Με λαμπρότητα εορτάστηκε και εφέτος η μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Μεγάλου, Προστάτου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Το πρωί τελέστηκε στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πεντέλης ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία, Ιερουργούντος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου μετά δύο Συνοδικών Μητροπολιτών, του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών κ. Νεκταρίου και του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κυθήρων κ. Σεραφείμ.
Παρέστησαν ο εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στην Αθήνα, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Άκκρας κ. Γεώργιος, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μιχαλόβτσε κ. Γεώργιος (της Εκκλησίας της Τσεχίας), οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Αλέξανδρος, Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Χαλκίδος κ. Χρυσόστομος, Γλυφάδας κ. Παύλος, Ἐδέσσης κ. Ιωήλ, Θήρας κ. Επιφάνιος, Ζιχνών και Νευροκοπίου κ. Ιερόθεος, Ελευθερουπόλεως κ. Χρυσόστομος, Σερβίων και Κοζάνης κ. Παύλος, Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος, Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμος, Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας, Πατρών κ. Χρυσόστομος, Κορίνθου κ. Διονύσιος, Ιλίου κ. Αθηναγόρας, Κηφισίας κ. Κύριλλος, οι Πανιερώτατοι Μητροπολίτες Αχελώου κ. Ευθύμιος, Βελεστίνου κ. Δαμασκηνός, Κορωνείας κ. Παντελεήμων, Θερμοπυλών κ. Ιωάννης, οι Θεοφιλέστατοι Επίσκοποι Νεοχωρίου κ. Παύλος, Μαραθώνος κ. Μελίτων, Ναζιανζού κ. Θεοδώρητος και ο Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου Διαυλείας κ. Γαβριήλ.
Επίσης παρέστησαν: οι Κοσμήτορες των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης κ.κ. Μάριος Μπέγζος και Μιχαήλ Τρίτος, καθώς και οι Ελλογιμώτατοι Πρόεδροι των τεσσάρων Τμημάτων των Θεολογικών Σχολών.
Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος που ευρίσκεται στο χώρο της Ιεράς Μονής Πεντέλης, πραγματοποιήθηκε η καθιερωμένη, κατά την ημέρα αυτή, σύσκεψη των μελών της Ιεράς Συνόδου με τους Καθηγητές και τους λοιπούς διδάσκοντες στις Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης.
Της συσκέψεως προέστη ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, ο οποίος κατά την έναρξη είπε τα εξής: « Η σημερινή ημέρα διατηρεί εξέχουσα σημασία για την Εκκλησία μας, καθώς της δίνεται, σε σκοτεινούς και δεινούς καιρούς, η αγαθή ευκαιρία να συνεορτάσει και να τιμήσει με λατρευτικές και επιστημονικές εκδηλώσεις την ετήσια σεπτή μνήμη του ιερού Φωτίου του Μεγάλου, εφόρου και προστάτη της Ιεράς Συνόδου, μιας κορυφαίας πνευματικής, πανορθόδοξης και διαχρονικής εκκλησιαστικής φυσιογνωμίας.
Ο Μέγας Φώτιος έλαμψε ακριβώς με το μεγαλείο της σοφίας και της διορατικότητάς του σε μίαν άκρως κρίσιμη, ανήσυχη και ταραχώδη εποχή στην ιστορία του Βυζαντίου, κατά την οποία η αυτοκρατορία αναζητούσε διέξοδο στην γεωγραφική και πνευματική της συρρίκνωση. Ο φωτισμένος Ιεράρχης είχε το θείο χάρισμα να αναδειχθεί αντάξιος των αναγκών και των προσδοκιών της εποχής του. Χάρη στη διαυγή σκέψη του ανταποκρίθηκε εμπνευσμένα στις ιστορικές προκλήσεις των καιρών: Με το πρωτοποριακό και οικουμενικό πνεύμα των ιεραποστολών διεύρυνε τα όρια επιρροής του κράτους και της Εκκλησίας και εξυψώθηκε σε πανορθόδοξο σύμβολο, ενώ με το θεολογικό και ανθρωπιστικό του έργο ενίσχυσε τα πνευματικά θεμέλια και την ακτινοβολία του ορθοδόξου πολιτισμού…».
