Οι παραπάνω δυσοίωνες πράγματι διαπιστώσεις μπορούν να αποτελέσουν αφορμή για μια, μελλοντικά τουλάχιστον, σωστή αντισεισμική τακτική που θα επιτρέψει την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από έναν μελλοντικό αλλά και αναπόφευκτο σεισμό; Μπορούμε να προβλέψουμε τους σεισμούς; Και τι έχει γίνει πάνω σ’ αυτό παγκόσμια αλλά και στην Ελλάδα ειδικότερα. Ας δούμε λοιπόν αυτό το πάντα και κυρίως τώρα τελευταία τόσο επίκαιρο ερώτημα.
Με τον όρο πρόγνωση εννοούμε δύο διαφορετικά προβλήματα που στοχεύουν στον ίδιο στόχο: Την προφύλαξη του ανθρώπου και της περιουσίας του από τα αποτελέσματα του σεισμού. Έχουμε την ειδική πρόγνωση και την πρόγνωση μακράς διαρκείας ή γενική πρόγνωση.
Η ειδική πρόγνωση είναι η πρόγνωση συγκεκριμένου σεισμού στο χώρο και χρόνο καθώς και το μέγεθός του, ενώ ως γενική πρόγνωση χαρακτηρίζεται η εκτίμηση της σεισμικής επικινδυνότητας μιας περιοχής. Η απάντηση στην πρώτη φαίνεται να είναι η σπουδαιότερη προσφορά της σεισμολογίας στον άνθρωπο. Αν σκεφτούμε όμως ότι ακόμη και αν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε ένα σεισμό, που δυστυχώς δεν είμαστε ακόμη, δεν μπορούμε και να τον αποφύγουμε, τότε φαίνεται ότι και η απάντηση στη δεύτερη, δηλαδή την πληρέστερη γνώση της σεισμικής επικινδυνότητας μιας περιοχής, είναι εξίσου μια μεγάλη προσφορά. Η προσφορά αυτή έγκειται στο ότι θα μπορούμε να δώσουμε στους μηχανικούς τα στοιχεία τα απαραίτητα για ένα σωστό σχεδιασμό των κατασκευών τους.
Για την ειδική πρόγνωση από το 1960 έχουν διατεθεί τεράστια ποσά τόσο στην Ιαπωνία όσο και στη Ρωσία και Αμερική. Αν και συνεχώς συγκεντρώνονται όλο και πιο ακριβή και αξιόπιστα στοιχεία που αφορούν φαινόμενα που προηγούνται σεισμών και έχουν εντοπιστεί πάνω από 400 είδη, μέχρι σήμερα δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε πρόγνωση συγκεκριμένου σεισμού. Αυτό όμως που ίσως θα έλυνε το πρόβλημα είναι να απομονώσουμε ένα κοινό προάγγελο για όλους τους σεισμούς. Το κλασσικό πια παράδειγμα επιτυχίας στην πρόγνωση συγκεκριμένου σεισμού είναι αυτός της Κίνας. Με βάση τη σύγχρονη εμφάνιση πολυάριθμων πρόδρομων ενδείξεων πρόβλεψαν το 1975 μεγάλο σεισμό, άδειασαν πόλεις, έγινε ο σεισμός και είχε μέγεθος 7R. Ισοπεδώθηκαν πόλεις αλλά ίσως σώθηκαν χιλιάδες ζωές. Μετά 18 μήνες οι ίδιοι επιστήμονες δεν μπόρεσαν να προβλέψουν, γιατί δεν είχαν αντίστοιχες ενδείξεις το σεισμό του βόρεια του Πεκίνου με απώλειες περίπου 500.000 ανθρώπων.
Ελέχθη προηγουμένως ότι ίσως έλυνε το πρόβλημα, γιατί η πείρα διεθνώς έχει δείξει ότι είναι πολύ πιθανόν, μετά από μια τέτοια προειδοποίηση, να δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα. Μπορείτε να φανταστείτε τι θα γινόταν αν έλεγαν στους Αθηναίους ότι σε λίγες ώρες θα γίνει μεγάλος σεισμός; Πως θα αδειάσει μια πόλη που δεν έχει σχεδιαστεί καν για τέτοιες περιπτώσεις. Ένας συνωστισμός στις εξόδους και μια πυρκαγιά ενός αυτοκινήτου θα έφθανε για να θρηνήσουμε χιλιάδες θύματα, κάτι που παραλίγο να συμβεί γίνει με τους σεισμούς της Θεσσαλονίκης το 1978. Που υπάρχουν τα πάρκα ή οι ελεύθεροι χώροι για να καταφύγει ο κόσμος?.
Ας δούμε όμως και το δεύτερο σκέλος: τη γενική πρόγνωση.
Η γενική πρόγνωση όπως είδαμε έχει σα σκοπό να προσδιορίσει τη σεισμική επικινδυνότητα κάθε τόπου. Σαν μέσα της χρησιμοποιεί τη σεισμική προϊστορία της περιοχής τη γεωλογία της τα ρήγματά της. Στοχεύει τελικά στο να υπολογίσει και να δώσει στο Μηχανικό όλα εκείνα τα στοιχεία για ένα πιο σωστό και ρεαλιστικό αντισεισμικό σχεδιασμό.
Πάνω στο τμήμα αυτό της πρόγνωσης έχει από Ελληνικής Πλευράς γίνει σημαντική δουλειά με σημαντικότερο αποτέλεσμα αυτό που αποτέλεσε τη βάση του ΝΕΑΚ 95, ΝΕΑΚ 2000 και της τελευταίας αναθεωρημένης έκδοσής του η οποία, όπως τονίσθηκε, τέθηκε ήδη σε εφαρμογή στις αρχές του έτους. Βέβαια ένα σημαντικό στοιχείο επιτυχίας είναι η συστηματική παρακολούθηση από πλευράς Πολιτείας της σωστής εφαρμογής του.