Συνεχίσθηκαν χθες 28 Σεπτεμβρίου οι εργασίες του ΙΒ΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, το οποίο διοργανώνει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Συνεδριακό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού, στα Μελισσιάτικα Νέας Ιωνίας Βόλου. Γενικό θέμα του Συμποσίου, το οποίο έχει θέσει υπό την αιγίδα του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, είναι:
Το πρωί τελέσθηκε στο Μητροπολιτικό - Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Βόλου η Θεία Λειτουργία, με τη συμμετοχή όλων των εκπροσώπων – συνέδρων.
Κατόπιν στο Συνεδριακό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως συνεχίστηκαν οι εργασίες του Συμποσίου σε Δεύτερη Συνεδρία με προεδρεύοντα τον Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη κ. Νικόλαο Ιωαννίδη κατά την οποία ομίλησαν οι παρακάτω αναφερόμενοι με τα εξής θέματα:
Κατά την δεύτερη αυτή συνεδρία ανεγνώσθη υπό του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου κ. Βαρνάβα Θεοχάρη, Γραμματέως της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής Αναγεννήσεως η εισήγηση του Αιδεσιμολογιωτάτου πρωτοπρεσβυτέρου κ. Δημητρίου Τζέρπου, αναπληρωτού καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, λόγω ασθενείας αυτού με θέμα: «Η συμβολή των μεγάλων Πατέρων στη διαμόρφωση της Χριστιανικής Λατρείας κατά τούς Δ’ και Ε’αι. ».
Ο Αιδεσιμολογιώτατος Εισηγητής εμπεριστατωμένα ανέφερε στην αναγνωσθείσα εισήγησή του ότι: «Πρόκειται, δηλαδή, για το λειτουργικό έργο όλων εκείνων των μεγάλων μορφών πού κυριαρχούν στο «νοητό στερέωμα της Εκκλησίας» κατά την εν λόγω περιόδο, και διακρίθηκαν για την αγιότητα του βίου και την ορθοδοξία της πίστεως, όπως είναι ο Μ. Αθανάσιος, ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο ιερός Χρυσόστομος, ο Αμφιλόχιος Ικονίου, ο Επιφάνιος Κύπρου, ο συγγραφεύς των λεγομένων αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων κ.α.». Εν συνεχεία τόνισε ότι:
α) Ο Μ. Βασίλειος είναι κατά κοινή ομολογία των ερευνητών ο «λειτουργικώτερος» και κατά συνέπεια ο αντιπροσωπευτικώ-τερος των Πατέρων της περιόδου αυτής.
β) Το όνομά του συνδέεται άμεσα, μεταξύ πολλών άλλων, και με τη φερώνυμη βυζαντινή λειτουργία,
γ) Το κύρος που προσδίδει στο Μ. Βασίλειο η όλη θεολογική και ποιμαντική συνεισφορά του στη ζωή της Εκκλησίας τον κατέστησε σταθερό σημείο αναφοράς για όλη την μετέπειτα παράδοση της Εκκλησίας.
Αναλύοντας περαιτέρω το ζήτημα ανέφερε ότι: «Για να κατανοήσουμε καλλίτερα την ακολουθήσασα ιδιαίτερη ενασχόληση του Μ. Βασιλείου με την λατρεία της Εκκλησίας , εκτός από την προδηλωθείσα παιδιόθεν αγάπη του προς αυτήν, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι γενικά η εποχή του είναι κατεξοχήν εποχή λειτουργικής δημιουργίας.
Είναι προφανές με βάση τα ανωτέρω ότι η πλέον επείγουσα παρέμβαση της Εκκλησίας στα της λειτουργικής της ζωής κατά την αρξαμένη νέα περίοδο, ήταν η διακρίβωση και η αυθεντική καταγραφή της προηγούμενης λειτουργικής της παράδοσης, η οποία μέχρι την εποχή αυτή ήταν κατά το μάλλον και ήττον ακατάγραφη και ρευστή.
