Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Συνεχίσθηκαν χθες 21 Οκτωβρίου οι εργασίες του Ι΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, το οποίο διοργανώνει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Συνεδριακό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού, στα Μελισσιάτικα Νέας Ιωνίας Βόλου. Γενικό θέμα του Συμποσίου, το οποίο έχει θέσει υπό την αιγίδα του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, είναι: «Η ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» «Εις ίασιν ψυχής και σώματος».

Το πρωί τελέσθηκε στο Μητροπολιτικό - Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Βόλου η Θεία Λειτουργία, Ιερουργούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ, με συμμετοχή όλων των εκπροσώπων – συνέδρων, μετά το πέρας της οποίας τελέσθηκε μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου, και του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Ιωάννου Φουντούλη.

Κατόπιν στο Συνεδριακό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως συνεχίστηκαν οι εργασίες του Συμποσίου σε Δεύτερη Συνεδρία με προεδρεύοντα τον Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Πέτρο Βασιλειάδη, κατά την οποία ομίλησαν οι παρακάτω αναφερόμενοι με τα εξής θέματα:

Ο πρώτος εισηγητής Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Νικόλαος Ιωαννίδης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ανέπτυξε το θέμα: «Η ανθρώπινη ασθένεια και ο πόνος στην πατερική Θεολογία». Ο Πανοσιολο-γιώτατος Εισηγητής εμπεριστατωμένα ανέφερε ότι: «η πατερική θεολογία και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς αντιμετωπίζουν την ανθρώπινη ασθένεια και τον πόνο μέσα από την πρωτοχριστιανική παραδεδομένη θεολογική αντίληψη και εστιάζουν τη θεραπεία και την απαλλαγή από τον πόνο και τη φθορά, ως δώρο κατ’ αρχήν και χάρισμα της παντοδύναμης άκτιστης ενέργειας του Θεού. Το μυστήριο της Μετανοίας όπως και του Ευχελαίου είναι θεανθρώ-πινα έργα και αποτέλεσμα συνεργίας θείου και ανθρωπίνου παράγοντα, όπως ολόκληρη η Εκκλησία».

Ο δεύτερος εισηγητής Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβυ-τερος κ. Θεόδωρος Κουμαριανός, Λέκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ανέπτυξε το θέμα : «Ιστορική εξέλιξη και διαμόρφωση της Ακολουθίας του Μυστηρίου της Μετάνοιας». Ο ομιλητής ανέφερε ότι: «Στο Μέγα Ευχολόγιο, που χρησιμοποιούμε σήμερα, καταγράφεται μία «Ακολουθία των Εξομολογουμένων» και μερικές ακόμη μεμονωμένες σχετικές Ευχές. Η Ακολουθία είναι πολύ απλή στην δομή της, παρ’ όλην την απλότητά της όμως, δεν εφαρμόζεται επακριβώς για ποικίλους λόγους ποιμαντικής φύσεως. Κάθε μία από τις Ευχές Μετανοίας ή Εξομολογήσεως του Μεγάλου Ευχολογίου έχει διαφορετική τοπική και χρονική προέλευση, η οποία ως επί το πλείστον μας είναι άγνωστη».

Τόνισε εν συνεχεία ότι: «Η μεγάλη ρευστότητα και ελευθερία στην σύνθεση νέων Ευχών ή στην παραλλαγή προϋπαρχουσών Ευχών και στην δόμηση Ακολουθιών προκαλεί το ερώτημα σχετικά με την αυθεντικότητα των Ευχών και των Ακολουθιών, που εντάσσονται στα χειρόγραφα Ευχολόγια και σε δεύτερη φάση στα έντυπα Ευχολόγια, τα οποία τυπώνονται στην Βενετία από τον ιστ´ αιώνα και εξής».

Με αφορμή αυτήν την ρευστότητα σχετικά με το Μυστήριο της Εξομολογήσεως περιέγραψε την δομή των Ακολουθιών των Μυστηρίων και γενικώς των αγιαστικών τελετών κατά την περίοδο από του η´ μέχρι του ια´ αιώνος. Από τα δεδομένα των χειρογράφων Ευχολογίων συμπεραίνεται, ότι σχεδόν όλα τα Μυστήρια και οι αγιαστικές τελετές είχαν την ίδια δομή, η οποία κατά πάσα πιθανότητα διαμορφώθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον δ´ αιώνα και εξής. Διέκρινε δύο βασικά είδη Ακολουθιών, τις οποίες με ένα όνομα μπορούμε να τις ονομάσουμε «Σύναξη» της Εκκλησίας, και αυτές είναι η Ακολουθίες του Νυχθημέρου και η Θεία Λειτουργία. Όλα τα άλλα Μυστήρια και αγιαστικές τελετές τελούνταν ως προσθήκες στην «Σύναξη».

Συμπερασματικά κατέληξε, ότι «οι Ακολουθιες Εξομολο-γήσεως, που έχουν καταγραφεί στα χειρόγραφα Ευχολόγια, προέρχονται από μοναστηριακά περιβάλλοντα και δεν έχουν σχέση με τον μέχρι τότε τρόπο διαμορφώσεως των Ακολουθιών των Μυστηρίων στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως».

