Ἄρχισε χθές, Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2005, στό Ἱερό Προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσσου στό Προκόπι Εὐβοίας τίς ἐργασίες του τό Ζ΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων μέ θέμα: «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ»«Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς»( Ἰωαν. 20,21).
Μετά τόν καθιερωμένο Ἁγιασμό, πού ἐτέλεσε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών, παρουσίᾳ καί τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ καί Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου, οἱ ὡς ἄνω μετέχοντες Ἀρχιερεῖς προσεφώνησαν τους Συνέδρους τοῦ Συμποσίου. Κατόπιν ἀναγνώσθηκε μήνυμα τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου, στό ὁποῖο ἀναφέρονται, μεταξύ τῶν ἄλλων καί τά ἑξῆς:
«Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί καί πατέρες, θά ἤθελα νά προσφωνήσω τό Συμπόσιό σας πού ἔχει θέμα τήν Ἱερωσύνη καί ἀρχίζει σήμερα, μέ τόν περίφημο ὁρισμό περί ἱερέως, πού μᾶς ἔδωσε ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, ὅπου προσδιορίζει τήν οὐσία καί τήν ἀποστολή τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος: «Ἱερεύς ἐστίν ὁ δυνάμει Πνεύματος Ἁγίου μεταποιηθείς καί ἀλλαγείς καί εἰς Χριστόν τόν δι’ ἡμᾶς παθόντα καί ἐν δόξῃ ἀναστάντα θεότητος μεταμορφωθείς» (Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ 28η, ἔκδοσις Sources Chretiennes 113. σελ.150)……………………………………………………………………………....................…
Πρέπει πάντα νά ἐνθυμούμαστε, τόνισε, αὐτό πού λέγεται στή θεολογική γλῶσσα, ὅτι ἡ Ἱερωσύνη μας εἶναι Χριστοκεντρική. «Νῦν δέ οὐκ ἔστιν εἰπεῖν "ἐπί Μωυσέως καθέδρας ἐκάθησαν οἱ ἱερεῖς"», γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ἀλλ’ ἐπί τῆς τοῦ Χριστοῦ. Τήν γάρ ἐκείνου διεδέξαντο διδασκαλίαν. Διό καί Παῦλός φησιν· "ὑπέρ Χριστοῦ πρεσβεύομεν, ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι’ ἡμῶν"» (P.G. 48, 642). Χριστοκεντρική, λοιπόν, λειτουργία. Τοῦτο ἀκριβῶς καθορίζει τή θεμελιώδη θέση καί στάση κάθε κληρικοῦ καί ἔχει ὡς συνέπεια τό νά διακρίνουν αὐτοί πού Ἐκεῖνος ἐμπιστεύθηκε στά χέρια μας, δηλαδή τό πλήρωμα κάθε ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, τήν παρουσία τοῦ ἱερέως, ὡς ἕνα ζωντανό δείκτη πορείας καί ἕνα ἀπλανῆ ὁδηγό πρός τόν Τριαδικό Θεό. Πάντα ἡ ἀλήθεια αὐτή, ἰδιαίτερα στίς μέρες μας, εἶναι ἀπαραίτητη, γιατί ὑπάρχει κίνδυνος ἡ ἱερωσύνη, ὡς διακονία καί μαρτυρία, νά χάσει τόν προσανατολισμό της ἤ νά διασπαστεῖ σέ πολλούς προσανατολισμούς καί σέ ἀνθρωποκεντρικές προοπτικές καί πολυπράγμονες ἐνασχολήσεις………………………
Στίς μέρες μας, ἀγαπητοί μου πατέρες καί ἀδελφοί, κατέληξε στό μήνυμά του ὁ Μακαριώτατος, βλέπουμε νά ἐντείνεται ἡ διάθεση κρίσεως καί κατακρίσεως τῶν πράξεων καί τῶν φορέων τῆς ἱερωσύνης. Οἱ κρίνοντες δέν κατανοοῦν, ἐν ἀγνοία τους ἤ σκόπιμα, ὅτι ὁ χειροτονῶν τούς ἱερεῖς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἀνέχεται καί τούς τυχόν ἀναξίους κληρικούς. Οἱ πιστοί μπορεῖ νά βλέπουν τά σφάλματα τοῦ ἀνθρώπου ἱερέα, ἀλλά ὀφείλουν νά προσεύχονται γιά αὐτόν, ὡς πνευματικόν τους πατέρα, καί ὄχι νά ρίπτουν τόν λίθον τοῦ ἀναθέματος γιά τά ἐν λόγῳ ἤ ἔργῳ, ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως, ἐνεργούμενα πλημελήματά του. «Εἰ καί ἐγκλημάτων ὦσιν ὑπεύθυνοι οἱ ἱερεῖς, οὐδέ οὕτω σοι θέμις τῶν ἐκείνων βίον κρίνειν» (Ρ.G. 