Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Μὲ ἐπιτυχία συνεχίζονται γιὰ δεύτερη ἡμέρα οἱ ἐργασίες τοῦ ΣΤ΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητρο- πόλεων στὸ Ἵδρυμα Τηνιακοῦ Πολιτισμοῦ ποὺ ἔχει γενικὸ θέμα: «Χριστιανική Λατρεία καί Εἰδωλολατρία» «Οὐκ ἐλάτρευσαν τή κτίσει οἱ θεόφρονες παρά τόν κτίσαντα».

Ὁ πρῶτος εἰσηγητὴς τῆς 2ης συνεδρίας, Ἐλλογιμώτατος κ. Πέτρος Βασιλειάδης, καθηγητὴς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀνέπτυξε τὸ θέμα: «Μυστηριακὲς λατρεῖες καὶ χριστιανικὸ μυστήριο» καὶ τόνισε ὅτι ὑπάρχει διαλεκτικὴ σχέση λόγου καὶ μυστηρίου. Ἀναφέρθηκε στὴ σύγχρονη μετανεωτερικὴ κατανόηση τοῦ μυστηρίου, ὄχι ὡς ἀποδεικτικοῦ ἀλλ’ ὡς ἐκφραστικοῦ γεγονότος, ἀνέπτυξε τὴ βιβλικὴ κατανόηση τοῦ μυστηρίου ὡς τοῦ μυστικοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ μὲ ἐπέκταση τῆς Ἐκκλησίας ὡς τοῦ μοναδικοῦ μυστηρίου ἐξ οὗ καὶ ἡ ὑπογράμμιση τῆς Εὐχαριστίας ὡς τοῦ κατεξοχὴν Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας.

Μὲ εἰδικὴ ἀναφορὰ στὴν Ἰωάννεια Θεολογία, ὁ κ. Βασιλειάδης ὑπογράμμισε τὴν ἐκκλησιολογικὴ διάσταση τοῦ Χριστιανικοῦ Μυστηρίου σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ σακραμενταλιστικὰ / μαγικὰ χαρακτηριστικὰ τῶν μυστηριακῶν λατρειῶν τοῦ ἑλληνιστικοῦ περιβάλλοντος.

Ὁ ἑπόμενος εἰσηγητὴς τῆς Β΄ Συνεδρίας, Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης κ. Χρυσόστομος Σαββάτος, καθηγητὴς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀνέπτυξε τὸ θέμα: «Ἀπὸ τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας» καὶ ἔκανε ἀναφορὰ στὴν κοσμοκεντρικὴ καὶ φυσιοκρατικὴ ἀντίληψη τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ στηρίζεται στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἄρα δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ καμία σχέση τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων πρὸς τὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Χαρακτηριστικὰ ἐν προκειμένῳ τόνισε ὅτι «ὁ λειτουργικὸς συμβολισμὸς τῶν λατρευτικῶν τύπων τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι μία ἁπλὴ τυπολογία, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὴν προεικόνιση τῶν ἐσχάτων, δηλαδὴ τὴν ἀπεικόνιση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.»

Ὁ τρίτος εἰσηγητής, Ἐλλογιμώτατος κ. Παναγιώτης Σκαλτσής, καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, διαπραγματεύθηκε τὸ θέμα: «Θεία Εὐχαριστία καὶ Θυσία».Ἀνέφερε συγκεκριμένα ὅτι ἡ εὐχαριστιακὴ θυσία εἶναι συνέχεια τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου. Πρόκειται οὐσιαστικὰ γιὰ μία θυσία, διότι καὶ στὴ μία καὶ στὴν ἄλλη περίπτωση ἔχουμε τὸ ἴδιο θύμα καὶ τὸν ἴδιο Ἀρχιερέα. Τόνισε ἀκόμη ὅτι ἡ θυσία τῆς Θείας Εὐχαριστίας δὲν ἔχει συμβολικὸ ἀλλὰ πραγματικὸ καὶ ρεαλιστικὸ χαρακτήρα. Ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος ἀπὸ ἀντίτυπα τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν μεταβολὴ γίνονται «πρᾶγμα σφαγῆς», ἀληθινὸ σῶμα Χριστοῦ καὶ ὄχι τύπος αὐτοῦ.

