ΑΡΙΘΜ. ΠΡΩΤ. 1893
4ῃ Σεπτεμβρίου 2001
ΑΡΙΘΜ. ΔΙΕΚΠ. 1432
Πρός
Τήν Ἀμερικανικήν Πρεσβείαν.
Ἐ ν τ α ῦ θ α
Ἐκ Συνοδικῆς Ἀποφάσεως, ληφθείσης ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 31ης μηνός Ἰουλίου ἐ.ἔ. καί εἰς ἀπάντησιν τῆς ἀπό τοῦ παρελθόντος μηνός Φεβρουαρίου 2001 ἐ.ἔ. κυκλοφορηθείσης Ἐκθέσεως τοῦ STATE DEPARTMENT περί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἐν Ἑλλάδι ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν ὑμῖν τά ὡς κάτωθι :
1. Ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως συνομολογεῖ μέν ὅτι ἡ κυβέρνησις σέβεται τό δικαίωμα αὐτό (respect this right), πλήν ὅμως προβαίνει εἰς μίαν γενικήν καί παντελῶς ἀόριστον διατύπωσιν ὅτι μή ὀρθόδοξοι ὁμάδες ἀντιμετωπίζουν ἐνίοτε διοικητικά ἐμπόδια καί νομικούς περιορισμούς εἰς τήν θρησκευτικήν πρᾶξιν (non-orthodox groups some times face administrative obstacles or legal restrictions on religious practice).
2. Εἰς τό αὐτό ὡς ἄνω τμῆμα τῆς ἐκθέσεως ἀναφέρεται ἀνακριβῶς ὅτι αἱ μή ὀρθόδοξοι λατρεῖαι δέν ἐπιτρέπεται νά διαταράσσουν τήν δημοσίαν τάξιν ἤ τά χρηστά ἤθη (non-orthodox rites of worship may not disturb public order or offend moral principles).
Ἡ ἀναφορά αὐτή δέν εἶναι, ὡς διατυπώνεται, ἀκριβής διότι ὁ ἀναγνώστης σχηματίζει τήν ἐντύπωσιν ὅτι γίνεται εἰδική μνεία μόνον διά τάς μή ὀρθοδόξους λατρείας, ἐνῶ ἡ διατύπωσις τῆς ἀρχῆς αὐτῆς εἰς τό Σύνταγμα (ἀρθ. 13) εἶναι γενική καί ἔχει τήν ἔννοιαν ὅτι ἡ θρησκευτική πρακτική καί ἡ ἐφαρμογή εἰς τήν πρᾶξιν τῶν παντός εἴδους θρησκευτικῶν πεποιθήσεων δέν ἐπιτρέπεται νά προσβάλλουν τήν δημοσίαν τάξιν καί τά χρηστά ἤθη. Καί ἡ ἀρχή αὐτή γίνεται δεκτή ἀπό τά Συντάγματα ὅλων τῶν πολιτισμένων κρατῶν καί ἔχει κατ' ἐπανάληψιν υἱοθετηθῆ καί ἀπό τήν νομολογίαν τοῦ 'Ανωτάτου Δικαστηρίου τῶν Η.Π.Α.
3. Ἀναφέρεται εἰς τήν ἔκθεσιν (παράγραφος 2) ὅτι ἡ 'Ορθόδοξος 'Εκκλησία ἀσκεῖ σημαντικήν πολιτικήν καί οἰκονομικήν ἐπιρροήν (significant political and economic infuence). Ἡ διατύπωσις αὐτή εἶναι ὡσαύτως ἀνακριβής διότι ἡ 'Εκκλησία ὄχι μόνον δέν ἀσκεῖ οἰκονομικήν ἐπιρροήν, ἀλλά ἀντιθέτως ἀντιμετωπίζει συνεχεῖς προσπαθείας τῆς Πολιτείας νά οἰκειοποιηθῆ τά ἐναπομείναντα ὑπόλοιπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας (βλ. π.χ. τόν νόμον Τρίτση ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐκρίθη ἀπό τό Δικαστήριον 'Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης ὡς παραβιάζων τήν Σύμβασιν τῆς Ρώμης τοῦ 1950) ἀλλά καί διότι ἐμφανίζει τήν 'Εκκλησίαν καί κυρίως τήν Διοικοῦσαν 'Εκκλησίαν ὡς ἀσκοῦσαν ἐπιρροήν ἐπί τῆς Πολιτείας. Εἶναι ὅμως πρόδηλον ὅτι ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία οὐδεμίαν ἀσκεῖ ἐπιρροήν ἐπί τῆς Κυβερνήσεως, ἀντιθέτως δέ ἡ Κυβέρνησις εἶναι ἐκείνη (ἰδίως κατά τήν τελευταίαν πενταετίαν) ἡ ὁποία ἐπιχειρεῖ νά ἐπέμβη εἰς τά θρησκευτικά δικαιώματα τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος (βλ. π.χ. τό θέμα τῶν ταυτοτήτων). Εἶναι δέ διάφορον τό ζήτημα ὅτι ὁ λαός, ὡς τμῆμα τῆς 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας, δύναται διά τῆς ψήφου του νά ἐπηρεάση, καί ἀσφαλῶς ἐπηρεάζει, τήν τύχην τῆς ἑκάστοτε Κυβερνήσεως κατά τάς ἐκλογάς. Τό γεγονός δέ ὅτι ὁ λαός, ὡς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπηρεάζει τήν πολιτικήν τῶν διαφόρων κυβερνήσεων, αὐτό εἶναι ζήτημα τό ὁποῖον συνάπτεται πρός τό γεγονός ὅτι ἡ συντριπτική πλειονότητα τοῦ Λαοῦ, ἀνήκει εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί εἶναι ἑπόμενον νά ἐπηρεάζη τήν πολιτικήν τῶν Ἑλληνικῶν Κυβερνήσεων, τά Μέλη τῶν ὁποίων ἀνήκουν καί αὐτά, εἰς τήν συντριπτικήν πλειονότητά των, εἰς τήν αὐτήν Ἐκκλησίαν.
4. 'Αναφέρεται εἰς τήν αὐτήν παράγραφον ὅτι ἡ Κυβέρνησις πληρώνει τούς μισθούς τῶν κληρικῶν. Αὐτό εἶναι ἀληθές πλήν ὅμως ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως ἀποσιωπᾶ παντελῶς τό ὅτι συμφώνως πρός τούς Ν. 534/1945, Ν. 469/68 καί Ν.3559/1956 τό 35% ὅλων τῶν πάσης φύσεως ἐσόδων τῶν Ἱερῶν Ναῶν ἀποδίδεται ὑποχρεωτικῶς εἰς τό Δημόσιον Ταμεῖον καί κυρίως ἀποσιωπᾶ ὅτι ἡ μισθοδοσία τῶν κληρικῶν εἶναι συμβατική καί ἠθική ὑποχρέωσις τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους πρός τήν Ἐκκλησίαν, διότι κατά καιρούς ἔχει ἀπαλλοτριώσει τεράστιον τμῆμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας χωρίς νά καταβάλη ἀποζημίωσιν καί, διά τόν λόγον αὐτόν, πληρώνει σήμερον τούς μισθούς τῶν κληρικῶν. Εἶναι δέ ἀνακριβές ὅτι ἡ Κυβέρνησις χρηματοδοτεῖ τήν ἀνοικοδόμησιν τῶν Ὀρθοδόξων Ἱερῶν Ναῶν.
5. Καταλογίζεται εἰς τήν Ἑλληνικήν Πολιτείαν (βλ. παραγρ. 3 τῆς ἐκθέσεως) τό γεγονός ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί αἱ Ἱουδαϊκαί καί θρησκευτικαί κοινότητες εἶναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ἐνῶ αἱ λοιπαί θρησκευτικαί κοινότητες εἶναι νομικά πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου ἤ στεροῦνται παντελῶς νομικῆς προσωπικότητος.
Ὁ χαρακτηρισμός μιᾶς θρησκευτικῆς κοινότητος ὡς νομικοῦ προσώπου δημοσίου δικαίου εἶναι μᾶλλον μειονέκτημα καί ὄχι προνόμιον ὡς φαίνεται νά τό θεωρῆ ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως, διότι ἡ ἰδιότης αὐτή σημαίνει, πλήν τῶν ἄλλων, καί ὅτι τό νομικόν αὐτό πρόσωπον τίθεται ὑπό τόν δραστικόν πολλάκις ἔλεγχον τῆς Πολιτείας καί δή εἰς ἔκτασιν πολύ μεγαλυτέραν ἐκείνου εἰς τόν ὁποῖον τίθενται αἱ ἄλλαι θρησκευτικαί κοινότητες, αἱ ὁποῖαι οὐδέποτε ἐζήτησαν νά χαρακτηρισθοῦν καί αὐταί ὡς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Ὅσον ἀφορᾶ δέ εἰς τήν ἐπισήμανσιν τῆς ἐκθέσεως ὅτι αἱ ἄλλαι θρησκευτικαί κοινότητες δέν μποροῦν νά κατέχουν ἰδιοκτησίαν ἤ νά εἶναι, ὡς θρησκευτικαί κοινότητες, ὑποκείμενα δικαιωμάτων εἶναι ἀληθές καί δικαιολογεῖται ἐκ τοῦ λόγου ὅτι δέν ἔχουν φροντίσει αἱ ἴδιαι νά ἀποκτήσουν νομικήν προσωπικότητα κατά τάς διατάξεις τοῦ 'Αστικοῦ Κώδικος (π.χ. σωματεῖον, ἵδρυμα κλπ). Οὐδέν νομικόν κώλυμα ὑφίσταται εἰς τό σημεῖον αὐτό. Ὑπάρχει ἁπλῶς ἀμέλεια τῶν ἀντιστοίχων θρησκευτικῶν κοινοτήτων αἱ ὁποῖαι γνωρίζουν καλῶς ὅτι δέν δύνανται νά εἶναι ὑποκείμενα δικαίου χωρίς νά ἔχουν νομικήν προσωπικότητα. Ἄς τήν ἀποκτήσουν κατ' ἐφαρμογήν τῶν διατάξεων τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος ὅπως γίνεται διά ὅλας τάς ἑνώσεις προσώπων. Τέλος τό 1999 ἐψηφίσθη νόμος ὁ ὁποῖος ἀνεγνώρισε, ὡς συνομολογεῖ ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως, τήν νομικήν προσωπικότητα, τῆς ρωμαιοκαθολικῆς 'Εκκλησίας.
6. Ἐπανέρχεται ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως εἰς τό παλαιόν θέμα τῆς "ἀδείας" ἡ ὁποία πρέπει νά χορηγηθῆ ἀπό τόν Ὑπουργόν Παιδείας διά νά ἀνεγερθῆ καί λειτουργήση χῶρος λατρείας μή ὀρθόδοξος.
Συντηρεῖται ἔτσι κατά τήν γνώμην ἡμῶν κακοβούλως μία ἐσφαλμένη ἐντύπωσις. Πράγματι ὁ νόμος διαλαμβάνει περί "ἀδείας" τοῦ Ὑπουργοῦ. Ὁ νόμος ὅμως ἔχει παγίως ἑρμηνευθῆ ἀπό τό Ἀνώτατον Διοικητικόν Δικαστήριον (Συμβούλιον τῆς 'Επικρατείας) ὡς θεσπίζων ὄχι ἄδειαν τοῦ οἰκείου Ὀρθοδόξου Μητροπολίτου ἀλλά ἁπλῆν γνώμην πρός ἐνημέρωσιν τοῦ Ὑπουργοῦ, ὥστε νά ἀποφεύγεται ἡ ἵδρυσις χώρων λατρείας διά τήν ἐφαρμογήν εἰς τήν πρᾶξιν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων καί λατρειῶν ἐπικινδύνων διά τό κοινωνικόν σύνολον ὅπως εἶναι αἱ πεποιθήσεις τοῦ θρησκευτικοῦ ἐκείνου Ἡγέτου ὁ ὁποῖος ἐξηνάγκασε μεγάλον ἀριθμόν ὁπαδῶν του νά αὐτοκτονήσουν διά λόγους θρησκευτικούς εἰς τάς Η.Π.Α. πρό ὀλίγων ἐτῶν. Ἄλλωστε ἡ ἀνεξάρτητος ἑλληνική δικαιοσύνη ἔχει κατ' ἐπανάληψιν κρίνει ὅτι ἡ διάταξις αὕτη τοῦ ἐλληνικοῦ νόμου οὐδόλως ἀντίκειται εἰς τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, τό δέ Δικαστήριον τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης δέν ἔχει διαφωνήσει ἐν προκειμένῳ, ἀλλά ἔχει ἀντιθέτως δεχθῆ ὅτι κάθε Πολιτεία ἔχει τό δικαίωμα νά ἀσκῆ, ἀπό τῆς ἀπόψεως αὐτῆς, ἔλεγχον ὡς πρός τό περιεχόμενον καί τήν διδασκαλίαν κάθε θρησκευτικῆς κοινότητος ὥστε νά προστατεύεται τό κοινωνικόν σύνολον ἀπό τάς ἐπικινδύνους θρησκείας (βλ. τήν γνωστήν ἀπόφασιν Μανουσάκη). Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν ἵδρυσιν χώρου λατρείας τῆς Σαϊεντολογίας ὁ Ὑπουργός ἠρνήθη νά χορηγήση ἄδειαν λειτουργίας διά σοβαρούς λόγους δημοσίας τάξεως καί ἡ ὑπόθεσις ἐκκρεμεῖ ἐνώπιον τοῦ 'Ανωτάτου Διοικητικοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἑλλάδος.
'Εν πάσῃ περιπτώσει εἶναι ἀνακριβές τό ἀναφερόμενον εἰς τήν ἔκθεσιν ὅτι δηλαδή διά νά ἱδρυθῆ καί λειτουργήση εἰς τήν Ἑλλάδα εὐκτήριος οἶκος πρέπει νά τηρηθοῦν αἱ διατάξεις τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος περί ἑταιρειῶν (corporations). Ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως συγχέει τήν ἄδειαν ἱδρύσεως ναοῦ μέ τήν ἀνάγκην νά ἔχη ἑκάστη θρησκευτική κοινότης, ὅπως ὅλαι αἱ κοινότητες, νομικήν προσωπικότητα διά νά εἶναι ὑποκείμενον δικαιωμάτων καί ὑποχρεώσεων.
7. Ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως παραπονεῖται διότι "ἕνας φορολογικός νόμος τοῦ ἔτους 1997, ἐπέβαλε τρεῖς νέους φόρους εἰς ΟΛΑΣ τάς Ἐκκλησίας καί ἄλλους μή κερδοσκοπικούς ὀργανισμούς" (βλ. παραγρ. 6 τῆς ἐκθέσεως). Ἀλλά ἐφ' ὅσον τούς φόρους αὐτούς καλοῦνται νά τούς πληρώσουν ΟΛΑΙ αἱ 'Εκκλησίαι διατί εἶναι "μεροληπτικοί" οἱ φόροι αὐτοί, ὅπως παραπονεῖται ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως συνδυάζων τήν πληρωμήν τῶν φόρων αὐτῶν πρός τό γεγονός ὅτι ἐνισχύεται οἰκονομικῶς ἡ 'Ορθόδοξος 'Εκκλησία ἀπό τό Κράτος; Ἡ οἰκονομική ἐνίσχυσις δικαιολογεῖται, ὡς ἐπεξηγήθη ἀνωτέρω (βλ. παραγρ. 4 τῆς παρούσης). Ἄρα δέν εἶναι δυνατόν νά θεωρηθῆ ὁ νόμος αὐτός μεροληπτικός ἐξ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως. Τέλος, ἄς ἀναφέρη ἡμῖν ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως ποῖος εἶναι ὁ νόμος αὐτός διά νά ἀπαντήσωμεν εἰδικῶς καί λεπτομερῶς.
8. Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν ἔλλειψιν Μουσουλμανικοῦ τεμένους εἰς τήν περιοχήν τῶν 'Αθηνῶν ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως παραπονεῖται μέν, ἀναφέρει ὅμως ὅτι τόν 'Ιούνιον τοῦ 2000 ἡ Βουλή ἐνέκρινε νομοσχέδιον παρέχον τήν δυνατότητα ἱδρύσεως τοιούτου τεμένους.
9. Ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως ἀσχολεῖται μέ τούς μουσουλμάνους οἱ ὁποῖοι ζοῦν εἰς τήν Ἑλλάδα καί ἰδίως εἰς τήν Θράκην. Ἡ θέσις τῶν μουσουλμάνων αὐτῶν κατοχυρώνεται ἀπό τήν Συνθήκην τῆς Λωζάνης καί τά ἑλληνικά δικαστήρια οὐδέποτε ἠρνήθησαν τήν ἐφαρμογήν τῶν διατάξεων τῆς Συνθήκης αὐτῆς. 'Αξίζει νά σημειωθῆ ὅτι ὅταν ἐψηφίσθη ἕνας νόμος ἀπό τήν Ἑλληνικήν Βουλήν, ὁ ὁποῖος ἔδιδε εἰς τούς μουσουλμάνους τό θρήσκευμα Ἕλληνας πολίτας τῆς Θράκης τό προνομιακόν δικαίωμα νά δίδουν κεχωρισμένως ἀπό τούς χριστιανούς εἰσαγωγικάς ἐξετάσεις εἰς τά Ἀνώτατα 'Εκπαιδευτικά Ἱδρύματα τῆς χώρας, τό Συμβούλιον τῆς 'Επικρατείας ἔκρινε μέ ἀπόφασιν τοῦ Στ´ Τμήματος του, ὑπό τήν Προεδρίαν τοῦ Ἀντιπροέδρου Ἀναστασίου Ν. Μαρίνου, ὅτι ὁ νόμος αὐτός δέν ἦταν ἀντισυνταγματικός ὅπως ὑπεστήριξεν ὁ τοπικός Μητροπολίτης τῆς 'Εκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἀπέρριψε τήν σχετικήν αἴτησιν ἀκυρώσεως, τήν ὁποίαν εἶχαν ἀσκήσει ὀρθόδοξοι χριστιανοί τῆς περιοχῆς.
Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τό ζήτημα τῶν λειτουργῶν τῆς Ἰσλαμικῆς θρησκείας εἰς τήν Θράκην μέ τό ὁποῖον ἀσχολεῖται ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως θά πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ μουσουλμάνοι εἶναι διχασμένοι ὡς πρός τό ζήτημα αὐτό διά τήν ἐπίλυσιν τοῦ ὁποίου ἁρμόδια εἶναι τά ἑλληνικά δικαστήρια. Εἰς τά δικαστήρια αὐτά ἐλευθέρως δύναται νά προσφύγη κάθε πολίτης ἀνεξαρτήτως τοῦ θρησκεύματος τό ὁποῖον πρεσβεύει.
10. Ἰσχυρίζεται ἀναληθῶς ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως ὅτι τό Δικαστήριον 'Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. παράγρ. 20 αὐτῆς) ἐθεώρησε τήν Ἑλλάδα ὑπαίτιον παραβάσεως τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης ἐπειδή εἶχε καταδικάσει εἰς φυλάκισιν ὡρισμένους Προτεστάν- τας διά προσηλυτισμόν.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι τελείως ἀντίθετος, διότι τό ἐν λόγῳ δικαστή-ριον ἐδέχθη ὅτι ἡ καταδίκη τῶν ἐν λόγῳ Προτεσταντῶν διά προσηλυτισμόν δέν ἀποτελεῖ παραβίασιν τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης καί ἠρνήθη νά καταδικάση τήν Ἑλληνικήν Κυβέρνησιν.
11. Ὅλως ἀορίστως ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Ἑλληνική Κυβέρνησις παρεδέχθη ἐνώπιον τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου ὅτι παρακολουθοῦσε ἕνα Μάρτυρα τοῦ Ἰεχωβᾶ καί ὅτι ὑπεσχέθη νά μή τόν παρακολουθῆ πλέον. Καλεῖται ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως νά ἀναφέρη ἡμῖν λεπτομερῆ στοιχεῖα περί τοῦ ἰσχυρισμοῦ αὐτοῦ, τόν ὁποῖον διά πρώτην φοράν πληροφορούμεθα.
12. 'Αναφέρεται ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως εἰς τά παράπο-να τῶν ἀντιρρησιῶν συνειδήσεως διά τόν διπλάσιον χρόνον ἐναλλακτικῆς θητείας τόν ὁποῖον ὑπηρετοῦν.
'Εφ' ὅσον ὅμως ὁ νόμος τούς ἀπαλλάσσει τῆς στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας εἶναι δίκαιον κατά τήν κρίσιν τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας νά ὑπηρετοῦν μεγαλυτέραν ἐναλλακτικήν θητείαν διά λόγους ἰσότητος πρός τούς στρατευομένους, καί ὑπό δυσμενεστέρας συνθήκας τελοῦντας, συναδέλφους των.
13. Ἀναφέρεται, ἐπίσης, ὅτι τό Ἑλληνικόν Ὑπουργεῖον Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων δέν ἀνεγνώρισε τήν Σαϊεντολογίαν ὡς θρησκείαν. Ὁ συντάκτης ὅμως τῆς ἐκθέσεως, εἰς τό σημεῖον αὐτό, ἀποσιωπᾶ καί ἀποκρύπτει ὅτι τούς Σαϊεντολόγους δέν τούς ἔχουν ἀναγνωρίσει ὡς θρησκεία τά ἑλληνικά δικαστήρια (ἀπόφασις Πρωτοδικείου Ἀθηνῶν 7380/1996, ἀπόφασις Ἐφετείου Ἀθηνῶν 10493/1997) καί ἑπομένως τό Ἑλληνικόν Ὑπουργεῖον δέν εἶχε ἐκ τοῦ νόμου οὐδεμίαν εὐχέρειαν νά ἀγνοήση τάς ἐν λόγῳ δικαστικάς ἀποφάσεις. Ἐπίσης ἀποκρύπτει ὅτι τούς Σαϊεντολόγους δέν τούς ἔχουν ἀναγνωρίσει ὡς θρησκείαν καί ἄλλα κράτη καί βεβαίως οὔτε καί τό Δικαστήριον τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων (ἀπόφασις τῆς 4.12.1974 - ὑπόθεσις VAN DUYN κατά HOME OFFICE 41/74).
14. Ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως ἀναφέρει ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου θρησκείας εἰς τά σχολεῖα τῆς πρωτοβαθμίου καί δευτεροβαθμίου ἐκπαιδεύσεως εἶναι ὑποχρεωτική δι' ὅλους τούς ἑλληνορθοδόξους μαθητάς καί ὅτι οἱ μή Ὀρθόδοξοι μαθηταί ἐξαιροῦνται τῆς ὑποχρεώσεως αὐτῆς. Παρά ταῦτα ἀναφέρει ὅτι οἱ μή Ὀρθόδοξοι μαθηταί, μή ἔχοντες ἐναλλακτικήν λύσην, ἐξαναγκάζονται νά παρακολουθοῦν ἀναγκαστικῶς τά μαθήματα τῆς Ὀρθοδόξου θρησκείας.
15. Ὁ συντάκτης ἀναφέρει ὅτι, σχετικῶς πρός τό θέμα τῆς μή ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος εἰς τά ἐθνικά δελτία ταυτοτήτων, ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος φωνάζων ἤσκησε κριτικήν κατά τῆς Κυβερνήσεως καί ἔχει ἀρχίσει νά συλλέγη ὑπογραφάς διά νά ζητήση ἀπό τήν Κυβέρνησιν νά ἐπιτρέψη τήν προαιρετικήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τά ἐθνικά δελτία ταυτότητος. Θά ἔπρεπε ὅμως ὁ συντάκτης τῆς Ἐκθέσεως νά γνωρίζῃ ὅτι ἡ ἐλευθερία ἐκφράσεως ἀποτελεῖ ἀτομικόν δικαίωμαν εἰς ὅλα τά δημοκρατικά κράτη καί βεβαίως καί εἰς τάς Η.Π.Α. ὅπου προβλέπεται ὑπό τοῦ ἄρθρου 1 τῆς FIRST AMENDMENT τοῦ ἀμερικανικοῦ Συντάγματος καί τό ὁποῖον ρητῶς ὁμιλεῖ περί τῆς " FREEDOM OF SPEECH ". Εἰς τήν Ἑλλάδα ἑπομένως τό δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου καί τῆς ἐλευθερίας ἀσκήσεως κριτικῆς ἀναγνωρίζεται εἰς ὅλους καί βεβαίως καί εἰς τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλον.
Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως ἔχει λίαν ἀνεπαρκῆ καί μονομερῆ πληροφόρησιν καί δι' αὐτό ὁσάκις θέλει νά ἀσκήσῃ δυσμενῆ κριτικήν εἰς βάρος τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως προβαίνει εἰς ἀορίστους καί γενικάς παρατηρήσεις, χωρίς νά μνημονεύη συγκεκριμένα στοιχεῖα. Ὑπό τά δεδομένα ὅμως αὐτά ἡ ἔκθεσις στερεῖται τῆς ἀπαιτουμένης τεκμηριώσεως.
'Επί πλέον αἱ δυσμενεῖς παρατηρήσεις τοῦ συντάκτου τῆς ἐκθέσεως ἐπί τῶν ὁποίων συνάγεται, ἐμμέσως πλήν σαφῶς, ὅτι θέλει οὗτος νά καταλογίση εἰς τήν Ἑλληνικήν Κυβέρνησιν ἔλειμμα θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἔρχονται εἰς ὀξεῖαν ἀντίθεσιν μέ ἄλλας παρατηρήσεις του διά τῶν ὁποίων παρέχει τήν πληροφορίαν ὅτι εἰς τόν Ἑλλαδικόν χῶρον διαβιοῦν πλήν τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν καί Ἕλληνες πολῖται οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν εἰς ἄλλα δόγματα ἤ θρησκεύματα καί μάλιστα εἰς ἱκανόν ἀριθμόν, τοῦθ' ὅπερ ἀποδεικνύει περιφάνως ὅτι εἰς τήν Ἑλλάδα ὑπάρχει κατωχυρωμένη συνταγματικῶς θρησκευτική ἐλευθερία, διότι ἐάν δέν ὑπῆρχε δέν θά ὑπῆρχαν ἑτερόδοξοι ἤ ἀλλόθρησκοι Ἕλληνες Πολῖται.
Ταῦτα γνωρίζοντες ὑμῖν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἀληθείας εἰς τό λίαν σοβαρόν θέμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἐν Ἑλλάδι καί, ἐπιβεβαιοῦντες ἅπαξ ἔτι ὅτι εἴμεθα ἕτοιμοι διά πᾶσαν καλήν συνεργασίαν μετά τῶν ἁρμοδίων ὑμετέρων ὑπηρεσιῶν ἐπί τοῦ ὡς εἴρηται θέματος διατελοῦμεν.
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς.
+ Ἀρχιμ. Θεολόγος Ἀποστολίδης.