Την Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010 πραγματοποιήθηκε στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ιερά Μονή Πεντέλης, υπό την αιγίδα της Ιεράς Συνόδου, Ημερίδα με φορέα διοργανώσεως τη Συνοδική Επιτροπή Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού Έργου, με γενικό τίτλο θέματος: «Εις απολογίαν του Ευαγγελίου (Φιλ. 1,17)- Απαντήσεις σε σύγχρονες προκλήσεις». Στην Ημερίδα συμμετείχαν αρκετοί Ιεράρχες και Κληρικοί - Ποιμαντικοί Συνεργάτες των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Κεντρικό θέμα της Ημερίδος υπήρξε ο ορθόδοξος τρόπος αντιμετωπίσεως των σύγχρονων προκλήσεων από τους ιερείς. Οι εκλεκτοί εισηγητές της Ημερίδος εστίασαν την προσοχή και το ενδιαφέρον τους στην ανάλυση των συγχρόνων προκλήσεων και διαφόρων κατηγοριών που κατά καιρούς αποδίδονται στην Εκκλησία και τους λειτουργούς Της.
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος στο μήνυμα που απηύθυνε προς τους συμμετέχοντες στην Ημερίδα, υπογράμμισε την πολύπλευρη διακονική λειτουργία που οφείλει ν’ ασκεί η Εκκλησία, ανακουφίζοντας διττώς το χειμαζόμενο ποίμνιο τόσο πνευματικά όσο και υλικά, ακολουθώντας πιστά τα λόγια και τα έργα της κεφαλής Της, του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Εξέφρασε δε την πεποίθηση ότι η Ημερίδα θα συμβάλει με γόνιμο τρόπο στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της εποχής μας, προκειμένου ο σπόρος του Ευαγγελίου να ανθίσει στις καρδιές των δοκιμαζομένων πιστών.
Ο Πρόεδρος της Συνοδικής Επιτροπής Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού Έργου, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κ. Κωνσταντίνος, στην προλογική του εισήγηση αναφέρθηκε σε τέσσερα κύρια ζητήματα, η απάντηση των οποίων κρίνεται επιτακτική για την Εκκλησία μας. Πρόκειται για τα ζητήματα: της λειτουργικής γλώσσης και της μορφής που οφείλει αυτή να έχει, της συμπεριφοράς και του ήθους των ιερέων, όπως αυτά επιβάλλονται τόσο από τις σχετικές διατάξεις του Κανονικού Δικαίου όσο και από το κοινό αίσθημα του ποιμνίου, της ενημέρωσης του ποιμνίου επί θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας, προκειμένου να απομυθοποιηθεί το ζήτημα και να τεθεί στις πραγματικές του διαστάσεις, και τέλος των προκυπτόντων ποιμαντικών ζητημάτων που τίθενται από την εντονώτερη παρουσία ετεροδόξων και ετεροθρήσκων μεταναστών και προσφύγων.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος, κ. Νικόλαος, στην εισήγησή του με θέμα: «Η εμφάνιση και η συμπεριφορά του Ιερού Κλήρου σήμερα» διαπραγματεύθηκε το ζήτημα της αμφίεσης και της πρέπουσας συμπεριφοράς των ιερέων. Μεταξύ άλλων τόνισε ότι η ευπρέπεια και η ιεροπρέπεια του ιερέως είναι απαραίτητα στοιχεία, προκειμένου να μη σκανδαλίζει το ποίμνιο και να απολαμβάνει τον πρέποντα σεβασμό των πιστών. Περισσότερο σημαντική όμως, από την εξωτερική ευπρέπεια είναι η ψυχική ευπρέπεια αυτού, ώστε να καθίσταται αισθητή και ζώσα εικόνα του Ιησού Χριστού.