«Οὐκ ἐλάτρευσαν τὴν κτίσιν οἱ θεόφρονες παρὰ τὸν κτίσαντα»
Ἡ εὐδοκίμως καί ἀποδοτικῶς λειτουργοῦσα, ὑπό τήν Προεδρίαν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ καί τῇ συμμετοχῇ ἐγκρίτων Κληρικῶν καί Λαϊκῶν, εἰδικῶν λειτουργιολόγων, Εἰδική Συνοδική Ἐπιτροπή Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως διά τῶν καθιερωθέντων ἤδη ἐπιστημονικῶν της Συνεδρίων, προσφέρει κάθε φοράν τήν δυνατότητα ἐνδελεχοῦς καί εἰς βάθος μελέτης λειτουργικῶν θεμάτων, μέ τήν βοήθειαν δοκίμων Θεολόγων εἰσηγητῶν καί τήν πολύτιμον συμβολήν ἀξιολόγων ὁπωσδήποτε ἐκπροσώπων τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, στοχεύουσα εἰς τήν, κατά τήν παράδοσιν, ἐνημέρωσιν Κλήρου καί Λαοῦ ἐπί τῆς ἀνάγκης ἐξασφαλίσεως μείζονος συμμετοχῆς τοῦ Λαοῦ εἰς τά λειτουργικά μας δρώμενα. Τόν ἴδιον στόχον ἐπιδιώκει καί τό Συνέδριον τοῦτο μέ θέμα:
«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ»
«Οὐκ ἐλάτρευσαν τὴν κτίσιν
οἱ θεόφρονες παρὰ τὸν κτίσαντα»
Συγχαίρω καί ἐπευλογῶ, ἐξ ὀνόματος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τούς πρωτεργάτας τῆς προσπαθείας καί εὐχαριστῶ καί τόν φιλοξενοῦντα τό Συνέδριον Σεβασμιώτατον ἀδελφόν Μητροπολίτην Σύρου, Τήνου, Ἄνδρου, Κέας καί Μήλου κ. Δωρόθεον διά τήν διευκόλυνσιν τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου.
Τό θρησκευτικόν φαινόμενον ἔχει πανανθρώπινην ἐφαρμογήν. Ἡ ἀναζήτησις τοῦ Θεοῦ εἶναι γεγονός σύμφυτον μέ τόν ἄνθρωπον. Συνιστᾶ μίαν νοσταλγικήν ἐμπειρίαν τῆς ψυχῆς του ἀπό τότε πού ζῶν ἐντός τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐπεκοινώνει μέ ἀμεσότητα μέ τόν Δημιουργόν του.
Ὡς γνωστόν ἡ ἀνάταση αὐτή τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου πρός τά ὑπερκόσμια, ὡς ὁρμέφυτη κλίση τῶν ἐφθαρμένων χαρισμάτων τοῦ πνεύματός του, ἐκδηλώνεται, μέ διάφορες μορφές λατρείας, ἄλλοτε ἁπλές τελετές, ἄλλοτε ὁμαδικές θρησκευτικές ἐκδηλώσεις καί μέ πνευματικές ἐξάρσεις καί δυνατότητες μυστικιστικῆς ἐμπειρίας, ἀπρόσιτες στούς πολλούς ἀνίδεους καί ἀμύητους. Ὅλες ὅμως αὐτές οἱ θρησκευτικές ἱεροτελεστίες καί οἱ μετά λόγου ἤ ἐξ ἀνάγκης ἐνεργούμενοι ποικιλόμορφοι «διαλογισμοί» καί «ἐνορατικοί στοχασμοί» ἀποσκοποῦσαν στή σύλληψη τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, στήν κατανόηση τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀπολύτου Ὄντος, στή βίωση ἴσως ἑνός ἄλλου τρόπου ζωῆς θειότερου καί πνευματικώτερου. Ἦταν ὅλα αὐτά ἐκδηλώσεις καί «συναρτήσεις» πνευματικῆς ζωῆς, πού ἀναδείχθηκαν στό διάβα τῶν αἰώνων καί ἔδωσαν στίς μέρες μας τή δυνατότητα μελέτης τους ἀπό τήν ἐπιστήμη τῆς συγκριτικῆς θρησκειολογίας.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐκτιμώντας τά δεδομένα αὐτά καί θέλοντας νά διδάξῃ ὀρθά στούς ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανούς τή λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, κάνει μιά ἀποστροφή μνείας καί μιά ἐπισήμανση τῶν δεδομένων κάθε μή «λογικῆς» λατρείας, λατρείας πού δέν ἔχει τήν ἀναφορά της στό ἔργο τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, «καθ’ ἥν δῶρα τε καί θυσίαι προσφέρονται μή δυνάμεναι κατά συνείδησιν τελειῶσαι τόν λατρεύοντα, μόνον ἐπί βρώμασιν καί πόμασι καί διαφόροις βαπτισμοῖς, δικαιώματα σαρκός μέχρι καιροῦ διορθώσεως ἐπικείμενα» (Ἑβρ. 9,9-10).
