Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Νεας Ιουστινιανής και Πασης Κυπρου, εν Χριστώ τω Θεώ λίαν αγαπητέ και περιπόθητε αδελφέ και συλλειτουργέ της ημών Μετριότητος, κύριε Χ ρ υ σ ο σ τ ο μ ε, την Υμετέραν Μακαριότητα εν Κυρίω κατασπαζόμενοι υπερήδιστα προσαγορεύομεν.

«Δοξάζω του Πατρός και του Υιού την δύναμιν και Πνεύματος Αγίου υμνώ την εξουσίαν» καθώς αξιούμαι να πραγματοποιώ μετά της συνοδείας μου την πρώτην από της εκλογής μου ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ειρηνικήν, και από της εκλογής Σας ως νέου Αρχιεπισκόπου Κύπρου επίσημον, επίσκεψίν μου εις την πολύπαθον και ιστορικήν Μεγαλόνησον, κατόπιν μάλιστα της ευγενικής Σας προσκλήσεως.
Η επίσκεψίς μου αυτή είχε κατά το παρελθόν προγραμματισθή και δις ένεκα της παρεμπεσούσης ασθενείας του Μακαριωτάτου προκατόχου Σας Αρχιεπισκόπου πρ. Κύπρου κ. Χρυσοστόμου είχε αναβληθή δι’ ευθετώτερον χρόνον. Τον σπουδαίον τούτον εκκλησιαστικόν άνδρα, αλλά και εθνικόν ηγέτην περιβάλλομεν με όλον τον σεβασμόν και την εκτίμησίν μας, επειδή ούτος σε κρίσιμες στιγμές ανεδείχθη αληθής Ποιμενάρχης και ακραιφνής Έλλην. Ευχόμεθα δε όπως ο Κύριος συντροφεύει αυτόν κατά την δοκιμασίαν της υγείας του. Αλλά ιδού ότι ελήλυθεν η ώρα ίνα συνέλθωμεν επί το αυτό. Και ήδη επί μίαν όλην εβδομάδα ευρισκόμεθα υπό την υψηλήν Σας προστασίαν και στέγην, απολαμβάνοντες την αβραμιαίαν και αρχοντικήν Σας φιλοξενίαν, αλλά και τα ευκλεή επιτεύγματα της Εκκλησίας Σας και του ευγενoύς ποιμνίου Σας, δια τα οποία όλα συγχαίρομεν ως ομογενείς, ομοπάτριοι, ομομήτριοι, ομογάλακτοι, ομόθρησκοι, ομόγλωσσοι, ομόφυλοι, όμαιμοι και ομόθυμοι προς υμάς, εν συνειδήσει ότι ήλθομεν εις τα ίδια και απηλαύσαμεν τα των ιδίων επειδή η κοινή πάντων ημών ελπίς και χαρά και δύναμις και απαντοχή και παρηγορία είναι η αδελφική μεταξύ ημών αλληλεγγύη και η στερρά πάντων ημών πίστις προς κατίσχυσιν του δικαίου και καθαίρεσιν απειλητικών οχυρωμάτων.
Ταυτοχρόνως, κατά την βραχείαν ενταύθα παραμονήν μας, εδόθη εις ημάς η ευκαιρία να διαπιστώσωμεν άπαξ έτι το υψηλόν και ακμαίον φρόνημα του λαού, την πεποίθησίν του επί την δικαίωσιν των εθνικών του πόθων και την αδιαφιλονίκητον επιθυμίαν του να συνεισφέρη εις την ειρηνικήν διαβίωσιν των δύο εν τη νήσω κοινοτήτων, προς αμοιβαίαν πρόοδον εντός ενός ενιαίου και αδιαιρέτου κράτους. Τα του κόσμου πράγματα, λίαν αγαπητέ Μακαριώτατε Αδελφέ και συλλειτουργέ, εξελίσσονται ως κοινώς πιστεύεται, κατά τας των ισχυρών της γης επιθυμίας και επιδιώξεις. Όμως η ηθική νομοτέλεια έχει πάντοτε τον τελευταίον λόγον. Ο Θεός του δικαίου δεν πρόκειται να επιτρέψη να κατισχύση επί πολύ το άδικον ούτε θα αφήση ανυπεράσπιστον τον ευσεβή Κυπριακόν Ελληνισμόν. Ακραδάντως πιστεύομεν ότι το πικρόν του παρελθόντος θα διαδεχθή συντόμως το γλυκύ του μέλλοντος, ενώ το παρόν αδιαμφισβητήτως δημιουργεί τας προϋποθέσεις δια το ελπιδοφόρον μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας συγκαταλεγομένη δηλονότι, επί ίσοις όροις, μεταξύ των ελευθέρων δημοκρατικών χωρών που απαρτίζουν την Ευρωπαϊκήν Ένωσιν.
