(Για να διαβάσετε το κείμενο σε μορφή PDF, επιλέξτε εδώ)
Ἀριθμ. Πρωτ. 5992
Διεκπ. 2744
Ἀθήνῃσι 1ῃ Δεκεμβρίου 2014
Πρός
τήν Ἱεράν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀθηνῶν,
τάς Ἱεράς Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τάς Συνοδικάς Ἱ. Μονάς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Κατά τήν νέα διάταξη τοῦ ἄρθρου 25 παρ. 1 τοῦ Ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α΄ 223/7.10.2014) ἐπιτρέπεται, σέ περίπτωση ἐλλείψεως διατάγματος ἱδρυτικοῦ Ἐνορίας ἤ Ἱερᾶς Μονῆς ἤ Ἡσυχαστηρίου (μέ μορφή ἱδρύματος), νά ἀποδειχθεῖ ἡ νόμιμη ὑπόστασή τους ὡς νομικῶν προσώπων μέ διαπιστωτική πράξη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου κατόπιν σχετικῆς εἰσηγήσεως τοῦ ἐπιχωρίου Μητροπολίτου. Κατά τό ἄρθρο 25 παρ. 1 τοῦ Ν. 4301/2014 προβλέπεται ὅτι :
«1. Η σύσταση παλαιών Ιερών Μονών (Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. -ησυχαστηρίων) και Ενοριών της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίες ιδρύθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του ν. 590/1977 και κατά το χρόνο ίδρυσης των οποίων δεν δημοσιεύθηκε διάταγμα ιδρυτικό ή εγκριτικό της ιδρυτικής πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αποδεικνύεται με διαπιστωτική πράξη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος κατόπιν εισηγήσεως του επιχωρίου Μητροπολίτη, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καθορίζει: α) την επωνυμία (της Μονής ή του Ενοριακού Ναού της Ενορίας αντίστοιχα), β) την έδρα τους, γ) την Ιερά Μητρό-πολη, στην πνευματική δικαιοδοσία της οποίας τώρα υπάγονται, δ) το χρόνο ίδρυσής τους, αναφερομένων οπωσδήποτε στο σώμα της, των αποδεικτικών στοιχείων (έγγραφα δημόσιων ή εκκλησιαστικών αρχών, μοναστηριακό τυπικό κ.λπ.), από τα οποία συνάγεται ο χρόνος ίδρυσής τους. Κατά τα λοιπά, ισχύουν και για αυτά τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα οι διατάξεις του ν. 590/1977 (Α΄ 146), καθώς και των άρθρων 7 του ν. 3800/1957 (Α΄ 256), 2 παρ. 2 περίπτωση ΙΓ' του ν. 4030/2011 (Α΄ 249), 88 του α.ν. 2200/1940 (Α΄ 42) για τη σύνταξη πράξεων τακτοποίησης και εκθέσεων απογραφής δικαιωμάτων τους από τα ίδια ή τους διαδόχους τους».
Ἡ ἀνωτέρω διάταξη ἀφορᾶ σέ Ἐνορίες, Μονές ἤ Ἡσυχαστήρια, πού, μέ βάση τά ὑπάρχοντα στοιχεῖα λειτουργίας τους, ἔχουν συσταθεῖ πρίν ἀπό τήν ἔναρξη ἰσχύος τοῦ Ν. 590/1977, δηλαδή πρίν τήν 31.5.1977, καί γιά τήν σύστασή τους δέν εἶχε ἐκδοθεῖ σχετικό (προεδρικό ἤ βασιλικό) διάταγμα, τό ὁποῖο συνέστησε τήν Ἐνορία ἤ τήν Μονή ἤ ἐνέκρινε τήν ἱδρυτική πράξη, προκειμένου περί Ἡσυ-χαστηρίων μέ μορφή Ἱδρύματος (τά ὁποῖα δηλαδή δέν ἔχουν μορφή σωματείου ἤ ἀστικῆς μή κερδοσκοπικῆς ἑταιρείας, ἀλλά ἀποτελοῦν ὁμάδα περιουσίας δωρηθεῖσα ἐν ζωῇ ἤ καταλειφθεῖσα μέ διαθήκη, μέ σκοπό τήν ἵδρυση Ἡσυχαστηρίου).
Ἡ διαδικασία ἀναγνωρίσεώς τους προϋποθέτει ὑποβολή σχετικῆς εἰσηγήσεως τοῦ ἐπιχωρίου Μητροπολίτου πρός τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, ἡ ὁποία πρέπει νά περιέχει κατ’ ἐλάχιστον τά ἀκόλουθα στοιχεῖα :
α) τήν ἐπωνυμία τῆς Μονῆς –Ἡσυχαστηρίου ἤ τοῦ Ἐνοριακοῦ Ναοῦ. Σέ περίπτωση μεταβολῆς τῆς ἐπωνυμίας, θά ἀναφέρεται καί ἡ ἀρχική ἐπωνυμία, ὑπό τήν ὁποία ἐκκίνησε ἡ λειτουργία, ἀλλά καί ἡ τρέχουσα.
β) τήν ἕδρα τους,
γ) τήν Ἱερά Μητρόπολη, στήν πνευματική δικαιοδοσία τῆς ὁποίας τώρα ὑπάγονται,
δ) τόν χρόνο ἱδρύσεώς τους, καί νά ἀναφέρῃ τά ἀποδεικτικά στοιχεῖα (π.χ. ἔγγραφα δημόσιων ἤ ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, μοναστηριακό τυπικό κ.λπ.), ἀπό τά ὁποῖα συνάγεται ὁ χρόνος ἱδρύσεώς τους.
Ἀκολούθως, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ἀποδέχεται τήν εἰσήγηση τοῦ ἁρμοδίου Μητροπολίτου, δημοσιεύει τήν διαπιστωτική ἀπόφασή Της, ἡ ὁποία περιέχει τά ἀνωτέρω ἀναγκαῖα κατά νόμον στοιχεῖα (ἐπωνυμία, ἕδρα, Ἱ. Μητρόπολη, χρόνο ἱδρύσεως) καί κατ' αὐτόν τόν τρόπο ἀναγνωρίζεται ἀναδρομικά ἡ νόμιμη ὑπό-σταση καί λειτουργία τῶν νομικῶν αὐτῶν προσώπων.
Ἡ προαναφερθεῖσα διαδικασία ἀναγνωρίσεως τῆς ὑποστάσεως τῶν νομικῶν αὐτῶν προσώπων δέν ὑπόκειται σέ κάποια προθεσμία ἐκ τοῦ νόμου, ἀποτελεῖ πάγια ρύθμιση καί ἀφορᾶ στά προϋπάρχοντα τῆς 31.5.1977 καί παλαιότερα, χωρίς χρονικό περιορισμό, νομικά πρόσωπα Ἐνοριῶν, Μονῶν καί Ἡσυχαστηρίων.
Ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 25 παρ. 1 τοῦ Ν. 4301/2014 προβλέπει ἐπίσης ὅτι γιά τά ἐμπράγματα δικαιώματα ἐπί ἀκινήτων τῶν ἀναγνωριζόμενων ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων μποροῦν νά ἐφαρμόζονται «οι διατάξεις του ν. 590/1977 (Α΄ 146), καθώς και των άρθρων 7 του ν. 3800/1957 (Α΄ 256), 2 παρ. 2 περίπτωση ΙΓ' του ν. 4030/2011 (Α΄ 249), 88 του α.ν. 2200/1940 (Α΄ 42) για τη σύνταξη πράξεων τακτοποίησης και εκθέσεων απογραφής δικαι-ωμάτων τους από τα ίδια ή τους διαδόχους τους».
Ἑπομένως, ἐπιτρέπεται, προκειμένου νά συνταχθεῖ διαπιστωτική πράξη κυριότητας γιά ὅσα ἀκίνητα νέμονται τά νομικά αὐτά πρόσωπα, χωρίς νά κατέχουν νόμιμο τίτλο ἰδιοκτησίας, ἡ ἐπίκληση τῶν διατάξεων α) τοῦ ἄρθρου 47 παρ. 3.β τοῦ Ν. 590/1977, ὥστε νά καταρτισθεῖ συμβολαιογραφική ἔκθεση ἀπογραφῆς τῆς ἀκίνητης περιουσίας τους, γιά ἀκίνητα πού νέμονται ἀνεξαρτήτως χρόνου ἐνάρξεως τῆς νομῆς, ἤ β) τῶν ἄρθρων 7 τοῦ Ν. 3800/1957, 88 Α.