἐκδότες πού στήν ἀρχή ὑπῆρξαν ἀνένδοτοι μονοτονιστές, ἐκ τῶν πραγμάτων ὑπεχρεώθησαν νά ὑποχωρήσουν καί νά ἐκδίδουν ἐκ παραλλήλου καί μέ τό πολυτονικό, κατά τήν ἐπιθυμία τῶν συγγραφέων. Διαπρεπεῖς ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος, ὅπως ὁ Στέλιος Ράμφος, ὁ Κώστας Τσιρόπουλος καί οἱ ἐκλεκτοί συνεργάται τῆς Εὐθύνης, (θυμίζω τήν ἔκδοσι του φυλλαδίου: ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΟΥ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟΥ [1991] καί τό ἀφιέρωμα τῆς Εὐθύνης πρό τετραετίας) καί φιλόλογοι τῆς περιωπῆς τοῦ Σαράντου Καργάκου, κρατοῦν δυναμικά τήν σημαία τῆς ἀντιστάσεως. Ὁ τελευταῖος τονίζει ὅτι «τό πολυτονικό εἶναι ἄσκηση νοός. Πἐρ’ ἀπό αὐτό, εἶναι στοιχεῖο παραδοσιακό, αἰσθητικό. Τά πνεύματα καί οἱ τόνοι εἶναι ὅ,τι ὁ γλυπτικός διάκοσμος σέ ἀρχαῖο ἀρχιτεκτόνημα»¹³. Θά προσέθετα ὅτι οἱ τόνοι καί τά πνεύματα κάνουν τό γραπτό μας λόγο ἀληθινό πίνακα ζωγραφικῆς. Γράφεις λ.χ. κῦμα καί τό βλέπεις νά σκάη μέσα στόν κόλπο τοῦ ὕψιλον ὡς περισπωμένη! Γράφεις γλῶσσα καί τήν βλέπεις νά ἐμφανίζεται μέσα ἀπό τό στόμα τοῦ ὠμέγα, μέ τήν μορφή καί πάλι τῆς περισπωμένης. Γράφεις ὕπνος καί βλέπεις τήν δασεία, βλέφαρο νά κλείνη!.. Καί πάλι θά μνημονεύσω τόν Βρετάκο. Εἶπε: «Ἄν ἤθελα νά ζωγραφίσω μιά ἀνάπηρη Ἑλλάδα, θά τήν ἔγραφα μ’ ἕνα λάμδα καί χωρίς δασεῖα»¹⁴. Ἀπό κοντά καί ὁ Καργάκος θά πῆ πολύ εὔστοχα: «Οἱ τόνοι καί τά πνεύματα εἶναι γιά τήν ἐλληνική γραφή ὅ,τι οἱ Κυκλάδες, οἱ Β. καί Ν. Σποράδες γιά τόν ἑλληνικό κορμό. Ἡ Κρήτη εἶναι ἡ περισπωμένη τῆς γλώσσας μας»¹⁵ καί ἡ Εὔβοια ἡ βαρεία, θά μποροῦσε νά προσθέση κανείς. Ἀλλά βεβαίως δέν πρόκειται γιά θέμα μόνον αἰσθητικῆς, ὅπως καί τά νησιά μας, δέν εἶναι διακοσμητικά στοιχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Πατρίδος, παρά τήν ἀπίστευτη ὀμορφιά πού τῆς προσδίδουν!...
