Ἐξ ἀφορμῆς τῶν ἀναγγελθέντων «ἐγκαινίων» τῆς «Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας τῆς Σαηεντολογίας» (πρώην Κ.Ε.Φ.Ε.), ἡ Ἱερά Σύνοδος κάνει γνωστά πρός τό Χριστεπώνυμο Πλήρωμα τά ἀκόλουθα:
1. Ἐκκλησία ὀνομάζεται ἀποκλειστικά καί μόνον ἡ ὑπό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συγκροτηθεῖσα Μία, Ἁγία καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Τόν τίτλον αὐτόν δέν δικαιοῦται νά χρησιμοποιεῖ καμμία αἵρεση ἤ ὁμάδα, πολύ περισσότερον ὅταν αὐτή εἶναι «μία ὀργάνωση μέ ὁλοκληρωτικές δομές καί τάσεις πού στήν οὐσία περιφρονεῖ τόν ἄνθρωπον, ἐνῶ ἐνεργεῖ ἐλεύθερα καί μόνον κατ' ἐπίφαση προκειμένου καί ἀποκλειστικά νά προσελκύσει μέλη τά ὁποῖα στή συνέχει ὑφίστανται... πλύση ἐγκεφάλου, μέ ἀπώτερο σκοπό τήν δημιουργία κατευθυνόμενου τρόπου σκέψης... καί πού ἀπό ἐτῶν ἐτράπηκε σέ ἀπαγορευμένη κερδοσκοπική δραστηριότητα...» (ἀπόφαση Ἐφετείου Ἀθηνῶν, 1997).
2. Ἡ Σαηεντολογία (πρώην Κ.Ε.Φ.Ε.) πού δραστηριοποιεῖται σήμερα στήν Ἑλλάδα μέ τόν τίτλον «Ἑλληνικό Κέντρο Διανοητικῆς καί Σαηεντολογίας» καί ἐπιδιώκει νά λειτουργήση καί ὡς «ἐκκλησία», θεωρεῖται διεθνῶς ὡς ἐμπορική ἑταιρεία, οἰκονομική ἐπιχείρηση, μή ἀνεγνωρισμένη θρησκεία καί δέν ἀπολαμβάνει τῆς προστασίας τοῦ περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἄρθρου 9 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. ἀποφάσεις Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων καί πολλῶν Συνταγματικῶν καί Διοικητικῶν Δικαστηρίων καί Ἐφετείων τῶν χωρῶν τῆς Εὐρώπης).
3. Ἡ παραθρησκευτική ὀργάνωση τῆς Σαηεντολογίας, πού λειτουργοῦσε στήν Ἑλλάδα ὡς Κ.Ε.Φ.Ε., διελύθη ἀπό τό Μονομελές Πρωτοδικεῖο Ἀθηνῶν (ἀπόφασις 7380/1996) καί ἀπό τό Ἐφετεῖο Ἀθηνῶν (ἀπόφασις 10.493/1997), διότι «ἀποτελεῖ καλυμμένη ἐμπορική ἐπιχείρηση καί... ἐπιδιώκει σκοπούς ξένους πρός τήν φύση καί τήν ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἐλευθέρου ὄντος καί πρός τά ἤθη καί τά ἔθιμα τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ» (ἀπόφασις Πρωτοδικείου), «ἐπικουρικῶς δέ διότι οἱ σκοποί του καί γενικώτερα ἡ λειτουργία του ἀπέβησαν παράνομοι, ἀνήθικοι καί ἀντίθετοι πρός τή δημόσια τάξη» (ἀπόφαση Ἐφετείου). Ἐπίσης διότι «ἀπεδείχθη ὅτι ἡ συμμετοχή στό σωματεῖο συνεπάγεται γιά τό μέλος ἀλλαγή στήν προσωπικότητά του, στήν συμπεριφορά του ἔναντι τῶν τρίτων καί κυρίως στίς σχέσεις του μέ τήν οἰκογένειά του, οἱ ὁποῖες μερικές φορές ἀποκόπτονται τελείως, λόγῳ ἀντιθέσεως τῶν τελευταίων μέ τήν Σαηεντολογία, ἐγκατάλειψη τῶν ὀπαδῶν τους καί πλήρη ἀφοσίωση στό σωματεῖο» (ἀπόφαση Ἐφετείου).