«Ο Μ. Βασίλειος διδάσκει κατ αρχήν, ότι η τήρηση της άγραφης γενικά εκκλησιαστικής παράδοσης συνιστά αποστολική διδασκαλία (Α Κορ. 11,2 / Β Θεσ. 2,15), η οποία γι᾿ αυτό και δεν θα πρέπει να θεωρείται υποδεέστερη του γραπτού τμήματός της, που είναι η Αγία Γραφή.
Εμβαθύνοντας έτι πλέον στην προβληματική του θέματος, ανέφερε τα εξής: «ο Μ. Βασίλειος, αναφέρεται σε «εγκαταρριζωμένες» από τη χρήση μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας λειτουργικές συνήθειες, οι οποίες προσέλαβαν χαρακτήρα θεσμού, όπως είναι το σημείο του Σταυρού, η προς ανατολάς στροφή κατά την ώρα της προσευχής, η επίκληση του Αγίου Πνεύματος κατά τον καθαγιασμό των ευχαριστιακών δώρων, η ευλογία του βαπτισματικού ύδατος, του ελαίου, του χρίσματος, η δι᾿ ελαίου χρίση και η τριττή στο ύδωρ κατάδυση και ανάδυση του βαπτιζομένου, η αποκήρυξη του σατανά και των αγγέλων του, η ορθοστασία κατά την τέλεση της λατρείας της Κυριακής κ.α.
Μάρτυρας αυτής της ρευστότητας της λειτουργικής παραδόσεως, είναι και ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος ομιλώντας για την εποχή του μας πληροφορεί, ότι «εθριάμβευσεν εν γράμμασιν», ότι οι προηγούμενες γενεές «εν απολυπραγμονήτω και απεριεργάστω σιγή διεφύλαξαν».
Συμπερασματικά, κατέληξε ότι: «Αν τελικά θα θέταμε το ερώτημα ποια είναι η ουσιαστικώτερη συμβολή των μεγάλων πατέρων του 4ου και 5ου αι. στη διαμόρφωση της ορθόδοξης χριστιανικής λατρείας, τότε χωρίς καμμιά επιφύλαξη θα απαντούσαμε ότι πρόκειται για την εκκλησιολογική διάσταση και προοπτική της, όπως αυτή ξεδιπλώνεται αριστουργηματικά στη φερώνυμη του Μ. Βασιλείου Λειτουργία, στα πλαίσια της οποίας οι πιστοί βιώνουν κατά ένα μοναδικό τρόπο την παρουσία του Κυρίου «εν τη κλάσει του άρτου».
Ο δεύτερος εισηγητής Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβυ-τερος κ. Θεόδωρος Κουμαριανός, Λέκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ανέπτυξε το θέμα : «Η λειτουργική ερμηνευτική(Μυσταγωγικά Υπομνήματα) από τον ΣΤ’ έως τον ΙΒ’ αιώνα». Ο ομιλητής ανέφερε ότι: «Τέσσερα είναι τα βασικά ερμηνευτικά υπομνήματα περί της Θείας Λειτουργίας, τα οποία συνεγράφησαν κατά την περίοδο από τον στ´ έως τον ιβ´ αιώνα, που είναι η εποχή της δημιουργικής ακμής της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας.
Πρώτο το «Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας» των Αρεοπα-γιτικών Συγγραμμάτων (τέλη ε´ με αρχές του στ´ αιώνος).
Δεύτερο η «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου (580-662).
Τρίτο η «Εξήγησις της θείας λειτουργίας» η «Ιστορία μυσταγωγική εκκλησιαστική» η «Ιστορία εκκλησιαστική και μυστική θεωρία» του αγ. Γερμανού Α΄, πατριάρχου Κωνσταντι-νουπόλεως (715-730, †733), και
Τέταρτο η «Προθεωρία κεφαλαιώδης» δύο επισκόπων Ανδίδων της Παμφυλίας, Νικολάου και Θεοδώρου, κατά τα τέλη του ια´ με αρχές του ιβ´ αιώνος.
