Συνήλθε σήμερον, 26 Μαΐου 2000 εις έκτακτον Συνεδρίαν η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρίαν του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστοδούλου, διά να εξετάση τας νέας εξελίξεις εις το θέμα της μη αναγραφής του θρησκεύματος εις τα Δελτία Ταυτότητος μετά τας δηλώσεις εις την Βουλήν των Ελλήνων (24.5.2000) του κ. Πρωθυπουργού.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος με βαθείαν συναίσθησιν της ευθύνης της έναντι της ιδικής της αποστολής και του Λαού, τον οποίον εκφράζει, και με επίγνωσιν της σοβαρότητος του θέματος, ομοφώνως ανακοινώνει προς τον πιστόν Ελληνικόν Λαόν τα κάτωθι:
1.- Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι και θα παραμείνει ξένη προς πάσαν κοσμικήν εξουσίαν, ως τούτο επιβάλλει η μακραίων παράδοσίς της. Και ούτε θέλγεται από αυτήν, ούτε καν διανοείται να υποκαταστήση τας κρατικάς εξουσίας. Κατά τούτο, οι ρόλοι Εκκλησίας Κυβερνήσεως είναι απολύτως διακριτοί αλλά και αμοιβαίως σεβαστοί. Όμως αυτό δεν δύναται να σημαίνη και να οδηγή εις προκλητικήν παραθεώρησιν και αγνόησιν της Εκκλησίας, κατά την διαδικασίαν λήψεως κυβερνητικών αποφάσεων, αι οποίαι την ενδιαφέρουν αμέσως, ούτε δύναται να δικαιολογήση τον εις βάρος της επιχειρηθέντα εμπαιγμόν.
Πράγματι, ενώ η Εκκλησία επέδειξε διάθεσιν γονίμου συνεργασίας με την Κυβέρνησιν εις το θέμα των ταυτοτήτων και ενώ έλαβεν υπευθύνως διαβεβαιώσεις, ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν αποφάσεις, πριν να γίνη μεταξύ αυτών διάλογος, αιφνιδίως και με άκομψον τρόπον, και μάλιστα ενώ ο Προκαθήμενός της ευρίσκετο με εκκλησιαστικήν αποστολήν εις Ρουμανίαν, ευρέθη προ τετελεσμένων, διότι επεχειρήθη να δοθή μονομερώς και αυταρχικώς λύσις εις ένα ζήτημα, το οποίον απασχολεί εκατομμύρια Ελλήνων πολιτών και ταυτοχρόνως μελών της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία διατηρεί, ως εκ τούτου, την πικρίαν και την απορίαν και διά τον αιφνιδιασμόν και διά τον εμπαιγμόν, τους οποίους αναιτίως υπέστη. Και διερωτάται, τι εμεσολάβησεν ή τι κρύπτεται πίσω από τας μεθοδεύσεις αυτάς, το τόσο σημαντικόν, ώστε να οδηγήση τους αρμοδίους εις αυτοαναίρεσιν και μάλιστα εις ώρας κρισίμους, ως αι παρούσαι, κατά τας οποίας απαιτείται εθνική ομοψυχία και κοινωνική συνοχή.
2.- Η Εκκλησία σεβομένη απολύτως την οιανδήποτε θρησκευτικήν πίστιν εκάστου των Ελλήνων και την αξίαν του ανθρωπίνου προσώπου, όπως αυτή διασώζεται και εκφράζεται μέσα από το αναφαίρετον δικαίωμα κάθε ανθρώπου διά τον ελεύθερον αυτοπροσδιορισμόν του, από την αρχή ετάχθη υπέρ της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος εις τας νέας ταυτότητας. Τούτο δεν προσκρούει, ούτε εις ανυπάρκτους οδηγίας, ούτε εις την νομοθεσίαν της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ούτε πολύ περισσότερον εις τον κείμενον Ελληνικόν Νόμον 1988/1991, ο οποίος μάλιστα προβλέπει την υποχρεωτικήν αναγραφήν του θρησκεύματος. Και είναι βέβαιον ότι την απλήν και λογικήν αυτήν πρότασιν της Εκκλησίας, συμμερίζεται η συντριπτική πλειονοψηφία του Ελληνικού Λαού γεγονός, το οποίον δύναται ευκόλως να διαπιστωθή διά δημοψηφίσματος.