Ἡ παρατήρηση αὐτή τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν σηματοδοτεῖ τά διακριτικά γνωρίσματα τῆς ξένης γιά τήν Ἐκκλησία μας λατρείας, πού ναί μέν πηγάζει ἀπό τήν ἔμφυτη ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συνεκφέρεται μέ αἰσθήματα φόβου, ἑνός τρομεροῦ Θεοῦ, μισθαποδότη τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων ἤ στήν πιό ἁπλή τους ἐκδοχή καί μορφή μέ τήν ἀγωνία τῶν ἀνθρώπων γιά κάποιες ἀκαθόριστες ἤ καί μοιρολατρικές δυνάμεις, πού ἐπηρεάζουν καί προσδιορίζουν ἐν πολλοῖς τήν ἐπί γῆς ζωή του.
Ἔτσι τό φαινόμενο κάθε μυστηριακῆς τελετῆς τῆς ἀρχαιότητος ἐξηγεῖται ὡς εὐκαιρία μύησης τοῦ ἀνθρώπου στή ζωή τοῦ Θεοῦ καί ὡς δυνατότητα διαφυγῆς του σέ ἐξωπραγματικές καταστάσεις. Στήν πίστη μας, ὅμως, ἡ ἐπικοινωνία μέ τό Θεό καί ἡ λατρεία Του δέν εἶναι μόνον ἕνα πνευματικό κατόρθωμα καί ἕνα μυστικό ἄθλημα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Εἶναι ἕνα μυστήριο, γέννημα τῆς λυτρωτικῆς δωρεᾶς τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι φυσικόν ὡρισμένα ἐξωτερικά γνωρίσματα τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας νά χρησιμοποιοῦνται καί εἰς τήν Χριστιανικήν ἀλλά μέ παρηλλαγμένον συμβολισμόν π.χ. λαμπάδες, θυμίαμα, κ.λπ. Τοῦτο δέν ἀποτελεῖ αὐτουσίαν μεταφοράν καί τοῦ ἐσωτερικοῦ νοήματος καί τοῦ σκοποῦ τόν ὁποῖον ἐξυπηρετοῦσαν τά μέσα αὐτά εἰς τήν εἰδωλολατρίαν. Ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία ἐγκαίρως διεσαφήνισε ὅτι ὅ,τι ἐπιτελεῖται μέσα στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπιτελεῖται «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», «ὡς ἐσώτατη λειτουργία τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ», προβάλλονται ἀκόμα ὡς παρόντα τά παρελθόντα ἱστορικά γεγονότα τῆς «Θεϊκῆς Οἰκονομίας» καί φανερώνοντας τήν «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖα ἐν δυνάμει...».
Αὐτές τίς ἀλήθειες βίωναν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καί μέ αὐτές τίς θεολογικές προϋποθέσεις λειτουργοῦσαν τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τους καί ἐπλούτιζαν μέ τίς λειτουργικές-λατρευτικές ἐμπειρίες τους τήν πνευματική ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ σύγχρονοι Νεοπαγανιστές δέν ἔχουν δίκαιο ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἡ Χριστιανική λατρεία χρησιμοποιεῖ δάνεια ἐκ τῆς ἀρχαίας θρησκείας. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὅ,τι δέν ἦτο συμβατόν ἐκ τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας πρός τόν Χριστιανισμόν, τό ἀπέκλεισαν, πολλῷ δέ μᾶλλον τό ἐκ τῆς εἰδωλολατρίας. Καί τοῦτο ἀποδεικνύει ὄχι μόνον τήν πνευματικήν ὑπεροχήν τῆς Χριστιανικῆς λατρείας, ἀλλά καί τήν ἐκλεκτικήν της μέθοδον, νά ἀφομοιώνῃ τά ἐπουσιώδη καί νά ἀποβάλλῃ τά ξένα οὐσιώδη.
Εὔχομαι εἰς τό Συνέδριόν σας καλήν ἐπιτυχίαν καί ἐπικαλοῦμαι ἐπί πάντας ὑμᾶς τήν χάριν καί εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας Μητρός μας εἰς τήν Παναγιοφρούρητον Ἱεράν Νῆσον τῆς ὁποῖας διεξάγονται αἱ ἐργασίαι του.