Εξαιρέτως δε και όλως ομοθύμως χαίρομεν σήμερον ότι όντως η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγε προ του φρικτού Θυσιαστηρίου, όπου αγγέλων παρισταμένων, στολάς περιβεβλημένων λαμπράς, το Θυσιαστήριον κυκλούντων και κάτω νευόντων, θύεται ο αμνός του Θεού, ο τυθείς υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας. Σήμερον μεθ’ υμών, του ομωνύμου του χρυσορρόου ποταμού Ιεράρχου, του πολυφιλήτου Αδελφού ημών, γευόμεθα του ενός Άρτου, όστις εστί Σώμα Χριστού, και του ενός Ποτηρίου, όπερ εστί Αίμα Χριστού το απορρεύσαν εκ της ακηράτου Αυτού πλευράς και πληρούν ημάς εις πάντας αρμούς, εις νεφρούς, και καρδίαν. Ούτως αισθανόμεθα ισχυροί έναντι των κυκλούντων ημάς δυσαρέστων κακών, αλλά και συμπαρατεταγμένοι προς αντιμετώπισίν των, εφ’ όσον κοινή είναι η τύχη του Ελληνισμού και κοιναί αι προσδοκίαι αυτού και κοινά τα παλαίσματα και οι αγώνες.
Αβιάστως ανατρέχομεν εις την πολυκύμαντον ιστορίαν της Κύπρου κατά την οποίαν, επί σειράν αιώνων η εδώ Εκκλησία του Αποστόλου Βαρνάβα εθέρμανε και διεφύλαξε τον Κυπριακόν Ελληνισμόν από κινδύνους αυτόχρημα αφανιστικούς. Τιμώσα και επεκτείνουσα την παράδοσιν της Ορθοδοξίας η Εκκλησία της Κύπρου υπήρξεν η όρνις η επισυνάξασα υπό τας σωστικάς πτέρυγας αυτής τους κινδυνεύοντας νεοσσούς αυτής και οσάκις κατέστη αναγκαίον συμπεριεφέρθη ως ο θυσιαζόμενος Πελεκάν ο ενσταλάζων τους ζωοποιούς κρουνούς του ιδίου αίματος εις τους νεοσσούς του. Και η τοιαύτη προσφορά δεν ήτο απηλλαγμένη κινδύνων και θυσιών. Κύπριοι Αρχιεπίσκοποι, Μητροπολίται, Ιερείς και Μοναχοί εδοκίμασαν πικροτάτους θανάτους και διώξεις υπέρ του ποιμνίου των πάλαι τε και επ’ εσχάτων. Δεν λησμονούμεν τας θυσίας των τέκνων της Κύπρου υπέρ της ελευθερίας της Μητρός Ελλάδος, ουδέ τας θυσίας των Ελλαδιτών υπέρ της ανεξαρτησίας της μεγαλονήσου Κύπρου. Οι αγώνες αυτοί αποτελούν το αυτονόητον δια τους όπου Γης Έλληνας και προοιωνίζονται την κοινήν και εν τω μέλλοντι πορείαν ημών εν ακαταλύτω πνευματική ενότητι και δυνάμει. Επειδή, λοιπόν, δια της συμμετοχής πάντων ημών εις το κοινόν τούτο ποτήριον, έχομεν παρόντα τον Χριστόν, όπως ήδη ζη δεδοξασμένος εν τω ουρανώ, του Χριστού τούτου «του άνω καθημένου, του προσκυνουμένου παρά των αγγέλων, του της ακηράτου δυνάμεως εγγύς, τούτου απογευόμεθα» κατά τον ιερόν Δαμασκηνόν (Δαμασκηνού Έκθεσις ακριβής ... Δ, 13 Μ. 94, 1148-1149 και Χρυσοστόμου, Ομιλ. Εις την προς Εφεσίους 3, παρ. 3 Μον. 11,24) και των γλυκερών καρπών της μετ’ αυτού ενώσεως αριζήλως απολαμβάνομεν.