3.- Η Εκκλησία θεωρεί, ότι η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος εις τας ταυτότητας συναρτάται αμέσως με την ελλγηνορθόδοξον ιδιοπροσωπίαν του Έθνους μας, η οποία αποτελεί βασικόν ιστορικόν στοιχείον της ουσιαστικής μας επιβιώσεως και απαραίτητον έρεισμα του Λαού, χωρίς δε τούτο να αποτελή μείωσιν έναντι οιουδήτινος ετεροδόξου ή αλλοθρήσκου πολίτου, του οποίου την θρησκευτικήν ετερότητα η Εκκλησία σέβεται απολύτως. Και μάλιστα, την ώραν, κατά την οποίαν η Χώρα ταλανίζεται από μεγάλα και ουσιαστικά, εθνικά και κοινωνικά προβλήματα και ο Λαός βιώνει καθημερινώς σειράν κρισίμων καταστάσεων, αι οποίαι απαιτούν επώδυνες λύσεις. Αυτήν ατυχώς την ώραν εφευρέθη και με την συνδρομήν εσωγενών και εξωγενών κύκλων, ένα θεματολόγιον ρήξεων, με αιχμήν του δόρατος το θέμα των ταυτοτήτων, αι οποίαι στοχεύουν και εις τον θρησκευτικόν αποχρωματισμόν της κοινωνικής και εθνικής μας ζωής, αλλά και ενδεχομένως εις την παραπλάνησιν και τον αποπροσανατολισμόν του Λαού μας και εις την ταυτόχρονον αποδυνάμωσιν της Εκκλησίας. Αι αποφασισθείσαι επιλογαί εις το θέμα αυτό, με σύνθημα τον δήθεν εκσυγχρονισμόν και κυρίως η προβολή εώλων νομικώς κατασκευών, αι οποίαι στοχεύουν εις την αποδυνάμωσιν του Συνταγματικού Όρου «Επικρατούσα Θρησκεία» (άρθρον 3 του Συντάγματος), δημιουργούν βάσεις διά συγκρούσεις και διχασμούς. Αλλά η Εκκλησία, θεματοφύλαξ της κοινωνικής και εθνικής ειρήνης και ενότητος, της λαϊκής αλληλεγγύης, της αντιθέσεώς της εις τη βίαν και τον ρατσισμόν, δεν πρόκειται βεβαίως να παρασυρθή ή να ευνοήση τον διχασμόν του Λαού. Ελπίζει δε, ότι και οι κρατούντες θα πράξουν το ίδιο.
4,- Όμως ταυτοχρόνως η Εκκλησία θεωρεί απαραίτητον να καταστήση σαφές προς πάσαν κατεύθυνσιν, ότι δεν διανοείται να συμβιβασθή, έναντι οιουδήποτε ανταλλάγματος και οιασδήποτε απειλής και να προδώση την εμπιστοσύνην, με την οποίαν την τιμά και την περιβάλλει ο πιστός Ελληνικός Λαός. Με σύνεσιν αλλά και αποφασιστικότητα θα αγωνισθή με κάθε νόμιμον μέσον, διά να πείση την κυβέρνησιν ότι επλανήθη. Θα αγωνισθή διά να μεταφέρη, όπου πρέπει, την αγωνίαν, την ανησυχίαν και τον προβληματισμόν του Λαού. Ο Λαός ανησυχεί σοβαρά, όχι μόνον διά την μη αναγραφήν του θρησκεύματός του εις τας ταυτότητας, αλλά και διά πολλά άλλα συναφή ως λ.χ. την ηλεκτρονικήν λωρίδα με άγνωστα εις τον κάτοχον στοιχεία και το ηλεκτρονικόν φακέλλωμα. Δι’όλα αυτά η Αρχή δεν έχει επιδείξει κανένα ζήλον προς ουσιαστικήν προστασίαν του πολίτου. Ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι διά να αντιγράψη τα κοσμικά καμώματα, τα ιδιοτελή συμφέροντα και να ικανοποιήση εκείνους, οι οποίοι επιβουλεύονται την εθνικήν μας ταυτότητα. Ο αγών θα είναι ανένδοτος, με δύναμιν λόγου, αλλά και ξένος προς κάθε μορφήν περιθωριακής συμπεριφοράς, φανατισμού και μισαλλοδοξίας, η οποία πιθανόν να προκληθή από προβοκάτορας, οι οποίοι επιδιώκουν να δυσφημίσουν την Ορθοδοξίαν εντός και εκτός της Ελλάδος. Τοιαύται συμπεριφοραί, οποθενδήποτε και αν προέρχωνται, είναι καταδικαστέαι.
5.- Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος κάνει έκκλησιν διά μίαν παραδεκτήν λύσιν ενός, κατά τρόπον περίεργον και αιφνιδιαστικόν, δημιουργηθέντος θέματος. Τα λάθη είναι ανθρώπινα αλλά μεταβάλλονται σε εγκλήματα, όταν το πείσμα, οι εγωϊσμοί και η ιδιοτέλεια κυριαρχούν επί της λογικής, της συνέσεως και του αισθήματος ευθύνης.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος λυπείται, διότι μία μικρά μερίς εξωκοινοβουλευτικών πολιτών παραπλανά τον Πρωθυπουργόν της Χώρας και βαναύσως προκαλεί την Εκκλησίαν της Ελλάδος.
Η Εκκλησία προσεύχεται και ελπίζει διά την άμεσον αλλαγήν πορείας, εις τας ληφθείσας αποφάσεις.
Η Εκκλησία θα σταθή ενώπιον της κρίσεως, υπεύθυνη, συνετή, διαλλακτική, αλλά αμετακίνητος εις τα «Πιστεύω» Της και τας Αρχάς Της.
Η Ορθοδοξία θα ευρίσκεται εις μόνιμον συναγερμόν. Η Εκκλησία επαγρυπνεί.
6.- Δι’όλα αυτά η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ομοφώνως απεφάσισε την έκτακτον σύγκλησιν της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας κατά την 6ην προσεχούς μηνός Ιουνίου ε.έ., προς λήψιν των τελικών και οριστικών αποφάσεων.