Τα συγγράμματα αυτά αντιπροσωπεύουν δύο μεθόδους ερμηνείας της Θείας Λειτουργίας. Πρώτη η εικονολογική, η εσχατολογική μέθοδος, σύμφωνα με την οποία η Θεία Λειτουργία θεωρείται ως εικόνα της πορείας της ψυχής προς την ένωσή της με τον Θεό ή ως εικόνα της πορείας όλης της δημιουργίας του Θεού προς την Βασιλεία του Θεού, και δεύτερη η τυπολογική ή αναπαραστατική μέθοδος, σύμφωνα με την οποία η Θεία Λειτουργία θεωρείται ως αναπαράσταση των σωτηριωδών ιστορικών γεγονότων της ζωής του Χριστού ή γενικώτερα όλης της ιστορίας της σωτηρίας του κόσμου, όπως καταγράφεται στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη».
Εν συνεχεία έκανε τις ακόλουθες προτάσεις:«Από την μελέτη της ιστορίας της θεολογίας της Εκκλησίας και ειδικότερα της θεολογίας και της ερμηνείας της Θείας Λειτουργίας προβάλλεται η ανάγκη ουσιαστικής αξιοποιήσεως των θησαυρών της θεολογίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατέχει θησαυρούς θεολογικών γνώσεων, οι οποίοι δεν πρέπει να μένουν ανεκμετάλλευτοι. Ειδικότερα προτείνεται η συνεχής επιμόρφωση των κληρικών με σχετικά σεμινάρια, όπως επίσης η συνεχής κατήχηση των πιστών με ειδικά κηρύγματα.
Ο τρίτος εισηγητής Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύ-τερος κ. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης, Επίκουρος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ παρουσίασε το θέμα : «Ασματικό – μοναχικό τυπικό και η στουδιτική μεταρρύθμιση», παρουσίασε τις δύο μορφές της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας, ασματικό – κοσμικό τυπικό και μοναχικό τυπικό, που ανταποκρίνονται στις δύο πραγματικότητες του χριστιανικού βίου, που είναι οι εν τω κόσμο αγωνιζόμενοι χριστιανοί και εις τα μοναστήρια εγκαταβιούντες.
Ο ομιλητής τόνισε ότι : «Η μοναστική στουδιτική μεταρ-ρύθμιση του τυπικού συνίσταται στη «ζεύξη» αυτών των δύο παραδόσεων με την έννοια της εισαγωγής στοιχείων του ασματικού - κοσμικού τυπικού στο μοναχικό τυπικό. Κύριος εισηγητής αυτής της μεταρρύθμισης είναι ο όσιος Θεόδωρος Στουδίτης και το όλο περιβάλλον της Μονής του Στουδίου.
Το στοιχείο στο οποίο εδόθη ιδιαιτέρα έμφαση είναι ότι, ο άγιος Θεόδωρος και γενικώς οι στουδίτες ζώντας ως μοναχοί στην Κωνσταντινούπολη, επομένως σε αστικό περιβάλλον, στη μεταρρύθμισή τους έλαβαν υπ’ όψιν τις ανάγκες των ανθρώπων της εποχής τους και μάλιστα των εν τω κόσμω αγωνιζομένων χριστιανών.
Το παράδειγμα του οσίου Θεοδώρου πέρα από μία ιστορική καταγραφή από μόνο του λειτουργεί και ως βασικό κριτήριο για οποιαδήποτε συζήτηση σήμερα πάνω στα θέματα της λατρείας.
Μετά το σύντομο διάλειμμα επαναλήφθηκαν οι εργασίες με την Τρίτη Συνεδρία υπό την προεδρία του Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου κ. Βασιλείου Καλλιακμάνη Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ
Ο πρώτος εισηγητής Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Νικόλαος Ιωαννίδης Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ανέπτυξε το θέμα: «Νικόλαος Καβάσιλας και Συμεών Θεσσαλονίκης, οι θεμελιωτές της βυζαντινής λατρείας».
