Μέ μεγαλοπρέπεια καί κατάνυξη ἑορτάσθηκε σήμερα τό πρωί ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, πολιούχου Ἀθηνῶν, στόν φερώνυμο ναό του. Τῆς πατριαρχικῆς, ἀρχιεπισκοπικῆς καί ἀρχιερατικῆς Θείας Λειτουργίας προέστησαν ὁ Μακαριώτατος Πα-τριάρχης Ἀντιοχείας κ. Ἰγνάτιος καί ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος. Στὸ Συλλείτουργο ἔλαβαν ἐπίσης μέρος οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες: Σάμου κ. Εὐσέβιος, Σύρου κ. Δωρόθεος, Χαλκίδος κ. Χρυσόστομος, Κερκύρας κ. Νεκτάριος, ὁ τοποτηρητὴς τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας Μητροπολίτης Ἀξώμης κ. Πέτρος, ὁ Ἔξαρχος τοῦ Παναγίου Τάφου Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. κ. Θεόκτιστος καὶ ὁ Ἀρχιγραμματέας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. κ. Χρυσόστομος. Παρέστησαν ἐπίσης ὁ Ὑφυπουργὸς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων κ. Γ. Καλός, οἱ Πρέσβεις τῆς Συρίας καὶ τοῦ Λιβάνου, Καθηγητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ἐκπρόσωποι τοῦ Δικαστικοῦ Σώματος καὶ ἄλλοι ἐπίσημοι.
Κατά τή διάρκεια τῆς Θ. Λειτουργίας ὁ Μακαριώτατος κ. Χριστόδουλος προσφωνώντας τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας τόνισε ὅτι:
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας κατά τάς τελευταίας δεκαετίας, παρά τά ποικίλα πολιτικά, πολιτισμικά καί κοινωνικά προβλήματα, τά ὁποῖα προσδιορίζουν τήν γεωγραφικήν περιοχήν τῆς δικαιοδοσίας Αὐτῆς, δέν παρέμεινε εἰς τό περιθώριον τοῦ οἰκουμενικοῦ Χριστιανισμοῦ. Ηὐτύχησε νά ἔχῃ ὡς Πατριάρχην Αὐτῆς τήν Ὑμετέραν Μακαριότητα, ἡ ὁποία διά τῆς εὐρείας μορφώσεως, τῆς ὑπευθύνου καί σθεναρᾶς οἰακοστροφίας καί τοῦ ἐσωτερικοῦ πλούτου τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τήν ἀνύψωσε εἰς περίοπτον θέσιν. Ἀνέπτυξε ἰδιαιτέρας σχέσεις μέ ὅλας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, εἰς τά πλαίσια μάλιστα τῶν πανορθοδόξων διασκέψεων συνέδραμεν ἀποφασιστικῶς εἰς τήν προώθησιν τῶν διορθοδόξων σχέσεων, εἰς τήν ἀπό κοινοῦ ἐπίλυσιν τῶν προβλημάτων, εἰς τήν διασφάλισιν τῆς κανονικῆς ἑνότητος ὅλων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἰς τήν ὀρθήν πίστιν καί εἰς τήν Ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν".
Ἀναφερόμενος ὁ Μακαριώτατος κ. Χριστόδουλος στίς σχέσεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ὑπογράμμισε ὅτι: "Αἱ σχέσεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μας εἶναι εἰς σημεῖον πολύ ἱκανοποιητικόν. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἠθέλησε πάντοτε, ἐντός τοῦ πνεύματος τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας κινουμένη, νά εἶναι ἑτοίμη νά ἀνταποκριθῇ εἰς πᾶν αἴτημα τῆς Ἀντιοχειανῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί ἐκείνη ἄλλωστε ἐστάθη πάντοτε εἰς τό πλευρόν μας εἰς καιρούς χαλεπούς. Ἀλλά ἡ ἀμοιβαία αὕτη ὑποστήριξις οὐδέποτε ὑπερέβη τά ὅρια τῆς ἀδελφικῆς συμπράξεως καί συνεργασίας ἐν πνεύματι σεβασμοῦ πρός τήν παράδοσιν καί τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας ἑκάστου λαοῦ ἐν πνεύματι ἑνότητος, πνευματικότητος, ἰσότητος καί εἰλικρινοῦς ἀμοιβαίου ἐνδιαφέροντος".
