ΑΡΙΘΜ. ΠΡΩΤ. 277
19ῃ Ἰανουαρίου 2001
ΑΡΙΘΜ. ΔΙΕΚΠ. 146
Πρός
Τήν Ἱεράν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀθηνῶν καί
Τάς Ἱεράς Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ἐκ Συνοδικῆς Ἀποφάσεως, ληφθείσης ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 10ης ὑπερμεσοῦντος μηνός Ἰανουαρίου ἐ.ἔ. καί ἐξ ἀφορμῆς τῶν ὑπό τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἐξετασθέντων θεμάτων : α) «Ἡ νομική προστασία τῶν ἐν Ἑλλάδι Θρησκευτικῶν μειονοτήτων» καί β) « Ἡ Ὁδηγία τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρωπακῆς Ἑνώσεως δι' ἐργασιακά θέματα εἰς τόν χῶρον τῶν Ἐκκλησιῶν», γνωρίζομεν ὑμῖν τά ὡς κάτωθι:
Ὡς πρός τό πρῶτον θέμα :
1. Ὑπάρχει πλήρης νομική προστασία τῶν ἐν Ἑλλάδι θρησκευτικῶν μειονοτήτων διά τήν ἐλευθέραν ἐνάσκησιν τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων αὐτῶν, καί
2. Ὡρισμέναι ἐξ αὐτῶν, ὅπως ἡ μουσουλμανική μειονότης τῆς Δυτικῆς Θράκης καί ἡ Ἰσραηλιτική μειονότης τῆς Ἑλλάδος τυγχάνουν, πέραν τῆς γενικῆς καί εἰδικῆς νομικῆς προστασίας καί εἰδικώτερον ἡ μέν μουσουλμανική μειονότης ἐπί τῇ βάσει σχετικῶν διατάξεων τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάνης τοῦ ἔτους 1923, αἱ ὁποῖαι ἔχουν καταστῇ Ἑλληνικόν Ἐσωτερικόν Δίκαιον, ἡ δέ Ἰσραηλητική τοιαύτη δυνάμει ἀντιστοίχων εἰδικῶν ἡμεδαπῶν νομοθετημάτων.
Ὡς πρός τό δεύτερον θέμα :
1. Τό Συμβούλιον Κοινωνικῶν Σχέσεων τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως τῆς 17ης παρελθόντος μηνός Ὀκτωβρίου ἐ.ἔ., ἐξέδωσε μίαν Ὁδηγίαν - "ντιρεκτίβαν", ἡ ὁποία ἀναφέρεται εἰς τήν ἐξαίρεσιν τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν θρησκευτικῶν ὀργανώσεων ἐκ τῆς ὑποχρεώσεως νά προσλαμβάνουν πρόσωπα, τά ὁποῖα κρίνεται ὅτι δέν πληροῦν τάς προϋποθέσεις, τάς ὁποίας αὗται θέτουν διά τό προσωπικόν των.
2. Ἡ παράγραφος 2 τοῦ ἄρθρου 4 τῆς Ὁδηγίας ταύτης, ἡ ὁποία ἀφορᾶ εἰς «ἐπαγγελματικάς ἀπαιτήσεις» πραγματεύεται περί τοῦ δικαιώματος τῶν θρησκευτικῶν ὀργανισμῶν πρός διατήρησιν τῆς ἰδικῆς των θρησκευτικῆς ταυτότητος.
3. Ἡ παράγραφος αὕτη τῆς "ντιρεκτίβας" ἀναφέρει «α) τά Κράτη - Μέλη δύνανται νά διατηρήσουν εἰς τήν ἐθνικήν των νομοθεσίαν, ἡ ὁποία ὑπάρχει ἤδη ἤ νά προβλέψουν εἰς μίαν μέλλουσαν νομοθεσίαν, διατάξεις, βάσει τῶν ὁποίων, εἰς τήν περίπτωσιν Ἐκκλησιῶν καί ἄλλων δημοσίων ἤ ἰδιωτικῶν Ὀργανισμῶν, τῶν ὁποίων ἡ ἠθική στηρίζεται εἰς τήν θρησκείαν ἤ τάς πεποιθήσεις, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ εἰς τά ἐπαγγελματικάς δραστηριότητας αὐτῶν τῶν ὀργανισμῶν, μία διαφορά μεταχειρίσεως στηριζομένη εἰς τήν θρησκείαν ἤ τάς πεποιθήσεις ἑνός προσώπου, δέν συνιστᾶ διάκρισιν, ἐφ' ὅσον ἐκ τῆς φύσεως αὐτῶν τῶν δραστηριοτήτων ἤ ἐκ τοῦ πλαισίου, ἐντός τοῦ ὁποίου ἐξασκοῦνται, ἡ θρησκεία ἤ αἱ πεποιθήσεις συνιστοῦν μίαν οὐσιαστικήν ἐπαγγελματικήν ἀπαίτησιν, νόμιμον καί δικαιολογημένην ἔναντι τῆς ἠθικῆς τοῦ ὀργανισμοῦ. Αὕτη ἡ διαφορά μεταχειρίσεως ἀσκεῖται λαμβανομένων ὑπ' ὄψιν τῶν διατάξεων καί συνταγματικῶν ἀρχῶν τῶν Κρατῶν - Μελῶν, ὡς ἐπίσης καί τῶν γενικῶν ἀρχῶν τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, καί δέν εἶναι δυνατόν νά δικαιολογήσῃ διάκρισιν βασισμένην εἰς μίαν ἄλλην αἰτίαν. β) Ὑπό τόν ὄρον ὅτι αἱ διατάξεις αὗται θά εἶναι πλέον σεβασταί, ἡ παροῦσα ὁδηγία εἶναι ἄνευ ζημίας τοῦ δικαίου τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν ἄλλων δημοσίων ἤ ἰδιωτικῶν ὀργανισμῶν, τῶν ὁποίων ἡ ἠθική εἶναι στηριζομένη εἰς τήν θρησκείαν ἤ τάς πεποιθήσεις, τό ὁποῖον λειτουργεῖ συμφώνως πρός τάς ἐθνικάς συνταγματικάς διατάξεις καί τάς νομοθεσίας, ὅταν ἀπαιτοῦν ὑπό προσώπων ἐργαζομένων δι' αὐτάς μίαν στᾶσιν καλῆς πίστεως καί νομιμοφροσύνης ἔναντι τῆς ἠθικῆς τοῦ ὀργανισμοῦ».
4. Ἡ Γενική Διευθύντρια τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς Ἐργασίας καί Κοινωνικῶν Σχέσεων κ. Odile Quintin εἰς τό ἀπό 13.11.2000 γράμμα αὐτῆς πρός τόν Διευθυντήν τῆς Ἐπιτροπῆς Ἐκκλησίας καί Κοινωνίας τοῦ Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν κ. Keith Jenkins μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει «Ὅπως, ἴσως, γνωρίζητε, τό Συμβούλιον Κοινωνικῶν Σχέσεων τῆς 17ης μηνός Ὀκτωβρίου κατέληξε εἰς πολιτικήν συμφωνίαν διά τήν πρότασιν. Ἡ παράγραφος 2 τοῦ ἄρθρου 4 τοῦ υἱοθετημένου κειμένου, τό ὁποῖον ἀφορᾶ "ἐπαγγελματικάς ἀπαιτήσεις" πραγματεύεται εἰδικῶς αὐτήν τήν ἐρώτησιν. Εἶναι ἀπολύτως σαφές ὅτι εἰς ὀργανισμούς μέ θρησκευτικόν ἀντικείμενον, συγκεκριμέναι ἐργασίαι ἤ ἐπαγγέλματα δέον ὅπως ἀναλαμβάνωνται ὑπό ἐργαζομένων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τάς ἰδίας θρησκευτικάς ἀπόψεις. Ἡ παράγραφος 2 τοῦ ἄρθρου 4 τῆς "ντιρεκτίβας" ἐπιτρέπει εἰς τόν θρησκευόμενον ἐργοδότην ἵνα δικαιώσῃ διαφοράς εἰς τήν μεταχείρισιν στηριζομένην εἰς τήν θρησκείαν ἤ τό πιστεύω, ἐάν ταῦτα εἶναι ἀπαραίτητα διά τήν διατήρησιν τῆς ταυτότητος τοῦ ὀργανισμοῦ ἤ τοῦ ἱδρύματος καί ἵνα ἀπαιτήσῃ ὑπό τῶν ἐργαζομένων δι' αὐτόν, ὅπως ἐνεργῶσι «καλῇ τῇ πίστει» καί ἐπιδεικνύωσι νομιμοφροσύνην ἐν σχέσει μέ τήν θρησκευτικήν ταυτότητα τοῦ ὀργανισμοῦ ἤ τοῦ ἱδρύματος.
Παρ' ὅλα ταῦτα, αὕτη ἡ πρόβλεψις δέν δημιουργεῖ μίαν γενικήν ἐξαίρεσιν καί προβλέπει, ὅτι ἡ διαφορά μεταχειρίσεως, ἡ ὁποία δύναται ἵνα δικαιολογηθῇ ἐκ τῆς ἐπικλήσεως μιᾶς πραγματικῆς, νομίμου καί δεδικαιωμένης ἐπαγγελματικῆς ἀνάγκης διά συγκεκριμένην ἐργασίαν, θά ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ περιεχομένου ἤ τῆς φύσεως τῆς ἐργασίας».
Ταῦτα γνωρίζοντες ὑμῖν, πρός ὑμετέραν ἐνημέρωσιν παρακαλοῦμεν διά τά καθ' ὑμᾶς.
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
+ Ἀρχιμ. Θεολόγος Ἀποστολίδης
Κοινοποιήσεις :
1. Ὑπουργεῖον Ἐθνικῆς Ἀμύνης.
Ἐνταῦθα.
2. Ὑπουργεῖον Ἐργασίας.
Ἐνταῦθα.