51,204), σχολιάζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἐμεῖς, ὅμως, δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε, ὅτι οἱ κρίνοντες καί πολεμοῦντες σήμερα τά ἐκκλησιαστικά πράγματα, ἐπειδή δέν μποροῦν νά πολεμήσουν τόν Θεόν, μεταφέρουν τήν κριτικήν καί πολεμικήν τους, ἀδιακρίτως καί ἀκρίτως, στό πρόσωπο τῶν κληρικῶν. Αὐτό δέν πρέπει νά μᾶς πτοεῖ, ἀλλά νά μᾶς ἐμβάλλει σέ σκέψεις προσευχῆς, προσοχῆς καί συνέσεως, «μείζονα πλοῦτον» ἡγησάμενοι «τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ» (Ἑβρ. 11,26).
Θα ἤθελα νά περατώσω τίς σκέψεις μου αὐτές, μαζί μέ τίς εὐχές μου γιά ἐπιτυχία τοῦ Συμποσίου, μέ τήν ἰδιαίτερη προτροπή, παράκληση καί εὐλογία, νά ἔχουμε ζωντανή καί διαρκῆ τήν λυτρωτική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔτσι ὅπως ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος τήν εὔχεται γιά τούς λειτουργούς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ «Κάθε γνώση καί ἐπίγνωση καί κάθε λόγος σοφίας καί λόγος μυστικῆς γνώσεως, καθώς καί ἐνέργεια θαυμάτων καί χάρη προφητείας καί γένη γλωσσῶν καί ἑρμηνεία γλωσσῶν, ἀντιλήψεις καί κυβερνήσεις πόλεων καί λαοῦ καί ἐπίγνωση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν καί ἐπίτευξη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί τό νά ἐνδυθοῦμε τόν Χριστό καί νά νοήσουμε τά μυστήρια του Χριστοῦ καί τό νά γνωρίσουμε τό μυστήριο τῆς Οἰκονομίας Του γιά μᾶς καί, μέ μιά λέξη, ὅλα ὅσα οἱ ἄπιστοι ἀγνοοῦν καί ἐμεῖς, πού καταξιωθήκαμε νά εἴμαστε πιστοί, μποροῦμε νά νοοῦμε, νά φρονοῦμε καί νά λέμε, ὅλα αὐτά μόνο μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα πληροφορούμαστε καί κατέχουμε» (Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου "Τά εὑρισκόμενα ἅπαντα", ἐκδόσεις Β. Ρηγοπούλου 1998 σελ. 312)».
Στή συνέχεια ἔλαβε τόν λόγο ὁ πρῶτος εἰσηγητής, Ἐλλογιμώτατος κ. Πέτρος Βασιλειάδης, Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μέ θέμα : «Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς». Ὁ κ. Βασιλειάδης ἐξῆρε τήν ἱερωσύνη τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού ἀνάγεται στην ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, πού ὁλοκλήρωσε καί κατήργησε την ἱερωσύνη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. «Οἱ πιστοί τῆς Ἐκκλησίας, συνέχισε, μετέχουν στήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα καί εἰσέρχονται στό Ἱερό Θυσιαστήριο μετέχοντες στή Θεία Κοινωνία». Οἱ χριστιανοί, κατά τήν ἀποστολοπαράδοτη ἐπιταγή, τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς, «προτρέπονται νά θυσιάζονται γιά τούς ἄλλους, ὅπως ὁ Χριστός καί νά συμμετέχουν στή δόξα τοῦ Χριστοῦ, δοξάζοντες τήν θυσία ἐπί τοῦ Σταυροῦ τοῦ «Βασιλέως τῆς δόξης», καθαρίζοντας τούς ἐαυτούς των «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος». Στή συνέχεια ἔκαμε ἀναφορά στή γενική τῶν πιστῶν ἱερωσύνη καί ἀνεφέρθη στό διδακτικό, λειτουργικό καί ποιμαντικό ἔργο ὄχι μόνο τοῦ ἱερέως, ἀλλά καί τοῦ συνόλου τῶν βαπτισμένων. Τέλος, κατέληξε ὅτι ἡ «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ» ἱερωσύνη ἑδράζεται ἐπί τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου, εἰς τήν ὁποίαν μετέχουν οἱ κεχειροτωνημένοι ἱερεῖς\, τόσο μέ βάση τήν «ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ» (τόπος), ὅσο καί μέ βάση τήν ἱεραποστολική εὐθύνη καί τόν παθητό της χαρακτήρα (τύπος).