Οι κοινωνούντες του τεθεωμένου σώματος και αίματος του Κυρίου θα γευθώσι μεν του κοινού ποτηρίου του θανάτου, η υπερφυσική, όμως, ζωή η εντεύθεν εις αυτούς μεταδοθείσα υπό του Κυρίου θα συνεχισθή (Π.Ν.Τρεμπέλα, Δογματική τ.Γ. 215). Και όπως ο Κύριος ανέστη ενδόξως ούτω και ημείς δεν θα αναζήσωμεν απλώς αλλά θα αναλάβωμεν σώμα δεδοξασμένον και αθάνατον, η δε αθανασία ψυχής και σώματος έσται κλήρος μόνον εκείνων, εν τοις οποίοις «ο Κύριος δια της ιδίας σαρκός εναποκρύπτει την ζωήν και ώσπερ τι σπέρμα αθανασίας εντίθησι, καθάπερ ει τις σπινθήρα λαβών αχύροις εγκαταχώννυσι πολλοίς, ίνα σωζόμενον έχη το του πυρός σπέρμα» (Κυριλ. Αλεξανδρείας εις τον Ιωάννην βιβλ. 6, Μ. 73,581).
Την Ανάστασιν ταύτην ωραματίσθησαν οι ήρωες του 1821, ο αείμνηστος εθνομάρτυς Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός και οι επίσης μαρτυρήσαντες Αρχιερείς, Κληρικοί και Λαϊκοί και ακολούθως οι ήρωες του έπους της EOKA, οι οποίοι, καίτοι νεανίαι, εδίδαξαν την ανθρωπότητα ότι οι Έλληνες «για του Χριστού την πίστιν την αγίαν και της πατρίδος την ελευθερίαν» ανέρχονται και αυτής της αγχόνης το ικρίωμα και προσφέρουν τον εαυτόν των σφάγιον και ιερείον άμωμον εις τον βωμόν της προς την πατρίδα αγάπης και του προς την ελευθερίαν ερωτός των. Κλίνομεν γόνυ ευλαβείας προ των μαρτυρίων και βασάνων των εδώ αδελφών μας. Ασπαζόμεθα το χώμα παλαιών και νέων τάφων και δεόμεθα του Κυρίου όπως τάξη εν σκηναίς δικαίων τους υπέρ Πίστεως και Πατρίδος πεσόντας η υπό των πολεμίων αναιρεθέντας. Ιστάμεθα παρά το πλευρόν των απορφανισθέντων και δοκιμαζομένων. Θαυμάζομεν την αντοχήν του προσφυγικού κόσμου. Συμμεριζόμεθα την αγωνίαν των συγγενών των αγνοουμένων, οι οποίοι μετά παρέλευσιν 33 όλων ετών εξακολουθούν να παραμένουν αγνοούμενοι και περί της τύχης των να μην δίδεται επίσημός τις διαβεβαίωσις. Συμπαριστάμεθα προς τους εγκλωβισμένους, οι οποίοι φυλάττουν τας νοητάς Θερμοπύλας του Έθνους μας. Θλιβόμεθα δια το γεγονός ότι δεν δυνάμεθα να προσκυνήσωμεν τας κατειλημμένας υπό του εισβολέως Ιεράς Μονάς, τας εκατοντάδας των ερειπωμένων Ιερών Ναών, τα προσκυνήματα και τα αγιάσματα της Κύπρου. Ατενίζομεν μακρόθεν την οροσειράν του Πενταδακτύλου, χώρον του θρύλου και της ιστορίας. Επισκοπούμεν εκ του μακρόθεν την Ιεράν Μονήν του Αποστόλου Ανδρέου, την οποίαν δεν δυνάμεθα να επισκεφθώμεν, όπως και την κατεχομένην Ιεράν Μονήν του Αγίου Σπυρίδωνος εις την Τριμυθούντα, γενέτειραν και χώραν αθλήσεως του θαυματουργού Αγίου, του οποίου το ιερόν σκήνωμα τεθησαύρισται εν Κερκύρα ως σημείον της ενότητος Ελλαδιτών και Κυπρίων Ελλήνων. Παρηγορούμεθα εν τούτοις ολίγον, εφ’ όσον εκ των ελευθέρων τούτων εδαφών δυνάμεθα να αναπέμπωμεν θερμάς δεήσεις και ικεσίας προς τον Θεόν του Δικαίου όπως επανενώση τα δυό τμήματα της νήσου και χαρίσηται εις τον λαόν Του ειρηναίαν και αδιατάρακτον απόλαυσιν της πλήρους ελευθερίας, της πλήρους δικαιοσύνης, της πλήρους αποκαταστάσεως. Ο Κυπριακός Ελληνισμός έχει αποδείξει ότι διαθέτει πλήρη επίγνωσιν και των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων αυτού και έναντι της ιστορίας και έναντι της διεθνούς κοινότητος. Η από μέρους του απόρριψις προ τριετίας του αναιρετικού του ελληνικού χαρακτήρος της νήσου ταύτης Σχεδίου Ανάν και της πνευματικής ταυτότητος της κυπριακής ψυχής υπήρξε πράξις υψίστης ευθύνης ήτις απέτρεψε δημιουργίαν δυσαρέστων καταστάσεων εις βάρος του Ελληνισμού της νήσου. Ο κυπριακός Ελληνισμός με την ανταξίαν των περιστάσεων πολιτικήν και εκκλησιαστικήν αυτού ηγεσίαν ήρθη εις το ύψος των περιστάσεων και απέρριψε τον αυτοχειριασμόν, απορρίπτων συγχρόνως το αλλοπρόσαλλον εκείνο Σχέδιον.

