Με μεγαλοπρέπεια και εκκλησιαστική λαμπρότητα τελέσθηκαν και εφέτος οι εορτές στη μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Μεγάλου, Προστάτου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Χθές, Κυριακή 5 Φεβρουαρίου, τελέσθηκε Πανηγυρικός Εσπερινός στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών, στον οποίο χοροστάτησε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος με τη συμμετοχή των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών - Μελών της Ιεράς Συνόδου. Τον πανηγυρικό της ημέρας εξεφώνησε ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Παύλος Ιωάννου, Γραμματεύς της Συνοδικής Επιτροπής επί της Νεότητος. Στην ομιλία του μεταξύ άλλων τόνισε: « Η Εκκλησία της Ελλάδος τιμά σήμερον και αύριον τον Ιερόν Πατέρα ως προστάτην της Σεπτής Ιεραρχίας της και κατά συνέπειαν της Ιεράς Συνόδου. Αναζητά δηλαδή εις το πρόσωπον και το έργον του την έμπνευσιν και τον φωτισμόν, τον προβάλλει εις τους Επισκόπους της πρωτίστως αλλά και εις ολόκληρον τον ιερόν κλήρον, ως πρότυπον δια την εν τη Εκκλησία διακονίαν των. Θα ηδύνατο βέβαια να αποτελέση πρότυπον και δια τους άρχοντας υμών καθόσον η εν τη Πολιτεία διακονία αυτού δεν ήτο μία απλή διαχείρισις της εξουσίας αλλά μία μεγαλόπνοος πολιτική πηγάζουσα από ευγενείς οραματισμούς και εμπνεομένη από ένα αληθή ανθρωπισμόν».
Σύμφωνα με σχετική απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου κατά τη διάρκεια του Εσπερινού τιμήθηκαν με την απονομή του παρασήμου της Εκκλησίας ( Χρυσού Σταυρού του Αποστόλου Παύλου) οι κάτωθι Κληρικοί, Καθηγητές Θεολογίας και Ιεροψάλτες:
1. Ελλογιμώτατος κ. Εμμανουήλ Κωνσταντινίδης, Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
2. Ελλογιμώτατος κ. Γρηγόριος Ζιάκας, Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
3. Πανοσιολ. Αρχιμανδρίτης κ. Ευάγγελος Μπράιλας, Συνταξιούχος Ιεροκήρυξ της Ι. Μ. Νικαίας.
4. Πανοσιολ. Αρχιμανδρίτης κ. Δωρόθεος Χαραλαμπόπουλος, Συνταξιούχος Ιεροκήρυξ της Ι. Μ. Καλαβρύτων και Αιγιαλείας.
5. Πανοσιολ. Αρχιμανδρίτης κ.Θεόδωρος Μπεράτης, Συνταξιούχος Ιεροκήρυξ της Ι. Μ. Δρυϊνουπόλεως , Προϊστάμενος της Αδελφότητος «Σωτήρ».
6. Πανοσιολ. Αρχιμανδρίτης κ. Τιμόθεος Σακκάς, Ηγούμενος της Ι. Μ. Παρακλήτου και Εφημέριος της Ρωσικής Εκκλησίας Αθηνών.
7. Αιδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερος κ. Δημήτριος Οικονόμου, Συνταξιούχος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής.
8. Αιδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερος κ. Μιχαήλ Καρδαμάκης, Διδάκτωρ Θεολογίας, τ. Διευθυντής της Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών, Κληρικός της Ι. Μ. Αττικής.
9. Μουσικολογιώτατος κ. Χρήστος Χατζηνικολάου, Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Ιεροψαλτών Ελλάδος.
