Μιλώντας γιά Ὀρθοδοξία ἐννοοῦμε τήν Ἐκκλησία. Χωρίς Ἐκκλησία δέν θά ὑπῆρχε Ὀρθοδοξία, ὅπως χωρίς ἁγίους δέν θά ὑπῆρχε ἁγιότητα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἡ βιωματική ἐφαρμογή της. Γι' αὐτό πλανῶνται ὅσοι μιλοῦν γιά τήν Ὀρθοδοξία χωρίς νά ἀναγνωρίζουν τήν Ἐκκλησία, ἤ πλέκουν διθυράμβους σέ λυρικούς τόνους γιά τήν Ὀρθοδοξία, - πρᾶγμα πού ἀρχίζει τόν τελευταῖο τοῦτο καιρό νά γίνεται ἕνα εἶδος συρμοῦ στή χώρα μας - ἀλλά ἀρνοῦνται νά ζήσουν τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀληθινοί ὀρθόδοξοι δέν ἀρκέστηκαν ποτέ σέ μιά ἐγκεφαλική σύλληψη τῆς Ὀρθοδοξίας, οὔτε περιορίστηκαν σέ ἐπιστημονικές ἔρευνες μέσα στό ἐργαστήριο γιά τήν ἀνακάλυψη τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά μέ καί διά τῆς Ἐκκλησίας ἀπαίτησιν πλήρη, κατά τό δυνατόν, γνώση καί βιωματική ἐμπειρία της. Ἄν δέν γινόταν αὐτό, καί ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία, τότε ἡ Ὀρθοδοξία θά ἦταν μιά θεωρητική σύλληψη, διανοητικῆς ὑφῆς, καί μιά κουλτουριάρικη ἐνασχόληση τῶν καιρῶν μας, χωρίς καμιά βαθύτερη καί οὐσιαστικότερη ἀναγέννηση τῆς καρδιᾶς καί τῆς ὕπαρξης, μέ ὅλες τίς ζωτικές της προεκτάσεις.
Ἀλλά ἄν καί ὅλα τά προηγούμενα συνιστοῦν αὐταπόδεικτες ἀλήθειες, ἐν τούτοις ὁ ὀρθόδοξος λαός στή χώρα μας φαίνεται νά τά ἀγνοεῖ σέ βάθος, καί ἀντίθετα νά χαρακτηρίζεται ἀπό μιά βαθιά παρανόηση τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι ἡ ἀποστολή της. Ἔτσι, παρ' ὅλο πού ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει δυναμικά καί ἀποκλειστικά τήν Ὀρθοδοξία, καί σάν πίστη καί σάν τρόπος ζωῆς, ἐκλαμβάνεται ἀπό τούς πολλούς σά μιά ἐγκόσμια πραγματικότητα καί ἰδιαίτερα στήν πατρίδα μας, σάν ἕνα παραπλήρωμα τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ γεγονός πού τῆς ἀφαιρεῖ βασικά καί οὐσιώδη στοιχεῖα καί τήν ὑποβιβάζει σάν μιά γραφειοκρατική ὀργάνωση, ἀλλοτριωτική τῆς ξεχωριστῆς φύσεώς της. Τό δράμα τῆς Ἐκκλησίας μας συνιστᾶται βασικά στό ὅτι ὁ ὀρθόδοξος λαός της ἀγνοεῖ, ἐκτός μικρῶν ἐξαιρέσεων, τό βαθύτερο νόημά της καί τήν συγχέει μέ ἐγκόσμιους ὀργανισμούς καί συστήματα, παρασυρόμενος σέ ἐκτιμήσεις πού καί τήν ἀδικοῦν, ἀλλά καί τόν ἴδιο στεροῦν ἀπό τήν ἀξιοποίησή της. Ἔτσι οὐσιαστικά ἡ Ἐκκλησία παύει νά λειτουργεῖ σάν κοινωνία προσώπων, χάνει τήν ἀνθρώπινη διάστασή της καί μεταβάλλεται σέ κοινωνικό ἁπλά θεσμό, πού ἐξυπηρετεῖ ὁρισμένες ἀνάγκες τοῦ λαοῦ ὅπως ἕνας ὀργανισμός κοινῆς ὠφέλειας. Ἡ κοινή περί Ἐκκλησίας ἀντίληψη στήν Ἑλλάδα σήμερα εἶναι τουλάχιστον ἐσφαλμένη. Παρουσιάζεται σάν ἕνα νομικίστικο κατασκεύασμα, μέ πολύ καί λιγότερη πνευματικότητα. Εἶναι μᾶλλον ἰδεολογία παρά τρόπος ζωῆς καί σωτηρίας. Οἱ πολλοί, ἄν δέν μᾶς ἀγαποῦν, μᾶς ἀνέχονται σάν μιά ποικίλη νότα τῆς ζωῆς. Μᾶς χρειάζονται γιά νά ξεπερνοῦν τήν ἀνία τῆς καθημερινῆς πεζότητος. "Βίος γάρ ἀνεόρταστος μακρά ὁδός ἀπανδόκευτος".