Μὲ τὴν εἰσήγησή του ὁ Ἐλλογιμώτατος κ. Χρῆστος Καρακόλης, ποὺ εἶχε θέμα: «Τὸ Ἱερὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ οἱ μυστηριακὲς λατρεῖες», τόνισε ὅτι τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ πνεύματος. Εἰδικότερα τὸ νερὸ στὶς μυστηριακὲς λατρεῖες ἔχει καθαρὰ προπαρασκευαστικὴ λειτουργία, ἐνῶ τὸ βάπτισμα τοῦ πνεύματος εἶναι ὀντολογικὸ γεγονός καὶ ἔχει προσωπικὸ καὶ οἰκουμενικὸ χαρακτήρα.

Ἑπόμενος εἰσηγητὴς τῆς Συνεδρίας αὐτῆς ἦταν ὁ Ἐλλογιμώτατος κ. Γεώργιος Φίλιας, καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, μὲ θέμα: «Τὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου Εὐχελαίου καὶ τὰ θεραπευτήρια τοῦ Ἀσκληπιοῦ». Τονίστηκε ἀπὸ τὸν εἰσηγητὴ ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ διακηρύξει πρὸς τὴν νεοειδωλολατρία ὅτι ὁ Χριστὸς ἔλαβε σάρκα καὶ ἑπομένως συμπάσχει μὲ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Ἀσκληπιό.

Ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία θεωρεῖ τὴν ἀσθένεια ὡς εὐλογία καὶ δοκιμασία ἀπὸ τὸν Θεό, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν εἰδωλολατρία, ποὺ τὴ θεωρεῖ ὡς κατάρα. Οὐδεμία ἀντιστοιχία ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου καὶ τῶν θεραπευτηρίων τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Ἡ διαφορὰ τοῦ Εὐχελαίου καὶ τῶν θεραπειῶν τοῦ Ἀσκληπιοῦ εἶναι οὐσιαστικῶς ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Σαρκωθέντος Κυρίου (ἱστορία) καὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀσκληπιοῦ (μυθολογία).

Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας συνεχίστηκαν οἱ ἐργασίες τοῦ Συμποσίου μὲ τὴν τέταρτη συνεδρία καὶ ἔγιναν τρεῖς εἰσηγήσεις, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος παρενέβη συμβουλευτικὰ καὶ ἀπήντησε σέ προηγούμενες ἐρωτήσεις καὶ ἀπορίες τῶν Συνέδρων. Μεταξύ ἄλλων ὑπογράμμισε τὴν ἀνάγκη προσεγγίσεως τῶν ἀνθρώπων, ἀπό τούς ὁποίους ἄλλοι ἀντιμετωπίζουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πίστη ἀρνητικά καί ἄλλοι θετικά. Χρειάζεται εἰλικρινὴς προσέγγιση ἀγάπης καὶ κατανόησης τῶν προβλημάτων τους καὶ τοῦ προβληματισμοῦ τους. Ὡς πρὸς τὸν ὄρο «Λειτουργικὴ Ἀναγέννηση», τόνισε ὅτι ἔχει μικρὴ ἀξία ὁ ὅρος καὶ ὅτι μπορεῖ ἀκόμα καὶ νὰ ἀλλάξει. Ἡ οὐσία καὶ τὸ αἰτούμενο εἶναι: « οὐσιαστική συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή λατρεία», δηλαδὴ νὰ μὴ φεύγουν οἱ πιστοί μας ξένοι καὶ παγωμένοι ἀπὸ τὴ λατρεία. Καλὸν εἶναι νὰ καλλιεργοῦμε πρακτικὲς παραδοσιακῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητας καί μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ πεμπτουσία τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητας εἶναι ἡ Λατρεία. Μὲ αὐτὴν ἔζησαν οἱ γενιὲς τῶν πιστῶν. Μέσα στὴ Λατρεία βιώνουμε τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

Πρῶτος εἰσηγητὴς τῆς Δ΄ Συνεδρίας ἦταν ὁ Ἐλλογιμώτατος κ. Ἰωάννης Φουντούλης, ὁμότιμος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε τὸ θέμα: «Τὰ Ἰουδαϊκὰ καὶ Ἑλληνορωμαϊκὰ ἡμερολόγια καὶ οἱ χριστιανικὲς γιορτές». Ὁ εἰσηγητὴς ἀναφέρθηκε στὸν τρόπο προσδιορισμοῦ τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν κατὰ τοὺς χρόνους θεσπίσεως των σὲ σχέση μὲ τὰ κρατοῦντα ἡμερολόγια τόσο στὶς Ἰουδαϊκὲς περιοχές, ὅσο καὶ στὸν λοιπὸ Ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο.