Πριν από τη βράβευση ο Μακαριώτατος σε σύντομο χαιρετισμό του παρετήρησε ότι «Εορτάζομε τη μνήμη του Αγίου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, του Μεγάλου, του Προστάτου και Εφόρου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον στύλον της Ορθοδοξίας, ο οποίος εχαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή. Όπως έχει καθιερωθεί τα τελευταία χρόνια, τιμώνται κληρικοί και κατώτεροι κληρικοί- ιεροψάλτες και καθηγητές των Θεολογικών Σχολών, οι οποίοι αφιέρωσαν τη ζωή τους στην υπηρεσία του λόγου του Θεού, προκειμένου η Εκκλησία μας να αποδείξει και να επιδείξει την αγάπη, την τιμή και την εκτίμηση σε αναγνώριση των πολλών υπηρεσιών των ανδρών αυτών και την οποία προσφορά η Εκκλησία καθηκόν- τως προβάλλει και γεραίρει « προς τιμήν και μίμισιν».
Σήμερα, Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου, στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Πεντέλης, τελέσθηκε ο Όρθρος και η Συνοδική Θεία Λειτουργία, στην οποία προεξήρχε ο Μακαριώτατος Αρχιεπί-σκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος.
Κατά τη διάρκεια της Θ. Λειτουργίας ο Μακαριώτατος ευχαρίστησε τους εκπροσώπους των Πατριαρχείων Ιεροσολύ- μων Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γεράσων κ. Θεοφάνη, Έξαρχο του Πατριαρχείου στην Αθήνα, και Αντιοχείας Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πύργου κ. Ιωάννη, για την παρουσία τους και διεβεβαίωσε για τον σεβασμό και την αγάπη της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία πάντα ίσταται στο πλευρό των παλαιφάτων Πατριαρχείων και προσφέρει τη βοήθειά της στην διεκπεραίωση των ζητημάτων που αφορούν στην απρόσκοπτη συνέχιση της αποστολής τους. Ευχήθηκε, επίσης, στους φερέλπιδες και ευέλπιδες νέους της Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών να τους αξιώσει ο Θεός να προσφέρουν από άμβωνος της Εκκλησίας μας, ώστε και η Εκκλησία να συνεχίσει να δέχεται κληρικούς ανωτέρου επιπέδου, ανθρώπους πεπαιδευμένους, για να διευκολύνεται και το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας.
Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας στο Διορθόδοξο Κέντρο που ευρίσκεται στο χώρο της Ιεράς Μονής Πεντέλης, πραγματοποιήθηκε η καθιερωμένη, κατά την ημέρα αυτή, σύσκεψη των μελών της Ιεράς Συνόδου με τους Καθηγητές και τους λοιπούς διδάσκοντες στις Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Της Συσκέψεως προΐστατο ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος. Θέμα της εφετινής συσκέψεως ήταν: «Ο διαλεκτικός και διακονικός χαρακτήρας της Εκκλησίας. Αναφορά στον Ιερό Φώτιο». Εισηγητής ήταν ο Ελλογιμώτατος Καθηγητής Θεολογικής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ανέστης Κεσελόπουλος.
Στην ομιλία του ο κ. Κεσελόπουλος , μεταξύ άλλων είπε: « Ο Ιερός Φώτιος πιστεύοντας ακράδαντα στον διαλεκτικό αλλά και κενωτικό χαρακτήρα της Εκκλησίας συντόνισε και προσανατόλισε ολόκληρη την ζωή του σε οποιαδήποτε φάση και διακονία της. Ως Ιεράρχης, ως δάσκαλος, ως λόγιος, ως συγγραφέας αλλά και ως άνθρωπος υπήρξε διαλεγόμενος και διακονών. Δίκαια χαρακτηρίστηκε ως «άνθρωπος συνδιάζων ελληνικήν παιδείαν, ευσέβειαν, πίστιν, επιμονήν, μαχητικότηταν, ευστροφίαν». Διαλεκτικός ως προς την σκέψη και διακονικός ως προς την πράξη και το έργο, αναδείχθηκε μέσα από τις περιστάσεις « αντάξιος των ζητήσεων και των κινδύνων της εποχής του». Σε άλλο σημείο, ο ομιλητής παρατήρησε ότι «η διακονική παρουσία της Εκκλησίας σήμερα, πρέπει να εκφράζεται ως διάλογος και καταλλαγή και όχι ως αυθεντία και εξουσία. Εάν συνειδητοποιηθεί το γεγονός ότι η εξουσία δεν έχει καμμία σχέση με τον Χριστιανισμό και την Εκκλησία « ουχ ούτω δε έσται εν υμιν»- και ότι οι ποιμένες είναι «δούλοι Ιησού Χριστού» αλλά και δούλοι των ανθρώπων «δια Ιησούν», τότε η διάθεση για διακονία του κόσμου θα είναι αληθινή και στοργική, «ως αν τροφός θάλπη τα εαυτής τέκνα».