Ἡ ἄγνοια τῶν πολιτικῶν γιά τήν Ἐκκλησία
Τίς ἀντιλήψεις αὐτές ἐνστερνίζονται ἐν πολλοῖς καί οἱ πολιτικοί μας πού ἀγνοοῦν τί εἶναι θεολογικά ἡ Ἐκκλησία. Πολλοί ἀπό αὐτούς τήν ἀντιμετωπίζουν σάν "ἀναγκαῖον κακόν" ἤ "κακό μπελά" πού τούς ἀπασχολεῖ, ἔχοντας μέ τούς λειτουργούς της καθιερώσει ἕνα ἐπικίνδυνο κατεστημένο, πού μεταφράζεται ἐνίοτε σέ ἀρνητικούς ἤ θετικούς γι' αὐτούς ψήφους. Μιλοῦν γιά τό "ἱερατεῖο" καί ἐννοοῦν σκοταδισμό καί μεσαίωνα. Βλέπουν τόν ἱερό κλῆρο σάν ἕνα παρία τῆς κοινωνίας, πού ἀπομυζᾶ τό κρατικό χρῆμα, τό χρῆμα τοῦ λαοῦ. Δέν ἀναγνωρίζουν στήν Ἐκκλησία καμιά ἀναγεννητική ἀποστολή, τήν θεωροῦν ἁρμόδια γιά τά βρέφη καί τούς γέροντες, τά δύο ἄκρα τῆς ζωῆς. Οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς "ἐκκλησιάζονται" κατά τίς ἐπίσημες Δοξολογίες, δέν ζοῦν μυστηριακή ζωή, δέν λειτουργοῦνται, δέν κοινωνοῦν. Τήν Ἐκκλησία τήν βλέπουν καί σάν ἀντίπαλό τους μερικές φορές, ἰδίως ὅταν, στό πρόσωπο κάποιου δυναμικοῦ ἱεράρχη, φαίνεται νά ἐπηρεάζει μάζες λαοῦ.