2. Τό μονοτονικό «ἐστέρησε τήν γλῶσσα μας ἀπό τόν γενετικό κώδικα τῶν λέξεών της», παρετήρησε πολύ εὔστοχα ὁ Τσιρόπουλος¹⁶. Παραλλήλως ἐστένεψε τό γνωστικό πεδίο τῶν μονότονα καί ἀπνευμάτιστα ἐκπαιδευθέντων ἐπικινδύνως. Ἡ σαφήνια καί ἡ ἀμεσότητα τοῦ λόγου ἐχάθηκε. Τά μέρη τοῦ λόγου μπερδεύονται εὔκολα μεταξύ τους. Ἡ ἐτυμολογία τῶν λέξεων ἀποτελεῖ ἄλυτο γιά τούς μονοτονικά σπουδαγμένους. Μιλοῦν γιά ἀφαίρεσι, γιά αφαίμαξι γιά αὐθαιρεσία, γιά ἀφύπνησι, γιά ἐφάπαξ, γιά ἐφαρμογή, γιά καθήλωσι, γιά κάθοδο, γιά μεθόδευσι γιά καθυστέρησι, γιά μεθόριο, γιά ἀφελληνισμό γιά πενθήμερο, γιά ἀνθυπολοχαγό, γιά πρωθυπουργό, γιά ὑφιστάμενο, γιά ὑφήλιο, γιά ἕνα πλῆθος σύνθετα καί στέκουν κεχηνότες μπροστά στά Θ καί στά φ, πού δέν βγαίνουν –κατά τό δή λεγόμενον- ἀπό ὅσα γνωρίζουν. Βλέπουν τούς Ἄγγλους νά γράφουν Hellas καί ψάχνουν νά βροῦν ποῦ βρέθηκε αὐτό τό h μπροστά στό ὄνομα τῆς Ἑλλάδος. Τό ἴδιο καί μέ τό History, τό Haides, τό harmony, τό homily, τό hilarious, τό hypnotic, τό hypothesis κι ἕνα πλῆθος ἄλλα. Ποιός νά τούς ἐξηγήση γιά τήν ἔρημη τήν δασεία μας, πού οἱ «χασομέρηδες» Ἄγγλοι ἀκόμη τήν ὑπολογίζουν καί τήν γράφουν; Ἀλλά μποροῦν, μέ τέτοιο ἐξοπλισμό, νά ἀφυπνισθοῦν καί νά καταλάβουν καί νοιώσουν τί ἀφαίμαξι πνευματική τούς γίνεται, τί καθήλωσι πολιτιστική ὑφίσταται, τί κίνδυνοι ἐλλοχεύουν στήν ἑλληνοτουρκική μεθόριο καί στίς παραμεθόριες περιοχές μας γενικῶς, τί μεθοδεύσεις γίνονται γιά νά τούς ὑποκλέψουν ἤ μειώσουν τό ἐφάπαξ, τί αὐθαιρεσίες γίνονται κάθε τόσο εἰς βάρους τους, σέ τί καθυστέρησι ταλανίζονται, σέ τί ἀφελληνισμό, στό τέλος, ὁδηγοῦνται ὑποδουλούμενοι στήν προπαγάνδα τῶν ποικιλωνύμων πολυεθνικῶν κολοσσῶν καί πόσο hilarious γίνονται ἀνά τήν ὑφήλιο μέ τό νά μήν ἀντιλαμβάνονται τήν προϊοῦσα πνευματική χρεωκοπία; Αὐτά συμβαίνουν ὅταν ἡ ἐκπαίδευσί μας ἔβαλε ὡς ἰδεῶδες τήν ἥσσονα προσπάθεια, τήν κατηφορά, ἡ λογική τῆς ὁποίας «εἶναι ὁ πάτος», ὅπως ἔλεγε καί ὁ Λένιν. Σιγά-σιγά θά διολισθήση σέ hypnopedia καί μακάριοι οἱ γρηγοροῦντες μέσα στήν ζοφερή καί ἀσέληνη νύχτα, ὅπου μᾶς ὡδήγησε ἡ νύχτα τῆς ἁμαρτίας τῆς 11 Ἰανουαρίου 1982.