Θέμα της εφετινής συσκέψεως ήταν: «Η κρίση της σύγχρονης κοινωνίας και η εκκοσμίκευση της εκκλησιαστικής διακονίας». Εισηγητής ήταν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, Καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Εισηγητής ανέφερε: «Η ιστορία έχει αποδείξει ότι δεν είναι ευφυές, ούτε συνετό να υποτιμά κάποιος την αλήθεια ή να υποτροπιάζει στη μεταδοτική δύναμη της ανοησίας. Δυστυχώς όμως σήμερα φαίνεται ότι η υποτίμηση μαζί με τον φανατισμό, την ημιμάθεια και την ιδιοτέλεια, συγκροτούν ένα νέο επικίνδυνο κράμα κοινωνικού μοντέλου, το οποίον θεωρεί αφενός μεν ότι η κρίση αποτελεί τη μεγάλη ευκαιρία της κοινωνικής εκμετάλλευσης, αφετέρου δε ότι και οι εκκλησιαστικές δομές μπορούν να το ακολουθήσουν και να το υπηρετήσουν.
Αντιμετωπίζοντας λοιπόν ως Εκκλησία την πραγματικότητα αυτή, επιβάλλεται να σταθούμε νηφάλια ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες: τη σύγχρονη κοινωνία και την εκκλησιαστική διακονία.
Η πρώτη φαίνεται ότι υπερτιμά το γεγονός της κρίσεως και μπορεί να οδηγηθεί σε υπερβολικά αγχώδεις καταστάσεις, κοινωνικές εξάρσεις και αναταράξεις. Η δεύτερη όμως, χωρίς να υποτιμά τη κρισιμότητα της καταστάσεως, και να την παρακάμπτει υπεροπτικά, προσπαθεί με σύνεση και υπευθυνότητα να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της κοινωνίας και εναγώνια να προσφέρει τη διακονία της.
Όμως η ελεύθερη διακίνηση, ιδιαίτερα στον ελλαδικό χώρο, διαφόρων αντιλήψεων και κυρίως επενδυτικών τάσεων, αποτελούν ακόμη μία πρόκληση στο χώρο της εκκλησιαστικής διακονίας, αφού η κρίση της σύγχρονης κοινωνίας δεν είναι μόνο ένα φαινόμενο πολύτροπο και ιδιόμορφο, το οποίο κατά το άμεσο παρελθόν υπέδειξε αμυδρά και τα κίνητρά του και τον πολυσύνθετο μηχανισμό του, αλλά κυρίως γιατί εξαπλώνεται και εξελίσσεται πλέον με δείκτες καρκινικούς μέσα στον παγκόσμιο οικονομικό και κοινωνικό ιστό, όπου εκδηλώνει τον δυναμισμό του και συγχρόνως αναζητά συμμάχους».
Σε άλλο σημείο υπογράμμισε: «Με την παγκοσμιοποίηση επετεύχθη η οικονομική εκμετάλλευση των δυνατών έναντι των αδυνάτων, η οποία τελικά εξελίχθηκε σε μια οικονομική ανάπτυξη μιας μόνο μερίδας χωρών της υφηλίου σε βάρος των πιο πτωχών, γεγονός το οποίο οδήγησε στο να απειληθεί σοβαρά η ειρήνη στον κόσμο και η κοινωνική συνοχή, σε επίπεδο μάλιστα τοπικών κοινωνιών.
Βρισκόμαστε λοιπόν κοινωνιολογικά μπροστά σε μία κρίση. Η εμβληματική φράση της Μάργκαρετ Θάτσερ, «δεν υπάρχει κοινωνία αλλά μόνο άτομα», φαίνεται ότι σηματοδοτεί την έλευση μιας νέας περιόδου, όπου πλέον ο άνθρωπος γεννιέται και ζει ως άτομο, προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα ρευστό σύστημα πολλαπλών και εναλλακτικών πολιτικών και πολιτισμικών δεδομένων και συσσωματώσεων, ενώ οι παλαιές παραδοσιακές μορφές της κοινωνίας είναι πλέον ανίσχυρες.
