Επιλέξτε τη γλώσσα σας

(Για να διαβάσετε το κείμενο σε μορφή PDF, επιλέξτε εδώ)


Πρωτ. 5722
Ἀριθ. Διεκπ. 2629
Ἀθήνησι τῇ 13ῃ Νοεμβρίου 2023


ΕΓΚΥΚΛΙΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑ


Πρός
τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν,
τίς Ἱερές Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
τήν Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
τό Διορθόδοξο Κέντρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τίς Ἱερές Συνοδικές Μονές



Ἐκ Συνοδικῆς Ἀποφάσεως, ληφθείσης κατά τήν Συνεδρία τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 2ας μηνός Νοεμβρίου ἐ.ἔ., σᾶς γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἐν ὄψει τῆς ἀνάγκης προστασίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί κατοχυρώσεώς της στό Ἑλληνικό Κτηματολόγιο, ἀποφάσισε ὅπως προτρέψει τά ἐκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα νά προβοῦν στίς κατωτέρω ἐνέργειες εἰδικῶς περί τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί τῶν Ἱερῶν Ναῶν, τῶν ἐχόντων τήν ἰδιότητα ἀρχαίων μνημείων κατά τόν ν. 4858/2021, ἤτοι ὅσων χρονολογοῦνται ἕως τό ἔτος 1830:
Ἔχουν παρατηρηθεῖ περιπτώσεις παλαιφάτων Μονῶν, γιά τίς ὁποῖες δέν ἔχουν δηλωθεῖ δικαιώματα κυριότητας ἀπό τίς οἰκεῖες Μονές ἤ Μητροπόλεις στό Ἑλληνικό Κτηματολόγιο καί ἐμφανίζονται στά οἰκεῖα κτηματολογικά φύλλα ὡς «Ἀγνώστου» ἰδιοκτήτη.
Σημειώνεται ὅτι οἱ Ἱερές Μονές καί Ἱεροί Ναοί πού εἶναι προγενέστεροι τοῦ 1830, παρ’ ὅτι ὡς ἀρχαῖα μνημεῖα τελοῦν ὑπό τήν προστασία τῆς ἀρχαιολογικῆς νομοθεσίας (ν. 4858/2021) καί τήν ἐποπτεία τῆς οἰκείας Ἐφορείας Ἀρχαιοτήτων, δέν ἀνήκουν κατά κυριότητα στό Ἑλληνικό Δημόσιο, ἀλλά ἀποτελοῦν ἀκίνητα ἰδιοκτησίας τοῦ οἰκείου ἐκκλησιαστικοῦ νομικοῦ προσώπου (τῆς οἰκείας Ἱερᾶς Μονῆς γιά λειτουργοῦσες/ἐρημωθεῖσες Μονές ἤ τῆς οἰκείας Ἱερᾶς Μητροπόλεως γιά διαλελυμένες Μονές ἀντιστοίχως ἤ τῆς οἰκείας Ἐνορίας γιά κάθε εἴδους Ἱερούς Ναούς πού δέν εἶναι ἰδιοκτησία τρίτων, κατά τά ἄρθρα 39 παρ. 3, 36 παρ. 1, 47 παρ. 3.β. ν. 590/1977, ὅπως ἰσχύουν).