Ἡ δεύτερη εἰσήγηση τῆς Συνεδρίας αὐτῆς ἔγινε ἀπὸ τὸν Ἐλλογιμώτατο κ. Ἀθανάσιο Παλιούρα, καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, μέ θέμα: «Εἰδωλολατρικὰ ἱερὰ καὶ ἀγάλματα καὶ ἡ χριστιανικὴ λατρεία». Ἀναφέρθηκε στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ θρησκεύουσα χριστιανικὴ ψυχὴ ἀντιμετώπισε τὰ εἰδωλολατρικὰ ἱερὰ καὶ ἀγάλματα καὶ εἰδικότερα τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα, ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὸ τέλος τῆς ἀρχαίας λατρείας καὶ τὴν ἀξιοποίηση τῶν ἀρχαίων μνημείων μέ τή μετατροπή αὐτῶν σὲ χριστιανικοὺς ναούς. Ἡ χριστιανικὴ λατρεία ἔγινε ἡ γέφυρα μέ τήν ὁποία ὁ κόσμος μεταπήδησε ἀπὸ τὸ παγανιστικὸ πνεῦμα τῶν ἀρχαίων στὸν κόσμο τῆς ἀλήθειας, ἐξαγιάζοντας διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ τὸν ἀρχαῖο κόσμο.

Τελευταῖος εἰσηγητὴς τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἦταν ὁ Ἐλλογιμώτατος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Ἰωσὴφ Βιβιλάκης, ὁ ὁποῖος διαπραγματεύθηκε τὸ θέμα: «Ἀρχαῖο ἑλληνικὸ Δράμα καὶ Χριστιανικὴ Λατρεία». Ἰδιαίτερα ὑπογράμμισε ὅτι: Στὸν χριστιανικὸ κόσμο τὸ ἀρχαῖο δράμα εἶχε περιορισθεῖ στὴ σπουδή του καὶ κυκλοφοροῦσε ὡς ἐργαλεῖο μόρφωσης στοὺς κύκλους τῶν διανοουμένων καὶ ὡς ἔγκυρος ἑλληνικὸς λόγος. Παρὰ τὴν θεατρομαχία ποὺ εἶχε κηρύξει ἡ ἀρχαία ἐκκλησία σὲ θεάματα μίμων καὶ ὀρχηστῶν, δὲν σημειώνονται συστηματικὲς ἀντιδράσεις κατὰ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ δράματος, τὸ ὁποῖο ἐκτὸς ἀπὸ μορφωτικὴ ἀξία, ὡς πρακτικὴ εἶχε μεταλλαχθεῖ σὲ παρουσιάσεις ἀποσπασμάτων ἀπὸ μεμονωμένους σκηνικοὺς καλλιτέχνες. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀξιοποιοῦν τὶς θεατρικὲς συμβάσεις (ρόλος, προσωπεῖο κ.λπ.) γιὰ ποιμαντικοὺς σκοπούς, ἀρθρώνοντας ταυτόχρονα μιὰ θεατρικὴ ἑρμηνεία τοῦ κόσμου καὶ τῆς λατρείας.

Παρέμβαση ἔκανε στὸ Συμπόσιο ὁ ὁμότιμος καθηγητὴς κ. Γεώργιος Πατρῶνος, μὲ ὀλιγόλεπτη ἀναφορὰ σὲ προσωπικές του ἐμπειρίες ἀπὸ τὴν δυνατότητα ἔκφρασης τῆς Ὀρθόδοξης Λατρείας στὴν ἐξωτερικὴ Ἱεραποστολή.

Μετὰ τὸ τέλος τῶν συνεδριῶν τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἐπακολούθησαν γόνιμες συζητήσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἀντηλλάγησαν ἀπόψεις, δόθηκαν οἱ δέουσες ἀπαντήσεις σὲ ἐρωτήματα καὶ ἐπιλύθηκαν πολλὲς καὶ ποικίλες ἀπορίες.



Ἐκ τοῦ Γραφείου Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου