Ας έρθουμε τώρα να δούμε γιατί το σεισμικό παρελθόν της Χώρας μας είναι τόσο βεβαρημένο και γιατί το μέλλον, τουλάχιστον από την άποψη αν θα έχουμε σεισμούς ή όχι, είναι βαριά υποθηκευμένο.
Όπως είναι φανερό από τη Εικόνα 3, η Χώρα μας, δυστυχώς, βρίσκεται στο μέτωπο της σύγκρουσης δύο τεραστίων πλακών: της Ευρασίας και της Αφρικής, με την τελευταία να βυθίζεται κάτω από την Ευρασιατική με ταχύτητες που νότια και ανατολικά της Κρήτης ξεπερνούν τα 3-5 εκατοστά το χρόνο!!.
Το αποτέλεσμα δυστυχώς όλοι το ξέρουμε. Η Χώρα μας πέρα από το μέτωπο σύγκρουσης και λόγω της συγκριτικά μικρής της έκτασης είναι κατακερματισμένη με πλήθος από σεισμογόνες ζώνες. ΄Εχει τη μεγαλύτερη σεισμικότητα στην Ευρώπη, Εικ.4. Στην Ελλάδα απελευθερώνεται το μισό της ενέργειας που βγαίνει από τους σεισμούς όλης της Ευρώπης. Δεν υπάρχει Ελληνική επαρχία που να μη φιλοξενεί σεισμικές εστίες, Εικ.5. Ο τόπος μας έχει θυσιάσει εκατόμβες στον εγκέλαδο από αρχαιοτάτων χρόνων.
Μέσα στην ατυχία μας όμως έχουμε και κάτι παρήγορο. Τα 3/4 των σεισμών μας είτε γίνονται στη θάλασσα, μακριά από κατοικημένες περιοχές, είτε έχουν αρκετά χιλιόμετρα βάθος, ώστε να μη προκαλούν καταστροφές.
Μια και τα γεωλογικά φαινόμενα που προκαλούν τους σεισμούς δεν μεταβάλλονται παρά ελάχιστα μέσα σε 100 και 200 χρόνια, το μόνο σίγουρο είναι ότι οι σεισμοί δυστυχώς θα συνεχίσουν να δοκιμάζουν πόσο πέτυχαν τα έργα του ανθρώπου και να δείχνουν τα λάθη ή τις απερισκεψίες μας.
Και θα ρωτήσει ίσως κάποιος δικαιολογημένα. Σήμερα, το 2003, με τα τόσα μέσα που διαθέτουμε, δεν θα πρέπει ο κίνδυνος από τους σεισμούς να είναι μικρότερος από αυτόν που αντιμετώπιζε η πόλη μας ή η Αθήνα π.χ. πριν 100 ή 200 χρόνια; Δυστυχώς συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Σήμερα ο κίνδυνος από το σεισμό, ίσως τον ίδιο με κείνο που ξανάγινε πριν 100 ή 200 χρόνια, είναι πολλές φορές μεγαλύτερος. Ο συνωστισμός στις μεγάλες πόλεις και η μεγάλη ζήτηση οικοπέδων δεν αφήνει περιθώρια για να διαλέξει κανείς το γερό έδαφος, το βράχο, δεν τον ενδιαφέρει αν εκεί ήταν πρώτα βάλτος, ή μπαζωμένη θάλασσα ή ρέμα ή στοές που έβγαζαν κάποτε κάρβουνο. Οι πιέσεις στην πολιτεία για μεγαλύτερους συντελεστές δόμησης και ψηλότερα κτίρια μέρα με τη μέρα γίνονται αφόρητες. Αλλά δε φτάνει αυτό, γεμίσαμε με πολυκατοικίες χωρίς καμιά σχεδόν αντισεισμική προστασία πέρα από ένα τυπικό και γενικό αντισεισμικό συντελεστή που προέβλεπε, με ελάχιστες τροποποιήσεις, ο μέχρι το 1995 αντισεισμικός κανονισμός του 1959. Το 1995 τέθηκε σε υποχρεωτική εφαρμογή ο Νέος Αντισεισμικός Κανονισμός, (ΝΕΑΚ), και στη συνέχεια ο ΝΕΑΚ-2000, που ήταν αυστηρότερος αλλά και πλήρης. Από τις αρχές του 2004 τέθηκε σε εφαρμογή νέος με την Ελλάδα να χωρίζεται σε τρεις αντί τέσσαρες ζώνες, Εικ.6.
Όμως οι πρόσφατοι σεισμοί έδειξαν ότι δεν φθάνει ένας απλός συντελεστής μια και μέσα στην ίδια πόλη οι διαφορές είναι τεράστιες και ο παράγοντας έδαφος παίζει αποφασιστικό ρόλο. Ένας εξ ίσου σοβαρός λόγος που σήμερα ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος είναι και το ύψος της οικοδομής. Ενώ πριν από 40-50 χρόνια είχαμε χαμηλά σπίτια, τώρα έχουμε πολυώροφα. Αλλά έτσι κάναμε τις πόλεις μας ευάλωτες όχι μόνο στους τοπικούς αλλά και στους μακρινούς σεισμούς και αυτό γιατί: Ένα σπίτι θα πάθει μεγάλες βλάβες ή και θα πέσει όταν παρουσιαστούν φαινόμενα συντονισμού, όταν δηλαδή η ταλάντωση που θα κάνει λόγω του σεισμού συμπέσει με την ταλάντωση που έχει το ίδιο το κτίριο από την κατασκευή του. Αλλά, όταν γίνεται ένας σεισμός, από την εστία ξεκινάνε κύματα που όσο προχωρούν, το έδαφος δρα σαν φίλτρο και κόβει τις υψίσυχνες ταλαντώσεις τους, ενώ επιτρέπει να περνούν αυτές με μεγάλες περιόδους. Το αποτέλεσμα είναι π.χ. μια οκταόροφη πολυκατοικία, με ιδιοπερίοδο 0.6-0.8sec να κινδυνεύει όχι από τοπικό σεισμό αλλά από σεισμό 50 και 60 χιλιόμετρα μακριά, απόσταση από την οποία τα κύματα που φτάνουν να είναι πλούσια σε περιόδους αυτής της τάξεως. Οι σεισμοί του Κορινθιακού το 1981 έδειξαν πόσο λαθεμένο ήταν το αίσθημα ασφαλείας που είχαν οι Αθηναίοι κοιτώντας των Παρθενώνα να στέκεται όρθιος 2500 χιλιάδες χρόνια πάνω στο βράχο της Ακρόπολης. Οι υψηλόκορμες πολυκατοικίες της, που χτίστηκαν μετά το 60, έχουν ιδιοπεριόδους κοντά στις περιόδους που επικρατούν στα σεισμικά κύματα που προέρχονται από αποστάσεις 60 - 70 χλμ. δηλαδή περίπου από τη Κόρινθο ή την Αταλάντη. Το αποτέλεσμα ήταν να παρουσιαστούν εντάσεις της τάξεως των 6-7 της κλίμακας Mercalli, ενώ οι χαμηλές οικοδομές δε έπαθαν σχεδόν τίποτα. Βέβαια το αντίθετο συνέβει με τον κοντινό σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 που, παρόλο το σχετικά όχι και τόσο μεγάλο μέγεθός του (5.9R), οι καταστροφές ήταν μεγάλες σε μονόροφες έως τετραόροφες οικοδομές. Βέβαια, στη περίπτωση αυτή εξίσου μεγάλο ρόλο έπαιξε και εδώ ο παράγοντας έδαφος, καθώς και η κατευθυντικότητα της σεισμικής κίνησης με αποτέλεσμα τις μεγάλες τιμές επιτάχυνσης που παρατηρήθηκαν.
Ακόμα και μέσα στην ίδια την πόλη οι διαφορές στις ζημιές μπορεί να είναι τεράστιες, αφού η ποιότητα του εδάφους παίζει αποφασιστικό ρόλο. Αν και από την εποχή του Ευαγγελιστή Ματθαίου ήταν γνωστό ότι “μωρός όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί άμμον” (Ματθ. Ζ 260), έχουμε αρκετά παραδείγματα μωρίας. Ένα τέτοιο κλασσικό είναι π.χ. η μεταφορά της Κορίνθου μετά το σεισμό του 1858, από τις μάργες που ήταν, στα αλλούβια και τις προσχώσεις που είναι σήμερα. Αποτέλεσμα η ίδια να ισοπεδωθεί τον Απρίλιο του 1928, το δε τμήμα του Λουτρακίου κάτω από τον κεντρικό δρόμο προς τη θάλασσα, στους σεισμούς των Αλκυονίδων το 1981.
Άλλοι εξίσου σημαντικοί παράγοντες που συμβάλουν στην αύξηση των επιπτώσεων σε περίπτωση σεισμού είναι η ανυπαρξία εξόδων διαφυγής, ανοικτών χώρων, κλπ.