ΑΡΙΘΜ. ΠΡΩΤ. 1069
18ῃ Ἀπριλίου 2002
ΑΡΙΘΜ. ΔΙΕΚΠ. 735
Πρός
Τήν Ἀμερικανικήν Πρεσβείαν.
Ἐ ν τ α ῦ θ α
Ἐκ Συνοδικῆς Ἀποφάσεως, ληφθείσης ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 5ης μηνός Ἀπριλίου ἐ.ἔ. καί εἰς ἀπάντησιν τῆς ἀπό τοῦ παρελθόντος μηνός Ὀκτωβρίου 2001 κυκλοφορηθείσης Ἐκθέσεως τοῦ STATE DEPARTMENT περί τῆς ἐν Ἑλλάδι Θρησκευτικῆς Ἐλευθερίας (Τμῆμα ΙΙ : Ἡ Κατάστασις τῆς Θρησκευτικῆς Ἐλευθερίας) ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν ὑμῖν τά ὡς κάτωθι :
1. Εἰς τό ὑπό τόν τίτλον «Τό Πλαίσιον τῆς Νομικῆς Πολιτικῆς (Legal Policy Framework)» πρῶτον μέρος (παράγραφος 1) τοῦ προαναφερθέντος Tμήματος ΙΙ, ἐπανέρχεται ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως εἰς τό παλαιόν θέμα ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀσκεῖ σημαντικήν πολιτικήν καί οἰκονομικήν ἐπιρροήν (significant political and economic infuence) Ἡ διατύπωσις αὐτή εἶναι ἀνακριβής διότι ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνον δέν ἀσκεῖ οἰκονομικήν ἐπιρροήν, ἀλλά ἀντιθέτως ἀντιμετωπίζει συνεχεῖς προσπαθείας τῆς Πολιτείας νά οἰκειοποιηθῆ τά ἐναπομείναντα ὑπόλοιπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας (βλ. π.χ. τόν νόμον Τρίτση, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐκρίθη ἀπό τό Δικαστήριον Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης ὡς παραβιάζων τήν Σύμβασιν τῆς Ρώμης τοῦ 1950), ἀλλά καί διότι ἐμφανίζει τήν Ἐκκλησίαν καί κυρίως τήν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν ὡς ἀσκοῦσαν ἐπιρροήν ἐπί τῆς Πολιτείας. Εἶναι ὅμως πρόδηλον ὅτι ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία οὐδεμίαν ἀσκεῖ ἐπιρροήν ἐπί τῆς Κυβερνήσεως, ἀντιθέτως δέ ἡ Κυβέρνησις εἶναι ἐκείνη (ἰδίως κατά τήν τελευταίαν πενταετίαν) ἡ ὁποία ἐπιχειρεῖ νά ἐπέμβη εἰς τά θρησκευτικά δικαιώματα τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος (βλ. π.χ. τό θέμα τῶν ταυτοτήτων). Εἶναι δέ διάφορον τό ζήτημα ὅτι ὁ λαός, ὡς τμῆμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δύναται διά τῆς ψήφου του νά ἐπηρεάση, καί ἀσφαλῶς ἐπηρεάζει, τήν τύχην τῆς ἑκάστοτε Κυβερνήσεως κατά τάς ἐκλογάς. Τό γεγονός δέ ὅτι ὁ λαός, ὡς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπηρεάζει τήν πολιτικήν τῶν διαφόρων κυβερνήσεων, αὐτό εἶναι ζήτημα τό ὁποῖον συνάπτεται πρός τό γεγονός ὅτι ἡ συντριπτική πλειονότης τοῦ Λαοῦ, ἀνήκει εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί εἶναι ἑπόμενον νά ἐπηρεάζη τήν πολιτικήν τῶν Ἑλληνικῶν Κυβερνήσεων, τά Μέλη τῶν ὁποίων ἀνήκουν καί αὐτά, εἰς τήν συντριπτικήν πλειονότητά των, εἰς τήν αὐτήν Ἐκκλησίαν.