Έτσι έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν άκρατο ατομοκεντρισμό, διαβρωμένο και εμποτισμένο από αντικρατιστικές και αντεθνικές ιδέες, αποδυναμωμένο από ιδεολογικούς μηχανισμούς, οι οποίοι εξασφάλιζαν την λειτουργική και πολιτιστική ομοιογένεια των κοινωνιών, και μία παγκόσμια ρευστότητα, η οποία μας οδηγεί σε μία απροσδιοριστία, όπου η εξεύρεση τρόπου αλλαγής και διόρθωσης των «κακώς κειμένων» είναι το ζητούμενο.
Η πολιτική εξουσία θεωρεί δεδομένο ότι οφείλει να διεκπεραιώνει τις τρέχουσες υποθέσεις, με αποκλειστικό γνώμονα τις αναπτυξιακές προτεραιότητες και την εφαρμογή οικονομικών μέτρων, με αποκλειστικό σκοπό την επίλυση των προβλημάτων της οικονομικής κρίσης. Για πρώτη φορά μετά από ένα αιώνα, το «κοινωνικό ζήτημα» εμφανίζεται καθημαγμένο κάτω από το αμείλικτο πέλμα του αναπτυξιακού ζητήματος.
Είμαστε πλέον μπροστά σε μία ρήξη με το παρελθόν και στο άνοιγμα ενός νέου ιστορικού κύκλου.
Ο διάχυτος όμως αυτός κρατικός «μινιμαλισμός», η απεμπλοκή του δημοσίου χώρου από τις αποκλειστικές ιδεολογικές και αξιακές του αρμοδιότητες και η προϊούσα αποσάθρωση των εκπαιδευτικών, προνοιακών και ασφαλιστικών δημοσίων μονοπωλίων, εκφράζουν ένα νέο αμετακίνητο κοινωνικοπολιτικό δόγμα, όπου η κοινωνία διασπάται σε παραγωγούς και καταναλωτές. Το χρήμα επενδύεται αναπτυξιακά μόνο για τον προσπορισμό κέρδους και στην παγκόσμια οικονομία λειτουργούν αναγκαστικά οι ενδοκρατικές αγορές, οι οποίες οδηγούν σε πολεμικές συρράξεις για μία μονομερή προώθηση των συμφερόντων τους. Έτσι, χάνονται τα όρια μεταξύ ελευθερίας και αυθαιρεσίας, κέρδους και κερδοσκοπίας, πρωτοβουλίας και υστεροβουλίας.
Τέλος, οι ηθικές αρχές καθίστανται εντελώς ανίκανες να επηρεάσουν πλέον τους κανόνες της κοινωνικής ζωής, αφού αυτοί καθορίζονται αποφασιστικά από τους κανόνες του οικονομικού «παιχνιδιού». Οι μόνες ισχύουσες αξίες μέσα στην οικονομία της παγκοσμιοποιημένης αγοράς είναι οι εκτιμήσεις της χρηματοληπτικής δυνατότητας των κρατών και η χρηματιστηριακή αξία των κρατικών ομολόγων και όχι πια οι ηθικές αξίες.».
Τέλος, ο Σεβασμιώτατος εισηγητής συμπλήρωσε: «Η Ορθοδοξία : Πρώτον δεν μπορεί να ασκήσει δημιουργική κριτική του συγχρόνου πολιτισμού, χωρίς να έχει βαθιά συνείδηση της παράδοσης και της κληρονομιάς της. Δεύτερον η κριτική της Ορθοδοξίας έναντι της κρίσης της σύγχρονης κοινωνίας για να είναι εποικοδομητική και δημιουργική δεν πρέπει να είναι πολεμική αλλά αποτέλεσμα συμπαθούς και φιλανθρώπου συγκαταβάσεως στον σύγχρονο άνθρωπο και τα υπαρξιακά του προβλήματα. Τρίτον δεν πρέπει να λησμονεί πλέον ότι ο δυτικός άνθρωπος δεν είναι ο άλλος, ο απέναντι και έξω από την Εκκλησία, αλλά ο ενορίτης, όπως θα είναι και τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του. Τέταρτον η μαρτυρία της Ορθοδοξίας για να είναι εποικοδομητική και δημιουργική, πρέπει να λειτουργήσει σωστά η Ενορία. Πέμπτον πρέπει να αρθρώσει λόγο σωτήριο για τον σύγχρονο άνθρωπο λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα αδιέξοδα που ο άνθρωπος αντιμετωπίζει. Έκτον να προβάλει ένα πρότυπο και μία στάση ζωής, ώστε να δημιουργήσει την εναλλακτική λύση στα αδιέξοδα που δημιουργεί ο ατομισμός των κοινωνιών και ο ευδαιμονισμός του πολιτισμού μας, διαμορφώνοντάς του μία νέα συνείδηση.