Ν. 2200/1940, γιά τήν σύνταξη συμβολαιογραφικῆς πράξεως τακτοποιήσεως τῆς κυριότητας γιά ἀκίνητα πού νέμονται ἀπό τήν ἐποχή πρό τῆς συστάσεως τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Στόν συμβολαιογράφο πρέπει νά προσκομίζεται τοπογραφικό διάγραμμα τῆς ἀκίνητης περιουσίας, καθώς καί πιστοποιητικό τοῦ ἁρμόδιου Ὑποθηκοφυλακείου γιά τή μή διεκδίκηση τῆς περιουσίας ἀπό τό ἑλληνικό Δημόσιο (βλ. ἄρθρο 2 παρ. 2 περ. ΙΓ΄ τοῦ Ν. 4030/2011, ὅπως προσετέθη μέ τό ἄρθρο 53 τοῦ ν. 4178/2013). Οἱ σχετικές συμβολαιογραφικές πράξεις δέν θεωροῦνται πράξεις μεταβιβαστικές ἐμπραγμάτων δικαιωμάτων, ἑπομένως κατά τήν σύνταξή τους δέν ἀπαιτεῖται ἡ ὑποβολή δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως κυριότητας, πιστοποιητικό ἐνεργειακῆς ἀποδόσεως γιά τυχόν κτίρια ἤ πιστοποιητικό μηχανικοῦ περί μή ὑπάρξεως αὐθαιρέτων κατασκευῶν, ἀλλά εἶναι διαπιστωτικές πράξεις κυριότητας πού ἀναγνωρίζουν ὑπάρχοντα ἐμπράγματα δικαιώματα. Ἐπιπλέον, οἱ ἐν λόγῳ πράξεις μεταγράφονται ἀτελῶς στό ἁρμόδιο Ὑποθηκοφυλακεῖο (ἄρθρα 47 παρ. 3.β Ν. 590/1977, 7 Ν. 3800/1957, 88 Α.Ν. 2200/1940).
Σέ περίπτωση πού τά νομικά αὐτά πρόσωπα ἔχουν παύσει νά λειτουργοῦν πλέον ἤ ἔχουν παύσει νά εἶναι οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν σχετικῶν ἀκινήτων, τίς συμβολαιογραφικές πράξεις δικαιοῦνται νά συντάξουν ἐπ' ὀνόματί τους τά διάδοχα νομικά πρόσωπα, ὅπως ἀναφέρει ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 25 παρ. 1. Ἡ ρύθμιση αὐτή πρέπει νά διαβάζεται σέ συνδυασμό μέ τό ἄρθρο 39 παρ. 3 (ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τό ἄρθρο 51 παρ. 2 τοῦ Ν. 4301/2014 κατά τό ὁποῖο διάδοχοι των διαλελυμένων Μονῶν εἶναι οἱ Μητροπόλεις ἤ οἱ ἀντίστοιχες Μονές σέ περίπτωση ἀνασυστάσεως ἤ μετατροπῆς τους σέ μετόχια ἄλλων Μονῶν) καί τό ἄρθρο 47 παρ. 3.β τοῦ Ν. 590/1977 (ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τό ἄρθρο 51 παρ. 4 τοῦ Ν. 4301/2014), πού προβλέπει ἀνάλογη ρύθμιση σέ περίπτωση τῆς ὁποτεδήποτε ἕως σήμερα καταργήσεως ἤ ἀποσπάσεως ἐδαφικοῦ τμήματος Ἐπισκοπῶν, Μητροπόλεων, τέως χριστιανικῶν κοινοτήτων, Ἐνοριῶν, ὁπότε ὁρίζει ὅτι οἱ ὑφιστάμενες σήμερα Μητροπόλεις ἤ Ἐνορίες εἶναι οἱ οἱονεί καθολικοί διάδοχοι τῶν ἐμπραγμάτων δικαιωμάτων τους. Συνεπῶς, τά νομικά αὐτά πρόσωπα, ὡς διάδοχοι δι-καιωμάτων, μποροῦν νά συντάξουν, ἀντί τῶν καταργηθέντων νομικῶν προσώπων, συμβολαιογραφικές πράξεις τακτοποιήσεως κυριότητας, ἀναφέροντας ὅμως στό κείμενο τῶν συμβολαιογραφικῶν πράξεων τό πλῆρες ἱστορικό ἀπό τό ὁποῖο προκύπτουν οἱ νόμιμες προϋποθέσεις καθολικῆς διαδοχῆς κατά τά ἄρθρα 39 παρ. 3 καί 47 παρ. 3.β τοῦ Ν. 590/1977.
Οἱ συμβολαιογραφικές πράξεις δέν προϋποθέτουν ἔγκριση τῆς Δ.Ι.Σ., ἐκτός ἐάν πρόκειται γιά πράξεις πού συντάσσονται σέ περίπτωση διαδοχῆς Μητροπόλεως ἐπί τοῦ κανονικοῦ ἐδάφους ἄλλης Μητροπόλεως ἤ προγενέστερης Ἐπισκοπῆς (ἄρθρο 47 παρ. 3β Ν. 590/1977).