Κατά τό ἄρθρο 73 τοῦ ἰσχύοντος ἀρχαιολογικοῦ νόμου 4858/2021 (ΦΕΚ Α΄ 220/19.11.2021), τό Ἑλληνικό Δημόσιο δέν ἔχει κυριότητα σέ ἀρχαῖα μνημεῖα θρησκευτικοῦ χαρακτήρα, ἀλλά τό οἰκεῖο ἐκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο: «1. Τα υπάρχοντα την 28η.6.2002 δικαιώματα κυριότητας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδας, της Εκκλησίας της Κρήτης, των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου, του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, της Ιερής Μονής του Σινά, των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, των Ιερών Μονών της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας στη Χαλκιδική, των Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και του Ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, άλλων νομικών προσώπων ή άλλων ενώσεων προσώπων που εκπροσωπούν θρησκείες ή δόγματα, σε αρχαία μνημεία θρησκευτικού χαρακτήρα, ακόμη και αν χρονολογούνται μέχρι και το 1453, διατηρούνται». Καί ὁ προηγούμενος ἀρχαιολογικός νόμος 3028/2002 (ΦΕΚ Α΄ 153/28.6.2022) ἐπίσης στό ἄρθρο 73 ὅριζε: «1. Τα υπάρχοντα κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού δικαιώματα κυριότητας των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδας, της Εκκλησίας της Κρήτης, των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου, του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, της Ιερής Μονής του Σινά, των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, των Ιερών Μονών της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας στη Χαλκιδική, των Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και του Ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, άλλων νομικών προσώπων ή άλλων ενώσεων προσώπων που εκπροσωπούν θρησκείες ή δόγματα, σε αρχαία μνημεία θρησκευτικού χαρακτήρα, ακόμη και αν χρονολογούνται μέχρι και το 1453, διατηρούνται».
Ἡ νομολογία ἑρμηνεύοντας τίς ἀνωτέρω διατάξεις ἔχει παγίως κρίνει ὅτι ἱστορικοί Ναοί, ἱστορικές Μονές καί τά Μετόχιά τους συνιστοῦν ἀρχαιολογικά μνημεῖα πού ἐξυπηρετοῦν θρησκευτικούς σκοπούς καί ἀνήκουν κατά κυριότητα στό οἰκεῖο, κατά περίπτωση, ἐκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Μητρόπολη, Ἐνορία, Μονή κ.λπ.) καί εἶναι πράγματα ἐκτός συναλλαγῆς κατ’ ἄρθρο 966 ΑΚ (βλ. ἀποφάσεις Ἐφετείου Πειραιῶς 608/2021 εἰς www.valsamon.com, Ἐφετείου Ἀθηνῶν 421/2018 εἰς ἱστοσελίδα Nomos, Εἰρηνοδικείου Αἰγίνης 1/2022, Νομοκανονικά, τ. 1/2023, σελ. 176 ἕπ. καί προσφάτως Μον. Πρωτοδικείου Πειραιῶς 3567/2023 [ἀδημ.]).
Ἐπίσης, εἰδικῶς γιά τίς διαλελυμένες Μονές, ὑπενθυμίζεται ὅτι κατά τό ἄρθρο 39 παρ. 3 ἐδάφιο β τοῦ ν. 590/1977 (ΦΕΚ Α΄ 146), ὅπως ἀντικαταστάθηκε μέ τό ἄρθρο 51 παρ. 2 τοῦ ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α΄ 223/7.10.2014), ἰσχύει ὅτι: «Ναοί και περιουσίες διαλελυμένων ή διαλυομένων Μονών παραμένουν στην κυριότητα του νομικού προσώπου της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως ή περιέρχονται αυτοδίκαια, σε περίπτωση συγχωνεύσεώς τους με άλλη Μονή, στην κυρία Μονή ή, σε περίπτωση ανασυστάσεως, στην ανασυνιστώμενη Μονή».
Περαιτέρω, οἱ νόμιμες προϋποθέσεις γιά τήν ἀναγνώριση ἰδιωτῶν ὡς κυρίων ἰδιόκτητων Ἱερῶν Ναῶν καί ἰδιωτικῶν Μονῶν τέθηκαν μέ τό ἀπό 26.4/8.5.1834 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ Α΄ 50), τοῦ ὁποίου τό ἄρθρο 1 ὅρισε ὅτι: «Ὅλα τὰ ἰδιωτικὰ μοναστήρια καὶ ναοί, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἔχει τις ἀποδεδειγμένα δικαιώματα ἰδιοκτησίας, μένουν εἰς αὐτὸν ἀνενοχλήτως». Ἡ παραπάνω διάταξη κάνοντας λόγο γιά «ἀποδεδειγμένα» δικαιώματα ἐννοεῖ γραπτό «τίτλο ιδιοκτησίας» ὡς λόγο ἀναγνωρίσεως τῆς κυριότητας σέ ἰδιώτη ἐπί (ἰδιωτικῆς) Ἱερᾶς Μονῆς ἤ (ἰδιωτικοῦ) Ἱεροῦ Ναοῦ.