Κι ἐμεῖς, ἀπό τό ἄλλο μέρος ἔχουμε συμβιβασθεῖ μέ τήν κατάσταση αὐτή, ἐπιδιώξαμε καί ἐγγραφήκαμε στούς τροφίμους τοῦ κρατικοῦ Προϋπολογισμοῦ, εἰσπράττουμε κάθε μήνα τό μισθό μας καί μένουμε ἱκανοποιημένοι. Ὁ κίνδυνος ὅμως τοῦ ἐπαγγελματισμοῦ καιροφυλακτεῖ καί δέν καταλαβαίνουμε ὅτι ὅσο περισσότερο ἐξαρτώμεθα οἰκονομικά ἀπό τό κράτος, τόσο λιγότερη ἐλευθερία χειρισμῶν σέ πελώρια θέματα ἔχουμε. Τό ἀποτέλεσμα, εἶναι νά σιωποῦμε ὅταν χρειάζεται νά ὑψώσουμε κραυγή καί νά φορτωνόμαστε ξένες ἁμαρτίες. Καί τό ἴδιο τό κράτος γνωρίζοντάς μας καλά, μᾶς κρατεῖ ὑποχείριους μέ τήν ἀπειλή καί μόνο τῆς ἀπογύμνωσής μας ἀπό τά προνόμια πού μᾶς ἐξασφάλισε ἡ "συναλληλία". Καί πόσοι τάχα ἀντέχουν στήν στέρηση τῶν κεκτημένων δικαιωμάτων χάριν μιᾶς ἀναγέννησης πού ὅμως τήν ζητοῦν οἱ καιροί καί τήν λαχταρᾶ ὁ λαός; Κάθε φορά πού γίνεται λόγος γιά ἀναβάθμιση τοῦ ἱεροῦ κλήρου καί γιά μιά δυναμική παρουσία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν ἱστορικό στίβο, συναντᾶμε μπροστά μας τήν ἀπειλή γιά ἀφαίρεση τῶν προνομίων μέ τά ὁποῖα ἔχουμε ἐπί μακρόν ζήσει καί ἴσως καί ταυτιστεῖ μερικοί. Τό νέο ξεκίνημα πού πρέπει νά γίνει γιά νά προλάβουμε τό τρένο τῆς ἱστορίας ἐπιβάλλει μιά ταχεία μεταμόρφωση καί ἀλλαγή νοοτροπίας καθώς καί μιά δυναμική στάση ἀπέναντι στήν ἴδια τήν ζωή. Ἀλλά ὁ κίνδυνος τῆς ἀναμέτρησης μέ τήν Πολιτεία καί τῶν συνεπειῶν της, κυρίως τῶν οἰκονομικῶν, τελικά λειτουργεῖ ἀνασταλτικά μέ ἀποτέλεσμα νά γυρίζει ὁ φαῦλος κύκλος καί νά μή μποροῦμε νά ἀπαγκιστρωθοῦμε. Γιατί πιά δέν ἔχεις νά κάνεις μέ ἕνα καί δύο, ἀλλά μέ ὅλο τόν κλῆρο πού πρέπει νά συνεισφέρει στή γενική προσπάθεια. Ποιός λοιπόν νά τολμήσει νά κηρύξει μιά εἰρηνική ἐπανάσταση μετά στήν Ἐκκλησία καλώντας κλῆρο καί λαό σέ πανστρατιά ἀγάπης καί ποιός θά ἀποφασίσει νά ὁμιλήσει μέ τή γλώσσα τῆς εἰλικρίνειας πρός πάσα κατεύθυνση, ὅταν εἶναι τόσο ἀλληλένδετα τά συμφέροντα μέ τίς ἐπιδιώξεις καί τά ὁράματα μέ τήν πραγματικότητα; Εὐγνωμονοῦμε συχνά ἐκείνους πού μᾶς ἐνέγραψαν στό δημοσιοϋπαλληλικό μισθολόγιο, ἀλλά πόσοι ἀναλογιζόμαστε τό φοβερό τίμημα σέ ἐλευθερία πού πληρώνουμε καί θά πληρώνουμε γιά πολύ ἀκόμη;