Σε παρέμβασή του ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Σπ. Τρωιάνος παρατήρησε ότι επί της εποχής του Ιερού Φωτίου ήταν η πρώτη φορά που τέθηκε η θεωρία των δύο εξουσιών, περί βασιλέως, δηλαδή και περί Πατριάρχου . Ο Ιερός Φώτιος ήταν εκείνος που τάχθηκε μεν υπέρ της ενότητας των δύο, αλλά υπερτονίζοντας τον διακριτό ρόλο των δύο αυτών εξουσιών. Κάθε μία εξουσία είναι ένας υπέρτατος φορέας, ανεξάρτητος ο ένας από τον άλλον, χωρίς να θέλω να υποστηρίξω ότι τα δύο αυτά μεγέθη, της βασιλείας και της πατριαρχείας δηλαδή, βρίσκουν σήμερα εφαρμογή».
Ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών κ. Χριστινάκης στην παρέμβασή του μεταξύ άλλων παρετήρησε ότι «Εξουσία υπάρχει στην Εκκλησία. Μη μας τρομάζει η λέξη. Η ποιμαντική δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διοίκηση του λαού, το δικαίωμα της εξουσίας που παρέχεται στην Εκκλησία από τον Κύριο να καθοδηγεί το ποίμνιο, για να σώσει αυτό την ψυχή του».
Ο κ. Αναστάσιος Μαρίνος, πρ. Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας, αναφέρθηκε στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας.
Ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Αντώνιος Παπαδόπουλος αναφέρθηκε στο ότι: « Ο νέος πάπας Βενέδικτος έκανε κλήση στην Εκκλησία της Ελλάδος και κάλεσε τον Μακαριώτατο να επισκεφθεί το Βατικανό. Και βεβαίως τον προσκάλεσε γνωρίζοντας ότι η Εκκλησία της Ελλάδος έχει περισσότερους από εβδομήντα δυναμικούς Αρχιερείς, έχει, δύο Θεολογικές Σχολές με Καθηγητές που την εκπροσωπούν στους διορθόδοξους και διαθρησκειακούς διαλόγους, έχει Εκκλησια- στικές Σχολές που αναβαθμίζονται χωρίς να προκαλέσουν προβλήματα στις ακαδημαϊκές κοινότητες, έχει μοναστικές Κοινότητες με πρώτη του Αγίου Όρους. Η Εκκλησία γενικά και η Εκκλησία της Ελλάδος είναι μία Οικουμενική Παγκόσμια Εκκλησία και αυτή εμείς πρέπει να διακονήσουμε».
Ο Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Χρήστος Οικονόμου αναφέρθηκε στον νομοσχέδιο για την εκκλησιαστική εκπαίδευση και δήλωσε ότι ο διάλογος είναι η πεμπτουσία της ύπαρξής μας. Εμείς χαιρόμαστε για την κατάληξη του νομοσχεδίου της αναβάθμισης της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης που θα συμβάλει στην αντιμετώπιση των πολιτιστικών για εκπαιδευτικών προκλήσεων για την Εκκλησία, διότι εμείς ποτέ δεν αισθανόμαστε αντίπαλοι της Εκκλησίας αλλά είμαστε παιδιά της Εκκλησίας. Σας διαβεβαιώνουμε ότι εμείς θα συνεχίσουμε να λειτουργούμε προς όφελος της Εκκλησίας και να τη διακονούμε.