Τά ἴδια ὡς ἄνω ἐπανελήφθησαν καί σέ μεταγενέστερες διατάξεις, ὅπως τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 2 τοῦ ν. ΓΦΣΤ΄/1910 (= ν. 3596/1910, ΦΕΚ Α΄ 93) καί τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 2 ἀν. νόμου 2200/1940 (ΦΕΚ Α΄ 42), πού ἔκανε λόγο γιά Ναούς «Συναδελφικούς ἤ Κτητορικούς ἤ ἰδιοκτήτους, δυνάμει τίτλων».
Δηλώσεις ἰδιωτῶν, πού προβάλλουν δικαιώματα κυριότητας σέ Ναούς καί Μονές, πρέπει νά ἀπορρίπτονται ἀπό τά κατά τόπον ἁρμόδια Κτηματολογικά Γραφεῖα καί Γραφεῖα Κτηματογραφήσεως ἐάν δέν στηρίζονται σέ χαρτώους τίτλους ἰδιοκτησίας, ἀναγόμενους εἴτε ἕως τό ἀπό 26.4/8.5.1834 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ Α΄, 50), γιά Ναούς καί Μονές πού ἀνεγέρθηκαν ἕως τήν ἔναρξη ἰσχύος τοῦ β.δ/τος, εἴτε, στήν περίπτωση πού κτίσθηκαν μεταγενέστερα τῆς ἐνάρξεως ἰσχύος τοῦ β.δ/τος, ἐάν δέν στηρίζονται σέ γραπτούς τίτλους ἰδιοκτησίας τοῦ οἰκείου ἀκινήτου, ἀναγόμενους τουλάχιστον στόν χρόνο ἀνεγέρσεως τοῦ κτιρίου (ἄρθρα 1 παρ. 2 τοῦ ν. ΓΦΣΤ΄/ 1910 (= ν. 3596/1910, ΦΕΚ Α΄ 93), 1 παρ. 2 ἀν. νόμου 2200/1940 [ΦΕΚ Α΄ 42]).
Συνεπῶς, ἰδιώτης πού προβάλλει δικαίωμα κυριότητας ἐπί Ναοῦ ἤ Μονῆς, ὑφισταμένων ὅταν ἄρχισε νά ἰσχύει τό ὡς ἄνω ἀπό 26.4/8.5.1834 βασιλικό διάταγμα, δηλ. Ναό ἤ Μονή πού ἀνεγέρθηκε στήν βυζαντινή ἤ μεταβυζαντινή περίοδο ἤ τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, ἤ ὑφισταμένων ὅταν ἄρχισαν νά ἰσχύουν τά ἄρθρα 1 παρ. 2 τοῦ ν. ΓΦΣΤ΄/1910 (= ν. 3596/1910, ΦΕΚ Α΄ 93), 1 παρ. 2 ἀν. νόμου 2200/1940 [ΦΕΚ Α΄ 42]) πρέπει νά ἀποδεικνύει: α) ὅτι διαθέτει ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἰδίου ἤ τῶν δικαιοπαρόχων του τίτλους ἰδιοκτησίας ἐπί τοῦ ἀκινήτου πού ἀνεγέρθηκε ὁ Ναός ἤ ἡ Μονή, β) ὅτι ὁ Ναός ἤ ἡ Μονή ἀνεγέρθηκε μέ δαπάνες δικές του ἤ τῶν δικαιοπαρόχων του μέ ἄδεια τοῦ ἐπιχώριου Ἐπισκόπου (καί ὄχι π.χ. ὅτι ο δικαιοπάροχός του διέθεσε τό ἀκίνητο καί κτίσθηκε Ναός μέ δαπάνες τῶν κατοίκων τοῦ οἰκισμοῦ γιά τίς λατρευτικές ἀνάγκες τους), γ) ὅτι ὁ Ναός ἤ ἡ Μονή δέν ἀνεγέρθηκαν μέ σκοπό να περιέλθουν ἐξ ἀρχῆς σέ δημόσια λατρεία γιά τίς ἀνάγκες τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας π.