Με μεγαλοπρέπεια και εκκλησιαστική λαμπρότητα τελέσθηκαν και εφέτος οι εορτές στη μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Μεγάλου του και Προστάτου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Χθές, Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου, τελέσθηκε Πανηγυρικός Εσπερινός στόν Καθεδρικό Ναό Αθηνών, στον οποίο χοροστάτησε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος με τη συμμετοχή των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Μελών της Ιεράς Συνόδου. Τον πανηγυρικό της ημέρας εξεφώνησε ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Καλλίνικος Δεμενόπουλος, Γραμματεύς παρά τω Αρχιγραμματεί. Κατά τη διάρκεια του Εσπερινού τιμήθηκαν για την μακρά και καλλίκαρπο προσφορά τους στην Εκκλησία με την απονομή του παρασήμου Της (Χρυσού Σταυρού του Αποστόλου Παύλου), οι Πανοσιολογιώτατοι Αρχιμανδρίτες : κ. Ιγνάτιος Καπνίσης ( Αρχιερατικός Επίτροπος Ιστιαίας), κ. Θεόφιλος Διονυσίου (Πρωτοσύγκελλος Ιεράς Μητροπόλεως Καρυστίας), κ. Νίκων Χαρέας (τ. Ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Χίου), κ. Συμεών Κραγιόπουλος (τ. Ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης), οι Πρωτοπρεσβύτεροι: κ. Γεώργιος Παπασπύρου ( Προϊστάμενος του Ιερού Ναού Παντανάσσης Πατρών), κ. Μαρίνος Γεωργακόπουλος (Συνταξιούχος Ιερεύς του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς), οι Καθηγητές: κ. Στυλιανός Παπαδόπουλος, (Θεολογικής Σχολής Αθηνών), κ. Ηλίας Μουτσούλας (Θεολογικής Σχολής Αθηών), κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης (Ομότιμος Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης), κ. Νικόλαος Ματσούκας (Ομότιμος Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης), κ. Γεώργιος Αγγελινάρας (Φιλόλογος – Ιεροψάλτης Σάμου).
Σήμερα Παρασκευή, 6 Φεβρουαρίου, στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Πεντέλης, μετά τον Όρθρο και τη Συνοδική Θεία Λειτουργία, στην οποία προεξήρχε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος, πραγματοποιήθηκε στο Διορθόδοξο Κέντρο που ευρίσκεται στο χώρο της Ιεράς Μονής Πεντέλης, η καθιερωμένη κατά την ημέρα αυτή σύσκεψη των Μελών της Ιεράς Συνόδου με τους Καθηγητές και τους λοιπούς διδάσκοντες στις Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Της Συσκέψεως προΐστατο ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος. Θέμα της εφετινής συσκέψεως ήταν: «Η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως στο παρελθόν, και μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών στο παρόν. Στο πνεύμα του Αγίου Φωτίου». Εισηγητής ήταν ο Ελλογιμώτατος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Αθανάσιος Αγγελόπουλος.
Κατά την έναρξη των εργασιών της ημερίδος ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κάνοντας λόγο για τον ρόλο της ορθοδοξίας στην Ενωμένη Ευρώπη τόνωσε ότι: «Είναι επίκαιρη η ανάγκη η Ορθόδοξη Εκκλησία να διαδραματίσει τον ρόλο της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα Βαλκάνια». Παράλληλα ο κ. Χριστόδουλος δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην ανάγκη στενό τερης σύσφιγξης των σχέσεων των Θεολογικών Σχολών, επισημαίνοντας ότι «είναι επιτακτική η ανάγκη της ενώσεως όλων των πνευματικών δυνάμεων που δρουν στην Εκκλησία». Και κατέληξε: «ας ευχηθούμε αυτό το όραμα να γίνει πραγματικότητα και στον δυνατότερο σύντομο χρόνο για ν’ απολαύσουμε τ’ αποτελέσματα αυτής της συνάντησης».
Ο κ. Αθανάσιος Αγγελόπουλος στην ομιλία του μεταξύ άλλων τόνισε : "Καταγράφοντας την Ιστορική διαδρομή των σχέσεων των δυο Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Ελλάδος κατά την κρίσιμη περίοδο από Σεπτέμβριο 1928 μέχρι Αύγουστο 1929, που επηρέασε βασικά την μετέπειτα καταστατική νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Εισηγητής επικαλούμενος το κείμενο της « Συνοδικής Πράξεως περί αποδοχής των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών» της Εκκλησίας της Ελλάδος από 20 Νοεμβρίου 1928 τόνισε ότι : Η ανεύρεση της Πράξεως αυτής προ ολίγων ημερών, με δική μας πρωτοβουλία στα « Πρακτικά της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, Περίοδος ΟΕ΄ Συνεδρία ΙΓ΄ΕΝ Αθήναις 20 Νοεμβρίου 1928 ( Τρίτη 912 μ.)» (σελ. 13), θέτει επί νέας βάσεως το όλο ζήτημα της εγκρίσεως του καταλόγου (κατά την Πατριαρχική Πράξη) ή της υποδείξεως μόνον (κατά την υπό μελέτη Συνοδική Πράξη) υποψηφίων από τον Οικουμενικό Πατριάρχη προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών». Επίσης ο κ. Αγγελόπουλος επισήμανε ότι : «Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι η αλληλογραφία μεταξύ των δύο Εκκλησιών από τον Νοέμβριο 1928 μέχρι τον Αύγουστο 1929 κάθε άλλο παρά προσωπική ήταν, αλλά αλληλογραφία επισήμων συνοδικών αποφάσεων είναι, διευκρινιστική και προσθετική κενών, που υπήρχαν ανθρωπίνως και στις δύο Πράξεις, την Πατριαρχική του Σεπτεμβρίου 1928 και την Συνοδική του Νοεμβρίου 1928. Λειτουργεί, καθ’ ημάς, ως αναπόσπαστο και αναγκαίο Παράρτημα – Πρωτόκολλο των δύο Πράξεων. Γι’ αυτό και δεν χρειαζόταν, ταπεινά φρονούμε, νέα Πράξη. Η λεπτομερής ανάλυση του Πατριαρχικού και Συνοδικού γράμματος από Αυγούστου 1929 αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει. Η τελευταία παράγραφός του δίνει ξεκάθαρη απάντηση : « …δια της τελειωτικής και των μικρών τούτων σημείων διευθετήσεως πάντα τα … διακανονισθέντα και κυρωθέντα της ομοιομόρφου εκκλησιαστικής διοικήσεως μέλλουσιν χωρείν και διεξάγεσθει πάντοτε (επομένως και μετά από 75 χρόνια, σήμερα) μετά πάσης ακριβείας κατά την συγκεκριμένην τάξιν, ουδέν δε των ούτως αποδεκτών γενομένων και κυρωθέντων θιγήσεται ποτέ μονομερώς κατά την εφαρμογήν». Ως λύση, λοιπόν στην σημερινή κρίση θεωρούμεν αυτήν την τελευταία παράγραφο όρο, που αξιοί και από τις δύο πλευρές να εφαρμόζουν τα διακανονισθέντα και κυρωθέντα « μετά πάσης ακριβείας». Η αλήθεια και η λύση στο ανακύψαν ζήτημα κείνται στα επίσημα κείμενα του 1928/ 1929, τότε, δηλ., που αποφασίσθηκε, επισημοποιήθηκε και τέθηκε σε ισχύ και εφαρμογή το σημερινό Νομοκανονικό Καθεστώς του 1928. Αυτά κατά χρονολογική σειρά είναι: πρώτον ο νόμος 3615 του Ιουλίου 1928, δεύτερον η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του Σεπτεμβρίου 1928, τρίτον η νεωστί, κατόπιν προσωπικής μας ερεύνης, περιελθούσα εις γνώση μας « Συνοδική Πράξις περί αποδοχής της διοικήσεως των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών», από 20 Νοεμβρίου 1928, που για πρώτη φορά την δημοσιοποιώ επισήμως σήμερα ενώπιόν Σας. Και τέταρτον, η ερμηνευτική κάποιων σημείων και κενών των ανωτέρω τριών κειμένων, ενός νομικού και δύο ισοτίμων κανονικών, επίσημος διασυνοδική αλληλογραφία (4 γράμματα, δύο πατριαρχικά και δύο αρχιεπισκοπικά, κατόπιν συνοδικών αποφάσεων εξ αμφοτέρων των πλευρών) από Νοέμβρίου 1928 μέχρι Φεβρουαρίου, Μαΐου και Αυγούστου 1929. Σ’ αυτά και μόνο βρίσκεται η αλήθεια και η λύση». Τέλος ο Εισηγητής υποστήριξε ότι : «Εάν η Μήτηρ Εκκλησία σήμερα ουδεμίαν γνωρίζει αλληλογραφία, η Εκκλησία της Ελλάδος όμως κατέχει την αιτία της αλληλογραφίας αυτής που είναι το αιτιατό, την ισόκυρη και ισοδύναμη προς την Πατριαρχική Συνοδική Πράξη της Συνόδου των Αθηνών, η οποία γι’ Αυτήν είναι τόσο (ιερόν κείμενον) όσο και η Πατριαρχική Πράξη και υποχρεούται η Εκκλησία της Ελλάδος να τα εφαρμόζει κανονικώς πρωτίστως και νομικώς δευτερευόντως και τα δύο με την σχετική ερμηνευτική αλληλογραφία περί αυτών, εις το εξής όμως ( μετά πάσης ακριβείας)».
Μετά το τέλος της εισηγήσεως του κ. Αγγελοπούλου, λαμβάνοντας αφορμή από το θέμα που ετέθη περί μνημονεύσεως ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος αφού ευχαρίστησε τους εκπροσώπους των δύο Θεολογικών Σχολών, Αθηνών και Θεσσαλονίκης, για τη συμμετοχή τους έκανε λόγο για την εξέλιξη της μνημόνευσης του Οικουμενικού Πατριάρχου στις Νέες Χώρες, υποστηρίζοντας ότι το θέμα αυτό η Εκκλησία της Ελλάδος το κληρονόμησε. «Δεν διορθώσαμε λάθος δικό μας. Το βρήκαμε . Δεν το κάναμε εμείς. Το κληρονομήσαμε. Δεν αλλάξαμε τίποτε» υπογράμμισε ο Μακαριώτατος. Η Εκκλησία της Ελλάδος θέλοντας να δείξει τον σεβασμό της προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, για να μην δηλητηριάζει το θέμα αυτό τις σχέσεις μας με εισήγηση εμού του ιδίου αποδέχθηκε την μνημόνευση του Πατριάρχου στις λεγόμενες Νέες Χώρες όπως ήθελε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δηλαδή «Υπέρ του Αρχιεπισκόπου και Οικουμενικού Πατριάρχου……».
Παρεμβάσεις έκαναν ο Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Α. Μαρίνος και οι Ελλογιμώτατοι Καθηγητές κ. Ι. Κογκούλης, Κ. Σκουτέρης, Χρ. Οικονόμου, Ευ. Θεοδώρου και Β. Φειδάς.
Κατακλείοντας την συνεδρία ο Μακαριώτατος παρατήρησε «Ανεξάρτητα από όλες αυτές τις συζητήσεις σημασία έχει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο ηνέχθη επί χρόνια να ισχύσουν οι τροποποιήσεις οι οποίες επήλθαν δια της αλληλογραφίας και όταν συντάσσονταν οι δύο Καταστατικοί Χάρτες α) επί Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου και β) επί Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν έθεσε θέμα αποστολής του καταλόγου προς έγκριση. Όπως όμως είναι αντιληπτό το πρόβλημα δεν είναι παρονυχίς αλλά σοβαρότατο και γι’ αυτό με συναίσθηση ευθύνης και αυτεπίγνωσης επιθυμούμε να το αντιμετωπίσουμε με σύνεση για το συμφέρον τόσο των δύο Εκκλησιών όσο και όλων των Ορθοδόξων της Οικουμένης. Συμμερίζομαι και εγώ την άποψη ότι το θέμα του Καταλόγου είναι δευτερεύον και τριτεύον εξαρτώμενο από την αμοιβαία εκατέρωθεν καχυποψία», υπογράμμισε ο Μακαριώτατος και πρόσθεσε ότι «όλο αυτό το διάστημα έξι ή επτά φορές απεστάλησαν άνθρωποι στο Φανάρι, όλοι όμως απέτυχαν, διότι αντιμετωπίσθηκαν αρνητικά» και πρόσθεσε «στην Ελλάδα όμως είμαστε υποχρεωμένοι να τηρούμε και τους νόμους του Κράτους. Δεν επιθυμούμε, το επαναλαμβάνω, να αλλάξει τίποτε. Ό,τι ίσχυε επί 75 χρόνια να εξακολουθήσει να ισχύει. Και δεν διστάζω να πω ότι εφόσον η περίοδος του μακαριστού Σεραφείμ εθεωρείτο ως η «περίοδος μέλιτος» των σχέσεων των δύο Εκκλησιών δέχομαι να επανέλθουμε σε αυτή την εποχή, αφού όλοι συμφωνούν ότι τότε όλα ήσαν ρόδινα. Επίσης ευαρέστως δέχομαι την πρόταση των δύο Κοσμητόρων των Θεολογικών Σχολών να θέσουν τις καλές τους υπηρεσίες για την επίλυση του θέματος.