3. Οἱ μαθηταί πού στό Δημοτικό καί στό Γυμνάσιο-Λύκειο δέν διδάχθηκαν πολυτονικό, ἔφθασαν στό Πανεπιστήμιο μέ ἀσύλληπτα κενά. Ὅλοι! Βεβαίως τό κακό εἶναι πολύ πιό ὁρατό στίς Σχολές Ἀνθρωπιστικῶν Σπουδῶν. Στίς Φιλοσοφικές, στίς Θεολογικές καί στίς Παιδαγωγικές Σχολές, ἀπό τίς ὁποῖες ἀποφοιτοῦν ἄνθρωποι πού θά κληθοῦν ἐν συνεχεία νά διδάξουν στή Στοιχειώδη καί τή Μέση Ἐκπαίδευσι, στήν Ἀνωτέρα καί τήν Ἀνωτάτη, ἑλληνική γλῶσσα καί πολιτισμό, ἀρχαῖα κλασσικά κείμενα, ἁγιογραφικά καί πατερικά κείμενα, ἱστορία, ποίησι -ἀρχαία, μεσαιωνική καί νεώτερη, Παπαδιαμάντη, Κάλβο, Καβάφη, Βιζυηνό, Σεφέρη, Ἐλύτη, Σικελιανό κ.ο.κ., ἔχοντας ἐπίπεδο ἑλληνομαθείας ἀπελπιστικά περιωρισμένο, συνήθως σέ μέτρα βαρειᾶς ἀναπηρίας. Πολύπειρος Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, πού ἐδίδασκε ἐπί πολλά ἔτη Βυζαντινή Ὑμνογραφία, Ἁγιολογία, Κριτική Ἔκδοσι Ἀρχαίων Κειμένων καί Παλιογραφία, ὁμολογεῖ μέ ἀπελπισία: «τά μαθήματα αὐτά γίνονταν μέ τέτοιες δυσκολίες, ἐπειδή ἔχουν τήν ὕλη τους Ἀρχαῖα καί Βυζαντινά Ἑλληνικά, πού στό τέλος ἀνέκραζα μέ πικρία, πώς κάθε πέρσι καί καλύτερα, κάθε νέα χρονιά καί χειρότερα! Τά παιδιά μας, ἀπ’ τό Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο, ἴσαμε τό Πανεπιστήμιο φτωχαίνουν καί κουτσαίνουν γλωσσικά κι ἔχουν σέ τέτοιο σημεῖο ἀλαλία καί ἀφωνία, πού εἶναι ἀδύνατο νά οἰκοδομήσεις ἐπάνω τους κάτι ἀξιόλογο ἀπό τήν ἄποψη τῶν ἀπαραίτητων εἰδικῶν γνώσεων καί τῆς παιδείας γενικώτερα»¹⁷. Καί ταῦτα πρό τριετίας. Σήμερα τά πράγματα ὄχι μόνον δέν ἔχουν τό παράπαν βελτιωθῆ, ἀλλά μᾶλλον προέκοψαν ἐπί τό χεῖρον. Εἶναι ἐφιαλτική ἡ εἰκόνα πού παρουσιάζουν Φιλόλογοι, Θεολόγοι, Δάσκαλοι ὅταν χρειασθῆ νά ἀναγνώσουν μεγαλοφώνως ὄχι μόνο ἕνα ἀρχαῖο ἤ μεσαιωνικό κείμενο, Ὅμηρο, Θουκιδίδη, Γρηγόριο Θεολόγο, ἀλλά μιά ἁπλῆ περικοπή ἀπό τόν Ἀπόστολο ἤ τό Εὐαγγέλιο, πού εἶναι πιό οἰκεῖο τό κείμενο ἀπό τήν λειτουργική του χρῆσι, μιά Στάσι τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, μιά σελίδα τοῦ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ἤ τοῦ Παπαδιαμάντη, ἕνα ποίημα τοῦ Καβάφη. Τό ἴδιο, δυστυχῶς, καί μέ πολλούς ἀπό τούς νεωτέρους κληρικούς μας!
