Συνῆλθε σήμερα, 2 Ὀκτωβρίου 2003, στήν δεύτερη τακτική Συνεδρία Αὐτῆς ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου. Μετά τήν προσευχή καί ἀφοῦ ἀνεγνώσθη ὁ Κατάλογος τῶν Ἱεραρχῶν, ἐπικυρώθηκαν τά Πρακτικά τῆς προηγουμένης Συνεδρίας.
Ἀκολούθως ὁ Μακαριώτατος κάλεσε στό βῆμα τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φθιώτιδος κ. Νικόλαο, προκειμένου νά ἀναπτύξει τό σοβαρό, πολυδιάστατο καί ἀμφιλεγόμενο θέμα τῆς Βιοηθικῆς, πού ἀναφέρεται στήν εὐθανασία.
Ὁ Σεβασμιώτατος Εἰσηγητής μέ εὐρύτητα σκέψεως καί ἐνάργεια διατυπώσεως καί βεβαία τήν γνώση τοῦ θέματος ἀλλά καί μέ ἁγιογραφική καί ἁγιοπατερική θεμελίωση ἀνέπτυξε τό θέμα: «Ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος τῆς εὐθανασίας» καί συμπερασματικά ὑπέδειξε τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου μέ τήν ἐν Χριστῷ ζωή.
Στή συνέχεια ἔλαβαν τόν λόγο οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Πατρῶν κ. Νικόδημος, Ζακύθου κ. Χρυσόστομος, Λαγκαδᾶ κ. Σπυρίδων, Ἀλεξανδρουπόλεως κ. Ἄνθιμος, Ἀττικῆς κ. Παντελεήμων, Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Νικοπόλεως καί Πρεβέζης κ. Μελέτιος, Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ κ. Ἰγνάτιος, Ἠλείας κ. Γερμανός, Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καί Πολυκάστρου κ. Δημήτριος, Ξάνθης καί Περιθεωρίου κ. Παντελεήμων, Μονεμβασίας καί Σπάρτης κ. Εὐστάθιος, Τριφυλίας καί Ὀλυμπίας κ. Στέφανος, Παραμυθίας, Φιλιατῶν καί Γηρομερίου κ. Τῖτος, Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ, Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων κ. Θεόκλητος, Πειραιῶς κ. Καλλίνικος καί Φιλίππων, Νεαπόλεως καί Θάσου κ. Προκόπιος, καί τόν ἐπωφελῆ διάλογο ἔκλεισε ὁ Μακαριώτατος μέ καίριες ἐπισημάνσεις.
Ἡ σεπτή Ἱεραχία ὕστερα ἀπό τήν ἐνδελεχῆ μελέτη ὅλων τῶν παραμέτρων τοῦ θέματος κατέληξε στά ἑξῆς ἐπιγραμματικά συμπεράσματα πορίσματα:
1) Ἡ ζωή μας ἀποτελεῖ ὑπέρτατο δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῆς ὁποίας βρίσκονται στά χέρια Του καί μόνον.
2) Οἱ στιγμές τῆς ζωῆς μας πού συνδέονται μέ τήν ἀρχή καί τό τέλος της, ὅπως καί αὐτές τῆς ἀδυναμίας, τοῦ πόνου καί τῶν δοκιμασιῶν μας, ἐγκρύπτουν μιά μοναδική ἱερότητα καί περιποιοῦν μυστήριο πού ἀπαιτεῖ ἰδιάζοντα σεβασμό ἐκ μέρους τῶν συγγενῶν, τῶν ἰατρῶν, τῶν νοσηλευτῶν καί τῆς κοινωνίας ὁλόκληρης.
3) Οἱ ἴδιες στιγμές εὐνοοῦν τόν σεβασμό τῶν ἀνθρώπων, τήν ἀνάπτυξη κοινωνίας ἀγάπης, τήν ἐκδήλωση συμπόνοιας καί ἐλέους. Τό αἴτημα κάποιων ἀσθενῶν γιά εὐθανασία στήν οὐσία ἀποτελεῖ ἐρώτημα τῆς ἀγάπης μας πρός αὐτούς καί τῆς ἐπιθυμίας μας νά παραμείνουν κοντά μας.
4) Ὁ πόνος στήν ἀνθρώπινη ζωή, ὅπως καί κάθε δοκιμασία, μπορεῖ νά γίνει «συνεργός πρός σωτηρίαν» καί ἐνίοτε «κρείττων καί αὐτῆς τῆς ὑγείας» κατά τήν διδασκαλία καί ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Παρά ταῦτα, ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζοντας τήν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, πάντοτε φιλάνθρωπα ζητεῖ τήν ἀπαλλαγή «ἀπό πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καί ἀνάγκης», ἐνίοτε δέ εὔχεται καί γιά τήν ἀνάπαυση τῶν ὀδυνωμένων. Οἱ ἄνθρωποι προσευχόμαστε, δέν ἀποφασίζουμε γιά τήν ζωή καί τόν θάνατο.