χ. ἡ τέλεση Ἀκολουθιῶν, Μυστηρίων π.χ. Θείας Εὐχαριστίας, γάμων, βαπτισμάτων γιά τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς συνιστᾶ δημόσια λατρεία (βλ. ἀποφάσεις Ἀρείου Πάγου 29/2018 εἰς ἱστοσελίδα Nomos, Ἀρείου Πάγου 983/2017, Νομοκανονικά, τεῦχ. 2/2018, σελ. 181 ἕπ. (μέ σχόλιο Ἀθ. Κόντη), Ἐφετείου Πειραιῶς 608/2021, ὅπ.π., Ἐφετείου Ἀθηνῶν 421/2018, ὅπ.π., Πολ. Πρωτοδικείου Ναυπλίου 698/2020, Νομοκανονικά, τεῦχ. 2/2021 σελ. 147 ἐπ., Εἰρηνοδικείου Αἰγίνης 1/2022, ὅπ.π., Μον. Πρωτοδικείου Πειραιῶς 3567/2023, ὅπ.π.). Γενικά ὡς δημόσια λατρεία νοεῖται ὄχι μόνο ἡ τέλεση Ἀκολουθιῶν καί ἐν γένει ἱεροπραξιῶν μέ τήν συμμετοχή κληρικοῦ, ἀλλά καί ἡ παραμονή τοῦ Ναοῦ ἀνοικτοῦ στό κοινό γιά προσέλευση καί λατρευτικές πράξεις ἐντός του Ναοῦ κατά τήν Ἱερά Παράδοση, στίς ὁποῖες μετέχουν μόνον λαϊκοί (ὅπως προσευχή, ἄναμμα κεριῶν, προσκύνηση Ἱερῶν Εἰκόνων κ.λπ.) (βλ. ἐνδεικτικῶς ἀπόφαση ΣτΕ 598/2020 στό www.valsamon.com). Ἡ δέ θέση ἰδιωτικοῦ Ναοῦ σέ δημόσια λατρεία σέ ἀργότερο χρονικό σημεῖο εἶναι λόγος σφραγίσεως, ἀπαλλοτριώσεως ἤ ἀφαιρέσεως τῆς διοικήσεώς του (βλ. ἄρθρα 6 ἀν. νόμου 2200/1940, 13 Κανονισμοῦ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 8/1979, ΦΕΚ Α΄ 1/1980),
Γιά τούς ἀνωτέρω λόγους, συμβολαιογραφικά ἔγγραφα οἱασδήποτε φύσεως (γονική παροχή, δωρεά, κληρονομική διαδοχή, πώληση κ.λπ.) μεταξύ ἰδιωτῶν πού συμπεριέλαβαν Ναούς ἤ Μονές ὀφείλουν νά μνημονεύουν τόν χρόνο ἀνεγέρσεώς τους καί νά ἐξιστοροῦν πάντοτε σειρά τίτλων ἰδιοκτησίας ἀποδεικνυόντων κυριότητα τῶν δικαιοπαρόχων τους, ἀναγόμενη ἕως τοῦ χρόνου ἀνεγέρσεως τοῦ Ναοῦ ἤ τῆς Μονῆς, ὅπως ρητῶς ἐπιβάλλεται ἀπό τά ἄρθρα 1 τοῦ ἀπό 26.4/8.5.1834 βασιλικοῦ διατάγματος (ΦΕΚ 50/1834), 1 παρ. 2 τοῦ ν. ΓΦΣΤ΄/1910 (= ν. 3596/1910, ΦΕΚ Α΄ 93), 1 παρ. 2 ἀν. νόμου 2200/1940 (ΦΕΚ Α΄ 42), καί ἀναλόγως τοῦ χρόνου ἀνεγέρσεώς τους. Σέ ἀντίθετη περίπτωση ὁποιαδήποτε ἐκποιητική δικαιοπραξία μέ ἀντικείμενο Ναό ἤ Μονή καθίσταται ἄκυρη (βλ. ἀποφάσεις Ἐφετείου Πειραιῶς 608/2021, ὅπ.π., Πολ. Πρωτοδικείου Πειραιῶς 2927/2016, ὅπ.π., Μον. Πρωτοδικείου Πειραιῶς 3567/2023, όπ.π.)