Ο ομιλητής τόνισε ότι « Ο Νικόλαος Καβάσιλας και ο Συμεών Θεσσαλονίκης είναι οι θεμελιωτές της Βυζαντινής λατρείας. Ο Νικόλαος Καβάσιλας (ΙΔ’ αιών.) είναι λαμπρότατη προσωπικότητα που κατόρθωσε να δώσει μια καινούργια ώθηση στη μυσταγωγική παράδοση του Βυζαντίου. Η σκέψη του θεμελιωμένη στους μεγάλους ερευνητές και μυσταγωγούς της Εκκλησίας δεν υπήρξε στατική αλλά δημιουργική, δεν έμεινε στο γράμμα και στη φραστική διατύπωση των αρχαίων διδασκάλων, αλλά τους ερμήνευσε μετά από την εν γένει σκέψη τους, λάμβανε απ’ αυτούς ότι χρειαζόταν για να παρουσιάσει στην εποχή του τη θεολογία τους δημιουργικά, απαντώντας στα σύγχρονα προβλήματα. Έτσι κατόρθωσε να την επιβάλει όχι ως θεολογία του παρελθόντος, η οποία πρέπει να είναι απλά σεβαστή και αποδεκτή, αλλά ως θεολογία σύγχρονη, η οποία συντίθενται σύμφωνα με τα προβλήματα της εποχής του και βοηθά τον άνθρωπο να ζήσει και να πορευθεί προς το Θεό. Και με αυτή την έννοια πρέπει να χαρακτηριστεί πρωτότυπη. Τα δύο κεντρικά θέματα της σκέψης του ήταν ο Χριστός και ο άνθρωπος σε μια αμοιβαία αναζήτηση, της οποίας το τέλος είναι η καταξίωση του ανθρώπου. Έδειξε ότι αυτή η καταξίωση για την οποία μιλούσαν οι άνθρωποι της εποχής του, δεν μπορεί να είναι έξω από το Χριστό, γι’ αυτό μίλησε για τον εγκεντρισμό του ανθρώπου στο Χριστό, που επιτυγχάνεται δια των ιερών μυστηρίων και κυρίως της Θείας Ευχαριστίας. Εκεί ο άνθρωπος ενώνεται με το Κύριο και αξιώνεται να γίνει Σώμα Χριστού, σάρκα Θεού. Έτσι ο Καβάσιλας μέσα από τα έργα του, ανύψωσε τον άνθρωπο εκεί που η θεία αγάπη τον καλεί και απέδειξε ότι ο χριστιανός άνθρωπος είναι αυτός που ζει εν Χριστώ και πορεύεται προς τον Χριστό και δεν έχει σχέση με τον άνθρωπο που προβάλλουν οι ανθρωπιστές τον ΙΔ’ αιώνα.
Και ο Συμεών Θεσσαλονίκης (ΙΔ’ – ΙΕ’ αιών). όπως και ο Νικόλαος Καβάσιλας είναι πιστός στη μυσταγωγική παράδοση του Βυζαντίου και προβάλλεται ως ο μέγιστος των βυζαντινών λειτουργιολόγων που με τη συστηματική και λεπτομερειακή του έρευνα στη λειτουργική παράδοση μας χάρισε το μοναδικό σε πληρότητα λειτουργικό Του έργο, με το οποίο τρέφει πνευματικά και καθοδηγεί στην ορθή βίωση της Θείας Λατρείας της Εκκλησίας μας όσους εντρυφούν σε αυτό».
Εν τέλει εξέτασε, τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν τον Συμεών Θεσσαλονίκης σε μεταρρυθμίσεις.
Εν κατακλείδι ανέφερε ότι «αποτελεί παράδειγμα ποιμα-ντικής ευαισθησίας που μας διδάσκει την ευταξία των ιερών ακολουθιών, τη θεολογική τους σημασία καθώς και τον πλούτο και την ποικιλία των λειτουργικών τύπων».
Ακολούθησε η Εισήγηση του Ελλογιμωτάτου κ. Παναγιώτη Σκαλτσή, Αναπληρωτή Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με θέμα: «Η Ορθόδοξη Λατρεία κατά την Τουρκοκρατία».
Ο ομιλητής υπογράμμισε ότι: «Γενικότερα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η θεία Λατρεία αποτελεί το κέντρο της εκπαίδευσης και της πνευματικής ζωής του ορθόδοξου λαού. Συνεχίζεται η βυζαντινή παράδοση μέσα από τα ερμηνευτικά υπομνήματα, ενοποιείται η Λατρεία με τις έντυπες εκδόσεις, παρατηρούνται καινοτομίες στην τάξη της, μέσα από τις λειτουργικές έριδες, αναζητούνται τα ορθόδοξα πρότυπα και με τη νέα υμνογραφία αναδεικνύεται η τιμή των νεομαρτύρων».
Ακολούθησε εποικοδομητική συζήτηση και η καθιερωμένη μεσημβρινή διακοπή όπου προσφέρθηκε το Γεύμα.
Κατά την απογευματινή Τέταρτη Συνεδρία προήδρευσε ο καθηγητής κ. Παναγιώτης Σκαλτσής και παρουσιάσθηκαν από τους εκλεκτούς ομιλητές τα εξής θέματα:
Η πρώτη εισήγηση είχε ως θέμα «Κολλυβάδες και Θεία Λατρεία» με εισηγητή τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη κ. Νικόδημο Σκρέττα, Επίκουρο Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ο ομιλητής ανέφερε πως : «Κατά την Τουρκοκρατία, εποχή επικίνδυνων και καταλυτικών τυποποιήσεων για τη Θεία Λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εμφανίστηκε το αναμορφωτικό και ησυχαστικό κίνημα των Κολλυβάδων πατέρων. Η χορεία των αγιορειτών αυτών Αγίων ασχολήθηκαν με καίρια ζητήματα της λατρείας, όπως η Θεία Ευχαριστία και η συχνότητα της ευχαριστιακής μετοχής, αλλά και ο αναστάσιμος και δεσποτικός χαρακτήρας της Κυριακής ημέρας, η οποία δεν αποδέχεται πενθικές εκδηλώσεις.
Με γνώση λιπαρή της ιστορίας και της θεολογίας της Ορθοδόξου λατρείας, με στέρεες θεμελιώσεις στα πηγαία κείμενα, αλλά και με φρόνημα εκκλησιαστικό και βίωμα ησυχαστικό, μέχρι διωγμών την αποκαθαρμένη από νοθεύσεις και παραχαράξεις σεβασμία λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας, παρεμβαίνοντας ευεργετικά στο σύνολο σχεδόν των λειτουργικών προβληματισμών του 18ου αιώνος.
Η σύγχρονη λειτουργική θεολογία και έρευνα οφείλει πολλά στους αγωνιστές αυτούς και πρωτοστάτες της αναδείξεως της ωραιότητας, της τάξεως, της ευσχημοσύνης και της απλανούς νοηματοδότησης της Θείας Λατρείας και της λειτουργικής βιώσεως του λαού του Θεού, για την εποχή τους, αλλά πολύ περισσότερο για σήμερα».
Η δεύτερη εισήγηση ανεφέρετο στο θέμα: «Αυτοκρατορική εθιμοτυπία και Λατρεία». Ο Εισηγητής Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος κ. Χρυσόστομος Νάσσης, Λέκτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ανεφέρθη: «στις βασικές πηγές, οι οποίες συνδέονται άμεσα με την αυτοκρατορική εθιμοτυπία κατά τη βυζαντινή περίοδο».