Οἱ διανοούμενοί μας ἐξ ἄλλου, ἡ λεγόμενη πνευματική ἡγεσία τοῦ τόπου βρίσκεται καί αὐτή, στίς περισσότερες τῶν περιπτώσεων, σέ πλάνη γιά ὅτι ἀφορᾶ στήν Ἐκκλησία. Ποτέ ἡ Ἐκκλησία δέν ἔκανε μιά νέα κατήχηση γιά τούς μεγάλους, ποτέ δέν ἐδίδαξε βασικές ἐκκλησιολογικές ἀρχές. Τά κηρύγματα περιστρέφονται συνήθως γύρω ἀπό ἀνούσια καί ἀδιάφορα θέματα, ἐνῶ οἱ ἀνάγκες τοῦ λαοῦ εἶναι ἄλλες. Γι' αὐτό σέ πολλές περιπτώσεις φεύγει ὁ κόσμος ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅταν κάποιος ἀρχίζει νά ὁμιλεῖ. Ἔτσι ἡ ἑλληνική διανόηση κι ὅταν γιά λόγους ἰδεολογικούς δέν ἐχθρεύεται τήν Ἐκκλησία, παραμένει σέ μιά συναισθηματική σχέση μαζί της καθαρά ἐπιδερμική καί ἐπιφανειακή. Ἡ διανοουμενίστικη ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας, δέν διαφέρει ἐκείνης τῶν πολιτικῶν, γιατί καί αὐτή βλέπει τήν Ἐκκλησία σάν ἔκφραση τοῦ κατεστημένου γι' αὐτό καί εὔκολα ἐκσφενδονίζει τούς μύδρους της ἐναντίον κυρίως τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, στούς ὁποίους ἀρνεῖται χαρισματικές ἰδιότητες καί πνευματική ὑπεροχή. Συγχέοντας τίς προσωπικές ἱκανότητες κάθε ποιμένα μέ τίς θεόσδοτες πνευματικές ἰδιότητες τῆς χάριτος, φθάνει σέ συμπεράσματα ὀλισθηρά, συγκρίνοντας καί ἐπικρίνοντας μαζί μέ τούς ἀνθρώπους καί τούς ἱερούς θεσμούς. Τά ἐξοργιστικά πολλές φορές κείμενα τῶν διανοουμένων μας κινοῦνται στή συχνότητα τῆς ἄγνοιας μαζί καί τῆς προκατάληψης σέ ὅτι ἀφορᾶ στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ παραπλανοῦν τούς ἀφελεῖς καί ὑποκαίουν τό μίσος τῶν ἀνθρώπων ἐναντίον μας, μέ τήν ἐπίκληση τῶν φανερῶν ἐλαττωμάτων τῆς φυλῆς μας. Γιά τούς διανοουμένους μας λοιπόν ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι "Σῶμα Χριστοῦ", ἀλλά "ἀργύριον καί χρυσίον", εἶναι κρατική ὑπηρεσία, εἶναι κάλυψη σκανδάλων καί ἄλλων ἀνομημάτων κρυφῶν καί φανερῶν. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ λογάδες δέν διστάζουν νά φθάνουν μέχρι παράκρουσης ἀπό τό μένος τους ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιγράφοντας κατά κανόνα, ὁ ἕνας τόν ἄλλον, μιλώντας αὐθαίρετα καί συκοφαντικά, καυστικά καί ἄδικα γιά τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἀνθρώπων της. Τήν ἐξομοιώνουν μέ τόν κόσμο καί αὐτή ἡ ἐκκοσμικευμένη εἰκόνα περί Ἐκκλησίας πού ἔχουν, εἶναι ἐκείνη πού τούς ὁδηγεῖ σέ ἐξομοιώσεις της μέ τά ἁμαρτωλά περιβάλλοντα τοῦ κόσμου καί σέ κρίσεις γιά δῆθεν ἴντριγκες καί κάστες καί συμφέροντα πού ὅλα μαζί συμβάλλουν ἀποφασιστικά στή μεγαλύτερη παραπλάνηση τοῦ λαοῦ. Γιατί ὅλα αὐτά καί ἄν ἀκόμη ὑποτεθοῦν ἀληθινά, πολύ ἀπέχουν ἀπό τοῦ νά χαρακτηρίζουν τήν ἀληθινή Ἐκκλησία πού δέν εἶναι οὔτε ἐκκοσμικευμένος κρατικός ὀργανισμός, οὔτε οἰκονομικός παράγοντας στή ζωή τοῦ τόπου, οὔτε ἁμαρτωλό κατεστημένο, ἀλλά ζωή καί εἰρήνη καί ἀγάπη καί σωτηρία καί θέωση.