Ο τρίτος εισηγητής Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος κ. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Λέκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών παρουσίασε το θέμα : «Ποιμένας και Θεραπευτής», αναφερθείς στο γεγονός ότι: «Η μελέτη του θέματος αναδεικνύει την ανάγκη επαναξιολόγησης και ανασυγκρότησης της μορφής και του περιεχομένου της ορθόδοξης ποιμαντικής παρουσίας στον χώρο των υπηρεσιών υγείας». Στο πλαίσιο του εν λόγω προβληματισμού σκιαγράφησε συνοπτικά τις προδιαγραφές, για την ανάπτυξη και τα προβλήματα που χαρακτηρίζουν την πορεία της ενδονοσοκομειακής ποιμαντικής διακονίας στον Δυτικό κόσμο, κυρίως όσον αφορά τη σύγχυση σχετικά με την ιερατική ταυτότητα, διαχωρίζοντας τον ρόλο του «ποιμένα» από αυτόν του «θεραπευτή».

Συμπερασματικά, κατέληξε στη διατύπωση μερικών γενικών προτάσεων για την ανάπτυξη της σύγχρονης ορθόδοξης ποιμαντικής διακονίας των ασθενών, ως εξής:
«Η ποιμαντική των νοσούντων πρέπει να βρει τη θέση που της αρμόζει μέσα στο πλαίσιο των ποιμαντικών δραστηριοτήτων μιας τοπικής Εκκλησίας.

Χρειάζεται να υπάρξει οργανωμένη μέριμνα και συγκροτημένες δραστηριότητες με στόχο την καλλιέργεια πνεύματος διακονίας σε επιλεγμένα μέλη των ενοριών και δημιουργία σώματος εκπαιδευμένων κληρικών και λαϊκών στελεχών του ποιμαντικού έργου σε συνεργασία με τις ενορίες, τις ιερατικές σχολές, και τις Θεολογικές Πανεπιστημιακές Σχολές.

Είναι αναγκαία η θεσμοθέτηση ειδικών προγραμμάτων εκπαίδευσης των στελεχών του εν λόγω ποιμαντικού έργου και η προσφορά στήριξης και εκπαιδευτικής εποπτείας της εργασίας τους στο πλαίσιο της διακονίας των νοσοκομείων, των ασθενών κατ’ οίκον η άλλων ειδικών καταστάσεων».

Μετά το σύντομο διάλειμμα επαναλήφθηκαν οι εργασίες με την Τρίτη Συνεδρία υπό την προεδρία του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου κ. Νικολάου Ιωαννίδη, Καθηγητή της Θεολογι-κής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο πρώτος εισηγητής Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτε-ρος κ. Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ανέπτυξε το θέμα: «Η Ποιμαντική στο Μυστήριο της Μετάνοιας».

Ανεφέρθη διεξοδικώς στην: «Αφετηρία του μυστηρίου της Μετανοίας τόσο στην Παλαιά Διαθήκη όσο και στην Καινή Διαθήκη, ως και στην ιστορική του εξέλιξη δια μέσου της Αποστολικής Εκκλησίας». Τόνισε ότι «σημαντικό σταθμό στην ιστορία του μυστηρίου έχουμε κατά τον 4ο και 5ο αιώνα μ.Χ.». Εν τέλει εξέτασε «το πώς τελείτο το μυστήριο κατά την Βυζαντινή και μεταγενέστερη εποχή και τι νόημα είχαν τα επιτίμια;»

Ακολούθησε η Εισήγηση του Ελλογιμωτάτου κ. Παναγιώτη Σκαλτσή, Αναπληρωτή Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με θέμα: «Ιστορική εξέλιξη και διαμόρφωση της ακολουθίας του Μυστηρίου του Ευχελαίου». Ο ομιλητής υπογράμμισε ότι: «Το μυστήριο του Ευχελαίου εμφανίζει (ως προς την τελεσιουργία του) μία μακρά εξέλιξη, η οποία κατέληξε στη σημερινή μορφή της Ακολουθίας. Οι πρώτες μαρτυρίες αποκαλύπτουν ότι η όλη λειτουργική πράξη συνίστατο σε χρίση του ασθενούς με έλαιο και σε προσευχή υπέρ της ιάσεώς του. Αργότερα προστέθηκε η ευλογία του ελαίου πριν από τη χρίση και στην ευχολογιακή του διαδρομή το Μυστήριο γνώρισε εμπλουτισμό με ευχολογιακό και υμνολογικό υλικό. Στη χειρόγραφη παράδοση καθορίζεται και ο τρόπος τελέσεώς του εντός της Θείας Ευχαριστίας.

Ακολούθησε εποικοδομητική συζήτηση και η καθιερωμένη μεσημβρινή διακοπή όπου προσφέρθηκε το Γεύμα.