4. Παρακολουθῶντας τούς ἐκφωνητές καί σχολιαστές της τηλοψίας καί τοῦ ραδιοφώνου ἤ παραστάσεις νέων ἠθοποιῶν, ἤ ὁμιλίες πολιτικῶν καί μάλιστα τῶν νεωτέρων καί τῶν θελόντων νά ἐμφανίζωνται περισσότερο «σύγχρονοι» καί «προοδευτικοί» (ὁμιλῶ γενικῶς, διότι ὑπάρχουν σέ ὅλα τά κόμματα), παρακολουθώντας δημόσιους ἀγορητές καί ἄλλους κατ’ ἰδίαν συζητοῦντες, παρακολουθώντας συνομιλίες νέων, φοιτητῶν, ἐφήβων καί παιδιῶν, θλίβεται κανείς κατάκαρδα ἀπό τόν βαρβαρισμό καί βατταρισμό, πού βρίσκει μπροστά του. Ἡ προφορά τοῦ ἕλληνος λόγου ἔχει πιά φθαρῆ ἐπικίνδυνα. Ὅπως πολύ σωστά παρατηρεῖ σχετικά ὁ Σαρ. Καργάκος, «Μετά τήν κατάργηση τῶν τόνων καί τῶν πνευμάτων, πού λειτουργοῦσαν ὡς ὁδικά σήματα ἤ ὡς μουσικές νότες στήν ἀνάγνωση, ἡ προφορά τῶν νεοελλήνων, εἰδικά τῆς μονοτονικῆς γενεᾶς, δέν ἔγινε ἁπλῶς μονότονη, ἀφοῦ ἔχασε τήν τονική παλμικότητά της καί τή ρυθμοποιῒα της, ἔγινε μιά τρεκλίζουσα καί μπατάλικη προφορά, ὑπόκωφη, σπηλαιώδης καί βρυχητική, γιατί ἁπλούστατα, τό παιδί δεν ἔχει σαφή αἴσθηση τοῦ τόνου, ἀφοῦ μέ ἡλίθιους «κανόνες» τοῦ ἔχει ἐπιβληθεῖ νά μήν τονίζει τίς πιό ἰσχυρά τονούμενες λέξεις, ὅπως εἶναι οἱ ἐρωτηματικές ἀντωνυμίες, τί καί ποιός καί ἀκόμη τά ἄρθρα καί τά μονοσύλλαβα ἐπιφωνήματα, ἤ νά τονίζει μή ἰσχυρά προσφερόμενς συλλαβές»¹⁸. Ζητεῖται ἐπειγόντως ἕνας Ἄγγελος Σικελιανός ἤ ἕνας Δημήτρης Μυράτ γιά νά μᾶς θυμίση ξανά τήν ὁμορφιά καί τήν ἀκρίβεια τῆς προφορᾶς τῆς γλώσσης μας!
5. Τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά, πού ἔστω καί περιορισμένα διδάσκονται, εὐτυχῶς, στή Μέση Ἐκπαίδευσι, γράφονται μέ τήν ἱστορική τους ὀρθογραφία, στό πολυτονικό. Ἔτσι οἱ μαθηταί καλοῦνται νά ἀποκτήσουν ἐσπευσμένως καί τίς βασικές γνώσεις τοῦ πολυτονικοῦ, προκειμένου νά μποροῦν νά παρακολουθήσουν τό διδασκόμενο κείμενο. Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔρχεται ἡ σύγχυσις καί τό θαλάσσωμα. Τή μιά στιγμή εἶναι ὑποχρεωμένοι νά γράφουν λ.χ. ἁμιλλῶμαι (στό ἀρχαῖο κείμενο) καί τήν ἄλλη αμμιλλώμαι (σέ νεοελληνικό). Τή μιά ἀγαπῶ καί τήν ἄλλη αγαπώ. Τώρα ἑταῖρος καί σέ λίγο εταίρος. Τώρα ὑμνῶ καί κατόπιν υμνώ. Τώρα τῶν ὑγιῶν καί μετά ταῦτα των υγιών. Σωστή σχιζοφρένεια!. Ἔτσι ἀπογοητεύονται εὔκολα, σχετικοποιοῦν τήν ἔννοια τῆς ὀρθογραφίας καί στό τέλος ὁ καθένας γράφει ὅπως θέλει. Ἡ ἀπόστασι μέχρι τήν φωνητική γραφή δέν εἶναι μεγάλη. Ὁ Ἀννίβας δέν βρίσκεται ἁπλῶς πρό τῶν πυλῶν!....