Οι πηγές αυτές είναι οι εξής:
1) η Έκθεσις της βασιλείου τάξεως του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογεννήτου (945-959), συμπίλημα από κείμενα και έργα από τον 5ο έως τον 10ο αιώνα, τελική επεξεργασία του οποίου έγινε επί της βασιλείας του Νικηφόρου Φωκά, με την ουσιαστική συνδρομή του Βασιλείου Λεκαπηνού,
2) το Κλητωρολόγιον του Φιλοθέου, που συντάχθηκε το 899 και αποτελεί το εκτενέστερο και κυριότερο από τα Τακτικά του 9ου-10ου αιώνα, και
3) το Περί των οφικκιαλίων του ψευδο-Κωδινού Κουροπαλάτη, που συντάχθηκε μεταξύ 1347-1368. Στις πηγές αυτές εντοπίζεται πλούσιο υλικό που συνδέεται έμμεσα η άμεσα με τη θεία λατρεία (βλ. τα πρώτα 46 [σήμερα διασώζονται μόνον τα 37] κεφάλαια του πρώτου βιβλίου της Έκθέσεως). Βεβαίως οι πληροφορίες που παρέχουν οι κύριες πηγές της αυτοκρατορικής εθιμοτυπίας πρέπει να συσχετισθούν με άλλα τεκμήρια, όπως οι χρονογραφίες και άλλες ιστορικές πηγές, οι περιγραφές ξένων διπλωματών περιηγητών ή και κρατουμένων, οι αγιολογικές πηγές, η κανονική γραμματεία, δηλαδή οι κανόνες και τα ερμηνευτικά σχόλια των βυζαντινών κανονολόγων, και κυρίως, για το θέμα μας, οι λειτουργικές πηγές, όπως το Συναξάριον-Τυπικόν και το Ευχολόγιον Κωνσταντινουπόλεως και ο Πραξαπόστολος, προκειμένου να διαπιστωθεί ποια στην πραγματικότητα ήταν η πράξη της αυτοκρατορικής εθιμοτυπίας κατά τις λεπτομέριές της.
Διαφαίνεται από την μελέτη των πηγών και την ιστορική εξέλιξη της λατρείας στο χώρο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ότι η αυτοκρατορική εθιμοτυπία επηρεάζει καίρια την λειτουργική παράδοση της Κωνσταντινουπόλεως, και κατ’ επέκταση των άλλων λειτουργικών κέντρων, σε τέτοιο βαθμό ώστε, όπως τονίζεται από τους ειδικούς μελετητές, όπως ο R. F. Taft, «το βυζαντινό τυπικό έγινε αυτοκρατορικό». Συνεπώς, η σύγχρονη λειτουργική πράξη έχει κληρονομήσει τελετουργικά σχήματα (π.χ. λιτανείες και άμφια) και αναφορές στα λειτουργικά κείμενα (ακολουθίες και ευχές), από την αυτοκρατορική εθιμοτυπία.
Πτυχές της αυτοκρατορικής εθιμοτυπίας των βυζαντινών, όπως η μνημόνευση των ηγεμόνων, προβλήθηκαν και προσέλαβαν νέο περιεχόμενο, κυρίως μετά την υιοθέτηση του βασιλικού πολιτεύματος στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο των πολιτικών διακυμάνσεων στην Ελλάδα, προκλήθηκαν πολλές συζητήσεις, ενίοτε συγκρούσεις, γύρω από τα ζητήματα αυτά, τα οποία η Εκκλησία σήμερα καλείται να εξετάσει με νηφαλιότητα και σεβασμό, τόσο ως προς την καλώς νοούμενη λειτουργική της παράδοση όσο και προς το σύγχρονο πολιτισμικό και πολιτικό περιβάλλον».
Επακολούθησε γόνιμη συζήτηση και ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις των συνέδρων, και μετά το Δείπνο έγινε συζήτηση επί γενικής φύσεως λειτουργικών θεμάτων .
Τέλος δε και η σημερινή δεύτερη ημέρα του Συνεδρίου καλύφθηκε από το διαδυκτιακό κανάλι intv.gr.