Ἐπιπλέον, ἡ ὑποχρέωση ἀποδείξεως κυριότητας σέ Ναούς καί Μονές μόνο μέ χαρτώους τίτλους κυριότητας πρέπει νά συνδυασθεῖ μέ τήν βασική ἀπαγόρευση ἀποκτήσεως ἀπό ἰδιώτη κυριότητας δυνάμει χρησικτησίας σέ Μονή ἤ Ναό. Εἰδικότερα, ναί μέν τά ἑλληνικά δικαστήρια δέχονται ὅτι ἰδιώτης μπορεῖ νά θεμελιώσει κυριότητα μέ ἔκτακτη χρησικτησία σέ ἀκίνητο ἰδιοκτησίας Μονῆς, ἐάν ἀποδεικνύει ἀδιατάρακτη νομή 40 ἐτῶν ἕως τίς 12.9.1915 (ἀπόφαση Ἀρείου Πάγου 1799/2006, εἰς www.valsamon.com) καί σέ ἀκίνητο ἰδιοκτησίας Ἐνορίας, ἐάν ἀποδεικνύει νομή 20 ἐτῶν ἕως τίς 16.8.1969 (ἡμερομηνία πού ἄρχισαν νά ἰσχύουν οἱ ἀπαγορευτικές τῆς χρησικτησίας διατάξεις τοῦ Κανονισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 4/1969, βλ. ἀπόφαση Ἀρείου Πάγου 1558/2001), ὅμως ἐπί τοῦ ἀκινήτου ἐπί τοῦ ὁποίου κεῖται Ἱερός Ναός ἤ Ἱερά Μονή δέν νοεῖται χρησικτησία ἰδιώτη, διότι ὡς πράγματα ἀφιερωμένα σέ θρησκευτικό σκοπό εἶναι ἐκτός συναλλαγῆς καί συνεπῶς δέν ὑπόκεινται σέ χρησικτησία (ΑΚ 966, 1054). Τά πράγματα μέ προορισμό τήν ἐκπλήρωση θρησκευτικοῦ σκοποῦ ὁρίζονται στό ἄρθρο 966 ΑΚ: «Πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών». Κατά δέ τό ἄρθρο 1054 ΑΚ προβλέπεται ὅτι: «Ἀνεπίδεκτα χρησικτησίας, τακτικῆς ἤ ἔκτακτης, εἶναι τά ἐκτός συναλλαγῆς πράγματα».
Οἱ Ἱεροί Ναοί καί οἱ Ἱερές Μονές εἶναι ἀνεπίδεκτοι τακτικῆς ἤ ἔκτακτης χρησικτησίας ὡς ἐκτός συναλλαγῆς πράγματα (1054 ΑΚ), τόσο τό οἰκοδόμημα, ὅσο καί τό ἀκίνητο ἐπί τοῦ ὁποίου ἔχει κτισθεῖ ὁ Ναός ἤ ἡ Μονή, ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων δέν μπορεῖ νά γίνει διαχωρισμός (ἀποφάσεις Ἀρείου Πάγου 983/2017, ὅπ.π.,Ἐφετείου Δυτικῆς Στ. Ἑλλάδος 156/2014, εἰς ἱστοσελ. Nomos, Ἀρμενόπουλος 2015, σελ. 220, Ἐφετείου Θεσ/κης 546/2004, Ἑλληνική Δικαιοσύνη τόμος 46, σελ. 913 ἕπ., Ἐφετείου Δωδεκανήσου 82/2007, εἰς Nomos, Νομοκανονικά τεῦχ. 1/2009, σελ. 122 ἕπ.). Εἰδικά γιά τούς Ἱερούς Ναούς, στά Βασιλικά (βιβλίο 46 Τ.τ.3, θέμα 3 = Νεαρά 6. παρ. 2111.8) ἀναφέρεται ὅτι «Ἱερόν ἐστι πρᾶγμα τό δημόσια ἀφιερωθέν, τά γάρ ἰδιωτικά οὔκ εἰσιν ἱερά, εἴ δε καταπέσῃ τό οἰκοδόμημα, μένει ἱερός ὁ τόπος» (βλ. Ἑξάβιβλο Ἀρμενοπούλου Βιβλίο Δεύτερο, Τίτλο Πρῶτο § 61). Ἄλλωστε, κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δέν προβλέπεται διαδικασία ἄρσεως τοῦ χαρακτηρισμοῦ πράγματος ὡς ἱεροῦ, ἐξαιρουμένης τῆς βεβηλώσεως τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, συνεπείᾳ τῆς ὁποίας ἀπαγορεύεται προσωρινῶς ἡ τέλεση λατρευτικῶν πράξεων πρίν ἀπό τήν ἀνάγνωση τῆς κεκανονισμένης εὐχῆς καθάρσεως (Ἐφετείου Δυτικῆς Στ. Ἑλλάδος 156/2014, ἱστοσελ. Nomos, Ἐφετείου Λαρίσης 845/2003 εἰς www.valsamon.com, ἘφΑΘ 3647/1980, ἙλλΔνη 1982, 484 καί www.valsamon.com).