Ὁ λαός, τέλος, πού πιστεύει καί ἀγαπᾶ τήν Ἐκκλησία του περιορίζεται νά ἀσκεῖ τίς περισσότερες φορές μιά ἰδιωτική λατρεία καί μιά ἀτομική θρησκευτικότητα μέσα στό ναό, χωρίς νά μετέχει οὐσιαστικά στήν κοινωνία τῶν ἁγίων καί χωρίς νά χαίρεται τίς δωρεές τοῦ εὐχαριστιακοῦ Σώματος. Ἔτσι ὁ τακτικός ἐκκλησιασμός ἔχει καταντήσει νά ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό τήν ἑνότητα τῆς ἐκκλησιολογικῆς βάσεως καί παραμένει ἀποκομμένη ἀπό τή ζωή τῆς ἐνορίας ἐκδήλωση, οἱ ἴδιες οἱ ἐνορίες μας δέν διασώζουν τά στοιχεῖα τῆς κοινότητας καί οἱ κληρικοί μας παραμένουν ἁπλοί διεκπεραιωτές ὑποθέσεων τῶν πολιτῶν πού θρησκεύουν. Ὅλα αὐτά εἶναι σημεῖα τῶν καιρῶν, πού ἐπιβάλλουν στόν ὑπεύθυνο στοχαστή νά σκεφτεῖ στά σοβαρά πῶς καί πότε ἡ Ἐκκλησία θά ξαναβρεῖ τήν ἀρχική της θέση στή ζωή τοῦ λαοῦ μας. Ὁ λαός γνωρίζει περί Ἐκκλησίας τά ὅσα ἀναιμικά καί πάντως ἀνεπαρκή ἔμαθε στό σχολεῖο. Δέν τοῦ διδάξαμε τίς ἀληθινές διαστάσεις τῆς εὐσέβειας, δέν τοῦ μιλήσαμε γιά τή σημασία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι καί αὐτός μετέχει στή ζημιά ὅλων μας, ἀπό τήν παρανόηση τοῦ πραγματικοῦ ρόλου καί τῆς σωστῆς προσφορᾶς τῆς Ἐκκλησίας στή ζωή μας.
Οἱ ἐπισημάνσεις μας αὐτές γίνονται μέ σκοπό τήν ἀναζήτηση ἑνός διεξόδου πρίν ἡ κατάσταση ἐξελιχθεῖ σέ γάγγραινα. Ἡ Ἐκκλησία διαθέτει μεταξύ τῶν κληρικῶν της ὅλων τῶν βαθμῶν πολλούς καί ἀξιόλογους ἀνθρώπους πού εἶναι ἀληθινά διαμάντια. Καί λαϊκούς πιστούς καί καταρτισμένους, διαθέτει, μέ μιά κοινή προσπάθεια ἀναζήτησης τῶν ἐκκλησιολογικῶν μας ριζῶν, ὥστε ὅλοι νά μάθουν σωστά τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι κρίμα γιά τήν ἁγία Ὀρθοδοξία μας νά παραμένουμε μακριά ἀπό τίς σώζουσες ἀλήθειες της καί νά περιοριζόμαστε σέ ἐξωτερικά σχήματα καί τύπους χωρίς οὐσία καί περιεχομένου. Ἡ παραπλάνηση, ἡ ἄγνοια, ἡ προκατάληψη καί ὅλα τά παρεμφερῆ ἀνθοῦν ὅπου ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία ἐφησυχάζει. Πιστεύουμε ὅτι ὡρίμασε ὁ καιρός γιά μιά ἐξόρμηση προκειμένου νά μάθουν ὅλοι σ' αὐτόν τόν τόπο τίς ἀληθινές θεολογικές καί θεανθρώπινες διαστάσεις τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι πιά καιρός ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, μέ τή δύναμη τῆς αὐτοσυνειδησίας της, νά ἀποκαθιστᾶ τό ἔδαφος πού τήν περιβάλλει καί νά καλέσει τά τέκνα της σέ παροξυσμό ἀγάπης καί πίστεως, ὥστε νά ξεπερασθοῦν τά ἐμπόδια πού στεροῦν ἀπό τό λαό μας τίς δωρεές τῆς χάριτος. Αὐτό βέβαια προϋποθέτει γενικότερη ἀναγέννηση τῶν προσώπων καί τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἐπανευαγγελισμό τοῦ λαοῦ, αὐτοκριτική καί μετάνοια.