4. Ἡ Σαηεντολογία μέ ἔγγραφά της στό παρελθόν πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον καί πρός τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην διεβεβαίωνε ὅτι οἱ ὀπαδοί της εἶναι «καθόλα νόμιμοι Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι χριστιανοί» καί ὅτι «δέν εἴμαστε θρησκεία, δέν εἴμαστε πολλῷ μᾶλλον αἵρεση». Μέχρι δέ τό 1995 «Κατά ρητήν ὁμολογία τῆς ἴδιας τῆς Προέδρου τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου δέν ἔχει θρησκευτικήν φύση». Ἀπέκρυψε, δηλαδή, τόν χαρακτῆρα της ὡς παραθρησκευτικῆς ὀργανώσεως καί ὡς μή γνωστῆς θρησκείας, παραπλανῶντας ἔτσι τούς ἀνύποπτους πολίτες. Ἀπό τό 1995 ὅμως «ἄρχισε ἐντελῶς αὐθαίρετα καί ἀντικανονικά νά ἐπικαλεῖται διά τῶν ἁρμοδίων ὀργάνων του, ὅτι ἀποτελεῖ θρησκεία ὥστε νά ἐμφανισθῆ ὡς διωκόμενο λόγῳ θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τῶν μελῶν του καί ἔτσι νά τύχει ἀνάλογης συνταγματικῆς προστασίας» (ἀπόφ. Ἐφετείου).
5. Ἡ Σαηεντολογία, ὡς Κ.Ε.Φ.Ε., προέβαινε στίς παρακολουθήσεις προσώπων πολιτικῶν, ἐκκλησιαστικῶν, δικαστῶν, δημοσιογράφων κλπ. καί διεβίβαζε τό ἀποτέλεσμα τῆς κατασκοπευτικῆς αὐτῆς δραστηριότητός της στά διεθνῆ κέντρα της στή Δανία καί στίς Η.Π.Α. Μεταξύ αὐτῶν πού παρακολουθοῦσε, σύμφωνα μέ τήν ἀναφορά τοῦ ἀντιεισαγγελέα κ. Ἰ. Ἀγγελῆ, ἦσαν οἱ μακαριστοί Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ καί π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος, οἱ Σεβ. Μητροπολίτες Κορίνθου, Νικοπόλεως καί Πρεβέζης καί Δημητριάδος (νῦν Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος), οἱ κ.κ. Μ. Ἔβερτ, Σ. Παπαπολίτης, Σ. Παπαθεμελῆς, Ἀ. Σαμαρᾶς, Δημητροκάλης κ.ἄ. Συγχρόνως, διά τῶν «ἀξιωματικῶν ἠθικῆς» ἐφαρμόζει τόν «Κώδικα τιμῆς» καί σέ ἀντίθεση στήν δραστηριότητά τους ἐφαρμόζεται «ἡ νέκρωση πράκτορα» (ἀπόφ. Ἐφετείου).
6. Δέν μπορεῖ λοιπόν νά εἶναι «θρησκεία», μία ὁμάδα μέ ὅλα αὐτά τά χαρακτηριστικά, πού ἀποτελοῦν τό σκεπτικό τῶν δικαστηρίων γιά τήν διάλυση τοῦ πρώην Κ.Ε.Φ.Ε. (Σαηεντόλοτζυ). Πολύ περισσότερον ὅταν κάθε σαηεντολόγος ὑπόσχεται νά τηρήσει τόν «Κώδικα τιμῆς» ἤ ὅταν παίρνει τήν ἐντολή: «Ἄρχισε ἀμέσως νά ἐξετάζεις τόν ἐπιτιθέμενο γιά ἐγκλήματα ἤ γιά χειρότερα... Χρησιμποίησε τό αἷμα τους, τό σέξ τους, τά ἐγκλήματά τους γιά νά δώσεις μεγλάλους τίτλους στίς ἐφημερίδες» (ἐσωτερική ἔκδοση τῆς Σαηντόλοτζυ. HCO Policy letter of 15 February 1996).
Κάθε προσπάθεια ἐπιβολῆς καί ἀναγνωρίσεως τῆς παραθρησκευτικῆς αὐτῆς ὀργανώσεως ὡς «θρησκείας» ἀντιβαίνει πρός τίς ἀποφάσεις τῶν Εὐρωπαϊκῶν καί Ἑλληνικῶν Δικαστηρίων καί δημιουργεῖ σοβαρώτατο πρόβλημα γιά τούς ἀνύποπτους Ὀρθοδόξους Ἕλληνες καί ἰδιαίτερα γιά τήν νέα γενιά.
Τά αὐριανά «ἐγκαίνια» γίνονται ἆραγε ἐν γνώσει τῶν ἁρμοδίων Ἀρχῶν; Διότι, ἐξ ὅσων ἐμεῖς γνωρίζομε, καμμιά ἄδεια λειτουργίας δέν ἔχει ἀκόμη δοθῆ.