Ὁ Μακαριώτατος Πατριάρχης Ἀντιοχείας κ. Ἰγνάτιος κατὰ τὴν ἀντιφώνησή του ἐπεσήμανε ὅτι τὰ λόγια του Προκαθημένου τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας τὸν ἐνδυναμώνουν ἀλλὰ καὶ τονίζουν τὴν μεταξὺ τους ἀγάπη καὶ ἑνότητα, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν εὐχαρίστησε γιὰ ὅσα εἶπε. Ἐπίσης ὁ Μακαριώτατος Πατριάρχης Ἀντιοχείας κ. Ἰγνάτιος τόνισε ὅτι: «ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος εἶναι ἀγαπητός μας φίλος καὶ ἀπὸ τὴν προσφώνησή του συνειδητοποιήσαμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνα προϊὸν ἐφεύρεσης, δὲν πρόκειται γιὰ σύλλογο, κοινότητα ἢ ὅμιλο, ἀλλὰ γιὰ ζῶσα Ἐκκλησία». Στὴν συνέχεια, ἀναφερόμενος στὴν ἐπίσκεψή του στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ στὴν συνάντηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλο, ἀνέφερε ὅτι «τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ γνωρίσει ὅτι ὁ Μακαριώτατος ἀπευθύνεται στὸν λαό, ὁ ὁποῖος τὸν ἀκολουθεῖ». Ὁ Μακαριώτατος Πατριάρχης Ἀντιοχείας κ. Ἰγνάτιος κατέληξε λέγοντας ὅτι «ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸν Μακαριώτατο πῶς νὰ ἀγαπήσουμε τὸ λαό, γιὰ νὰ μᾶς ἀγαπήσει καὶ αὐτός».
Μετὰ τὸ τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος, μαζὶ μὲ τὸν Μακαριώτατο Πατριάρχη Ἀντιοχείας κ. Ἰγνάτιο, μετέβησαν στὴν Ἱ. Μονὴ Πεντέλης, ὅπου παρετέθη γεῦμα πρὸς τιμὴν τοῦ ἐπισήμου προσκεκλημένου.
Κατά τή διάρκεια τοῦ γεύματος πού παρατέθηκε στήν Ἱ. Μονή Πεντέλης ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ἀπευθυνόμενος πρός τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας, μεταξύ ἄλλων ἀναφέρθηκε στήν ἐπίσκεψη καί τήν προσωπικότητα τοῦ κ. Ἰγνατίου, τονίζοντας ὅτι: "Ἡ ἐνταῦθα παρουσία τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος μεταδίδει ἡμῖν τό ἀρχαῖον ἄρωμα τοῦ προγονικοῦ Ὑμῶν πολιτισμοῦ τῶν "Συριάδων Ἀθηνῶν", ἔνθα τό πρῶτον, κατά τήν μαρτυρίαν τοῦ ἐξ Ἀντιοχείας Ἁγίου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, ἐδόθη εἰς πάντας τούς εἰς Χριστόν πιστεύοντας καί ὁμολογοῦντας Αὐτόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα τό ἱερώτατον ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ.
Ἀτενίζοντες τό τίμιον καί ἱερόν πρόσωπον Ὑμῶν βλέπομεν διά τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς τόν μέγιστον Ἀπόστολον τοῦ Χριστοῦ, τόν εὐαγγελιστήν καί κήρυκα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, τόν Θεῖον Παῦλον, ὅστις τυγχάνει ἱδρυτής καί τῆς ἡμετέρας Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τόν Κορυφαῖον ἐν Ἀποστόλοις Πέτρον, ὅστις ἐν μόχθοις καί κόποις ἐθεμελίωσεν τήν Ἁγιωτάτην Ἐκκλησίαν τῆς Ἀντιοχείας, ἧς καί δικαίως θεωρεῖται ἱδρυτής, ἀλλά καί πρῶτος Αὐτῆς Ἐπίσκοπος. Καί τοῦτο λέγομεν ἁγιώτατε καί Μακαριώτατε ἐν Χριστῷ Ἀδελφέ, διότι πάντες ἡμεῖς γνωρίζομεν τήν βαθυτάτην πίστην καί τόν ἀκάματον ἡμῶν ζῆλον διά τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Ὡς ἄοκνος ἐργάτης καί ἀκούραστος σκαπανεύς ἠγωνίσθητε καί συνεχίζετε ἵνα ἀγωνίζησθε διά τήν ἑνότητα καί τήν ἀνάπτυξιν τῶν σχέσεων μεταξύ τῶν ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν".