Ἡ Ἱερά Σύνοδος παρακολουθεῖ μέ ἰδιαίτερη ἀνησυχία τή συντονισμένη ἐπίθεση ἐναντίον τῆς ποιμαντικῆς ἐργασίας τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων προβλημάτων, τά ὁποῖα δημιουργεῖ ἡ αὐξημένη δραστηριότης νεοφανῶν αἱρέσεων στόν εὐρύτερο Ὀρθόδοξο χῶρο, οἱ ὁποῖες, λόγῳ τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ χαρακτήρα τους, ἀπειλοῦν τήν προσωπικότητα τῶν θυμάτων κυρίως νεαρᾶς ἡλικίας ὁλοκλήρου τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ καί τούς δημοκρατικούς θεσμούς.
Τίς θέσεις αὐτές συμμερίσθηκε τό Εὐρωπαϊκό Κοινοβούλιο καί ἐξέδωσε τόν Μάϊο τοῦ 1984 εἰδικό Ψήφισμα, διά τοῦ ὁποίου καλεῖ τά κράτη - μέλη σέ κοινή ἀντιμετώπιση τοῦ σοβαρωτάτου αὐτοῦ προβλήματος.
Ἐν συνεχείᾳ, ἡ κοινοβουλευτική Συνέλευση τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης μέ τήν ὑπ' ἀριθμ. 1178/1992 «Σύσταση», ἡ ὁποία ἀναφέρεται καί στήν εἰσηγητική ἔκθεση τῦ Εὐρωκοινοβουλίου τοῦ 1984, προτείνει εἰδικά μέτρα γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀνωτέρω αἱρέσεων, μάλιστα δέ τή δημιουργία ἀνεξαρτήτων ὀργανώσεων γιά τήν ἐνημέρωση τοῦ κοινοῦ.
Τέλος, ἡ Ἐπιτροπή τῶν Ὑπουργῶν τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης, μέ τήν ὑπ' ἀριθμ.7030/21.2.1994 ἀπόφασή της συμμερίσθηκε τίς ἀπόψεις τῆς Κοινοβουλευτικῆς Συνελεύσεως καί ἔκρινε ὅτι «βάσει τῆς Συνθήκης (τῆς Ρώμης) ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως καί τῆς θρησκείας καί ἕνας ἀριθμός ἄλλων ἐλευθεριῶν πού ἐξασφαλίζονται ἀπό τήν Συνθήκη, ΕΙΝΑΙ δυνατόν νά περιοριστοῦν καί οἱ ἁρμόδιες Ἀρχές ἔχουν τήν διακριτική εὐχέρεια ἐπί τοῦ θέματος».
Ἡ μόνη χώρα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, ἡ ὁποία δέν ἔχει ἀνταποκριθεῖ στά ἀνωτέρω «Ψηφίσματα» καί τίς «Συστάσεις» τῶν ἐν λόγῳ Διευρωπαϊκῶν Ὀργάνων εἶναι ἡ Ἑλλάδα. Γι' αὐτό καί οἱ ὀργανώσεις αὐτές ἐπιτυγχάνουν ἀκόμη καί συνεργασία μέ δημοσίους φορεῖς καί προβάλλουν τήν ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας ὡς στρεφομένη ἐναντίον τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί ὡς ἀπειλή γιά τή δημόσια τάξη καί τούς δημοκρατικούς θεσμούς καί μέ περισσό θράσος ἀπαιτοῦν ἀπό τήν Πολιτεία νά περιορίσει ἀκόμη καί τό δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίας νά ὁριοθετεῖ τό περιεχόμενο τῆς πίστεώς της ἔναντι τῶν ἐν λόγῳ ὁμάδων, οἱ ὁποῖες πολλές φορές ἐμφανίζονται μέ Ὀρθόδοξο προσωπεῖο.
Τελευταῖα, οἱ ὁμάδες αὐτές, μή δυνάμενες νά ἀντιμετωπίσουν μέ ἄλλο νόμιμο τρόπο τήν ἀντικειμενική κριτική, ἡ ὁποία ἀσκεῖται σ' αὐτές ἀπό τόν Γραμματέα τῆς Σ.Ε. ἐπί τῶν αἱρέσεων, καταβάλλουν συντονισμένες προσπάθειες νά σπιλώσουν τό ὄνομα τοῦ καταξιωμένου κληρικοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας Αἰδεσ. Πρωτ. π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, Δρα Θεολ. καί Φιλοσοφίας, στόν ὁποῖον ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀνέθεσε τόν συντονισμό τῆς ὅλης ποιμαντικῆς αὐτῆς ἐργασίας ἐπί Πανορθοδόξου ἐπιπέδου, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου προσβλέπουν ὅλες οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τά σχετικά ἔγγραφα πρός τόν Μακ. Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Σεραφείμ, ἀλλά καί πρός τόν ἴδιο τόν π. Ἀλεβιζόπουλο.
Ἐσχάτως, καταβλήθηκε συντονισμένη ἀνέντιμη προσπάθεια, ὅπως ἡ ὅλη ἀντιπαράθεση μεταφερθεῖ σέ πολιτικό ἐπίπεδο, ἀναμο-χλεύσεως τῶν πολιτικῶν παθῶν τῆς παρελθούσης τεσσαρακονταετίας.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος καλεῖ τήν Πολιτεία, ὅπως ἀνταποκριθεῖ στήν πρόσκληση, τήν ὁποία ἀπηύθυνε ὁ Μακ. κατά τό παρελθόν ἔτος πρός τήν Πολιτεία καί τήν Τοπική Αὐτοδιοίκηση γιά στενότερη συνεργασία καί ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν κυρίως προβλημάτων, τά ὁποῖα δημιουργοῦν οἱ νεοφανεῖς αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες σέ ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, κατόπιν ἀποφάσεως τῶν Συνδιασκέψεων τῶν Ὑπουργῶν Δικαιοσύνης καί Ἐσωτερικῶν (Δημοσίας Τάξεως) γίνονται ἀντικείμενα παρακολουθήσεως ἀκόμη καί ἀπό τίς Ὑπηρεσίες Προστασίας τοῦ Πολιτεύματος, λόγῳ τῶν δραστηριοτήτων τους, οἱ ὁποῖες ἀπειλοῦν τούς δημοκρατικούς θεσμούς καί τή δημόσια τάξη.