6. Τὸ μεῖζον ὅμως ἐρώτημα εἶναι ποιὲς δυνάμεις κρύπτονται πίσω ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ μέτρου. Ἐπὶ τοῦ σημείου αὐτοῦ ἔχουν γραφῇ πολλὰ καὶ ποικίλα, σχέσιν ἔχοντα μὲ τὴν πρόθεσιν ἀποκοπῆς τῶν Νεοελλήνων ἀπὸ τὶς πηγὲς τῶν κλασσικῶν γραμμάτων, μέχρις καὶ ἀντικαταστάσεως τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς μὲ τὴν λατινικὴν καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης μὲ τὴν ἀγγλικήν. Ἄραγε, εὑρισκόμεθα πρὸ τῶν ἐπιδιώξεων τῆς παγκοσμιοποιημένης πολιτικῆς ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἀλλοτρίωσιν τῶν παραδόσεων, τῆς ταυτότητος καὶ τῆς διάρκειας τῶν λαῶν;
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι ἡ ἐπιβολή τοῦ Μονοτονικοῦ καί ἡ ἐπί ἕνα τέταρτο αἰῶνος ἐφαρμογή του,
Ἐπέτυχε:
Α) Νά διχάση τούς ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων.
Β) Νά δυσκολέψη τήν ἐτυμολογία τῶν λέξεων, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀπομάκρυνσι τοῦ λαοῦ ἀπό τό ἀρχικό νόημά τους.
Γ) Νά ἐπιφέρη σύγχυσι στήν ὀρθογραφία, μέ κίνδυνο κατολισθήσεως στήν φωνητική γραφή.
Δ) Νά στερήσητόν γραπτό μας λόγο ἀπό τήν αἰσθητική του ὀμορφιά.
Ε) Νά καταστρέψη ἐν πολλοῖς τή σωστή καί ρυθμική προφορά τοῦ λόγου, μέ ἀφευκτη διολίσθησι στόν βατταρισμό καί τόν βαρβαρισμό.
Στ) Νά δυσκολέψη ἀφάνταστα τίς κλασσικές καί ἀνθρωπιστικές σπουδές, μέ τραγικά γιά τό ὅλο πνευματικό ἐπίπεδο τῶν Νεοελλήνων καί τήν συνείδησι τῆς ἐθνικῆς μας συνεχείας ἀποτελέσματα.
Ζ) Νά προβάλη ὡς παιδαγωγικό ἰδεῶδες τήν ἥσσονα προσπάθεια καί νά ἐπιβραβεύση τήν ὀκνηρία.
Η) Νά δώση τραγικά δείγματα ὀσφυοκαμψίας ἐνώπιον τῶν μεγάλων συμφερόντων πολυεθνικῶν ἑταιρειῶν, διαφημιστικῶν γραφείων, ἐκδοτικῶν οἴκων, ἐφημερίδων καί περιοδικῶν.
Ὀκτώ «ἐπιτυχίες», ὅσα καί τά «Οὐαί ὑμῖν» τοῦ Χριστοῦ πρός τούς Γραμματεῖς καί Φαρισσαίους τῆς ἐποχῆς Του...
Τό Μονοτονικό ἀπέτυχε:
Α) Νά πείση γιά τήν ἀθωότητα τῶν κινήτρων τῆς αἰφνιδίας καί δυναστικῆς ἐπιβολῆς του.
Β) Νά κρύψη κάτω ἀπό τόν διάτρητο μανδύα τῆς «χρησιμότητος» τό ψηλαφητό σκότος τῆς βαρβαρότητος πού φέρει ἐν ἑαυτῶ.
Γ) Νά διευκολύνη τήν μάθησι.
Δ) Νά προαγάγη τούς σκοπούς τῆς παιδείας.