Μακαριώτατε,

Ενώπιον υμών και του Κυπριακού Ελληνισμού κείται πάντοτε ο ανένδοτος αγών δια την υπεράσπισιν της αυτοσυνειδησίας του. Οι ισχυροί θεωρούν ημάς ολίγους και κρίνουν ότι δύνανται να μας αδικούν όποτε τούτο είναι δυνατόν. Αλλά το ολιγάριθμόν ημών, το έχον σχέσιν προς την ποσότητα και τον όγκον, ημείς το αμφισβητούμεν έναντι της ημετέρας ποιότητος. Πλειοψηφούμεν εις αγίους, εις ήρωας, μάρτυρας και σοφούς. Πολλοί εκ των τελευταίων έχουν καταρδεύσει δια της γνώσεως και της πρωτοτύπου εμπνεύσεως αυτών την παγκόσμιον και δη και την ευρωπαϊκήν διανόησιν γενόμενοι θεμελιωταί του συγχρόνου Πολιτισμού. Ομιλούντες περί του ολιγαρίθμου έθνους ημών ανατρέχομεν αυτομάτως εις τον Στρατηγόν Μακρυγιάννην, ο οποίος έγραφεν ότι ανά τους αιώνας όλα τα θηρία της γης ορμούν εναντίον ημών δια να μας κατασπαράξουν και δήξουν αποσπώντες τεμάχιόν τι εξ ημών. Αλλά πάντοτε υπολείπεταί τι, το οποίον εν συνεχεία ως «μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί».
Η Εκκλησία εστάθη πάντοτε ορθία προ των απειλών και των παντοίων υποσχέσεων προς υποστολήν της σημαίας των ιδανικών της φυλής ημών έναντι των οιωνδήποτε ανταλλαγμάτων. Ημείς ακραδάντως πιστεύομεν ότι δεν θα αργήση να σαλπίση ο άγγελος Κυρίου την Ανάστασιν του κατεχομένου τμήματος της νήσου και την απελευθέρωσιν των εγκλωβισμένων, την επιστροφήν των αγνοουμένων, την επανένωσιν της Κύπρου. Δεν θα αργήση να έλθη η ημέρα Κυρίου η μεγάλη και επιφανής, ότε δια μίαν φοράν εισέτι θα ακουσθή απ’ άκρου εις άκρον της γης η διάτορος φωνή Υμών, φωνή του νέου μάρτυρος Κυπριανoύ, στεντoρείως διακηρύττουσα, ολίγον προ της αγχόνης του, τοις λαοίς και τοις έθνεσιν ότι «Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνότζαιρη του κόσμου. Κανένας δεν ευρέθητζεν για να την ηξηλείψη. Κανένας• γιατί σιέπει την ‘που τ’ άψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψη!».
Δραττόμενος της ευκαιρίας ταύτης ολοψύχως εύχομαι να αναπαύση ο Κύριος την ψυχή του μεγάλου ποιητή Βασιλείου Μιχαηλίδη, ο οποίος έγραψε τους ανωτέρω στίχους και του οποίου τον προσεχή Δεκέμβριο συπληρούνται 90 έτη από της κοιμήσεώς του.
Παρακαλώ δε την Υμετέραν Μακαριότητα να δεχθή το λειτουργικόν τούτο δώρον εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά της ευχής όπως η Αρχιεπισκοπία Σας στεφθή υπό πλήρους επιτυχίας εν Χριστώ και οι ημέρες της Πρωθιεραρχίας Σας παραμείνουν ιστορικές για την Εκκλησία της Κύπρου.