- Θεοφιλέστατε Επίσκοπε Κύκκου κ. Νικηφόρε και Καθηγούμενε της Ιεράς ταύτης Μονής,
- Αγαπητοί Πατέρες και Αδελφοί,
- Πιστέ και ευλογημένε λαέ του Κυρίου,
Χριστός Ανέστη!
Τον επινίκιον παιάνα άδοντες, ήλθομεν ενταύθα, αγαλλομένω ποδί, μεταφέροντες την προς υμάς αγάπην της Εκκλησίας της Ελλάδος και του πιστού και ευσεβούς Αυτής ποιμνίου.
Εις τας Πράξεις των Αγίων Αποστόλων αναγιγνώσκομεν, ότι ο Απόστολος Βαρνάβας, η χαριτόβρυτος αυτή μορφή του Αποστολικού χορού, παραγενόμενος τότε εις την Αντιόχειαν είδεν την χάριν του Θεού και εχάρη . Και ημείς χαράν ανεκλάλητον χαίρομεν παραγενόμενοι εις την παλαίφατον, περιλάλητον, Ιεράν, Βασιλικήν και Σταυροπηγιακήν Μονήν Παναγίας του Κύκκου, το Παλλάδιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου και το σέμνωμα της καθ’ όλου Ορθοδοξίας.
Μετά συνοχής καρδίας κλίνομε το γόνυ προ «της παρ Ἱερογράφου Λουκά ιστορηθείσης» εικόνος της Παναγίας της Κυκκωτίσσης, της Νήσου Κύπρου αρωγού, βοηθού και ακέστορος και φρυκτωρούσης τους δρυμούς του Τροόδους κατά τον υμνωδόν, η Χάρις της οποίας στέγει και φυλάσσει όχι μόνον την ευλογημένην, αγιοτόκον και ηρωοτόκον ταύτην Νήσον αλλά και την Οικουμένην άπασαν.
Ανάπτομε και ημείς νοεράν κανδήλαν παρά τας πλείστας όσας Αυτής ακοιμήτους και πολυτίμους, δια της εκ μυχίων προσευχής και της ικεσίας ημών ενώπιον της σεπτής εικόνος της Θεοτόκου ενθυμούμενοι ότι: «Ταύτην ιδούσα η Παρθένος ηγάσθη επ’ αυτή και είπεν: Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος είη δι’ εμού μετ’ αυτής» .
Μακαρίζομεν υμάς αδελφοί και πατέρες, διότι επελέξατε να κατοικήτε εις τας αυλάς του Κυρίου και της Μητρός Αυτού, όπου ο πλούτος ο αρίφνητος και η χαρά η αληθής. Ο Μοναχισμός επί αιώνας εδοκιμάσθη υπό χιλιάδων ανθρώπων και απεδείχθη οδός σωτηρίας βεβαία. Όσοι εβάδισαν αυτήν θεαρέστως, εσώθησαν και εθεώθησαν, ως αποδεικνύουσι τα ευωδιάζοντα άγια λείψανα και αι ιάσεις αι οποίαι παρέχονται δι’ αυτών.
Αλλά, ως καλώς και υμείς γνωρίζετε, η προσφορά των μοναχών είναι βεβαίως πνευματική, αλλά εν ταυτώ και ηθική και κοινωνική και εθνική. Ο μοναχός, όταν αγωνίζεται δια να καθαρθή εκ των παθών αυτού και να ενωθή μετά του Θεού, ταυτοχρόνως αγιάζει και τον κόσμον. Ο κόσμος όλος δέχεται το φως και την αγιότητα της αγάπης του Θεού, όταν υπάρχουν μοναχοί καταδαπανώμενοι εις το καθήκον ακριβώς της υπηρεσίας της αγάπης αυτής.
Η εθνική προσφορά της Μονής Κύκκου είναι τεραστία. Λαμπρό παράδειγμα ποιμένος ο ηγούμενος Ιωσήφ που μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και άλλους Αρχιερείς καρατομήθηκαν τον Ιούλιο του 1821.
Παραλλήλως η Μονή υμών απετέλεσε πνευματικόν φάρον της ευρυτέρας περιοχής, όπως τούτο είναι γνωστό και δια τας περισσοτέρας Μονάς του Ελλαδικού χώρου. Η διατήρησις της Ελληνικής Παιδείας υπήρξε πάντοτε βασικό μέλημα των μοναχών αυτής και μάλιστα εις καιρούς δυσχειμέρους, εις καιρούς δουλείας.
Εδώ ανέκαθεν ελειτούργει σχολείο και μεταξύ των πλέον διακεκριμένων λογίων, οι οποίοι εδίδαξαν εις αυτό συγκαταλέγονται Εφραίμ ο Αθηναίος και Σεραφείμ ο Πισσίδιος, διακεκριμέναι μορφαί του 18ου αιώνος. Από τους πολυπληθείς μαθητάς, τους λαβόντας ενταύθα τα φώτα της γνώσεως και της πίστεως τα νάματα, δεν ήσαν ολίγοι εκείνοι οι οποίοι παρέμειναν εδώ, υπηρετούντες και ασκούμενοι υπό την σκέπην της Υπεραγίας Θεοτόκου, αλλά και πολλαπλάσιοι απέβησαν οι ιερείς και οι διδάσκαλοι οι διασκορπισθέντες εις τας πόλεις και τα χωρία της ηρωικής Νήσου δια να μεταδώσουν κατόπιν εις τους νέους τα φώτα τα οποία και εκείνοι είχον λάβει. Και όπως έγραφεν ο αοίδιμος προκάτοχος ημών Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χρυσόστομος «Μέγα κεφάλαιον δράσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ανατολής, πρωτοστατούσης πάντοτε της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, υπήρξεν ιδίως από των μέσων του ιζ αἰῶνος η προστασία της παιδείας».
Ταύτα, όμως, δηλαδή η προσφορά της Εκκλησίας εις την Παιδεία του Γένους, θεωρούνται κατά τας ημέρας μας «λεπτομέρειαι». Υβριζόμεθα, διότι ελέγχομε όσους παραθεωρούν την προσφοράν αυτήν. Δεν θα παύσωμε, όμως, να διακηρύσσωμε την αλήθειαν, όχι επειδή επιζητούμεν ανταλλάγματα η τον έπαινον, αλλά διότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αλλοιώνει την ιστορικήν αλήθειαν. Ο χώρος, όμως, είναι ιερός, αι στιγμαί της παρουσίας ημών μοναδικαί και ανεπανάληπτοι και εκείνο το οποίον διακατέχει τον νουν και την ψυχήν ημών είναι η συγκίνησις και ο θαυμασμός δια το «καύχημα το περίδοξον του Ησαΐου, του έμφρονος της μονής δομήτορος» και δι’ αυτήν ταύτην την Μονήν.
Η προσφορά αυτής εις την Εκκλησίαν, την Παιδείαν, την Νεότητα, τους ασθενείς και την κοινωνίαν, και κατά τας ημέρας ημών συνεχίζεται υπό την υποδειγματικήν και ανυπολόγιστον προσφοράν του Καθηγουμένου της Μονής, Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Κύκκου κ. Νικηφόρου, Ιεράρχου ο οποίος φλέγεται υπό της φλογός της πίστεως και καθοδηγείται υπό του εθνικού παλμού και της αφωσιώσεως εις το καθήκον προς πραγμάτωσιν έργων σπουδαίων και διαχρονικών.
Χαίρομεν και συγχαίρομεν Άγιε Αδελφέ, δια το υφ ὑμῶν και της υφ ὑμᾶς Αδελφότητος επιτελούμενον ενταύθα έργον της προς τον Θεόν, την Κυρίαν Θεοτόκον και τον πλησίον αγάπης, η οποία ουδέποτε εκπίπτει, έργον εις το οποίον επεδόθητε εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας υμών.
Αναγνωρίζομεν εις το πρόσωπόν σας τον δραστήριον και δημιουργικόν, αλλά και στοργικόν Ηγούμενον και Πατέρα της Αδελφότητος ταύτης, τον ανήσυχον και αγωνιώντα διά την προβολήν της αγίας Ορθοδόξου πίστεώς μας Επίσκοπον. Τον εκσυγχρονιστικόν της Εκκλησιαστικής διοικήσεως δομών και ακραιφνή των Ελληνορθοδόξων παραδόσεων τηρητήν. Τον δυναμικόν Ιεράρχην της Εκκλησίας, τον προχέοντα, μετά συνέσεως, τους κρουνούς της ευεργεσίας προς τους εγγύς και τους μακράν, τον εφυά της μοναστηριακής περιουσίας αξιοποιητήν και τούτο επ’ ωφελεία και της πατρίδος και της Εκκλησίας και του λαού. Τον λόγιον μελετητήν της Εκκλησιαστικής ιστορίας και προτρέχοντα της εποχής του Εκκλησιαστικόν ηγέτην, που είναι ανοικτός και πρόθυμος εις διάλογον ματ’ άλλων, προς υποστήριξιν της αληθείας του Χριστού.
Διό και ευχόμεθα και παρακαλούμε την Παναγίαν Δέσποιναν, το αγλάισμα της Κύπρου και το εγκαύχημα της Μάνδρας του Κύκκου να σκέπη και να καθοδηγή υμάς εις τον δόλιχον της μοναχικής ζωής και εις την υπέρ της Εκκλησίας και του Έθνους διακονίαν υμών.