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἀνήκουν στίς Ἐνορίες (ΝΠΔΔ, ἄρθρα 1 παρ. 4 καί 36 παρ. 1 ν. 590/1977) ἀκίνητα ἐπί τῶν ὁποίων κεῖνται τά κτίρια Ἱερῶν Ναῶν κάθε εἴδους (Ἐνοριακοί, Παρεκκλήσια, Ἐξωκκλήσια κ.λπ.) καί στίς λειτουργοῦσες ἤ ἐρημωθεῖσες Ἱερές Μονές (ΝΠΔΔ, ἄρθρα 1 παρ. 4 καί 39 ν. 590/1977) ἀνήκουν τά ἀκίνητα μέ τά ἐπ’ αὐτῶν μοναστηριακά συγκροτήματα τῶν ἐν λόγῳ Ἱερῶν Μονῶν, περιλαμβανομένων τῶν μετοχίων (χῶροι λατρείας κείμενοι ἐκτός περιβόλου Μονῆς, ἄρθρο 4 Κανονισμοῦ 39/1972, ΦΕΚ Α΄ 103), ἐνῶ στίς Μητροπόλεις ἀνήκουν τά ἀκίνητα μέ τά οἰκοδομήματα τῶν διαλελυμένων Ἱερῶν Μονῶν (ἄρθρο 39 παρ. 3 ν. 590/ 1977, ὅπως ἰσχύει) ἐκτός ἐάν οἱ διαλελυμένες Μονές ἀνασυστάθηκαν ὁπότε ex lege ἀνέκτησαν αὐτοδικαίως τήν περιουσία τους. Τονίζεται ὅτι γιά τίς Μονές καί Ἐνορίες πού στεροῦνται ἱδρυτικοῦ βασιλικοῦ ἤ προεδρικοῦ διατάγματος ἐκδίδεται καί δημοσιεύεται στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως σχετική διαπιστωτική πράξη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου γιά τήν ὑπόσταση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἤ Ἐνορίας κατ’ ἄρθρο 25 παρ. 1 ν. 4301/2014.
Οἴκοθεν νοεῖται ὅτι τά ἀνωτέρω ἀναλόγως ἰσχύουν καί γιά Μονές καί Ναούς χρονολογούμενους καί μετά τό ἔτος 1830, καθ’ ὅσον δικαιώματα κυριότητας ἰδιωτῶν ἐπ’ αὐτῶν μόνο μέ χαρτῶο τίτλο ἰδιοκτησίας μποροῦν νά ἀποδεικνύονται κατά τά ἄρθρα 1 τοῦ ἀπό 26.4/8.5.1834 βασιλικοῦ διατάγματος (ΦΕΚ 50), 1 παρ. 2 τοῦ ν. ΓΦΣΤ΄/1910 (= ν. 3596/1910, ΦΕΚ Α΄ 93), 1 παρ. 2 ἀν. νόμου 2200/1940 (ΦΕΚ Α΄ 42).



Ἐντολῇ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς


Ἀρχιμ. Ἰωάννης Καραμούζης