Δεύτερος εἰσηγητής τῆς ἡμέρας ἦταν ὁ Ἐλλογιμώτατος κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μέ θέμα : "Ὁ θεσμός τῆς ἱερωσύνης στήν Παλαιά Διαθήκη".
Ὁ ὁμιλητής ἔκανε μιά ἱστορική ἀναδρομή στήν πορεία τῆς ἰουδαϊκῆς ἱερωσύνης καί παρετήρησε, ὅτι «μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Σαούλ ἡ ἔνταξη σέ κάποιο ἱερατικό γένος ἤ ἡ ἰδιότητα τοῦ Λευίτη δέν ἀποτελοῦσε ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν ἐκτέλεση κάποιων λατρευτικῶν πράξεων. Θυσίες μποροῦσε κάθε οἰκογενειάρχης νά προσφέρει (βλ. ἀφηγήσεις γιά τούς Πατριάρχες, Κριταί ιγ΄ 19)». Στούς μετέπειτα αἰῶνες ἀνεφάνη ὁ θεσμός τῶν ἱερέων, «ἔργο τῶν ὁποίων ἦταν λιγότερο ἡ προσφορά θυσιῶν καί περισσότερο ἡ διδασκαλία τῶν νομικῶν διατάξεων, ἡ εξαγγελία χρησμῶν, ἡ ἀπαγγελία τελετουργικῶν εὐλογιῶν καί ἀκόμη ἡ ὑπηρεσία στήν κιβωτό τῆς διαθήκης, πού χαρακτηριζόταν ὡς “φύλαξη”». Στή συνέχεια, ὁ ὁμιλητής ἀνεφέρθη στή μεταρρύθμιση τοῦ Ἰωσία, κατά τήν ὁποία ὅμως «τό ἱερατεῖο τῆς Ἰερουσαλήμ κατόρθωσε νά διατηρήσει τά προνόμιά του, ὑποβαθμίζοντας ἔτσι, τόν ρόλο τῶν λευιτῶν τῆς ἑπαρχίας». Τέλος, κατά τήν ἐποχή τῆς δράσης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «τό ἰουδαϊκό ἱερατεῖο εἶχε ὁλοκληρώσει τόν ἱστορικό του κύκλο καί λίγο ἀργότερα, μέ τήν καταστροφή τοῦ ναοῦ τῆς Ἰερουσαλήμ ἀπό τούς Ρωμαίους, ἀκριβῶς τήν περίοδο τῆς μεγάλης διάδοσης τοῦ χριστιανισμοῦ, παύει πλέον νά παίζει ὁποιονδήποτε ρόλο, καί το κέντρο τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς μετατοπίζεται ἀπό τή λατρεία στήν ἑρμηνεία τοῦ Νόμου καί στήν προσπάθεια ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν πού περιέχονται στίς θεῖες Γραφές».
Ἀκολούθησε γόνιμος διάλογος μεταξύ τῶν συνέδρων καί οἱ ἐργασίες τῆς πρώτης ἡμέρας ἔκλεισαν μέ ἀνακεφαλαιωτική παρέμβαση τοῦ Προέδρου τῆς Α΄ Συνεδρίας τοῦ Συμποσίου, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χαλκίδος κυρίου Χρυσοστόμου.