Παρεμβάσεις επίσης έκαναν η Καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Δ. Λιάλιου, ο Εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων Μητροπολίτης Γεράσων Θεοφάνης, οι Μητροπολίτες Τριφυλίας και Ζακύνθου οι οποίοι επικρότησαν την ανάγκη του διαλόγου στην Εκκλησία αλλά και της ποιμαντικής, ο Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, Πρωτοπρεσβύτερος κ. Γεώργιος Μεταλληνός, έδωσε έμφαση στην ποιμαντική και ιεραποστολική διάσταση της διαλογικής σχέσης των Εκκλησιών, και ο ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ευάγγελος Θεοδώρου αναφέρθηκε στη χειροθεσία διακονισσών.
Συνοψίζοντας τα κεντρικά σημεία των παρεμβάσεων των ομιλητών, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.Χριστόδουλος, αφού ευχαρίστησε τους συμμετέχοντες υπεραμύνθηκε του «διαλεκτικού χαρακτήρα της Εκκλησίας» η οποία, όπως είπε, « διαλέγεται αδιακρίτως προς πάντας» και επισήμανε τις δέκα αρχές βάσει των οποίων πρέπει να διεξάγεται ο διάλογος αυτός.
1. «Επί τη βάσει των ουσιωδών αρχών, της υπεράσπισης της αληθείας την οποία η Εκκλησία κατέχει εκ της Θείας Αποκαλύψεως και με την οποία επιδιώκει να πείσει τους συνομιλητές της»
2. «Ο διάλογος» είπε ο Μακαριώτατος, « είναι τέχνη και πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της τεκμηρίωσης και της προσαρμογής στο επίπεδο αυτών που ακούν, για να μην ομιλούμε μη ακουόμενοι»
3. Επί της αρχής της «εναρμόνισης των συμβατών». Όπως επισήμανε ο Μακαριώτατος , «δεν πρέπει να λέμε πάντα τα αρέσκοντα αλλά τα προς το συμφέρον της Εκκλησίας του Θεού και του ποιμνίου, ειδάλλως ο διάλογος γίνεται πολιτική και διπλωματία»
4. Επί της αρχής των «ίσων όρων».
5. Επί της αρχής της « προβολής επιχειρημάτων προς τους αντιφρονούντες», ώστε αφού παρουσιαστούν οι θέσεις των δύο πλευρών να βρεθεί κοινός τόπος συμφωνίας.
6. « Ο διάλογος-τόνισε ο Μακαριώτατος- μπορεί να διδαχθεί παρά τους πόδας επαϊόντων, και υποστήριξε ότι το χρειάζονται αυτό οι κληρικοί οι οποίοι, από άμβωνος συχνά υιοθετούν την «ψευδαίσθηση»-πως έχουν πείσει το ποίμνιο, λόγω του ότι δεν τους διακόπτει κανείς» .
7. Επί της «αρχής της διάκρισης μεταξύ ουσιωδών και επουσιωδών» ο Μακαριώτατος είπε ότι κατά τον διάλογο οι συμμετέχοντες πρέπει υποχωρώντας στο επουσιώδες να κατακτούν το ουσιώδες».
8. Επί της αρχής «της μη αποκλίσεως ουδενός εκ του διαλόγου»
9. «Επί της σωτηριολογικής Αρχής του διαλόγου», ο Μακαριώτατος υποστήριξε ότι η ρήσις του Αποστόλου Παύλου« ίνα πάντας τινάς σώσω» πρέπει να καταστεί ο σκοπός της επικοινωνίας με την αντίθετη άποψη. Όπως είπε χαρακτηριστικά, « τα τελευταία χρόνια η Εκκλησία αγωνίζεται για το δημοκρατικό δίκαιωμά της να καταθέτει την γνώμη της στο τραπέζι του διαλόγου, επί ζητημάτων που αφορούν στους πιστούς, γεγονός που προκαλεί έντονες αντιδράσεις, παρά το γεγονός ότι η Εκκλησία δεν κάνει πολιτική και δεν ασκεί κοσμική εξουσία»
10. Επί της αρχής της «διακρίσεως εξουσίας και διακονίας». Ο Μακαριώτατος είπε ότι « η Εκκλησία στέκει μακράν κάθε κοσμικής εξουσίας, παραμένει δε αρωγός όποτε Της ζητηθεί να συνδράμει, σε εποχές που διακυβεύεται η ενότητα του Έθνους».