Κατά την απογευματινή Τέταρτη Συνεδρία προήδρευσε ο καθηγητής κ. Γεώργιος Φίλιας και παρουσιάσθηκαν από τους εκλεκτούς ομιλητές τα εξής θέματα: Η πρώτη εισήγηση είχε ως θέμα την «Καταχρηστική τέλεση του Μυστηρίου του Ευχελαίου» με εισηγητή τον Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο κ. Δημήτριο Τζέρπο, Αναπληρωτή Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο ομιλητής ανέφερε πως : «το Άγιο Ευχέλαιο είναι το μυστηρίο εκείνο που υπέστη τη μεγαλύτερη φθορά μέσα στην ενοριακή πράξη εξαιτίας της πολύ συχνής και απροϋπόθετης τέλεσής του. Έτσι η προοδευτική αποσύνδεσή του από τη Θεία Λειτουργία, στα πλαίσια της οποίας ετελείτο παλαιότερα, και η αδυναμία της σχολαστικής θεολογίας να το καταστήσει ως μυστήριο της σωματικής ίασης του ανθρώπου, οδήγησε στην εξατομικευμένη τέλεσή του και το υπερτονισμό του ως μυστηρίου άφεσης αμαρτιών. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα στην μεν Δύση τη θεώρηση του μυστηρίου ως εσχάτης προ του θανάτου χρίσης του πιστού, κακοδοξία την οποία η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διόρθωσε με τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο.

Αντίθετα στην Ανατολή και στα πλαίσια μιας κακώς νοουμένης εκκλησιαστικής οικονομίας παρατηρήθηκε στο Ευχέλαιο ο,τι συνέβη στην αρχαία Εκκλησία με την καταχρηστική τέλεση του Αγίου Βαπτίσματος και τη μετάδοση της Θείας Κοινωνίας σε ήδη θανόντες. Κατά την περίοδο, δηλαδή, από τον 12ο μέχρι τον 16ο αιώνα αναφέρονται περιπτώσεις τέλεσης του Αγίου Ευχελαίου για την άφεση αμαρτιών ήδη θανόντων. Το χειρότερο απ᾽ όλα είναι ότι εμφιλοχώρησε σε ορισμένα χειρόγραφα, βυζαντινά ευχολόγια και μια πρωτοφανής, όπως χαρακτηρίστηκε, Ακολουθία Νεκρωσίμου Ευχελαίου, η οποία εψάλλετο ως επιμνημόσυνη δέηση σε περιπτώσεις πρόδηλα αμετανοήτως θανόντων και συμπεριελάμ-βανε ένα τελετουργικό στοιχείο «ολοκαυτώσεως ελαίου», που ενθυμίζει ομοιοπαθητική μαγεία.

Όλα αυτά καταδικάστηκαν τελικά από την Εκκλησία, αλλά αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα κακής χρήσεως μιας εκκλησιαστικής ακολουθίας για την αντιμετώπιση ενός ποιμαντικού προβλήματος, όπως η αγωνία των οικείων ενός πιστού για την μετά θάνατον τύχη της ψυχής του. Πρέπει δε να μελετώνται επειδή εξ αυτών προκύπτουν χρήσιμα στοιχεία και για τη σύγχρονη λειτουργική ορθοδοξία και ορθοπραξία.»

Η δεύτερη εισήγηση αναφέρετο στο θέμα «Προβληματισμοί για την τέλεση των Μυστηρίων της Μετανοίας και του Ευχελαίου». Ο Εισηγητής Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος κ. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης διερωτήθηκε, καταρχήν εάν «το ευχέλαιο μπορεί να αντικαταστήσει το μυστήριο της μετανοίας;» και απάντησε ότι «από τις εν χρήσει ευχές συμπεραίνεται ότι στο ευχέλαιο η Εκκλησία δέεται τόσο για τη σωματική όσο και για την ψυχική υγεία. Προϋπόθεση θεωρείται η μετάνοια και συνέπεια η συγχώρηση των αμαρτιών». Τέλος έδωσε τις απαραίτητες απαντήσεις με βάση τα πιο κάτω ερωτήματα: «Μπορούν όλοι οι ιερείς να δίδουν άφεση αμαρτιών; Τι νόημα έχει η πνευματική πατρότητα; Αφορά όλους τους κληρικούς, η εκείνους που έχουν ορισθεί από τον επίσκοπο; Μήπως οι συγχωρητικές ευχές του ευχελαίου δεν αναφέρονται σε βαριά αλλά σε καθημερινά αμαρτήματα, όπως έχει υποστηριχθεί; Μπορούμε να χορηγούμε το μυστήριο αδιακρίτως σε όλους τους χριστιανούς; Ή μήπως πρέπει να μετέχουν σ’ αυτό μόνον οι μετανοούντες, που έχουν εξαγορευθεί τις αμαρτίες τους; Μήπως είναι συμπληρωματικό της μετάνοιας και προετοιμάζει για τη θεία Ευχαριστία;»

Επηκολούθησε γόνιμη συζήτηση και ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις των συνέδρων, και μετά το Δείπνο έγινε συζήτηση επί γενικής φύσεως λειτουργικών θεμάτων .


Εκ του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Συνόδου