2. Ἀναφέρεται εἰς τήν αὐτήν παράγραφον 1 ὅτι ἡ Κυβέρνησις πληρώνει τούς μισθούς τῶν κληρικῶν. Αὐτό εἶναι ἀληθές πλήν ὅμως ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως ἀποσιωπᾶ παντελῶς τό ὅτι συμφώνως πρός τούς Νόμους 534/1945, 469/68 καί 3559/1956 τό 35% ὅλων τῶν πάσης φύσεως ἐσόδων τῶν Ἱερῶν Ναῶν ἀποδίδεται ὑποχρεωτικῶς εἰς τό Δημόσιον Ταμεῖον καί κυρίως ἀποσιωπᾶ ὅτι ἡ μισθοδοσία τῶν κληρικῶν εἶναι συμβατική καί ἠθική ὑποχρέωσις τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους πρός τήν Ἐκκλησίαν, διότι κατά καιρούς ἔχει ἀπαλλοτριώσει τεράστιον τμῆμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας χωρίς νά καταβάλη ἀποζημίωσιν καί, διά τόν λόγον αὐτόν, πληρώνει σήμερον τούς μισθούς τῶν κληρικῶν. Εἶναι δέ ἀνακριβές ὅτι ἡ Κυβέρνησις χρηματοδοτεῖ τήν ἀνοικοδόμησιν τῶν Ὀρθοδόξων Ἱερῶν Ναῶν.
3. Εἰς τό αὐτό ὡς ἄνω μέρος ( παράγραφος 2) τοῦ Τμήματος ΙΙ σημειοῦται ὅτι ἡ ἐν Ἑλλάδι Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖται, κατά ρητήν διάταξιν τοῦ Νόμου, Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου καί ὑπό τήν ἰδιότητα της αὐτήν δύναται νά εἶναι ὑποκείμενον δικαιωμάτων καί ὑποχρεώσεων, δυνατότητα τήν ὁποίαν δέν ἔχουν αἱ ἄλλαι θρησκευτικαί κοινότητες. Κατ' ἀρχήν πρέπει νά σημειωθῆ, ὅτι ὁ χαρακτηρισμός τῆς ἐν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ὡς Νομικοῦ Προσώπου Δημοσίου Δικαίου εἶναι μᾶλλον μειονέκτημα παρά πλεονέκτημα διά τήν Ἐκκλησίαν, διότι ὑπό τήν ἰδιότητά της αὐτήν ὑπάγεται εἰς τόν ἀσφυκτικόν ἔλεγχον τοῦ Κράτους. Τοιοῦτον ἔλεγχον δέν θά ἦσαν διατεθειμέναι νά ἀποδειχθοῦν οἱ ἄλλαι Ἐκκλησίαι ἤ θρησκευτικαί κοινότητες. Τό ὅτι δέν δύνανται νά εἶναι ὑποκείμενα Δικαίου οἱ ἄλλαι Ἐκκλησίαι ὡς Ἐκκλησίαι ἤ αἱ ἄλλαι θρησκευτικαί κοινότητες ὑπό τήν ἰδιότητα τῆς θρησκευτικῆς κοινότητος, εἶναι συνέπεια τοῦ ἑλληνικοῦ ἀστικοῦ κώδικος, ὁ ὁποῖος ἱκανότητα Δικαίου ἀναγνωρίζει μόνον εἰς τό φυσικόν πρόσωπον (ἄνθρωπον) καί εἰς τά πάσης φύσεως Νομικά Πρόσωπα. Δέν εἶναι σύμφωνον μέ τό νόμον νά ἔχη ἱκανότητα Δικαίου οἱαδήποτε ὁμάς ἀνθρώπων ὄχι μόνον θρησκευτικοῦ ἀλλά καί ἄλλου περιεχομένου π.χ. ἀθλητικοῦ, λογοτεχνικοῦ τουριστικοῦ κλπ. ἐάν δέν ἔχει συγκροτηθῆ ἡ ὁμάς αὐτή εἰς νομικόν πρόσωπον (σωματεῖον). Δοθέντος δέ ὅτι ἡ ἵδρυσις σωματείου, δηλαδή τό δικαίωμα τοῦ συνεταιρίζεσθαι, εἶναι ἀτομική ἐλευθερία ἡ ὁποία κατοχυροῦται ὑπό τοῦ Συντάγματος, δύναται κάθε τοιαύτη ὁμάς, ἄρα καί κάθε θρησκευτική κοινότης νά ὀργανωθῆ εἰς σωματεῖον οὕτως ὥστε καί νομικήν προσωπικότητα θά ἀποκτήση καί ὑποκείμενον δικαιωμάτων θά δύναται νά εἶναι χωρίς νά ἔχη τόν ἀσφυκτικόν ἔλεγχον τοῦ Κράτους τόν ὁποῖον ὑφίστανται τά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ὅπως λογίζεται καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Διά τοῦτον ἄλλωστε τόν λόγον οὔτε ἡ Ρωμαιοκαθολική, οὔτε ἄλλη Ἐκκλησία ζητεῖ νά θεωρηθῆ Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου.
4. Ἐπανέρχεται ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως (παράγραφος 3) εἰς τό παλαιόν θέμα τῆς «ἀδείας» ἡ ὁποία πρέπει νά χορηγηθῆ ὑπό τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας διά νά ἀνεγερθῆ καί λειτουργήση χῶρος λατρείας μή ὀρθόδοξος.
Συντηρεῖται ἔτσι κατά τήν γνώμην ἡμῶν κακοβούλως μία ἐσφαλμένη ἐντύπωσις. Πράγματι ὁ Νόμος διαλαμβάνει περί «ἀδείας» τοῦ Ὑπουργοῦ. Ὁ Νόμος ὅμως ἔχει παγίως ἑρμηνευθῆ ἀπό τό Ἀνώτατον Διοικητικόν Δικαστήριον (Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας) ὡς θεσπίζων ὄχι ἄδειαν τοῦ οἰκείου Ὀρθοδόξου Μητροπολίτου ἀλλά ἁπλῆν γνώμην πρός ἐνημέρωσιν τοῦ Ὑπουργοῦ, ὥστε νά ἀποφεύγεται ἡ ἵδρυσις χώρων λατρείας διά τήν ἐφαρμογήν εἰς τήν πρᾶξιν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων καί λατρειῶν ἐπικινδύνων διά τό κοινωνικόν σύνολον, ὅπως εἶναι αἱ πεποιθήσεις τοῦ θρησκευτικοῦ ἐκείνου Ἡγέτου, ὁ ὁποῖος ἐξηνάγκασε μεγάλον ἀριθμόν ὁπαδῶν του νά αὐτοκτονήσουν διά λόγους θρησκευτικούς εἰς τάς Η.Π.Α. πρό ὀλίγων ἐτῶν. Ἄλλωστε ἡ ἀνεξάρτητος Ἑλληνική Δικαιοσύνη ἔχει κατ' ἐπανάληψιν κρίνει ὅτι ἡ διάταξις αὕτη τοῦ Ἑλληνικοῦ Νόμου οὐδόλως ἀντίκειται εἰς τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, τό δέ Δικαστήριον τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης δέν ἔχει διαφωνήσει ἐν προκειμένῳ, ἀλλά ἔχει ἀντιθέτως δεχθῆ, ὅτι κάθε Πολιτεία ἔχει τό δικαίωμα νά ἀσκῆ, ἀπό τῆς ἀπόψεως αὐτῆς, ἔλεγχον ὡς πρός τό περιεχόμενον καί τήν διδασκαλίαν κάθε θρησκευτικῆς κοινότητος ὥστε νά προστατεύεται τό κοινωνικόν σύνολον ἀπό τάς ἐπικινδύνους θρησκείας (βλ. τήν γνωστήν ἀπόφασιν Μανουσάκη). Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν ἵδρυσιν χώρου λατρείας τῆς Σαϊεντολογίας, ὁ Ὑπουργός ἠρνήθη νά χορηγήση ἄδειαν λειτουργίας διά σοβαρούς λόγους Δημοσίας Τάξεως καί ἡ ὑπόθεσις ἐκκρεμεῖ ἐνώπιον τοῦ Ἀνωτάτου Διοικητικοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἑλλάδος.
5. Εἰς τό ὑπό τόν τίτλον «Περιορισμοί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας (Restrictions on Religious Freedom)» δεύτερον μέρος (παράγραφος 3) τοῦ προαναφερθέντος Tμήματος ΙΙ, ἀναφέρεται ἀορίστως ὅτι : «Δικαιώματα καί νομικά προνόμια ἀναγνωρισμένα εἰς τήν Ἑλληνικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν δέν ἐπεκτείνονται, κατά τήν συνήθη τακτικήν εἰς τάς ἄλλας ἀνεγνωρισμένας θρησκείας». Ἡ ἀναφορά αὕτη γίνεται ὅλως ἀορίστως, ἀφοῦ δέν μνημονεύονται συγκεκριμένα προνόμια τά ὁποῖα δέν ἔχουν αἱ ἄλλαι Ἐκκλησίαι καί θρησκευτικαί κοινότητες καί διά τόν λόγον τοῦτον δέν εἶναι δυνατόν νά ἐλεγχθῆ ὡς πρός τήν ἀκρίβειάν της.
6. Εἰς τό αὐτό ὡς ἄνω μέρος ἀναφέρονται περιστατικά τά ὁποῖα, κατά τόν συντάκτην τῆς ἐκθέσεως, ἀποδεικνύουν ἔλλειψιν θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἰς τήν Ἑλλάδα. Πρέπει ὅμως νά διευκρινισθῆ ὅτι τό ἐάν ὑπάρχει ἤ ὄχι θρησκευτική ἐλευθερία εἰς τήν Ἑλλάδα τοῦτο δέν εἶναι εὐθύνη τῆς ἐν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀλλά τῆς Πολιτείας ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἐγγυητής τοῦ ἀτομικοῦ αὐτοῦ δικαιώματος καί βεβαίως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὡς μή ἀποτελοῦσα τμῆμα τοῦ Κράτους, οὔτε εἶναι, οὔτε διανοεῖται νά εἶναι ἀντίθετος πρός τήν κατοχύρωσιν τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί τοῦτο ὄχι μόνον διότι ἡ ἐλευθερία εἶναι καί αὐτή ἕν ἀπό τά κύρια στοιχεῖα τῆς διδασκαλίας αὐτῆς, ἀλλά καί διότι ἐάν ἀντιταχθῆ εἰς τήν κατοχύρωσιν τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας θά εἶναι τοῦτο εἰς βάρος καί αὐτῆς τῆς ἰδίας, ἡ ὁποία ἔχει δικαίωμα εἰς τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν.
7. Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν ἀπαγόρευσιν τοῦ θρησκευτικοῦ προσηλυτισμοῦ (παράγραφος 13) ὑπέρ τῆς ὁποίας τάσσεται καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πρέπει νά τονισθοῦν δύο τινά : Πρῶτον ὁ προσηλυτισμός ἀπαγορεύεται καί ὅταν ἀσκεῖται ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί δεύτερον ἔχει κριθῆ ὑπό τοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων (ὑπόθεσις Κοκκινάκη) ὅτι, ἔτσι ὅπως θεσπίζεται ὑπό τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος καί τοῦ Νόμου, δέν παραβιάζει τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὅπως ἐπίσης ἔχει κριθῆ ὑπό τοῦ αὐτοῦ Δικαστηρίου (ὑπόθεσις Μανουσάκη) ὅτι δέν παραβιάζει τό δικαίωμα τοῦτο ἡ νομοθεσία περί ἱδρύσεως ναῶν καί εὐκτηρίων οἴκων.
8. Τέλος εἰς τό ὡς ἄνω δεύτερον μέρος (παράγραφος 18) τοῦ Τμήματος ΙΙ γίνεται μνεία τοῦ γεγονότος ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν διδάσκεται ὑποχρεωτικῶς εἰς τά σχολεῖα συμφώνως μέ τό ὀρθόδοξον δόγμα. Ἡ τακτική ταύτη προβλέπεται ὑπό τοῦ Νόμου καί ἐκρίθη ὑπό τοῦ Ἀνωτάτου Δικαστηρίου (Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας) ὅτι δέν ἀντίκειται εἰς τό Σύνταγμα, ἀντιθέτως δέ θεσπίζεται δι' αὐτοῦ (ἄρθ. 16) ὡς προνόμιον ὄχι τῆς ἐν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἀλλά ὡς κατοχύρωσις τοῦ καί διεθνῶς κατοχυρωμένου (πρόσθετον πρωτόκολλον τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης) δικαιώματος τῶν γονέων νά ἀνατρέφουν τά τέκνα των συμφώνως μέ τό ἰδικόν των θρήσκευμα. Παράλληλα οἱ μή ὀρθόδοξοι μαθηταί ἔχουν τό δικαίωμα νά ἀπέχουν ἀζημίως ἀπό τήν παρακολούθησιν τοῦ μαθήματος τούτου.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐξ ἄλλου, οὐδεμίαν ἀντίρρησιν ἔχει, εἰς περιοχάς τῆς χώρας ὅπου ὑπάρχει μεγάλος ἀριθμός ἑτεροδόξων ἤ ἑτεροθρήσκων μαθητῶν, νά διορίζωνται καθηγηταί θρησκευτικῶν τοῦ ἀντιστοίχου δόγματος ἤ θρησκεύματος (π.χ. Θράκη, Κυκλάδες κ.λπ.).
Ταῦτα γνωρίζοντες ὑμῖν, πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἀληθείας εἰς τό λίαν σοβαρόν θέμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἐν Ἑλλάδι, ἐπιβεβαιοῦμεν ἅπαξ ἔτι ὅτι εἴμεθα ἕτοιμοι διά πᾶσαν καλήν συνεργασίαν μετά τῶν ἁρμοδίων ὑμετέρων ὑπηρεσιῶν ἐπί τοῦ ὡς εἴρηται θέματος.
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
+ Ὁ Σαλώνων Θεολόγος