Επίσης ο Μακαριώτατος αναφερόμενος στους «Θεολογικούς διαλόγους», υποστήριξε ότι η συμμετοχή της κάθε Εκκλησίας σε αυτούς δεν γίνεται μεμονωμένα αλλά κατόπιν Πανορθόδοξης συμφωνίας, τονίζοντας ότι : « Eίναι δυνατόν σε αυτή την πρόσκληση της συμμετοχής για την άρση της σκανδαλώδους διαίρεσης των Εκκλησιών, να πούμε όχι, αφού καθημερινά ευχόμαστε στην θεία λειτουργία «υπέρ της των πάντων ενώσεως; Αυτό το στοιχείο εξυπηρετούν οι θεολογικοί διάλογοι, δηλαδή την προαγωγή της αγάπης και της ενότητας των χριστιανών;».
Στην συνέχεια ο Μακαριώτατος κάνοντας λόγο για τις σχέσεις Εκκλησίας- κράτους υπεραμύνθηκε της διαλεκτικής διάθεσης της Εκκλησίας απέναντι στην Πολιτεία. « Εμείς δεν αρνηθήκαμε να διαλεχτούμε με κανένα» , επισήμανε με έμφαση και πρόσθεσε : « Εμείς έχουμε τις απόψεις μας και όταν κληθούμε θα τις καταθέσουμε. Δεν εξωθούμε ποτέ τις καταστάσεις στα άκρα. Ακόμη και στο θέμα των ταυτοτήτων ενημερώσαμε τον ελληνικό λαό λέγοντας την αλήθεια. Εκείνος πήρε την σκυτάλη, αποδεικνύοντας την δύναμη της του Χριστού Εκκλησίας. Εμείς πρώτοι υποστηρίζουμε την θεωρία των διακριτών ρόλων, και δεν διστάζουμε να υποχωρήσουμε κατά την διενέργεια του διαλόγου σε ορισμένα θέματα, έναντι εκείνων όσων έχουν «περί πολλού» την θεωρία αυτή. Το ότι οι ρόλοι Εκκλησίας – Κράτους είναι διακριτοί αποδεικνύεται πρωτίστως από το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας μέσα στο κράτος». Ο κ. Χριστόδουλος, αναφερόμενος επίσης στο ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος υπογράμμισε: « Μπορεί ο Καταστατικός Χάρτης της Ελλαδικής Εκκλησίας να αποτελεί νόμο του κράτους, ωστόσο κοινή συναινέσει με την Πολιτεία, η Εκκλησία είναι διατεθειμένη να επιδιώξει πρώτη αλλαγές και τυχόν αναθεώρηση κάποιων άρθρων και μην αμφιβάλλετε γι’ αυτό».
Ως προς τις σχέσεις Έθνους- Εκκλησίας ο Αρχιεπίσκοπος ξεκαθάρισε ότι «δεν θέλει η Εκκλησία να μετατραπεί η πατρίδα μας σε ένα λαϊκό κράτος», «δεν θέλουμε –πρόσθεσε- την κατάργηση των θρησκευτικών στα σχολεία μας, δεν θέλουμε να κατέβουν οι εικόνες, δεν θέλουμε να χαθεί ο σταυρός από τον ιστό της σημαίας μας».
Τέλος, ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας, αναφερόμενος στις σχέσεις της Διοίκησης των Θεολογικών Πανεπιστημιακών Σχολών με την ποιμένουσα Εκκλησία, κάλεσε τα μέλη της Θεολογικής Ακαδημαϊκής Κοινότητας να κάνουν μια νέα αρχή. Την πρόταση του Μακαριωτάτου επικρότησαν και απεδέχθησαν και οι δύο κοσμητείες των Θεολογικών Σχολών.
Εκ του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Συνόδου