Μέ λαμπρότητα ἑορτάσθηκε καί ἐφέτος ἡ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Μεγάλου τοῦ καί Προστάτου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Τήν παραμονή, Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2001 καί ὥρα 6:00 μ.μ. στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν τελέσθηκε Πανηγυρικός Ἑσπερινός χοροστατοῦντος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου, μέ τή συμμετοχή τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν - Μελῶν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου.
Σύμφωνα μέ ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου κατά τήν διάρκεια τοῦ Ἑσπερινοῦ ἀπονεμήθηκε τιμητική διάκριση σέ τρεῖς συνταξιούχους Ἱεροκήρυκες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σέ δύο λογίους ἐγγάμους Κληρικούς Αὐτῆς, σέ τέσσερις ὁμοτίμους Καθηγητές τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῶν Πανεπιστημίων Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης καί σέ δύο Ἱεροψάλτες μέ μακρά προσφορά στήν Ἐκκλησία.
Συγκεκριμένα τιμήθηκαν μέ τόν «χρυσοῦν Σταυρόν μετά ἀστέρος» οἱ Πανοσιολογιώτατοι Ἀρχιμανδρῖτες : α) κ. Ἐπιφάνιος Ἀρτέμης, β) κ. Θεόφιλος Ζησόπουλος καί γ) κ. Γερβάσιος Ραπτόπουλος, καθώς καί ὁ κοιμηθείς προσφάτως Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μιχαηλίδης, οἱ Αἰδεσιμολογιώτατοι Πρωτοπρεσβύτεροι α) κ. Ἰωάννης Διώτης καί β) κ. Κωνσταντῖνος Παπαγιάννης, οἱ Ἐλλογιμώτατοι Καθηγητές α) κ. Εὐάγγελος Θεοδώρου, β) κ. Γεώργιος Γαλίτης, γ) κ. Κωνσταντῖνος Καλοκύρης καί δ) κ. Ἰωάννης Φουντούλης καί οἱ Μουσικολογιώτατοι Ἱεροψάλτες α) κ. Ἐμμανουήλ Χατζημᾶρκος καί β) κ. Ἀθανάσιος Καραμάνης.
Τήν ἁγιώνυμη ἡμέρα, Τρίτη 6 Φεβρουαρίου, τελέσθηκε στό Καθολικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πεντέλης Ὄρθρος καί Συνοδική Θεία Λειτουργία, προεξάρχοντος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου καί συλλειτουργούντων τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Μονεμβασίας καί Σπάρτης κ. Εὐσταθίου καί Ἠλείας κ. Γερμανοῦ. Τόν πανηγυρικό τῆς ἡμέρας ἐκφώνησε ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης κ. Ἀγαθάγγελος Χαραμαντίδης, Διευθυντής τοῦ Κλάδου Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος μίλησε μέ θέμα «Ἡ πίστη καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν Ἱερό Φώτιο» καί τόνισε μεταξύ ἄλλων, ὅτι : «ἡ ἑορτή ἑνός Ἱεράρχου, μέσα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκαλύπτει καί ἀντιπροσωπεύει τήν συνέχεια τῆς χάριτος, τό ἀδιάκοπο τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ δέ διδασκαλία του τήν συνέχεια τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ταυτότητα τοῦ μηνύματος πού ἔχει παραδοθεῖ καί διαφυλαχθεῖ».