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Εφραίμ στην εισήγησή του με θέμα: «Περιουσία και οικονομικά της Εκκλησίας» αναφέρθηκε εκτενώς στο ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας, την οποία χαρακτήρισε ως μεταπτωτικό γεγονός, το οποίο όμως εφ’ όσον στηρίζεται αγιογραφικώς, κανονικώς και ιστορικώς οφείλουμε να το διαφυλάξουμε. Ταυτόχρονα θα πρέπει αυτή να θεωρηθεί όχι ως κτήση αλλά ως χρήση και δωρεά για τις άμεσες ανάγκες των πιστών. Γι’ αυτό χρειάζεται να υιοθετηθεί το συμμετοχικό μοντέλο στη διοίκηση των ενοριών, προκειμένου να υπάρχει πλήρης διαφάνεια της διαχειρίσεώς της. Κατέληξε δε στην υπενθύμιση ότι η Εκκλησία έχει ήδη προσφέρει στο Κράτος το 96% της περιουσίας Της.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος στην εισήγησή του με θέμα: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι άλλοι (σχέσεις με ετεροδόξους, σχισματικούς, ετεροθρήσκους, μετανάστες, πρόσφυγες)» υπογράμμισε την κεφαλαιώδη σημασία του διαλόγου, ο οποίος είναι προσδιοριστικό στοιχείο της σχέσεως ανθρώπου - Θεού αλλά και των ανθρώπων μεταξύ τους. Η σταθερή και γόνιμη ανάπτυξη του διαλόγου στις ημέρες μας είναι στοιχείο απαραίτητο για την Ορθόδοξη Εκκλησία στις διαθρησκειακές σχέσεις, στην επικοινωνία Της μετά των ετεροδόξων, αλλά και στον ενδοορθόδοξο διάλογο. Ο διάλογος αποτελεί επιτακτική ανάγκη για την ιεραποστολική δράση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκειμένου μέσω αυτού να προβληθεί η βιωματική εμπειρία της εν Χριστώ αποκεκαλυμμένης αλήθειας, αλλά ταυτόχρονα και η ορθόδοξη μαρτυρία ως αυθεντικός τρόπος ζωής.
Η εισηγήση του Καθηγητού κ. Αλεξάνδρου Μ. Σταυροπούλου με θέμα: «Η γλώσσα επικοινωνίας της Εκκλησίας με τον σύγχρονο άνθρωπο» εξέτασε τον τρόπο αρθρώσεως ενός σύγχρονου εκκλησιαστικού λόγου. Βοηθητική, κατά τον ομιλητή, προς αυτό το σκοπό θεωρήθηκε η πρόσληψη στοιχείων που προβάλλει η Θεωρία της Πληροφόρησης η της Επικοινωνίας, τα οποία θεωρούνται απαραίτητα σε κάθε μεταβίβαση πληροφορίας και από τα οποία εξαρτάται η αποκατάσταση της επικοινωνίας.
Στη διαδικασία αυτή πρέπει η Εκκλησία να καθορίσει το περιεχόμενο του μηνύματός Της, να ορίσει ένα μονοσήμαντο λεξιλόγιο, να είναι ευαίσθητη σε ειδικές κατηγορίες η ομάδες ανθρώπων, να γνωρίζει ότι η αντιλήψη της πληροφορίας είναι εκλεκτική και αμφίδρομη. Τα στοιχεία που αναφέρθηκαν είναι σημεία στηρίξεως, ένας οδηγητικός μίτος για να μη χαθούμε στον λαβύρινθο των πληροφοριών. Στην προφορά όμως και διατύπωση του μηνύματος της Εκκλησίας προέχει το «Πιστεύομεν, διο και λαλούμεν» (Β Κορινθίους 4, 13). Τότε λύνονται τα χέρια και η γλώσσα του ποιμένος και επικοινωνεί πειστικά και με πεποίθηση ενεργοποιώντας κάθε πρόσφορο μέσο. Πάντως είναι και καθήκον και δικαίωμα της Εκκλησίας να απαντά στις σύγχρονες προκλήσεις. Οδηγητικά παραδείγματα παραμένουν η συμπεριφορά του Ιησού Χριστού και του Αποστόλου Παύλου (Ιωάννου 2, 14-16• Ματθαίου 27, 12-14• Πράξεις 17, 16-34).
Κύρια όμως φροντίδα Της και εκ των ων ουκ άνευ είναι και πρέπει, όταν απευθύνει το λόγο Της η Εκκλησία, να «αληθεύει εν αγάπη» (Εφεσίους 4, 15) να ομολογεί, δηλαδή, την αλήθεια με αγάπη, που είναι και η μοναδική γλώσσα που μπορούν να καταλάβουν και να εκτιμήσουν οι άνθρωποι. Δυστυχώς όμως στην κρίση και στη δίνη των καιρών που ζούμε η γλώσσα της αγάπης είναι προϊόν εν ανεπαρκεία. Ας κάνουμε, λοιπόν, κάτι, για να αναπληρώσουμε την έλλειψη αυτή στην «Κοινή Αγορά» των αξιών μας.
• Τα βασικά σημεία της εισηγήσεως του Καθηγητού κ. Γεωργίου Φίλια με θέμα: «Ερωτήματα ως προς την Λατρεία» ήταν τα κάτωθι:
• Τα ερωτήματα αυτά τίθενται από τη σύγχρονη πραγματικότητα του ελλαδικού μας χώρου. Από την ευστοχία των απαντήσεων εξαρτάται η καρποφορία του έργου του ευαγγελισμού της κοινωνίας μας.
• Πρώτο ερώτημα: η έλλειψη και ανάγκη «Μυσταγωγικής Κατηχήσεως» (Κατηχήσεως των ήδη βαπτισμένων σε θέματα Θείας Λατρείας) - Επισημαίνεται ότι ο λαός «παρακολουθεί» και δεν «συμμετέχει».
• Άλλα ερωτήματα: Ανάγκη λειτουργικής καταρτίσεως των μελλόντων κληρικών, καθώς και λειτουργικής επιμορφώσεως των ήδη κληρικών.
• Η λειτουργική γλώσσα αποτελεί πρόβλημα που δεν μπορεί να παρακαμφθεί: απαιτείται «συγκατάβαση» στο γλωσσικό πρόβλημα του σημερινού ποιμνίου.
• Άλλα θέματα στα οποία απαιτείται συγκατάβαση: περισσότερο ευέλικτο ωράριο στις Ακολουθίες - Προτροπή για συχνότερη Θεία Μετάληψη με τη συνείδηση του «αγωνιστή» και όχι του ήδη αγίου.
• Ανάγκη διαφυλάξεως της «παραδόσεως» και όχι της «συνήθειας».
• Ανάγκη να μη θεωρούμε εαυτούς ως τους μόνους εκφραστές της ορθότητας στο έργο της Μυσταγωγικής Κατηχήσεως.
Ανάγκη ερεύνης της λειτουργικής μας πράξεως, προβολής του ορθού τρόπου και ήθους της τελετουργίας, καθώς και επισπεύσεως των εκδόσεων, που θα συμβάλουν στην επιτέλεση της Μυσταγωγικής Κατηχήσεως.
Στο τέλος της συνεδριάσεως τον λόγο έλαβε ο Πρόεδρος της Συνοδικής Επιτροπής Θείας Λατρείας και Ποιμαντικού Έργου Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας κ. Κωνσταντίνος. Αφού ευχαρίστησε τους ομιλητές για τις ενδιαφέρουσες και ουσιαστικές παρατηρήσεις, εξήρε την ιδιαίτερη σημασία που είχε ο γόνιμος διάλογος που επακολούθησε. Κατόπιν ανέγνωσε τα πορίσματα και τις προτάσεις του Συνεδρίου και ευχαρίστησε όσους συνετέλεσαν στην αρμονική και επιτυχημένη οργάνωση της Ημερίδος της Εκκλησίας μας.