Μόνο μία συγκροτημένη και σωστή ενορία, ως ευχαριστιακή κοινότητα, και ένας πατροπαράδοτος μοναχικός βίος, σύμφωνος προς την ιστορία του και την πατερική και θεολογική παράδοσή του είναι δυνατόν να καταστούν φορείς δράσης της εκκλησιαστικής διακονίας, η οποία με τον τρόπο αυτό θα προστατεύσει και την ίδια, από την αφομοίωση και το μιμητισμό, αλλά και θα αποτελέσει την μικρή ζύμη που όλον το φύραμα ζυμοί.
Ιδιαίτερα ο μοναχισμός που έχει παρεξηγηθεί στις μέρες μας και έχει πολεμηθεί μέσα στην ίδια την Ορθοδοξία πρέπει να ξανακερδίσει την εκτίμηση και τον σεβασμό. Το Άγιον Όρος, αλλά όχι μόνο αυτό, πρέπει να αποτελέσει υγιές σημείον έλξης πολλών νέων ανθρώπων, ώστε να καταστεί και πάλι μία ζωντανή παρουσία της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο.
Το τελευταίο πρόβλημα το οποίο πρέπει η Ορθοδοξία να αντιμετωπίσει, προκειμένου να συμβάλει ουσιαστικά στην επίλυση των προβλημάτων κρίσης της σύγχρονης κοινωνίας είναι η έντονη κρίση ταυτότητας που προέρχεται από μία θεολογική σύγχυση, που δυσκολεύει την ανάπτυξη σαφών θεολογικών κριτηρίων, μία ασυνέπεια μεταξύ θεολογικών αρχών και πρακτικής και μία αγκίστρωση από το Κράτος, από το οποίο αντλεί ασφάλεια.
Το ξεκαθάρισμα των θεολογικών κριτηρίων είναι σήμερα επείγον θέμα για την Ορθοδοξία. Η διαλεκτική μεταξύ παράδοσης και σύγχρονου κόσμου είναι απαίτηση, μάλιστα σε έναν κόσμο όπου οι σύγχρονες φιλοσοφίες και ιδεολογίες τείνουν να παραμορφώσουν το πρόσωπο και την ελευθερία του. Η οριοθέτηση των καθαρών σχέσεων συναλληλίας και ο σεβασμός στην λειτουργία των διακριτών ρόλων, με ένα νέο πλαίσιο σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, θα δώσει στην Εκκλησία περισσότερες δυνατότητες δράσης και συμβολής στην επίλυση των διαφόρων ποιμαντικών προβλημάτων και επιβίωσης του ποιμνίου της.».
Παρεμβάσεις έκαναν οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Κερκύρας κ. Νεκτάριος, Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμος, Εδέσσης κ. Ιωήλ, Ελευθερουπόλεως κ. Χρυσόστομος, καθώς και οι Ελλογιμώτατοι κ.κ. Μιχαήλ Τρίτος, Ευάγγελος Θεοδώρου, Απόστολος Νικολαῒδης, Χρήστος Βούλγαρης, Θεόδωρος Γιάγκου, Νικολίτσα Γεωργοπούλου, Χρυσόστομος Σταμούλης.
Ο Μακαριώτατος έκλεισε την όλη εκδήλωση αφού ευχαρίστησε τόσο τον Εισηγητή, όσο και τους συνέδρους.
Στις 13.00 ο Μακαριώτατος παρέθεσε γεύμα προς τιμήν των Ελλογιμωτάτων Καθηγητών των Θεολογικών Σχολών.