Ἡ Ἐκκλησία, ἔχουσα πάντοτε πλήρη αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Κιβωτός τοῦ Γένους, ἀγκαλιάζει καί ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ πολιτισμοῦ του, ἐν αἷς καί τήν γραπτή μορφή τῆς γλώσσης του, μέ στοργή. Ἔτσι, φρονίμως ποιοῦντες καί τό πνευματικό συμφέρον τοῦ Γένους προασπίζοντες, δέν ἐστέρξαμε, οὔτε ἐπισήμως, οὔτε ἀνεπισήμως, νά υἱοθετήσουμε τό μονοτονικό. Ἐκρατήσαμε, ὄχι μόνο στά ἱερά Γραφικά καί Λειτουργικά κείμενα, ἀλλά καί στά ἔγγραφα τά ὑπηρεσιακά καί στήν ἀλληλογραφία καί στίς ἐκκλησιαστικές ἐκδόσεις τό πολυτονικό. Ἄν κάποιοι ἐκ τῶν κληρικῶν οἱουδήτινος βαθμοῦ μπῆκαν στόν πειρασμό νά χρησιμοποιήσουν μονοτονικό, πρόκειται γιά προσωπική τους «ἁμαρτία». Ὡς Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐκρατήσαμε, κρατοῦμε καί θά κρατήσουμε τό πολυτονικό. Τό ἴδιο, ἔξ ὅσων γνωρίζομε, πράττει καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καθώς καί τά Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας καί Ἱεροσολύμων καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Πεῖσμα; Ὄχι! Στεῖρος συντηρητισμός; Ὄχι! Ἄρνησις προσαρμογῆς; Ὄχι! Φυλάσσομε μέ πλήρη συνείδησι τίς πνευματικές μας Θερμοπύλες. Ἡ γλώσσα εἶναι πατρίδα! Ἐάν ἀφεθῆ στά χέρια τῶν βαρβάρων, στό τέλος, δέν θά ὁμιλοῦμε, ἀλλά θά βαρ-βαρ-ρίζομε, καί ὄχι μόνον γλωσσικῶς. Ἡ πανταχόθεν ἐξαπλουμένη παγκοσμιοποίησις ἐξυπηρετεῖται ἄριστα μέ μιά γλῶσσα φτωχή, ξύλινη, ἴσια-ἴσια ἀρκετή γιά νά διευκολύνωνται οἱ συναλλαγές στίς τράπεζες, στά ἀνά τόν κόσμο ἀεροδρόμια καί στά καταστήματα ἀφορολογήτων εἰδῶν. Εὐχαριστοῦμε, δέν θά πάρουμε!... Σᾶς εὐχαριστῶ.-
1. Χρ. Γιανναρᾶ: ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ, Ἐπικαιρικά Παλινωσούμενα, Ἔκδ. Πατάκη, σ.272.
2. Ἔνθ’ ἀνωτ., σ.254.
3. Ἐν.: ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΟΥ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟΥ, ἐκδ. ΕΥΘΥΝΗ, Φύλλα μάχης/1, σ.ι’-ια΄.
4. Ὀδ.Ἐλύτη, ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ, ἐκδ. Ἴκαρος.
5. ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΟΥ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟΥ, σ.ια’
6. Ἐνθ’ ἀνωτ., σ. ιβ’.
7. Τάσου Λιγνάδη, Ἡ Αὐτοδύναμη Τεχνολογία-Ἄρνηση τῆς Δημοκρατίας, Ἐφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27-28 Ἰαν. 1985, ἐν: ΚΑΤΑΡΡΕΩ, Ἀθήνα, 1989, σ.353.
8. Αὐτόθι.
9. Κώστας Μόντης: ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Κ’ ΟΙ «ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ»Π. ἐν.: ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ, Λευκασία 2003, σ.194.
10. ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ... σ.ια’-ιβ’.
11. ΕΥΘΥΝΗ, τ. 365, Μάϊος 2002, σ.248.
12. Βλ. Δημ. Τσαλουμᾶς: ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ Α’& Β’, Ἀθήνα-Μελβούρνη 1995.
13. Σαρ. Καργάκος: ΑΛΕΞΙΑ-ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΔΡΑΜΑ ΜΕ ΠΟΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ, Ἀθ. 1992, σ. 128.
14. Ἔνθ’ἀνωτ. σ. 243.
15. ΕΥΘΥΝΗ, τ.365, Μάϊος 2002, σ.244.
16. Ἔνθ’ ἀνωτ. σ.248.
17. Π.Β. Πάσχος ἐνθ’ ἀνωτ. σ.247.
18. Σαρ. Καργάκος, ἔνθ’ ἀνωτ., σ.245.