Μετά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας καί ἀφοῦ παρατέθηκε σέ ὅλους τούς ἐκκλησιασθέντες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί πολλά παιδιά ἀπό Σχολεῖα τῆς Ἀττικῆς, πρόγευμα ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πεντέλης, πραγματοποιήθηκε στίς 11 π.μ. στό Διορθόδοξο Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς σύσκεψη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μέ τούς Καθηγητές καί τούς λοιπούς διδάσκοντες στίς Θεολογικές Σχολές Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης, ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου καί μέ θέμα : «Τό χρέος τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν Ἱερόν Φώτιον». Εἰσηγητής ἦταν ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Βλάσιος Φειδᾶς, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό μία σύντομη ἀνάπτυξη τῆς σημασίας τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο τόν ὁποῖο, ὅπως τόνισε, προσλαμβάνει συνεχῶς διότι ἡ ὅλη λειτουργία της εἰσάγει μιά νέα πρόταση γιά τήν ἀναμόρφωση τοῦ κόσμου, ὑπογράμμισε ὅτι ἡ σχέση Ἐκκλησίας καί κόσμου βιοῦται κατά τόν καλύτερο τρόπο σέ κάθε Εὐχαριστιακή Σύναξη ὡς μιά συνέχεια ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἱδρύσεώς Της. Στή συνέχεια ἔκανε μία ἱστορική ἀναδρομή γιά τήν σχέση Ἐκκλησίας καί Κράτους ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια, ὅπου ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα εἶχε τήν συνείδηση μιᾶς τέλειας κοινωνικῆς ὀντότητας, ἔτσι ὥστε Κράτος καί Ἐκκλησία νά ἐμφανίζονται ὡς τέλειες κοινωνίες πού διαθέτουν ὅλα τά ἀναγκαῖα μέσα γιά νά ἐπιτελοῦν τούς σκοπούς τους. Ὑπογράμμισε στό σημεῖο αὐτό, ὅτι σέ ἀντίθεση μέ τό Κράτος πού συγκροτεῖται ἀπό τούς πολῖτες - μέλη του, ἡ Ἐκκλησία δέν συγκροτεῖται ἀπό τά μέλη της ἀλλά ἀναγεννᾶ τά μέλη της ἐν Χριστῷ. Στήν ἱστορική πορεία προέκυψαν οἱ διακριτοί ρόλοι στίς σχέσεις Ἐκλησίας καί Πολιτείας, τούς ὁποίους προέβαλαν ἰδιαίτερα οἱ Μεγάλοι Ἐκκλησιαστικοί Πατέρες, οἱ ὁποῖοι τόνισαν ὡς κατεξοχήν ἔργο τῆς μέν Πολιτείας τήν ἐπιμέλεια τοῦ σώματος, τῆς δέ Ἐκκλησίας τήν ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς. Καρπός αὐτῆς τῆς ἐπισημάνσεως ὑπῆρξε ἡ ἀρχή τῆς ἰσόρροπης συναλληλίας Ἐκλησίας καί Πολιτείας. Ἡ μακραίωνη αὐτή παράδοση ἀτόνησε κατά τούς νεώτερους χρόνους καί δημιουργήθηκε στή Δύση τό διχοτομικό ἐρώτημα : "Σώζει ὁ Χριστός ἤ ἡ Πολιτεία;" ἀποτέλεσμα τοῦ ὁποίου ἦταν ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ προβολή τοῦ αὐτόνομου ἀνθρώπου ὡς μόνης πηγῆς ὅλων τῶν ἐξουσιῶν, πού γέννησαν τήν θεμελιώδη ἀρχή τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας. Στόν Ἑλλαδικό χῶρο, μέσα ἀπό διάφορες, τραγικές πολλές φορές, διακυμάνσεις στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἀπό τήν δημιουργία τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους προέκυψε ὁ Νόμος 590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» ὁ ὁποῖος περιορίζει πλέον τήν αὐθαιρεσία τοῦ κοσμικοῦ νομοθέτη κατά τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπανέρχεται ἡ παραδοσιακή ἀρχή τῆς συναλληλίας, ἐνῶ παράλληλα ἀποκλείεται κάθε παρερμηνεία, γεγονός πού ἰδιαίτερα ἔχει συντελέσει στόν περιορισμό κατά τά τελευταῖα χρόνια τῶν ἐντόνων ἀντιπαραθέσεων μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, γιά θέματα κοινοῦ ἐνδιαφέροντος.
Στήν συνέχεια, τόν λόγο ἔλαβαν Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες καί ἄλλοι Κληρικοί, Καθηγητές Πανεπιστημίου, καθώς καί ὁ Ἀντιπρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας κ. Ἀναστάσιος Μαρίνος, ὁ ὁποῖος τόνισε τήν ἀξία τῆς κατοχυρώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέσα ἀπό τό ἰσχῦον Σύνταγμα τῆς Χώρας.
Τήν κοινή Συνεδρία ἔκλεισε ὁ Μακαριώτατος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ συγκεφαλαίωσε τίς ἀπόψεις τῶν διαφόρων ὁμιλητῶν, τόνισε ὅτι «διανύομε τήν μετανεωτερική ἐποχή, ἡ ὁποία παρουσιάζει τό φαινόμενο τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ θρησκευτικοῦ στοιχείου, ἔτσι ὥστε οἱ διάφορες θρησκεῖες νά ἐπιστρέφουν στό προσκήνιο τῆς δημόσιας ζωῆς. Καί ἐνῶ στήν Δύση ἔχει πραγματοποιηθεῖ ἡ στροφή αὐτή, στήν Ἑλλάδα ἕνας μικρός κύκλος διανοουμένων δέν ἔχει ἤ δέν θέλει νά κατανοήσει τήν στροφή αὐτή καί εὐκαίρως - ἀκαίρως βάλλει κατά τῆς Ἐκκλησίας, θέλοντας νά μειώσει τόν σημαντικό ρόλο Της στήν σύγχρονη Ἑλληνική Κοινωνία. Τό νά ἐπηρεάζει ἡ Ἐκκλησία αὐτή τήν κοινωνία εἶναι εὐλογία Θεοῦ καί ὄχι κατάρα, ὅπως θέλουν νά τό παρουσιάζουν. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἔχουμε Θεοκρατία. Τό εὐχάριστο γιά τήν Πατρίδα μας εἶναι ὅτι ἔχουμε τό προνόμιο, ἡ Ἐκκλησία, νοουμένη ὡς ποιμαίνουσα, νά ἔχει ἄμεση ἐπικοινωνία μέ τόν λαό, καί πού ἴσως χάθηκε στήν Δύση. Ἄν καλλιεργήσομε αὐτόν τόν σύνδεσμο Κλήρου καί Λαοῦ, ποιμένων καί ποιμνίου, τότε θά ἔχομε σπουδαῖα καί μεγάλα ἐπιτεύγματα, γιατί ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ θεσμό τοῦ Ἔθνους καί πρέπει νά παραμείνει. Ἄλλωστε καί τό συμφέρον τῆς Πολιτείας εἶναι νά ἔχει δίπλα της τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ὁ ἴδιος Λαός πού ψηφίζει καί ἐκλέγει τούς ἄρχον-τές του εἶναι αὐτός πού λατρεύει τόν Θεό καί ἀπαρτίζει τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει μόνο πνευματική καί ὄχι κοσμική ἐξουσία. Οὔτε συγκυβέρνηση διεκδικοῦμε, οὔτε θέλομε νά ἀναμιχθοῦμε σέ ἀλλότρια, οὔτε ἐποφθαλμιοῦμε τίς θέσεις τῶν πολιτικῶν. Θέλομε συνεργασία ἐπί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, ὡς εἶναι λ.χ. ἡ στήριξη τῆς οἰκογένειας, ἡ διαπαιδαγώγηση τῆς νεότητας καί ἡ μάστιγα τῶν ναρκωτικῶν, γιά τό συμφέρον τοῦ Λαοῦ καί τοῦ Ἔθνους»
Τέλος, τό μεσημέρι παρατέθηκε γεῦμα πρός τούς Συνέδρους, στήν ἐπίσημη τράπεζα τοῦ Διορθοδόξου Κέντρου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στήν Ἱερά Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πεντέλης.