5) Ὅταν ἡ κοινωνία ἀγνοεῖ νά θεραπεύει τόν πόνο μέ ὑπομονή, προσευχή, ἀνθρώπινη συμπαράσταση καί θεϊκή ἐνίσχυση, τόν ἀντιμετωπίζει μόνο μέ φάρμακα καί τώρα μέ τόν προκλητό θάνατο πού τόν ὀνομάζει μέν «καλό» (εὐθανασία), τόν ἐκφυλίζει ὅμως σέ βιολογικοκοινωνικό συμβάν τῆς ἱστορίας τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
6) Ἡ εὐθανασία, ἐνῶ δικαιολογεῖται κοσμικῶς ὡς «ἀξιοπρεπής θάνατος», στήν πραγματικότητα ἀποτελεῖ ὑποβοηθούμενη αὐτοκτονία, δηλαδή συνδυασμό φόνου καί αὐτοχειρίας.
7) Ἡ ἐφαρμογή τῆς εὐθανασίας παρέχει ἐξουσίες στούς ἰατρούς καί τούς συγγενεῖς πέραν αὐτῶν πού τούς ἀνήκουν, καίρια τραυματίζει τίς σχέσεις ἰατροῦ ἀσθενοῦς, ἀλλοιώνει τήν ἀξία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ὡς ὑψίστου ἀγαθοῦ, θά μποροῦσε νά ἐξελιχθεῖ σέ ἀπειλή τῆς ζωῆς τῶν ἀσθενῶν πού ἀδυνατοῦν νά ἀνταποκριθοῦν οἰκονομικά στίς ἀπαιτήσεις τῆς θεραπείας καί νοσηλείας τους καί εὐνοεῖ τήν καλλιέργεια μιᾶς ρατσιστικῆς καί εὐγονικῆς λογικῆς, σύμφωνα μέ τήν ὁποία προτιμῶνται οἱ ὑγιεῖς, οἱ νέοι, οἱ εὐκατάστατοι καί οἱ πετυχημένοι. Ἡ χρησιμοθηρική αὐτή ἀντίληψις θέτει σέ κίνδυνον τό δικαίωμα στή ζωή τῶν ἡλικιωμένων καί κοινωνικῶς ἀσθενεστέρων ἀνθρώπων.
8) Γιά τούς λόγους αὐτούς, ἡ Ἐκκλησία μας πού πιστεύει στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, στήν ἀνάσταση τοῦ σώματος, στήν αἰώνια προοπτική καί πραγματικότητα, στούς πόνους ὡς «στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν» (Γαλ. στ´ 17), στίς δοκιμασίες ὡς ἀφορμές καί εὐκαιρίες σωτηρίας, στήν δυνατότητα ἀνάπτυξης κοινωνίας ἀγάπης καί συμπαραστάσεως μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, κάθε θάνατο πού εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινων ἀποφάσεων καί ἐπιλογῶν ὅσο "καλός" καί ἄν ὀνομάζεται τόν ἀπορρίπτει ὡς "ὕβριν" κατά τοῦ Θεοῦ. Κάθε δέ ἰατρική πράξη πού δέν συντελεῖ στήν παράταση τῆς ζωῆς, ἀλλά προκαλεῖ ἐπίσπευση τῆς στιγμῆς τοῦ θανάτου τήν καταδικάζει ὡς ἀντιδεοντολογική καί προσβλητική τοῦ ἰατρικοῦ λειτουργήματος.
9) Ἡ Ἐκκλησία συμπαρίσταται στόν πόνο καί στήν ἀγωνία τῶν δοκιμαζομένων στίς τελευταῖες των στιγμές ἀσθενῶν καί στούς συγγενεῖς καί οἰκείους των μέ τά πνευματικά μέσα ἐνισχύσεως τῆς πίστεως στήν ἀγάπη καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, καί μέ τήν ἐξασφάλιση συνθηκῶν θαλπωρῆς καί ἀνθρωπιᾶς γιά τούς πάσχοντες.
10) Ἡ Ἐκκλησία ἐμπιστεύεται τούς ἰατρούς καί νοσηλευτές πού στηρίζουν τίς θέσεις της, καί συμπαρίσταται στόν ἀγῶνα τους ὡς ὑπερασπιστῶν τῆς ζωῆς, κατά τό καθῆκον τους ὑπέρ αὐτῆς.